ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ
Χρειάζεται η συναίνεση των πολιτικών κομμάτων, η οποία θα εξασφαλίζει την πιστή εφαρμογή όλων όσων συμφωνηθούν – καθώς επίσης να σταματήσουν τα περί πρόωρων εκλογών, όταν έχει τεκμηριωθεί «δις» πως οδηγούν στην καταστροφή της χώρας
«Μία σωστή διαπραγμάτευση με τους δανειστές απαιτεί αφενός μεν εθνική ομοψυχία, αφετέρου τη συνεργασία όλων των κομμάτων – τα οποία πρέπει να καταλάβουν πως μία χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο, δεν έχει την πολυτέλεια των εσωτερικών αντιθέσεων. Χρειάζεται απλά να συμφωνήσουν σε ένα θέμα:
Στο ότι είναι απαραίτητη η ανάκτηση της πιστοληπτικής ικανότητας του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, μέσω της διαγραφής μέρους των μη βιώσιμων δημοσίων και ιδιωτικών χρεών – αναβάλλοντας τα κοινωνικά μέτρα για την εποχή που θα εξασφαλισθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, οπότε οι επενδύσεις, η ανάπτυξη, η αύξηση των εισοδημάτων και η ευημερία της πατρίδας μας«.
Ανάλυση
Τον Οκτώβριο του 2009, μετά από πρόωρες εκλογές, η τότε κυβέρνηση «υπεξαίρεσε» την εξουσία, μοιράζοντας υποσχέσεις που ήταν αδύνατον να τηρηθούν – αφού προηγουμένως η αντιπαλότητα των δύο «μονομάχων» είχε φτάσει στο ζενίθ, με το διεκδικητή πρωθυπουργό να κατηγορεί σε καθημερινή βάση τον υφιστάμενο, χωρίς καμία δυνατότητα συνεννόησης μεταξύ τους.Η νέα κυβέρνηση, αφού άρχισε να εφαρμόζει ορισμένα μέρη του προγράμματος της, αυξάνοντας ανεύθυνα τις δαπάνες, προσπάθησε να μεταφέρει τις μελλοντικές της ευθύνες στην απερχόμενη κυβέρνηση – δηλώνοντας πως το έλλειμμα του προϋπολογισμού ήταν πολύ μεγαλύτερο. Παράλληλα, άρχισε να δυσφημίζει δημόσια και διεθνώς τη χώρα, μετατρέποντας σταδιακά μία κρίση ρευστότητας σε μία κρίση φερεγγυότητας – όπως τεκμηριώνεται από την πορεία των επιτοκίων των δεκαετών ομολόγων (γράφημα).
.
.
Αφού τελικά τα «κατάφερε», παραλαμβάνοντας ουσιαστικά το δημόσιο χρέος στο 105,4% του ΑΕΠ (2008), όταν το αντίστοιχο της Ιταλίας είναι σήμερα στο 132,1% του ΑΕΠ και της Πορτογαλίας στο 130,2%, οδήγησε τη χώρα στο ΔΝΤ – υπογράφοντας ένα πρόγραμμα που καταδίκασε τη χώρα στη χρεοκοπία (ανάλυση).
Οφείλει βέβαια να σημειώσει κανείς πως η Ελλάδα, εκείνη την εποχή, είχε ένα από τα μικρότερα συνολικά χρέη στη Δύση, δημόσια και ιδιωτικά δηλαδή, ταυτόχρονα με μία πολύ σημαντική δημόσια και ιδιωτική περιουσία - κάτι που θα μπορούσε και θα έπρεπε τότε να φανεί, με την κατάρτιση ενός ισολογισμού, κατά το παράδειγμα της Νέας Ζηλανδίας (ανάλυση 2010).
Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε πως μία εταιρεία διαθέτει ακίνητα αξίας 20 εκ. €, έχοντας δάνεια ύψους 5 εκ. € – τα οποία έχει συνάψει εσφαλμένα με βραχυπρόθεσμη λήξη, αντί με μακροπρόθεσμη (όπως συνέβαινε με τα ελληνικά ομόλογα). Όταν τα ακίνητα αυτά, λόγω κακής διαχείρισης, μείνουν ανοίκιαστα και δεν παράγουν έσοδα, τότε η εταιρεία αδυνατεί να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις – οπότε αναφερόμαστε σε μία «κρίση ρευστότητας».
Εάν τώρα ο διευθυντής της δηλώσει δημόσια πως η εταιρεία είναι σε δύσκολη θέση απέναντι στις τράπεζες, έχοντας λειτουργικές ζημίες, τότε ο δανεισμός της γίνεται αδύνατος – οπότε η «κρίση ρευστότητας» μετατρέπεται σε «κρίση φερεγγυότητας» και η επιχείρηση πτωχεύει. Εύλογα δε οι υφιστάμενοι δανειστές της εξουσιοδοτούν έναν σύνδικο πτώχευσης (ΔΝΤ), προσπαθούν να της επιβάλλουν μείωση των εξόδων της, καθώς επίσης να αγοράσουν τα ακίνητα της σε τιμή ξεπουλήματος – επισφραγίζοντας τη χρεοκοπία της.
Συμπερασματικά λοιπόν, προφανώς τα μνημόνια έφεραν την ελληνική κρίση στην καταστροφική της υπόσταση και όχι η κρίση τα μνημόνια – αφού η κατάρρευση της οικονομίας της χώρας, η χρεοκοπία εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η αποψίλωση του παραγωγικού ιστού, η κορύφωση της ανεργίας, η ραγδαία πτώση των τιμών των παγίων κόστους περί το 1 τρις € κοκ., ξεκίνησαν μετά την εφαρμογή των εγκληματικών μέτρων που επιβλήθηκαν – ενώ υπήρχαν πολλές ορθολογικές λύσεις.
.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται
Περαιτέρω, τον Ιανουάριο του 2015, η ιστορία επαναλήφθηκε – με την ίδια αντιπαλότητα των πρωθυπουργών, με ανάλογες προεκλογικές δεσμεύσεις, με πρόωρες εκλογές (όταν ακόμη και ένας ανόητος θα αντιλαμβανόταν πως θα έπρεπε η προηγούμενη κυβέρνηση «να κλείσει τον κύκλο της», ολοκληρώνοντας την τελευταία αξιολόγηση των δανειστών), με την τήρηση των πρώτων υποσχέσεων εις βάρος των δημοσίων δαπανών, παρά το ότι δεν υπήρχε πλαίσιο χρηματοδότησης κοκ.Έτσι, η διαδικασία της απελευθέρωσης της Ελλάδας, από τον ασφυκτικό «κλοιό» των δανειστών, τουλάχιστον εν μέρει, σταμάτησε απότομα – ενώ ξεκίνησαν οι ατελείωτες διαπραγματεύσεις από μία κυβέρνηση που, αν μη τι άλλο, λειτουργούσε εντελώς ερασιτεχνικά, λόγω της εύλογης απειρίας της.
Φυσικά και εδώ η πορεία των επιτοκίων των δεκαετών ομολόγων (κάτω από 6% το πρώτο εξάμηνο του 2014, ραγδαία άνοδος από τον Οκτώβριο που αναφέρθηκαν οι εκλογές), τεκμηριώνει τις αναφορές μας – αφού τα νούμερα, σε αντίθεση με τις λέξεις, δεν λένε ποτέ ψέματα.
.
.
Το γεγονός δε, σύμφωνα με το οποίο έχουν ξεπεράσει αυτά του 2010, δεν είναι καθόλου εφησυχαστικό, όσον αφορά το μέλλον της χώρας μας – ενώ γίνεται όλο και πιο δύσκολο να έχει κανείς μία σαφή εικόνα των διαπραγματεύσεων που ευρίσκονται σε εξέλιξη.
.
Η πολιτική αντιπαλότητα
Δυστυχώς, παρά την απελπιστική κατάσταση των οικονομικών της χώρας, συνεχίζεται ανεύθυνα η αντιπαλότητα των κομμάτων εξουσίας, τα οποία φαίνεται να μην κατανοούν το αυτονόητο: το ότι η Ελλάδα ευρίσκεται στην άκρη του γκρεμού, στα όρια του χάους, καθώς επίσης πως ο χρόνος στην κλεψύδρα της τελειώνει, οπότε είναι υποχρεωμένα να συνεργασθούν μεταξύ τους.Ειδικότερα, τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο λήγουν υποχρεώσεις συνολικού ύψους 18,14 δις € (έντοκα γραμμάτια, ΔΝΤ, ΕΚΤ / γράφημα), οι οποίες είναι αδύνατον να εξυπηρετηθούν από τα μηνιαία έσοδα του κράτους – ενώ έχουν επιβληθεί καταναγκαστικά μέτρα, με τα αποθεματικά της χώρας να έχουν ήδη στερέψει.
.
.
Την ίδια στιγμή οι καταθέσεις των τραπεζών έχουν εξανεμισθεί, ενώ το δημόσιο έχει βυθιστεί ξανά στην ύφεση – με την κυβέρνηση να διαπραγματεύεται μειωμένα πλεονάσματα (!), όταν η χώρα παράγει ξανά ελλείμματα.
Οι αριθμοί στο γράφημα που ακολουθεί επιβεβαιώνουν δυστυχώς τις αναφορές μας – με τη γαλάζια καμπύλη να περιγράφει τη μείωση των τραπεζικών καταθέσεων, καθώς επίσης με τη μαύρη τις υποχρεώσεις της Τράπεζας της Ελλάδας στο σύστημα Target II, ειδικά από τις αρχές του 2015.
.
.
Συνεχίζοντας, ίσως να είμαστε υπερβολικοί στην κρίση μας για τους δανειστές (άποψη), όπως επίσης ορισμένοι συνάδελφοί μας στην κρίση τους για την Ελλάδα (άρθρο). Εν τούτοις, τόσο οι συνάδελφοί μας, όσο και εμείς, δεν διαπραγματευόμαστε αλλά απλά γράφουμε τις απόψεις μας – οπότε δεν προκαλούνται ζημίες, ακόμη και όταν κάνουμε λάθος.
Η κυβέρνηση όμως ενεργεί, όπως επίσης η τρόικα, στην πενταμελή της πρόσφατη μορφή (Γερμανία, Γαλλία, ΕΚΤ, ΔΝΤ, Κομισιόν) – οπότε θα έπρεπε να είναι όλοι πολλοί προσεκτικοί, αφού οι αποφάσεις τους θα επηρεάσουν άμεσα το μέλλον της Ελλάδας, της Ευρωζώνης, του ευρώ, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ενδεχομένως ολόκληρου του πλανήτη.
Οι διαπραγματεύσεις
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, εάν «το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού», το «τρις εξαμαρτείν» είναι ίσως συνώνυμο με την απόλυτη ανοησία, οπότε με την καταστροφή – όσο και αν δεν πρέπει να τρομοκρατείται κανείς ή να χάνει το θάρρος του. Σε κάθε περίπτωση, τα επόμενα «στάδια» είναι τα εξής:(α) Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει την ερχόμενη Παρασκευή (5 Ιουνίου) να πληρώσει το ποσόν των 310 εκ. € στο ΔΝΤ – ενώ κανένας δεν γνωρίζει εάν τα χρήματα είναι διαθέσιμα ή τι ακριβώς συμβαίνει με τις τράπεζες, παρά τα 500 εκ. € που τους ενέκρινε ξανά η ΕΚΤ (ELA).
(β) Η συμφωνία με τους δανειστές θα έπρεπε να υπογραφεί πριν τις 19 Ιουνίου, αφού δεν είναι δυνατόν να πληρωθούν χωρίς αυτήν τα δάνεια του ΔΝΤ - ενώ ίσως δεν είναι εφικτή η ανανέωση των εντόκων γραμματίων.
(γ) Η Ευρώπη ισχυρίζεται πως δεν θα δώσει καθόλου χρήματα στην Ελλάδα, εάν δεν τηρηθούν ορισμένες υποχρεώσεις της - τις οποίες υπέγραψε δυστυχώς η σημερινή κυβέρνηση, στις 20.02.2015, χωρίς κανένα αντάλλαγμα ή επιφύλαξη.
(δ) Οι διαπραγματεύσεις εμποδίζονται από τις διαφορές στο ασφαλιστικό/συνταξιοδοτικό (τις οποίες βέβαια προκάλεσαν τα μνημόνια, μέσω της κορύφωσης της ανεργίας), καθώς επίσης από το ύψος του μελλοντικού πρωτογενούς πλεονάσματος, από το οποίο εξαρτάται η βιωσιμότητα ή μη του χρέους – όπου, με δεδομένο το έλλειμμα που προβλέπεται, το δημόσιο χρέος είναι εκτός ορίων.
Μία συμφωνία λοιπόν που δεν θα συμπεριελάμβανε την ονομαστική διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους, έτσι ώστε να διαγραφεί μέρος του ιδιωτικού χρέους, οπότε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, η έξοδος στις αγορές, οι επενδύσεις, η ανάπτυξη και η μείωση της ανεργίας, απλά θα μετέθετε το πρόβλημα ξανά στο μέλλον – «θεμελιώνοντας» το τρις εξαμαρτείν.
(ε) Ένα επόμενο εμπόδιο είναι η επιμονή της κυβέρνησης στην εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, με δανεικά χρήματα – κάτι που θεωρούμε εντελώς παράλογο, αφού με δάνεια δεν επιτρέπεται κανείς να χρηματοδοτεί δαπάνες, αλλά μόνο επενδύσεις. Στο σημείο αυτό η Ελλάδα είναι απαράδεκτη – ενώ δυστυχώς η Τρόικα έχει δίκιο.
(στ) Εάν επιτευχθεί συμφωνία και στο μέρος της διαγραφής χρέους που τη θεωρεί απαραίτητη το ΔΝΤ, για να εξασφαλισθεί η βιωσιμότητα του, χωρίς την οποία (βιωσιμότητα) δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στο δανεισμό μίας χώρας, τότε μόνο θα εκταμιευθεί το συνολικό ποσόν της τελευταίας δόσης διάσωσης, ύψους 7,2 δις € – διαφορετικά θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει την Ελλάδα μόνο η Ευρώπη. Εν τούτοις, τα 7,2 δις € είναι «σταγόνα στον ωκεανό», αφού στο τρίμηνο λήγουν υποχρεώσεις 18,4 δις €.
Συνεχίζοντας, οι συνέπειες της καθυστέρησης δόσεων περιγράφονται στο κείμενο «Στο ζενίθ της κρίσης» - από το οποίο φαίνεται καθαρά πως η Ελλάδα έχει ακόμη χρόνο στη διάθεση της, έως το σημείο μηδέν (πιστωτικό γεγονός), από όπου δεν θα απέφευγε την άτακτη χρεοκοπία.
Ο χρόνος όμως μειώνεται συνεχώς, ειδικά επειδή θα πρέπει να επιτύχει μία συμφωνία που να επιλύει μακροπρόθεσμα τα προβλήματα της – ξεφεύγοντας «άπαξ και δια παντός» από τη δίνη του κυκλώνα. Διαφορετικά θα βρεθεί ξανά στο ίδιο σημείο μετά από μερικούς μήνες, με πολύ χειρότερα όμως οικονομικά μεγέθη – κάτι που πρέπει να αποφευχθεί με κάθε θυσία, αφού έχει «καταφέρει» να είναι ήδη μισητή, αποκρουστική και αναξιοπρεπής στην πλειοψηφία των Ευρωπαίων Πολιτών.
.
Επίλογος
Κατά την άποψη μας, δεν φτάνει μόνο να επιτευχθεί μία μακροπρόθεσμη λύση, στα πλαίσια που έχουμε ήδη περιγράψει. Χρειάζεται επί πλέον η συναίνεση των μεγαλυτέρων τουλάχιστον πολιτικών κομμάτων, όπως αναφέραμε και το 2014 (άρθρο), η οποία θα εξασφαλίζει την πιστή εφαρμογή όλων όσων συμφωνηθούν – καθώς επίσης να σταματήσουν οι ανοησίες περί πρόωρων ξανά εκλογών, όταν οι πρόσφατες εμπειρίες έχουν τεκμηριώσει πως οδηγούν νομοτελειακά στην καταστροφή της χώρας.Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η οποιαδήποτε συμφωνία επιτευχθεί, ακόμη και η καλύτερη που θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς (κάτι που φυσικά δεν είναι αναμενόμενο), δεν πρόκειται να οδηγήσει την πατρίδα μας στην έξοδο από την κρίση.
Επομένως, απαιτείται η μέγιστη δυνατή πολιτική και κοινωνική ωριμότητα – έτσι ώστε να αποφευχθεί το «τρις εξαμαρτείν», το οποίο θα ήταν μοιραίο για την Ελλάδα. Ευχόμαστε και ελπίζουμε να συμβεί κάτι τέτοιο, αφού είμαστε σχεδόν σίγουροι πως συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα της συνεργασίας όλα τα πολιτικά κόμματα – έστω ελάχιστα λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα.
Υστερόγραφο: Στην ανάλυση μας «Στη δίνη του κυκλώνα ΙΙ» είχαμε αναφέρει πως ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων του στενού δημόσιου τομέα στην Ελλάδα, είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη – με βάση τη μελέτη του ΟΟΣΑ που παραθέσαμε, στον πίνακα της σελίδας 105 του εγγράφου σε PDF (πηγή).
Μας υποδείχθηκε όμως πως θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε και έναν άλλο πίνακα της ίδιας μελέτης που αναφέρεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα – στον οποίο οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι περισσότεροι, συγκριτικά με τη Γερμανία. Εν τούτοις, η τοποθέτηση αυτή θεωρούμε πως είναι λανθασμένη, αφού δεν γνωρίζει κανείς τον ακριβή αριθμό και το είδος των επιχειρήσεων του δημοσίου, εισηγμένων ή μη, στις διάφορες χώρες, οπότε δεν αποτελούν συγκρίσιμα μεγέθη.
Με δεδομένο δε το ότι, οι περισσότερες επιχειρήσεις της Γερμανίας, άλλων χωρών επίσης, έχουν αποκρατικοποιηθεί, στα πλαίσια της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, ενώ της Ελλάδας όχι (ακόμη), δεν είναι εύλογες οι συγκρίσεις με στοιχεία του ευρύτερου δημοσίου τομέα.
Σε κάθε περίπτωση, πιστεύουμε πως το πρόβλημα της χώρας στο συγκεκριμένο τομέα δεν είναι ο αριθμός, αλλά η ελλιπέστατη ανταγωνιστικότητα των δημοσίων υπαλλήλων – λόγω του «κακώς εννοούμενου» συνδικαλισμού, του πελατειακού κράτους, των ελλειμματικών υποδομών, της κακής οργάνωσης (από Η/Υ έως τη σωστή κατανομή των δημοσίων υπαλλήλων) κοκ.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου