Μνημόνια και δανειακές συμβάσεις, που συμπλέκονται μεταξύ τους και αναντίρρητα συνιστούν ολότητες διεθνών συμβάσεων, έχουν μεν συναφθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της χώρας, αλλά δεν έχουν κυρωθεί από τη Βουλή
Φώτης Σπυρίδων Μαζαράκης
Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μεταπολιτευτικής ιστορίας μας, για πρώτη φορά με μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην ηγεσία της χώρας και έναν λαό που πολεμά να επουλώσει τις πληγές του και να επανακτήσει το χαμόγελό του, ένα ερώτημα «πλανιέται πάνω από την Ευρώπη», που με εσκεμμένη αφέλεια θέτουν οι «εταίροι μας» και χαιρέκακα αναπαράγουν ξένα και ντόπια παπαγαλάκια: «Θα τιμήσουν οι Ελληνες τις υπογραφές τους; Θα τηρήσουν τα συμφωνημένα;»
Η απάντηση είναι -και πρέπει να είναι- ξεκάθαρη από την αρχή: μνημόνια και δανειακές συμβάσεις είναι έωλα για την εσωτερική έννομη τάξη, αντίθετα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και ανεπαρκή σύμφωνα με το Διεθνές. Εχουν ισχύσει de facto.
Και εξηγούμαστε: Μνημόνια και δανειακές συμβάσεις, που συμπλέκονται μεταξύ τους και αναντίρρητα συνιστούν ολότητες διεθνών συμβάσεων, έχουν μεν συναφθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της χώρας, αλλά δεν έχουν κυρωθεί από τη Βουλή. Πρωθυπουργοί και υπουργοί Οικονομικών, κατ’ εντολήν της τρόικας, σφετερίστηκαν, με «νόμο», την αποκλειστική κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος αρμοδιότητα της Βουλής να κυρώνει ή να απορρίπτει διεθνείς συμβάσεις και τις εγκαθίδρυσαν μόνο με τις υπογραφές τους. Η δικαιική ισχύς μνημονίων και δανειακών συμβάσεων, κατά την ελληνική θεμελιώδη συνταγματική τάξη, είναι μια πλάνη.
Υπό το πρίσμα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και συγκεκριμένα της ενοποιημένης Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ), μνημόνια και δανειακές συμβάσεις τοποθετούνται εκτός αυτού του πλαισίου. Πρόκειται μόνο για ad hoc συμφωνίες χωρών-μελών της ευρωζώνης και τρίτων, τις οποίες, ενώ η ελληνική Βουλή δεν τις έχει κυρώσει, εν τούτοις η χώρα, μέχρι τώρα, υλοποιεί. Από την άλλη, αν τα μνημονιακά μέτρα και οι όροι των δανειακών συμβάσεων μπορούσαν να επιβληθούν μέσω των αποφάσεων του Συμβουλίου της Ε.Ε. ως τάχα υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τότε μνημόνια και δανειακές συμβάσεις δεν θα χρειάζονταν, γιατί οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Ε.Ε. είναι άμεσα εκτελεστές.
Τέλος, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης του 1969, που ρυθμίζει την εγκυρότητα των συνθηκών στο Διεθνές Δίκαιο (και έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το Ν.Δ. 402/1974), μια χώρα, επί τη βάσει του άρθρου 46, μπορεί να ισχυριστεί τη μη δέσμευσή της από τους όρους μιας διεθνούς σύμβασης που φέρεται να έχει συνάψει, αν αυτή συνάφθηκε με προφανή παραβίαση μιας διάταξης εσωτερικού δικαίου θεμελιώδους σημασίας σχετικά με την αρμοδιότητα για τη συνομολόγηση και την επικύρωση συνθηκών.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως είναι προφανές, ο ισχυρισμός αφορά το ότι μνημόνια και δανειακές συμβάσεις συνάφθηκαν με αντισυνταγματικές εξουσιοδοτήσεις υπουργών και με ρητή δέσμευση να παρακάμψουν τη Βουλή (πόσο μάλλον όταν την παράβαση σου την έχουν υποδείξει αυτοί με τους οποίους συνεβλήθης), ενώ, όπως είπαμε, η κανονιστική τους ισχύ δεν καλύπτεται ούτε από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Ε.Ε. Ενας τέτοιος ισχυρισμός, για να προταθεί πειστικά στo διεθνές forum και στα αντίστοιχα διεθνή και ευρωπαϊκά δικαστήρια, εάν χρειαστεί, προϋποθέτει ότι η χώρα ανάδειξε την παράβαση και παρέπεμψε στη Δικαιοσύνη τους πρωταίτιους. Αλλιώς, μπορεί να θεωρηθεί προσχηματικός. Αν εμείς δεν σεβόμαστε το Σύνταγμά μας και τη Δημοκρατία μας, φαίνεται ακατανόητο γιατί πρέπει να τα σεβαστούν οι «δανειστές» μας. Προς την ίδια κατεύθυνση συνηγορεί και ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ.
Η χώρα, λοιπόν, έχει δανειστεί, αλλά de facto. Τα μνημονιακά προστάγματα και οι όροι δανεισμού της δεν τη δεσμεύουν ούτε νομικά ούτε ηθικά. Είναι και παραμένουν αυθαίρετα. Η εκταμίευση των δανείων, ή αλλιώς οι χρηματοδοτικές διευκολύνσεις της χώρας, είναι γεγονότα που αποσυνδέονται από τους όρους αποπληρωμής τους μέσω μνημονίων και δανειακών συμβάσεων. Περαιτέρω, το τι ακριβώς και πώς έχει δανειστεί η χώρα, γιατί οδηγήθηκε να δανειστεί, το τι οφείλει και σε ποιους είναι άλλη «μεγάλη» κουβέντα.
Πάντως, το άθροισμα δημόσιου και ιδιωτικού της χρέους, αντανακλώμενο στο ΑΕΠ της (γιατί αυτή τη σύγκριση αρέσκονται αυθαίρετα να κάνουν οι διάφοροι «ιθύνοντες»), ακόμη και σήμερα, είναι πολύ μικρότερο από αυτό πολλών άλλων, τάχα ισχυρών, εταίρων μας. Αυτά, κατ' αρχάς, διατρανώνονται προς πάσα κατεύθυνση. Δεν επαιτούμε ούτε παρακαλάμε. Δεν ανταλλάσσουμε τη δημοκρατία και την ελευθερία μας για την εύνοια κανενός. Υπερασπιζόμαστε τα δίκαιά μας, όπως επιτάσσουν το Σύνταγμά μας, η ιστορία μας και η αξιοπρέπειά μας.
*Δ.Ν. - δικηγόρος
πηγή
Δημοσίευση σχολίου