Του Κώστα Ράπτη
Οι πληροφορίες ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός Ahmet Davutoglu ζήτησε να μεταβεί στη (Δυτική) Θράκη το Σάββατο, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του 3ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, επικεφαλής δεκαμελούς ομάδας υπουργών της γείτονος, δημιούργησαν την αναμενόμενη αναστάτωση. Όχι μόνο διότι μία τέτοια κίνηση θα επισκίαζε πλήρως την διεξαγωγή του Συμβουλίου δημιουργώντας εντός ελληνικού εδάφους έναν τουρκικό επικοινωνιακό αντιπερισπασμό στην προσπάθεια εκτόνωσης των εντάσεων που συσσώρευσε η παρουσία του ερευνητικού σκάφους Barbaros στην θαλάσσια δικαιοδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αλλά και διότι διαφέρει κατά τρόπο ουσιαστικό από προηγούμενες “ιδιωτικές” επισκέψεις Τούρκων ιθυνόντων στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Davutoglu ως υπουργού Εξωτερικών), αποτελώντας “απόβαση” του μισού υπουργικού συμβουλίου της Τουρκίας. Η τοποθέτηση της ελληνικής διπλωματίας ότι “καμία τέτοια επίσκεψη δεν περιλαμβάνεται, προς το παρόν, στο πρόγραμμα” υποκρύπτει την ακροβατική προσπάθεια που καταβάλλεται να μην χρεωθεί η Αθήνα μιαν άρνηση που θα φάνταζε αμυντική και αντίθετη στις προηγούμενες διακηρύξεις ότι “η Ελλάδα είναι ανοικτή χώρα”, αλλά και να μην επιτρέψει την καλλιέργεια της εικόνας ανοικτής κηδεμόνευσης μέρους της επικράτειας και του πληθυσμού από μία ξένη κυβέρνηση – σε μία συγκυρία που, όπως έδειξαν και οι περιφερειακές εκλογές, αυτό μπορεί να βρεί άμεσο αντίκτυπο και στην εσωτερική πολιτική και εκλογική διαπάλη.
Το ενδιαφέρον της Άγκυρας για την Δυτική Θράκη εκδηλώνεται παγίως – αλλά στην παρούσα συγκυρία προστίθενται ορισμένα νέα στοιχεία. Ένα από αυτά αφορά την “εξαγωγή” στον χώρο της μειονότητας της αντιπαράθεσης που μαίνεται εντός Τουρκίας μεταξύ των κυβερνώντων και του ιεροκήρυκα Fethullah Gulen, καθώς το δίκτυο του εγκαστημένου στις ΗΠΑ πρώην συμμάχου του Erdogan φέρεται να έχει παρουσία (μέσω φροντιστηρίων κτλ.) και στη Θράκη. Ένα άλλο στοιχείο, αφορά την ανανεωμένη ορμή με την οποία η Άγκυρα εμφανίζεται ως “προστάτης” και συνήγορος των μουσουλμανικών πληθυσμών (είτε έχουν ιστορική παρουσία είτε προέρχονται από την μετανάστευση) σε όλα τα Βαλκάνια, ή μάλλον σε όλη την Ευρώπη. Σε μία συγκυρία κατά την οποία λ.χ. ο Τούρκος πρόεδρος εμφανίζεται να εξαίρει τα επιτεύγματα, πραγματικά ή φανταστικά (όπως η... ανακάλυψη της Αμερικής), του μουσουλμανικού, ακριβέστερα σουνιτικού, κόσμου και να αντιμετωπίζει τις εκκλήσεις του Πάπα για σεβασμό των δικαιωμάτων των θρησκευτικών μειονοτήτων της Τουρκίας αντιτείνοντας την καταγγελία της ισλαμοφοβίας στην Ευρώπη, γείνεται σαφές ότι έχουν αλλάξει πολλά. Η Άγκυρα μιλά πλέον εξ ονόματος του μουσουλμανικού “οιονεί έθνους”, χωρίς να χρειάζεται να επικαλείται προϋπάρχοντες εθνοτικούς δεσμούς – και με αυτή την έννοια η επίσημη ελληνική επιχειρηματολογία ότι ο χαρακτήρας της μειονότητας της Δυτικής Θράκης είναι αποκλειστικά θρησκευτικός, φαντάζει πεπαλαιωμένη.
Άλλωστε, η σημασία του όλου θρακικού χώρου υπογραμμίζεται πολλαπλά και από μίαν άλλη εξέλιξη των ημερών: την ενεργειακή σύμπραξη Μόσχας και Άγκυρας, όπως αυτή αποτυπώθηκε κατά τη σύγκληση του 5ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ρωσίας-Τουρκίας. Η προαναγγελία από τον Vladimir Putin της ακύρωσης του project του αγωγού φυσικού αερίου South Stream, λόγω των αντιδράσεων της Κομισιόν, και της αντικατάστασής του από έναν νέο αγωγό (που ήδη αποκαλείται δημοσιογραφικά Turk Stream), δυναμικότητας 63 bcm, ο οποίος θα καταλήγει σε έναν ενεργειακό κόμβο στην τουρκική πλευρά των συνόρων Ελλάδος-Τουρκίας στη Θράκη, αιφνιδίασε πολλούς – αν και κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Ρώσου προέδρου στο Βελιγράδι και του Σύρου υπουργού Εξωτερικών στο Σότσι οι κυριότεροι περιφερειακοί εταίροι της Μόσχας προφανώς ενημερώθηκαν.
Η είδηση μάλιστα συνοδεύθηκε από δηκτικά σχόλια του Putin ότι η Βουλγαρία (προβλεπόμενη πύλη εισόδου του South Stream) θα έπρεπε να διεκδικήσει από την Κομισιόν αποζημίωση για την απώλεια των εσόδων που θα είχε προσχωρώντας, “εάν ήταν πραγματικά κυρίαρχο κράτος”, στο project. Προφανώς ο ένοικος του Κρεμλίνου δεν ξεχνά την ακύρωση του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και του πυρηνικού σταθμού Μπέλενε – ούτε και τη ΔΕΠΑ, θα προσέθετε κανείς.
Την ώρα που οι Βρυξέλλες προβάλλουν αντιμονοπωλιακές ρυθμίσεις (ήτοι την πρόβλεψη του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου για υποχρεωτικό άνοιγμα του δικτύου μεταφοράς σε περισσότερους του ενός παρόχους) απέναντι σε ένα φυσικό μονοπώλιο και υπογραμμίζουν, με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ, την ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών τροφοδοσίας, η Ρωσία διαφοροποιεί πρώτη τις εξαγωγές της στηρίζοντας μια χώρα εκτός Ε.Ε., από την οποία η εξάρτηση του ευρωπαϊκού Νότου γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία δεν αποτελεί μόνο χώρα διέλευσης του αγωγού TAP από το Αζερμπαϊτζάν, αλλά και του πετρελαίου του βορείου Ιράκ, για την εξαγωγή του οποίου επιτεύχθηκε εντέλει την Τρίτη συμφωνία μεταξύ της αυτόνομης κουρδικής οντότητας και της κεντρικής κυβέρνησης της Βαγδάτης.
Σε αυτό το τοπίο, το ανακάτεμα της τράπουλας στο τρίγωνο Ελλάδας-Τουρκίας-Βουλγαρίας από τη Μόσχα μοιάζει με αντιστροφή των όσων ίσχυαν από την εποχή του ...Μοσκώβ Σελήμ του Βιζυηνού και του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1878.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου