Η πολιτική του νεοθωμανικού μεγαλοϊδεατισμού που άσκησε η κυβέρνηση Ερντογάν στη Μέση Ανατολή από το 2010 και έπειτα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάλλιστα, ως καταστροφική για την Τουρκία. Στηρίχθηκε δε στην εσφαλμένη πεποίθηση της τουρκικής κυβέρνησης ότι η Τουρκία ήταν πλέον αρκετά ισχυρή ώστε να εκμεταλλευτεί τα εσωτερικά προβλήματα των γειτόνων της (Ιράκ, Συρία, Αίγυπτος), ώστε να κερδίσει πόντους γεωπολιτικής ισχύος, προβάλλοντας πάντοτε το ψευδές πρόσωπο της δημοκρατικής, αν και ισλαμικής χώρας.
Του Παντελή Καρύκα
Κινούμενη στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία αναμίχθηκε στην «αραβική άνοιξη», την οποία επιχείρησε να μεταφέρει και στη Συρία, υπολογίζοντας ότι το καθεστώς Άσαντ δεν θα κατάφερνε να επιβιώσει. Αυτό ήταν και το μεγάλο της λάθος, όχι λόγω της πραγματικής στρατιωτικής και διπλωματικής ισχύος του καθεστώτος Άσαντ, αλλά γιατί δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι κανείς δεν επιθυμούσε να εμπλακεί σε μια σύγκρουση για τη Συρία.
Η Τουρκία παραγνώρισε σημαντικά τον παράγοντα Ισραήλ. Η τεράστια πρόκληση (και ανατροπή πολιτικής δεκαετιών…) που διέπραξε εις βάρος του το 2010, με την αποστολή του στολίσκου στη Γάζα και τα επακόλουθα γεγονότα (Μαβί Μαρμαρά), δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο το Τελ Αβίβ. Αυτό φάνηκε, ίσως όχι τόσο στη Συρία, αλλά στην Αίγυπτο, όπου το υποστηριζόμενο από τους Τούρκους καθεστώς Μόρσι, κατέρρευσε σε ελάχιστο χρόνο, σε μια εξέλιξη που ευνοούσαν – και ασφαλώς προώθησαν καταλλήλως – τόσο οι Ισραηλινοί όσο και το αιγυπτιακό στράτευμα.
Στη Συρία, η Τουρκία διέπραξε ένα ακόμα τεράστιο σφάλμα. Επιχείρησε να παρασύρει τη Δύση σε μια νέα πολεμική εμπλοκή, η οποία, στη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν εξυπηρετούσε κανέναν. Το σφάλμα της δε αυτό εκμεταλλεύτηκε και η Ρωσία, αναδεικνυόμενη σε ρυθμιστή των πραγμάτων στην περιοχή, κυριολεκτικά, εκ του μηδενός, «διαβάζοντας» άριστα τις αμερικανικές προθέσεις.
Στο Ιράκ επίσης η Άγκυρα, στηρίζοντας το «λάθος άλογο», κατάφερε να έχει έναν ακόμα αντίπαλο, στο πρόσωπο του προέδρου του Ιράκ Νούρι αλ Μάλικι. Υποστηρίζοντας ανοικτά τους σουνίτες της χώρας (τη βάση ισχύος του Σαντάμ Χουσεΐν, για να μην ξεχνιόμαστε), κατάφερε να χάσει την όποια συμπάθεια είχε κερδίσει στη σιιτική κυβερνητική ελίτ του Ιράκ και να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στη σχέση της και με την Τεχεράνη. Όταν μάλιστα ο Ερντογάν πρόσφερε καταφύγιο στον φυγά σουνίτη αντιπρόεδρο του Ιράκ αλ Ασμισί, η ιρακινή κυβέρνηση δεν δίστασε να την χαρακτηρίσει ανοικτά «εχθρικό κράτος».
Όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν, ακόμα κι από τον πλέον καλόπιστο παρατηρητή, να θεωρηθούν ως μη έχοντα σχέση με τις συνεχείς κρίσεις που πλέον η κυβέρνηση Ερντογάν αντιμετωπίζει και στο εσωτερικό της χώρας, από τις διαδηλώσεις για τα «δέντρα του πάρκου», μέχρι τα σκάνδαλα διαφθοράς και κυρίως με τον πόλεμο για τη λίρα!
Ο Ερντογάν, ακολουθώντας την εσφαλμένη οπτική του, περί της πραγματικής ισχύος της χώρας του, εξακολούθησε και εξακολουθεί να προκαλεί και να αναζητά εχθρούς, στέλνοντας, συχνά-πυκνά και καμιά φρεγάτα του στο Σούνιο, για να θαυμάσει τον ναό του Ποσειδώνα και μερικές μοίρες του να παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο, ειδικά πάνω από το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι – βορείως των Ιμίων – στις ακτές του οποίου (τυχαία;) συνέβη το πρόσφατο δυσάρεστο περιστατικό του χαμού 12 ανθρώπινων ζωών και το οποίο οι εν Ελλάδι ανεγκέφαλοι εξακολουθούν να προβάλουν, με κάθε δυνατό τρόπο, προασπίζοντας, όπως πιστεύουν, τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Τουρκία σήμερα, διέρχεται τη μεγαλύτερη κρίση της, ίσως όχι τόσο στο εσωτερικό, όσο κυρίως στο εξωτερικό, όντας, σε μεγάλο βαθμό διεθνώς απομονωμένη. Το γεγονός αυτό αποτελεί μιας σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα να ουδετεροποιήσει την τουρκική επεκτατική πολιτική, προχωρώντας με τη βοήθεια και υποστήριξη των συμμάχων της, να δημιουργήσει τις συνθήκες υπέρβασης της οικονομικής κρίσης…
πηγή
Δημοσίευση σχολίου