Γιώργος Καπόπουλος
Εχουν περάσει παραπάνω από τρία χρόνια από τότε που στη συνάντηση Παπανδρέου-Νετανιάχου στη Μόσχα τέθηκαν τα θεμέλια μιας συνολικής εμβάθυνσης των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ και η συνάντηση σε επίπεδο κορυφής του Αντώνη Σαμαρά και του Ισραηλινού ομολόγου του με έμφαση την ενεργειακή συνεργασία θα επιβεβαιώσει τόσο τα βήματα προόδου όσο και τη μελλοντική δυναμική των διμερών σχέσεων.
Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου αλλά και μεγάλο τμήμα της πολιτικής ελίτ του Ισραήλ βρίσκονται σε κατάσταση στρατηγικής αμηχανίας εν όψει της εντυπωσιακής στροφής της πολιτικής Ομπάμα στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή που σηματοδοτήθηκε, τόσο από την προσέγγιση Ουάσιγκτον-Μόσχας για τη Συρία όσο κυρίως και από την έναρξη διαλόγου μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν, με στόχο τη συνολική εξομάλυνση των διμερών σχέσεων.
Η Ουάσιγκτον φαίνεται να επενδύει πλέον στην αξιοποίηση των αντιθέσεων Σιιτικού και Σουνιτικού Ισλάμ, μια θεώρηση που μοιραία οδηγεί την αποδοχή και νομιμοποίηση της επιρροής του Ιράν στη Συρία και στο Λίβανο και κατά συνέπεια την αναδεικνύει παράγοντα στη διαπραγμάτευση μιας συνολικής λύσης του Μεσανατολικού.
Ετσι το Ισραήλ που χάρη στην εσωστρέφεια της Αιγύπτου και τη σύγκρουση στη Συρία δεν αντιμετώπιζε στην απέναντι πλευρά καμιά χώρα με περιφερειακές φιλοδοξίες, βλέπει την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του να εξισορροπείται από το Ιράν.
Ο Νετανιάχου έχει δηλώσει δημόσια ότι μέσα σε λίγους μήνες η Τεχεράνη μπορεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, ενώ ο Ομπάμα εκτιμά ότι μας χωρίζει τουλάχιστον ένας χρόνος από την παραπάνω δυνατότητα, μια σαφής διαφωνίας ως προς τον χρονικό ορίζοντα του κινδύνου. Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση του Ισραήλ διαφωνεί με τνο Λευκό Οίκο: Το ίδιο σκηνικό είχε διαμορφωθεί μετά την Καταιγίδα της Ερήμου, την Ανοιξη του 1991, όταν ο Μπους πατήρ και ο τότε επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μπέικερ πίεζαν για συνολική λύση στο Μεσανατολικό, με την κυβέρνηση Σαμίρ να παίζει το παιχνίδι της καθυστέρησης. Ακολούθησε ανοικτή αποδοκιμασία της ισραηλινής κυβέρνησης από τον Μπέικερ, πτώση της κυβέρνησης στο Τελ Αβίβ, πρόωρες εκλογές και νίκη των Εργατικών και του Ράμπιν.
Σήμερα το τοπίο είναι διαφορετικό, καθώς ο Νετανιάχου έχει σχετικά πρόσφατη λαϊκή νομιμοποίηση και επί πλέον δεν υπάρχει στον ορίζοντα ορατή εναλλακτική κυβερνητική φόρμουλα. Η κυβέρνηση του Ισραήλ είναι υποχρεωμένη αργά ή γρήγορα να προσαρμοσθεί στη στροφή του Ομπάμα καθώς, αν μη τι άλλο, αποσοβείται το ενδεχόμενο ελέγχου της Συρίας από εξτρεμιστές ισλαμιστές. Αυτό που έχει ενδιαφέρον για την Αθήνα είναι πως θα επηρεασθούν οι ψυχρές έως προβληματικές σχέσεις Ισραήλ -Τουρκίας, με δεδομένο τον ιστορικό ανταγωνισμό Αγκυρας-Τεχεράνης για επιρροή στη Μέση Ανατολή.
Σε μεγάλο αν όχι σε καθοριστικό βαθμό η προοπτική των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ είναι συνάρτηση των εσωτερικών σκοπιμοτήτων του Ερντογάν τόσο απέναντι στις φιλοαραβικές και ισλαμικές ευαισθησίες της εκλογικής του βάσης όσο και της επιρροής που μπορεί να έχει το Ισραήλ στο Κουρδικό που διέρχεται μια λεπτή φάση, καθώς τα ανοίγματα του Τούρκου πρωθυπουργού δεν ικανοποίησαν το ΡΚΚ, ενώ η δημιουργία δεύτερου de facto Ανεξάρτητου Κουρδιστάν στη Βορειοανατολική Συρία περιπλέκει τους εκτός συνόρων χειρισμούς.
Συμπέρασμα: Σε ένα περιφερειακό τοπίο που θυμίζει κινούμενη άμμο η συνεργασία του Ισραήλ με την Ελλάδα και την Κύπρο είναι το μόνο σταθερό και εν δυνάμει ευρωπαϊκό σημείο αναφοράς.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου