Σύμφωνα με τον Εγκεμέν Μπαγίς, τον Τούρκο Υπουργό για θέματα ΕΕ «κάθε μέρα η Ευρώπη απομακρύνεται από την Τουρκία». Ωστόσο, το αντίστροφο είναι εξίσου αληθές: συνδυάζοντας την απογοήτευση με την περιφρόνηση, η Τουρκία έχει αποστασιοποιηθεί από την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
«Αν δε μας θέλετε», φαίνεται να λένε οι Τούρκοι, «δεν σας θέλουμε ούτε εμείς».
Στην πραγματικότητα, σχεδόν τρία χρόνια μετά την έναρξη της «Αραβικής Άνοιξης», αναζητεί λύσεις περισσότερο στο εσωτερικό της παρά στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι χρειάζονται την Ευρώπη περισσότερο από ότι είναι πρόθυμοι να παραδεχθούν. Τι είναι η Τουρκία σήμερα, ποιες είναι οι αξίες της και ποιο το πεπρωμένο της σε ένα εξαιρετικά ρευστό περιφερειακό περιβάλλον;
Η Αραβική Άνοιξη θεωρήθηκε αρχικά ως μία ιδανική ευκαιρία για την Τουρκία, το τέλειο σκηνικό για να τονίσει την οικονομική επιτυχία της χώρας, το δημοκρατικό πολιτικό της μοντέλο και τον βασικό της στρατηγικό ρόλο στην περιοχή. Οι κληρονόμοι μίας από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες του κόσμου θα αποδείκνυαν στον κόσμο ότι το Ισλάμ ήταν απόλυτα συμβατό με το μοντερνισμό –ένα παράδειγμα προς μίμηση για χώρες όπως η Αίγυπτος.
Αντ’ αυτού, ο ρόλος της Τουρκίας προκάλεσε επιφυλάξεις μεταξύ των Αιγυπτίων· εξάλλου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κυβερνήσει την Αίγυπτο. Και, από την πλευρά των Τούρκων, υπήρξε μία αίσθηση ανωτερότητας έναντι του αραβικού κόσμου.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ξύπνησε τις «νέο-οθωμανικές» τουρκικές φιλοδοξίες στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, και η επανάσταση στη Μέση Ανατολή φάνηκε να προσφέρει στους κληρονόμους (αν όχι στα ορφανά) μίας μακράν νεκρής αυτοκρατορίας την ευκαιρία να εκδικηθούν για την απώλειά της. Αν λοιπόν μία τεμπέλικη και φοβισμένη Ευρώπη δεν θέλει την Τουρκία, τόσο το χειρότερο για την Ευρώπη· η ιστορία έχει προσφέρει ενδοξότερες εναλλακτικές λύσεις για τους Τούρκους.
Ενώ η Τουρκία μπορεί να φαίνεται υπερβολικά ανατολίτικη ή θρησκευτική για τους ανθρώπους στις Βρυξέλλες ή στο Παρίσι, όταν την δει κανείς από την οπτική γωνία του Καΐρου ή της Τυνησίας, μοιάζει με την ιδανική μουσουλμανική γέφυρα με τη δημοκρατική Δύση και την οικονομικά δυνατή Ασία. Επιπλέον, η Τουρκία θα μπορούσε να παίξει διάφορα «ισχυρά χαρτιά», χάρη στην πολιτική του «καλού γείτονα» που έχει εφαρμόσει με τους δύο εταίρους και αντιπάλους της, το Ιράν και τη Συρία, καθώς και την στήριξη που προσέφερε στη βραχυπρόθεσμη προεδρία του Μοχάμεντ Μόρσι στην Αίγυπτο.
Δυστυχώς, οι ελπίδες της τουρκικής ελίτ (αν όχι οι προσδοκίες) δεν πραγματοποιήθηκαν. Οι αραβικές επαναστάσεις κατέληξαν να εκθέτουν τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις της Τουρκίας, οι οποίες επιδεινώθηκαν περαιτέρω από τις κατασταλτικές πολιτικές του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και από το αλαζονικό πολιτικό του ύφος. Αυτό κατέστη σαφές κατά τις διαδηλώσεις που εξαπλώθηκαν την περασμένη άνοιξη από την πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης χώρας (αν και οι διαδηλώσεις είχαν περισσότερα κοινά με τις πρόσφατες αναταραχές στη Βραζιλία ή την εξέγερση στο Παρίσι το 1968, από ό,τι με τα λαϊκά κινήματα στην Αίγυπτο ή την Τυνησία).
Αυτό που χαρακτηρίζει τους σημερινούς Τούρκους δεν είναι τόσο η υπερηφάνεια και η ελπίδα για την αναπτυσσόμενη επιρροή της χώρας τους, όσο ο φόβος για τη διάλυσή της. Το κουρδικό πρόβλημα απασχολεί τους Τούρκους, όπως και η αυξανόμενη αίσθηση ότι χάνουν τον έλεγχο δύο βασικών ζητημάτων –των κρίσεων στη Συρία και στο Ιράκ.
Τους τελευταίους μήνες, η κυβέρνηση της Τουρκίας έχει υιοθετήσει μία όλο και πιο σκληρή στάση απέναντι στο καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, πεπεισμένη ότι το καθεστώς του θα πέσει. Από αυτή την άποψη, η συμφωνία που επιτεύχθηκε πρόσφατα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία είναι ανησυχητική: Με τίμημα την καταστροφή του χημικού του οπλοστασίου, το καθεστώς μπορεί τελικά να σωθεί.
Έτσι, η Τουρκία θα αναρωτιέται σίγουρα ποιος είναι ο σκοπός που εξυπηρετείται από το «φλερτάρισμά» της με τη Δύση. Γιατί να συνεχίσει, υπό την πίεση των ΗΠΑ, έναν σχεδόν φυσιολογικό διάλογο με το Ισραήλ εάν το αποτέλεσμα πρόκειται να εγκαταλειφθεί, αν όχι προδοθεί, από την αμερικανική πολιτική;
Ομοίως, η μετρημένη ρητορική του Ιρανού προέδρου Χασάν Ροχανί, σε συνδυασμό με την πιθανή πρόοδο στη διαμάχη του Ιράν με τη Δύση για το πυρηνικό του πρόγραμμα, έχουν αφήσει την Τουρκία με μία αίσθηση αχρησίας, αν όχι απομόνωσης. Πώς μπορεί μία χώρα να αντιληφθεί τον εαυτό της, και να γίνει αντιληπτή από τους άλλους, ως βασικός περιφερειακός παράγοντας αν η ίδια μένει στο περιθώριο στην κρίσιμη στιγμή;
Η ιστορία προχωράει στη Μέση Ανατολή, αλλά όχι προς την κατεύθυνση που θα προτιμούσε η Τουρκία. Και, με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας να παραπαίει, την κυβέρνηση να γίνεται όλο και πιο σκληρή και τις διπλωματικές της επιδόσεις να αποτελούν μία πηγή αυξανόμενης απογοήτευσης, πολλοί Τούρκοι αναρωτιούνται πλέον τι ακριβώς συνέβη. Αλλά αντί να συμμετάσχουν σε μία ανοικτή και θετική αυτό-εξέταση, συχνά υποχωρούν σε έναν έντονο εθνικισμό ο οποίος γίνεται ολοένα και πιο αμυντικός, στο βαθμό που αντικατοπτρίζει πλέον μία αυξανόμενη έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Η σημερινή πρόκληση της Τουρκίας είναι να ξεπεράσει τις χαμένες αυταπάτες. Και αυτό σημαίνει ότι οι Τούρκοι μπορεί να χρειάζονται την Ευρώπη περισσότερο από ό,τι είναι πρόθυμοι να παραδεχθούν, ακόμα και στους ίδιους τους τους εαυτούς. Από την άλλη μεριά, είναι άραγε σήμερα η Ευρώπη πιο έτοιμη και πιο πρόθυμη, από ό,τι προηγουμένως, να προχωρήσει σε σοβαρές συνομιλίες με την Τουρκία;
πηγή
Δημοσίευση σχολίου