Του Αλέξανδρου Μαλλιά, πρώην Πρέσβη της Ελλάδος στη Ουάσιγκτον (2005-2009)
Η επίσκεψη εργασίας του Πρωθυπουργού της Ελλάδος στην Ουάσιγκτον και οι συναντήσεις που είχε με τον Πρόεδρο Ομπάμα και τον Υπουργό Εξωτερικών Τζον Κέρρυ έρχονται να συμπληρώσουν ένα κενό. Την απουσία δηλαδή τακτικών υψηλού επιπέδου συναντήσεων και διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο συμμάχων. Συνεπώς η επίσκεψη του κ. Σαμαρά στο Λευκό Οίκο έπρεπε να γίνει. Ευτυχώς, έγινε έστω με μια καθυστέρηση. Για τη οποία δημιουργήθηκαν εντυπώσεις που θα μπορούσαν να βλάψουν την εικόνα του Πρωθυπουργού και της χώρας.
Ας όψονται εκείνοι, βασιλικότεροι του βασιλέως, που είχαν σπεύσει να αναγγείλουν τη παρουσία του κ. Αντώνη Σαμαρά στο Αμερικανό-Εβραϊκό Συνέδριο στις 4 Ιουνίου ,σε συνδυασμό με την -μη καθορισμένη όπως τελικά αποδείχθηκε- συνάντηση του με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Είναι ακόμη και σήμερα όλοι στις θέσεις τους. Το κενό αυτό είχε προσπαθήσει να καλύψει, σε κάποιο βαθμό βέβαια, ο υπουργός Δημήτρης Αβραμόπουλος τόσο με τη σημερινή του ιδιότητα όσο και με τη προηγούμενη του πρώην Υπουργού Εξωτερικών και Άμυνας. Είναι ο υπουργός, που έχει πραγματοποιήσει τις περισσότερες σε αριθμό και ουσιαστικότερες σε περιεχόμενο επισκέψεις στις ΗΠΑ.
Δεν είμαι οπαδός αμφιβόλου άλλωστε αποτελεσματικότητας πολιτικών αυτοματισμών και των συνακολούθων διπλωματικών συνειρμών. Δεν πιστεύω, συνεπώς, ότι στο πρώτο μήνα της θητείας του ο εκάστοτε Έλληνας πρωθυπουργός πρέπει να επισκέπτεται την Ουάσιγκτον. Ταυτόχρονα όμως οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ είναι πολύ σοβαρές για την Ελλάδα. Είναι επίσης σοβαρές για τη Ουάσιγκτον, καθόσον δεν αναλύονται αποκλειστικά και μόνο μέσα από το πρίσμα διμερών εκκρεμοτήτων και δράσεων. Επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό -σε πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι μπορούμε να φαντασθούμε- από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, την κρίση στην ευρωζώνη, τις εν δυνάμει επιπτώσεις της στις ευρω-ατλαντικές οικονομικές σχέσεις και στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Επιπλέον, κατά τη τελευταία τριετία, η Ελλάδα τόσο ως σύμμαχος στο ΝΑΤΟ όσο και ως χώρος -υπογραμμίζω τη λέξη χώρος- έχει αποκτήσει ιδιαίτερη επιχειρησιακή σημασία λόγω των απρόβλεπτων και πρωτοφανών σε έκταση και σε μελλοντικό χρονικό βάθος εξελίξεων στην Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική. Από το Γιβραλτάρ μέχρι και τον Περσικό Κόλπο.
Με κίνδυνο να φανώ αιρετικός, εκτός από ενοχλητικός, ριψοκινδυνεύω την εκτίμηση ότι η αξία των πάσης φύσεως διευκολύνσεων που παρέχονται στις πάσης φύσεως βάσεις (με συγχωρείτε «διευκολύνσεις») στη Σούδα και αλλού, έχει αποκτήσει το τελευταίο καιρό μη υπολογισμένη, τη στιγμή της υπογραφής των σχετικών συμφωνιών, υπεραξία . Τέτοιας μορφής που να επιτρέπει στη σημερινή Ελληνική κυβέρνηση -εάν υπάρχει βούληση και σχέδιο- να αντιπαρέρχεται χωρίς πολιτικό ή διπλωματικό κόστος τις ποικιλόμορφες ενθαρρύνσεις, προτροπές και νουθεσίες της Ουάσιγκτον για την πολιτική και θέση μας στο ”άλφα” ή ”βήτα” υψηλής για τα δικά μας συμφέροντα -όπως εμείς τα προσδιορίζουμε- θέμα. Επιπλέον, πριν από την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για την επέκταση των εγκαταστάσεων στη Σούδα, η ελληνική πλευρά – που αναμφίβολα διευκολύνεται από τη περιφερειακή συγκυρία- μπορεί και δικαιούται να ζητήσει επιπλέον πολιτικά, οικονομικά και εξοπλιστικά ανταλλάγματα. Τα πολιτικο-οικονομικά είναι στη παρούσα συγκυρία πιο αναγκαία και απαραίτητα.
Ρίχνω απλά μια ιδέα. Ενθυμείται κανείς τις επιστολές του Χένρυ Κίσινγκερ προς τονΔημήτριο Μπίτσιο; Προϊόν μιας συστηματικής, σταθερής ως προς τον στόχο και αξιοπρεπούς πολιτικής που ακολούθησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έναντι της Ουάσιγκτον στα μεταπολιτευτικά χρόνια; Πρόσφατα ξαναδιάβασα τα πρακτικά μιας σημαντικής -στη κυριολεξία- συνομιλίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Πρόεδρο Τζέραλντ Φόρντ στις Βρυξέλλες, τον Μάιο 1975, στο περιθώριο της Συνάντησης Κορυφής του ΝΑΤΟ. Αξίζει να την μελετήσουν οι σημερινοί πολιτικοί μας ταγοί για να μαθαίνουν τι σημαίνει αξιοπρεπής στάση και πάνω απ’ όλα κύρος, σθένος και διαπραγματευτική δεινότητα. Θυμίζω μόνο ότι τα πράγματα και την εποχή εκείνη κάθε άλλο παρά ρόδινα ήσαν. Εκτός των άλλων, η Ελλάδα με προσωπική απόφαση του Πρωθυπουργού είχε αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Για την Ουάσιγκτον, λοιπόν, η Σούδα είναι θεμελιώδες ζήτημα συμφέροντος και προτεραιοτήτων. Δεν αντιλαμβάνομαι το λόγο για τον οποίο δεν ισχύει το ίδιο και για την Ελλάδα. Ναι, πιστεύω ότι η Σούδα εξυπηρετεί και τα ελληνικά συμφέροντα και σταθερά αναβαθμίζει τη θέση της στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής Βόρειας Αφρικής (ΜΕΝΑ). Δεν θα ήθελα στο σημείο αυτό να αρχίσω ενα δημόσιο διάλογο για το περιεχόμενο και το χαρακτήρα των παρεχομένων ”διευκολύνσεων”. Αν κάποιος επιμένει να αμφισβητεί τη στρατηγική τους σημασία και το τακτικό επιχειρησιακό χαρακτήρα τους, ας αρκεσθεί να αναζητήσει τα στοιχεία εμπλοκής τους όχι πολύ μακριά, αλλά στη διάρκεια της Λιβυκής κρίσης. Ας αναζητήσει επίσης τα στοιχεία για τη χρήση τους στο Αφγανιστάν και από τις αρχές του 2003 στο Ιράκ.
Δεν διεκδικώ την αποκλειστικότητα της πατρότητας αυτής της επισήμανσης. Πρόκειται άλλωστε και για πρόσφατη δημόσια παραδοχή με επίσημη ανακοίνωση του Αμερικανικού Πενταγώνου, αναρτημένη ακόμη και σήμερα στην ιστοσελίδα του, για το περιεχόμενο των σημαντικών συνομιλιών των Υπουργών Άμυνας Τσακ Χέηγκελ καιΔημήτρη Αβραμόπουλου στο Πεντάγωνο στις 31 Ιουλίου 2013. Λίγες μέρες πριν την επίσκεψη του κ. Πρωθυπουργού στο Λευκό Οίκο.
Το σχετικό απόσπασμα της ανακοίνωσης έχει ως εξής :
”…Secretary Hagel thanked Minister Avramopoulos for Greece’s continued hosting of U.S. forces at Naval Support Activity at Souda Bay. Souda Bay is a key enabler of US Strategic objectives in the region ,the importance of which became apparent during the Operation United Protector in Libya…”.
Ιδού και η μετάφραση: «Ο Υπουργός Χέηγκελ ευχαρίστησε τον Υπουργό Αβραμόπουλο για τη συνεχιζόμενη φιλοξενία της (…) στη Σούδα. Ο Κόλπος της Σούδας είναι ένας συντελεστής-κλειδί για τους αμερικανικούς στρατηγικούς στόχους στη περιοχή, η σημασία της οποίας κατέστη εμφανής κατά την Επιχείρηση στη Λιβύη».
Δεν με εκπλήσσει ή συναρπάζει το γεγονός ότι αυτή η περικοπή αποσιωπήθηκε ως δια μαγείας στην Ελλάδα. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και χθες, το ίδιο και προχθές. Στη τακτική μας να αποφεύγουμε να αξιοποιούμε με σύνεση, σχέδιο και πάνω από όλα με συνέπεια, τη σημασία και την αξία της Σούδας έχω ήδη επισημάνει και σε παλιότερο μου κείμενο.
Κάτι ακόμη: το ελάχιστο που έχουν να κάνουν καθημερινά οι διακόσιες περίπου πρεσβείες στη Ουάσιγκτον είναι να καταγράφουν τις δηλώσεις και ανακοινώσεις του Λευκού Οίκου, του Στέητ Ντιπάρτμεντ και του Υπουργείου Άμυνας. Ό,τι εμείς σκοπίμως διαχρονικά υποβαθμίζουμε, εκείνες το συγκρατούν. Άρα, προς ποία κατεύθυνση η διαχρονική δική μας «αιδήμων σιωπή»; Αν όχι μόνο για λόγους εσωτερικούς;
Η ανάλυση μου είναι η ακόλουθη:
Εκτιμώ ότι η Σούδα είναι η σημαντικότερη αμερικανική βάση σε ολόκληρη τη περιοχή με στρατηγικό και τακτικό επιχειρησιακό χαρακτήρα. Δεν είναι ορθό να τη συγκρίνουμε με τη αεροπορική βάση στο Ινσιρλίκ (Τουρκια). Η Σούδα είναι ταυτόχρονα ναυτική και αεροπορική .
Η διόλου ευκαταφρόνητη σημασία του Ινσιρλίκ (επίσης με μανδύα ΝΑΤΟ), αναδείχθηκε κυρίως κατά τις επιχειρήσεις στο Ιράκ. Η Σούδα είναι πιο κοντά στο σύνολο των εστιών ανάφλεξης, ανασφάλειας και ανατροπής (τα τρία ΑΛΦΑ ) στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής (MENA). Είναι βάση -κλειδί.
Ουδείς γνωρίζει σήμερα ποία θα είναι η κατάληξη των ανακατατάξεων στη περιοχή της ευρύτερης γειτονιάς μας και σε ποιό βάθος χρόνου θα μπορούμε και πάλι να μιλάμε για προβλέψιμες εξελίξεις. Με σημερινά δεδομένα, από την Τυνησία μέχρι και τον Κόλπο είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις. Πάντως, θα χρειασθούν περισσότερο από δύο δεκαετίες. Οι εκτιμήσεις αποτελούν περισσότερο ευχές και λιγότερο επιλογές πολιτικής. Αυτό ισχύει και για τις ΗΠΑ. Πριν δύο χρόνια ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ακολούθησε τον Ταγίπ Ερντογάν στο δημόσιο αίτημα-ευχή να φύγει ο Μπουμπάρακ.
Πολύτιμο βοήθημα και οδηγός για όποιον θέλει να πληροφορηθεί τι ακριβώς καιΕξώφυλλοκυρίως γιατί τα πάντα αλλάζουν στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αποτελεί το πρόσφατο βιβλίο του Στρατηγού Ιωάννη Παρίση «Η ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑ» (Εκδόσεις Λιβάνη). Το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Είναι το πληρέστερο σχετικό βιβλίο που έχω υπόψη μου.
Άρα, η Ελλάδα τόσο σαν σύμμαχος του ΝΑΤΟ όσο και σαν χώρος -χρησιμοποιώ εσκεμμένα τον όρο, παρά το γεγονός οτι προκαλεί αντιδράσεις- ανεξάρτητα από τη περιδίνηση της στη βαθειά κρίση, είναι ένας πολύτιμος γεωστρατηγικός εταίρος. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, γεωγραφικά και επιχειρησιακά ίσως μάλιστα είναι ο πολυτιμότερος. Παρά τη κρίση και τις αδυναμίες της.
Δεν χρειάσθηκε να περιμένουμε την λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» για να διαπιστώσουμε πόσο ασύνδετες και βαθειά διχασμένες είναι οι αραβικές χώρες. Λυπάμαι αν στενοχωρήσω η απογοητεύσω κάποιους αλλά αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε «αραβικός κόσμος» είναι μια παράπλευρη, πιθανόν οριστική, απώλεια του σημερινού κύκλου εξεγέρσεων , επεμβάσεων και ανακατατάξεων. Ανακατατάξεις, που ενώ έχουν επί του παρόντος πολιτικό και πολιτειακό χαρακτήρα και εκφάνσεις, πιθανολογώ ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε αλλαγές συνόρων στη Μέση Ανατολή, κυρίως αλλά και στη Βόρειο Αφρική.
Η ανάλυση που γίνεται σήμερα για τη Αίγυπτο ή τη Συρία, για τη Λιβύη ή για τοΙράκ, αναδεικνύουν ολοένα και περισσότερο τις εθνοφυλετικές και θρησκευτικές διαφορές μέσα σε κάθε χώρα. Απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά η συγκολλητική ουσία που λέγεται «άραβας» και «αραβικός κόσμος». Η οποία βέβαια ποτέ δεν υπήρχε σε σχέση με τους Κούρδους. Η μέρα εκπλήρωσης τω ιστορικών τους στόχων δεν είναι μακριά. Η ανακάλυψη η μάλλον η αποκάλυψη όλων αυτών των εθνο-θρησκευτικών ομάδων εμφανίζεται ξαφνικά ως ερμηνεία και γενεσιουργός αιτία των αναφλέξεων, επαναστάσεων, ανατροπών και κρίσεων. Αναλόγως της περίπτωσης μιλάμε με όρους εμφυλίων συρράξεων, εθνικών ή θρησκευτικών εκκαθαρίσεων, ακόμη και γενοκτονίας (περιπτώσεις Ιράκ και Συρίας). Μας θυμίζει κάτι αυτό; Εμένα πάντως μου θυμίζει τις εξελίξεις της δεκαετίας του 1990, που οδήγησαν στη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και σε συγκεκριμένες περιοχές μόνιμης ανάφλεξης στο Καύκασο. Μου θυμίζει έντονα νεόκοπους προσδιορισμούς εθνοτικών ομάδων π.χ. τωνbosniacs. Σήμερα για παράδειγμα παρακολουθώντας την ανάλυση και την ειδησεογραφία βλέπω ολοένα και συχνότερα να χρησιμοποιείται για παράδειγμα ο όρος syriacs (οι ομιλούντες τη συριακή χριστιανοί της Μεσοποταμίας ή απλά οι Ασσύριοι χριστιανοί της Μεσοποταμίας). Δεν είναι νέος.
Χρησιμοποιείται όμως με ασυνήθιστα μεγαλύτερη συχνότητα το τελευταίο δίμηνο-τρίμηνο σε σχέση με το παρελθόν ως φυλετικό-θρησκευτικός προσδιορισμός. Συμβουλεύτηκα πρόσφατα τη Wikipedia. Είδα αμέσως τι προσπάθεια γίνεται για την «εγκόλπωση» τους. Ας συγκρατήσουμε τον όρο. Θα τον βρίσκουμε μπροστά μας.
Επιστρέφω στη ανάλυση των πλεονεκτημάτων της στρατηγικής θέσης της Ελλάδος. Ναι, η Σούδα και το σύνολο των διευκολύνσεων στη Κρήτη αναβαθμίζουν τη στρατηγική θέση της Ελλάδος . Η νέα φάση των σχέσεων μας με το Ισραήλ, που σημειωτέον δρομολογήθηκε κυρίως από το Ισραήλ, χωρίς μεγάλη προσπάθεια από την Αθήνα, αρχίζει τώρα να αποκτά ουσία και περιεχόμενο. Όμως, αξίζει να σημειώσω ότι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές στο παρελθόν των σχέσεων της Αθήνας με το Ισραήλ, δεν αντηλλάγησαν τόσο βαριές κατηγορίες και χαρακτηρισμοί όπως αυτοί που εκτοξεύονται τη τελευταία τετραετία από την Άγκυρα και το Τελ-Αβίβ. Μεταξύ δηλαδή των «στρατηγικών εταίρων» στη Μέση Ανατολή. Η οξύτητα και πάνω από όλα το θρησκευτικό-πολιτικό βάθος της αντιπαλότητας προς το Ισραήλ που καλλιεργεί η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν έχει «δηλητηριάσει» μεγάλο τμήμα της τουρκικής κοινής γνώμης. Επίσης, έχει πια διαπεράσει και τις λεγόμενες «μόνιμες δομές» στη Τουρκία (Ένοπλες Δυνάμεις, Διπλωματική Υπηρεσία, ΜΙΤ). Με άλλα λόγια, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι αύριο θα υπάρξει μια ενδεχόμενη αποκατάσταση σχέσεων στη κορυφή, δύσκολα, μα πολύ δύσκολα θα γίνει δεκτή και από τη τουρκική κοινή γνώμη. Επιπλέον, η κρίση των σχέσεων της Άγκυρας με το Κάιρο -που οφείλεται και πάλι στο θρησκευτικο-πολιτικό πλέγμα της κυβέρνησης Ερντογάν και την απέχθεια του στη παρεμβατική πολιτική του στρατού στην Αίγυπτο και στην Τουρκία -αφαιρεί κάθε δυνατότητα στη Τουρκία να διαδραματίσει πρώτο ρόλο στο Παλαιστινιακό. Πέραν του γεγονότος, δηλαδή, ότι η Κυβέρνηση του Ισραήλ βλέπει, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, ως τη καλλίτερη δυνατή εξέλιξη την επέμβαση του στρατού στην Αίγυπτο. Προσωπικά θεωρώ ότι αρμόζει ο όρος «πραξικόπημα».
Πιστεύω ότι θα ήταν σκόπιμο και χρήσιμο ο κ. Πρωθυπουργός ή έστω ο κ. Υπουργός Εξωτερικών, να περιλάβουν στις συναντήσεις τους και τη πανίσχυρη Αmerican Israeli Public Affairs Committee (AIPAC). Ανεξαρτήτως Προέδρων και Administration, το Αμερικανικό Κογκρέσο παραμένει η άτρωτη ασπίδα και ο πολιορκητικός κριός του Ισραήλ και των συμφερόντων του στην Ουάσιγκτον. Είναι αρκετά συνηθισμένο το φαινόμενο το Κογκρέσο -χάρις στην αποτελεσματικότητα και την εμβέλεια της ΑIPAC- να αναιρεί, αμβλύνει και ενδεχόμενα να ακυρώνει στη πράξη αποφάσεις η προθέσεις του εκάστοτε Προέδρου. Όταν αυτές δεν αρέσουν στο Ισραήλ. Επιπλέον, το Κογκρέσο -τόσο η Γερουσία όσο και η Βουλή των Αντιπροσώπων- αποτελούν αυτό που αποκαλώ την «υπεραξία» η «προστιθέμενη αξία» της Ελλάδος στην αμερικανική πρωτεύουσα. Σε βαθμό μάλιστα δυσανάλογα μεγάλο της εμβέλειας της χώρας μας. Δυστυχώς -να γιατί συνεχώς επισημαίνω την απουσία συνέχειας, θεσμικής οργάνωσης ανεξάρτητης από πρόσωπα και υπουργούς- τα τελευταία χρόνια περιορίσθηκε ή απέκτησε πυροσβεστικό χαρακτήρα μια σημαντική προσπάθεια που είχε γίνει τη τετραετία 2005 -2009 για τη παρουσίαση των θεμάτων μας και δη του ζητήματος των Σκοπίων στο Κογκρέσο. Η συμμετοχή και συμβολή της οργανωμένης Ομογένειας και μεμονωμένων προσωπικοτήτων ήταν καταλυτική. Κάτι ακόμη: Η διαχρονικά σταθερή στήριξη από πλευράς συγκεκριμένων εκπροσώπων του αμερικανικού λαού στη Γερουσία και στη Βουλή των θέσεων της Αθήνας και της Λευκωσίας πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα της εξαιρετικής δουλειάς που κάνουν συγκεκριμένοι επιφανείς ομογενείς της Ελλαδικής και Κυπριακής ομογένειας. Σημειώνω ότι η Κυπριακή Ομογένεια, καίτοι ολιγάριθμη, είναι καλλίτερα οργανωμένη και αναμφίβολα πιο αποτελεσματική. Αν μη τι άλλο, οι περί τον κύριο Πρωθυπουργό θα αντελήφθησαν πώς πρέπει να κινούμαστε για να πετύχουμε το στόχο μας. Η γραπτή παρέμβαση και το κύρος ενός Γερουσιαστή, του Robert Menendez, προς τον Πρόεδρο Ομπάμα είχε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από τόσες συναντήσεις στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και με την Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Θέλω να ελπίζω ότι η Κυβέρνηση, και το Υπουργείο Εξωτερικών θα επαναφέρουν τις επαφές μας με το Κογκρέσο στη πρώτη προτεραιότητα. Επειδή πρόσφατα πάλι άκουσα το επιχείρημα για έλλειψη χρημάτων κλπ., θα ήθελα απλά να σημειώσω ότι η ετήσια δαπάνη που απαιτείται για τις υπηρεσίες συγκεκριμένης εταιρείας με άριστες προσβάσεις στο Κογκρέσο, είναι μικρότερη της δαπάνης που απαιτήθηκε για να «ξαναστηθεί» το γραφείο ενός Υπουργού. Η της δαπάνης για ενοικίαση αυτοκίνητων το 2011, για μια επίσκεψη στη Ουάσιγκτον. Αλλά στη σημερινή Ελλάδα και αυτά ακούγονται περίεργα. Κυρίως όμως ενοχλητικά.
Με βάση τις πολύτιμες εμπειρίες από τη κρίση του Λίβανου το 2006, και της Λιβύης το 2011, η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ο κόμβος για επιχειρήσεις MEDEVAC(έκτακτες περιπτώσεις διάσωσης ασθενών και τραυματιών). Επίσης, ο «πλωτός ανθρωπιστικός διάδρομος» για τη μεταφορά αμάχων σε τρίτες χώρες.
Επίσης η Αθήνα έχει κάθε συμφέρον να συζητήσει με το Ισραήλ σχέδια και πολιτικές συνέργειες στα Βαλκάνια και δη στην Αλβανία και στο Κόσοβο. Τόσο η σκοπιμότητα όσο και η χρησιμότητα είναι προφανείς. Η συνεργασία με το Ισραήλ θα αμβλύνει σε μεγάλο βαθμό αν δεν θα εξουδετερώσει την εμβέλεια των νέο-οθωμανικών επιρροών και επεμβάσεων και δη σε θέματα άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος.
Τέλος, είναι καθόλα σκόπιμο να πραγματοποιηθεί μια επίσημη επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας στο Λευκό Οίκο. Θυμίζω ότι έχουν σχεδόν περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια -είμαστε κοντά στα είκοσι- από τη τελευταία επίσκεψη του π. Προέδρου Κωστή Στεφανόπουλου στην Ουάσιγκτον (Μάιος 1996).
πηγή
Δημοσίευση σχολίου