Mια βουτιά στο ελληνικό συλλογικό ασυνείδητο
του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Τον Σεπτέμβριο του 2001, η τρομοκρατική επίθεση κατά των Δίδυμων Πύργων και του Πενταγώνου «πάγωσε» την ανθρωπότητα (μαζί και την Ελλάδα), βυθίζοντας σε πρωτοφανή τρόμο τους μεν για το τι μπορεί να κάνουν οι τρομοκράτες, τους δε για το τι μπορεί να κάνει η Αμερική σε απάντηση του πλήγματος που δέχτηκε. Ο φόβος αγκάλιασε τον πλανήτη. Δεν υπήρχε σχεδόν πολιτικός στον κόσμο, που να μην έσπευσε να συλλυπηθεί τις ΗΠΑ και να εκφράσει τη συμπαράστασή του με τους πιο δραματικούς τόνους. «Είμαστε όλοι Αμερικανοί», διακήρυσσε ο διευθυντής της γαλλικής Μοντ Κολομπανί και το ίδιο επανελάμβανε στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που δεν θα χρειαζόταν βέβαια καμιά τρομοκρατική επίθεση για να το πει, απλώς αυτή του έδωσε το πρόσχημα και την αφορμή που χρειαζόταν.
‘Άλλη άποψη σχεδόν δεν υπήρχε στα παγκόσμια Μέσα και την παγκόσμια πολιτική. Ελάχιστοι αποτολμούσαν να θέσουν καν το ερώτημα του τι σκέφτονταν πραγματικά οι κάτοικοι του πλανήτη ή να διερωτηθούν για το κατά πόσο η τρομοκρατική επιχείρηση μπορούσε να εξηγηθεί ενδεχομένως, έστω μερικά, από την ίδια την πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και παγκοσμίως.
Τώρα βέβαια, είναι τελείως συζητήσιμο αν οι δηλώσεις των ηγετών αντανακλούσαν όντως το τι σκέφτονταν οι λαοί. ‘Ένα εμπεριστατωμένο άρθρο της παρισινής Λιμπερασιόν (17.9.2001) με προσεκτική καταγραφή των παγκόσμιων αντιδράσεων, φανέρωνε στον προσεκτικό παρατηρητή ότι, πίσω από την ένταση έως υστερία της παγκόσμιας «αντιτρομοκρατικής ομοφωνίας», παρέμεναν σοβαρότατες ενστάσεις για τον παγκόσμιο ρόλο των ΗΠΑ. Αργότερα, θα προστεθούν και οι αμφιβολίες για το τι πραγματικά έγινε στις 11 Σεπτεμβρίου – ιδίως το αναπάντητο ερώτημα για ποιο λόγο, ενώ οι κρατικές αρχές είχαν μια τέτοια πληθώρα πληροφοριών για τις επικείμενες επιθέσεις, δεν έκαναν σχεδόν τίποτα για να τις εμποδίσουν.
‘Ότι όμως και αν συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2001, οι επιπτώσεις των επιθέσεων είχαν κολοσσιαία σημασία και άλλαξαν τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας κατά τρόπο που μπορεί να συγκριθεί π.χ. με τη φωτιά στο Ράιχσταγκ, με το ψευτο-πραξικόπημα του 1991 στην ΕΣΣΔ και άλλα. Επέτρεψαν στους αμερικανούς νεοσυντηρητικούς να ξεκινήσουν σειρά πολέμων στη Μέση Ανατολή, που κατέστρεψαν όλη αυτή την περιοχή του κόσμου και συνεχίζονται και σήμερα, υπό άλλη μορφή, κατά της Αιγύπτου, της Συρίας, του Ιράν, της Χεζμπολά κλπ. Ταυτόχρονα, επέτρεψαν στις ολοκληρωτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Δύσης να κάνουν γιγαντιαία βήματα για τον έλεγχο των κοινωνιών μας, καθιστώντας σταδιακά τραγική φάρσα την αστική δημοκρατία, όπως τη γνωρίσαμε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εκείνη τη χρονιά άργησα να πάρω τις διακοπές μου. ‘Ηταν Οκτώβρης όταν έφτασα στην Κάρπαθο. Λίγες ώρες μετά την προσγείωσή μου, η Αμερική απαντούσε ξεκινώντας με μαζικούς βομβαρδισμούς του Αφγανιστάν την απάντησή της. Ακόμα και στην Κάρπαθο, το νευρικό μου σύστημα προσελάμβανε στην ατμόσφαιρα την απίθανη, παγκόσμια ένταση του Αρμαγεδδώνα που ξερνούσε φλόγες σαν τα τέρατα της αποκάλυψης.
Δε μουρχόταν βολικό, στις συνθήκες αυτές, να αναζητήσω ξαπλώστρα και να διαβάζω αστυνομικά. Ο ρεπόρτερ μέσα μου πήρε λοιπόν ένα μπλοκάκι και, όπου πήγαινε, έπιανε κουβέντα με τους ντόπιους, προσπαθούσε να τους βγάλει αυτό που σκεφτόταν και κατέγραφε ότι φαινόταν πιο σημαντικό στις αντιδράσεις. Τα αποτελέσματα με σόκαραν. Φεύγοντας από την Κάρπαθο και την Κάσο, έγραψα ένα σύντομο ρεπορτάζ, που η εφημερίδα μου βέβαια δεν τόλμησε να δημοσιεύσει, φοβούμενη μήπως παρεξηγηθεί στο κλίμα της εποχής. Το ξαναβρήκα τις προάλλες και σκέφτηκα ότι παρουσιάζει ίσως ένα ενδιαφέρον που ξεπερνάει τα στενά πλαίσια της τότε συγκυρίας – συνιστά κατά τη γνώμη μου ένα ντοκουμέντο για τη βαθύτερη κοσμοαντίληψη του ‘Ελληνα που, κι εγώ ο ίδιος δεν θα μπορούσα να φανταστώ αν είχα μείνει στην Αθήνα. Γι’ αυτό και θεώρησα ότι ίσως δεν είναι άσκοπο να το δημοσιεύσω, με τη μορφή ακριβώς που γράφτηκε τότε, παρά τον χρόνο που πέρασε.
Η αντίσταση της Ανεμόεσσας
«Καλώς ήρθατε στον δροσερό αέρα», μας υποδέχεται ο μαγαζάτορας στα Σπα της Καρπάθου και προσθέτει: «στον καθαρό αέρα χωρίς άνθρακα» (1).
Εδώ και μέρες το φάντασμα του Οσάμα Μπιν Λάντεν περιπλανιέται πάνω από το νησί. «Σιγά μην τον πιάσουνε», λέει ο Βασίλης, καθώς η τηλεόραση μεταδίδει κάποιες φήμες για σύλληψη του ‘Αραβα. «Εσύ ποιόν υποστηρίζεις;», τον ρωτάω προκλητικά. Αυτός κρύβει την ανεπαίσθητη αμηχανία του πίσω από τη σταθερότητα της απάντησής του: «Εγώ υποστηρίζω τον Μπιν Λάντεν».
Στο Εμπορειό, το λιμανάκι της διπλανής Κάσου, η μέρα έφυγε. Ο ψαράς που μόλις γύρισε από τη θάλασσα, αποσταίνει στο μαγαζί ρίχνοντας καμιά ματιά στο χαζοκούτι που διηγείται τα πασοκικά. ‘Όταν ακούει για το Αφγανιστάν το μάτι του κολλάει στην οθόνη. Σιγανές βλαστήμιες βγαίνουν από το στόμα του, καθώς η τηλεόραση κάνει λόγο για βομβαρδισμούς στα νοσοκομεία. Καθώς πίνω τον καφέ μου στο «Ακταίο», στο λιμάνι της Καρπάθου, σχηματίζω την εντύπωση ότι πρέπει να βρίσκομαι στο Πακιστάν, ακούγοντας τον καλοστεκούμενο κύριο στο τραπέζι δίπλα μου να συνοψίζει δυνατά μια συζήτηση που βαστάει ώρα αναφωνώντας: «Οι Αμερικανοί είναι οι τρομοκράτες». Λίγο αργότερα, μια γυναίκα που τρώει μόνη της ακούγοντας τηλεόραση, σε ένα διάλειμμα της δουλειάς της, φωνάζει σε μια γειτόνισσα που περνάει: «Σκοτώσανε διακόσιους γιατί ήταν Μουσουλμάνοι»! Καλομίλητος κι ευγενικός, ο Μιχάλης, ακούγοντάς μας να μιλάμε για το αν πιάστηκε ή δεν πιάστηκε τελικά ο Μπιλ Λάντεν, λέει «να τον φέρουμε εδώ» και κυττάει γελώντας τα υψώματα γύρω του.
Το «εδώ» του κυρ-Μιχάλη είναι η ‘Ολυμπος, στριμωγμένη στην κορφή της Καρπάθου. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι αυτό εν πολλοίς συνέβη εξαιτίας των επιδρομών των Αράβων, όλο και πυκνότερων από τον 5ο αιώνα. Τα σπίτια και οι μύλοι της, θαρρείς, γαντζώθηκαν στις πέτρες, να μην τα πάρουν οι αέρηδες που λυσσομανάνε στην Ανεμόεσσα του Ομήρου, τρυπωμένα ανάμεσα στα σύννεφα που μπαινοβγαίνουν στα καλντερίμια της. Μόνο ένας άθλιος χωματόδρομος – και το καϊκι – συνδέουν το χωριό με το υπόλοιπο νησί. Η ομορφιά και η ιστορία του αντιστέκονται, αφομοιώνουν το τσιμέντο που ορμά, εδώ, όπως και σε όλη την Ελλάδα, να την τελειώσει.
Δεν αντιστέκεται μονάχη της η ομορφιά – είναι κι οι άνθρωποι που εδώ κρατάνε καλύτερα στην Κίρκη της παγκοσμιοποίησης, που αγωνίζεται να μας γουρουνοποιήσει. Αφήνουνε τα κλειδιά στις πόρτες, σε χαιρετάνε πρόθυμα και σε καλάνε στο σπιτικό τους, δεν κυττάνε τον ξένο μόνο και πάντα στην τσέπη. Εδώ δεν θα ακούσεις τον διαρκή θόρυβο των ΙΧ που έγιναν από εθνικό μας όνειρο, ο εθνικός μας εφιάλτης.
Βέβαια, όπως μου εξομολογείται η γιαγιά στο Λευκό, «όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. ‘Αμα ο ‘Ελληνας βγάλει μια δραχμή, νομίζει ότι έγινε κάποιος». Και στην Κάρπαθο, η συμπαθής τάξη των αλλοδαπών χειρονακτών έχει αρχίσει να απαλλάσσει τους ντόπιους από το μόχθο και μαζί από την ανθρωπιά τους, το φαινόμενο είναι όμως ακόμα στην αρχή του. Αλβανοί, Αιγύπτιοι και διάφοροι άλλοι αναζητούν τα προς το ζην στο μικρό ακριτικό νησί – ακόμα και μια Τατζίκα βρήκα από τη Σαμαρκάνδη. Δεν μιλάει γρι ελληνικά και παθαίνει σοκ όταν της μιλάω ρώσικα – δυο μήνες είχε να μιλήσει με άνθρωπο. Το «Γραφείο» στην Τασκένδη της παρουσίασε δύο επιλογές, Ελλάδα ή Κορέα. Αυτή διάλεξε την Ελλάδα και πρέπει να δουλέψει ένα χρόνο για να τους ξεπληρώσει. Και στην Κάρπαθο βρίσκει κανείς λογής-λογής επιδοτούμενους και μικρομεσαίους διαπλεκόμενους-κομπιναδόρους, τα λεφτά όμως είναι λίγα, ο τόπος φτωχός, αναλόγως και η διαφθορά.
Καρπάθιοι και Κασσιώτες δεν χρειάζονταν την προτροπή του κ. Μητσοτάκη να «γίνουμε όλοι Αμερικανοί». Η φτώχεια τους έσπρωξε προ πολλού στη μετανάστευση, προς αναζήτηση καλύτερης μοίρας. Οι «Αμερικανοί της Καρπάθου» όμως παρέμειναν παιδιά του Αβραάμ, κοινού προγόνου των τριών μονοθεϊσμών της Μεσογείου. Εξηγούν με την Παλαιά Διαθήκη τη φωτιά που έκαψε το Μανχάτταν: «Μάχαιραν έδοκες, μάχαιραν θα λάβεις».
Η Κάσος είναι το νησί-ήρωας της επανάστασης του ’21. Τόκαψαν με προδοσία οι Τουρκοαιγύπτιοι το 1823. Ο γλυκός μαγαζάτορας έχει πιεί λίγο παραπάνω κι η πίκρα βγαίνει ευκολότερα από μέσα του. Με κόπο συγκρατεί τους λυγμούς του, καθώς αναθυμάται το πρώτο μπάρκο στα 15 του, τη μάνα του που δεν νοιάστηκε πως θα περνούσε, τα νοτισμένα από τα δάκρυα γράμματα που της έστελνε και τάχει ακόμα η γερόντισσα. Μόνο οργή έχει για τους 300 της Πλατείας Συντάγματος, που ξέχασαν το νησί του κι έρχονται μόνο στις επετείους να φάνε και να πιούνε. Μπάρκαρε ναυτικός, πήγε στην Αυστραλία, τρία χρόνια λαθρομετανάστης και πέντε νόμιμα στην Αμερική, ώσπου να πάρει την πολυπόθητη υπηκοότητα.
«Εσύ με ποιόν είσαι; Με τους Αμερικανούς ή με τον Μπιν Λάντεν;», τον ρωτάω ευθέως κι ο πολυμήχανος Οδυσσέας το πάει από δω, το πάει από κει, ώσπου να καταλήξει, «στριφογυριστά», σε μια σαφή εν τη ασαφεία της απάντηση. «Εγώ είμαι Αμερικανός υπήκοος», αρχίζει την απάντησή του, συνεχίζει μια ιστορική ανασκόπηση της … ακμής και παρακμής των Αυτοκρατοριών, που θα τη ζήλευε και ο Πωλ Κένεντι, για να καταλήξει: «Σκέψου το για μια στιγμή. ‘Ενας άνθρωπος, τι έκανε στους, στους, πώς να το πω μωρέ, στους … παντοκράτορες. Το χωράει ο νους σου; ‘Ενας άνθρωπος μόνος του. Οι Ρώσοι είναι κάτω, οι Κινέζοι τρώνε με τα …, πως τα λένε μωρέ, με τα … ξυλάκια τους κι αυτός, ένας άνθρωπος, είδες τι έκανε στην υπερδύναμη, με τους δίδυμους; Χέστηκαν απάνω τους οι Αμερικανοί» λέει και η αγαλλίαση που διαγράφεται στο πρόσωπό του είναι πιο εύγλωττη από τα λόγια του.
Πρώην ναυτικός και «παλαιοπασόκος» στα φρονήματα, ο μαγαζάτορας στο Λευκό είναι από τους ελάχιστους Καρπαθιώτες που ασκούν «πολιτική κριτική» στον Μπιν Λάντεν. Δεν αμφισβητεί ηθικά το δικαίωμα των τρομοκρατών να πλήξουν αμάχους, εκφράζει σεβασμό στην … πολεμική αρετή τους, αλλά εκτιμά ότι έπρεπε να διαλέξουν τον ίδιο τον …Λευκό Οίκο για την επίθεσή τους, ώστε να μη δώσουν «προσχήματα» στην Ουάσιγκτον για την αντιτρομοκρατική της σταυροφορία!
Στους καφενέδες της Καρπάθου η γεωπολιτική επισκίασε τώρα το ενδιαφέρον για τον Ολυμπιακό. Οι Καρπαθιώτες ακούνε, όπως και οι υπόλοιποι ‘Ελληνες, τις βαθυστόχαστες αρλούμπες των τηλεοράσεων, διαβάζουν, όχι συχνά, τους καθώς πρέπει αρθρογράφους των αθηναϊκών εφημερίδων, όλα αυτά όμως ελάχιστα μοιάζουν να τους επηρεάζουν. Ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός κατακεραυνώνει, από πρωίας μέχρι εσπέρας, τον Πρόεδρο Μπους.
«Δεν γίνονται όλα αυτά για τον Μπιν Λάντεν. Γίνονται για τα πετρέλαια που θέλουν να βάλουνε στο χέρι οι Αμερικανοί. Αλλά θέλουνε να πάνε εκεί και για να έχουνε στο χέρι τη Ρωσία. Γιατί η Ρωσία είναι κάτω, δεν μπορούνε όμως να τη νικήσουνε. Ας όψεται ο Γκορμπατσώφ που τα ξεκίνησε όλα αυτά. Ποιος ξέρει τι ανταλλάγματα πήρε κι αυτός», μας λέει, τρώγοντας τις μακαρούνες του, ο πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης Βασίλης. Αγράμματος και πρωτόγονος στις εκφράσεις του, αυτός ο ψαράς δεν φαίνεται να υστερεί ουδόλως του Τσάταμ Χάουζ ή του Μπρζεζίνσκι, ως προς την κατανόηση της στρατηγικής σημασίας του Αφγανιστάν και της Κεντρικής Ασίας για την παγκόσμια κυριαρχία – σε αντίθεση με τους ηλίθιους ημιμαθείς που, παριστάνοντας τους «ειδικούς» και τους «γεωπολιτικούς», «στελεχώνουν» τα «στρατηγικά ινστιτούτα» μας, προσπαθώντας να αντιγράψουν, σε μόλις υποφερτά ελληνικά, τις «οδηγίες» και «αναλύσεις» του ΝΑΤΟ και των φίλων του.
Οι δημοσκόποι δεν ρωτάνε τους ‘Ελληνες αν είναι με τους Αμερικανούς ή με τον Μπιν Λάντεν, υποθέτω γιατί ξέρουν την απάντηση. Διαβάζω πάντως στην εφημερίδα ότι το 57% του ελληνικού πληθυσμού θεωρεί «άδικο» τον πόλεμο και έχει «αρνητική γνώμη» για τις ΗΠΑ. Καλώς. Διερωτώμαι όμως που είναι το … υπόλοιπο 43%, που τρύπωσε και δεν μπορώ να το συναντήσω; Δεκαπέντε μέρες που γύρισα όλη την Κάρπαθο και την Κάσσο, μόνο δυο φορές συνάντησα οπαδούς της αμερικανικής πολιτικής. Τη μια ήταν μια παρέα συνταξιούχοι στο καφενείο της Κάσσου που έβριζαν τον Μπιν Λάντεν γιατί ξοδεύει, ο «σημασμένος», τα λεφτά του στην τρομοκρατία, αντί να βοηθάει τους Αφγανούς. Την άλλη, ήταν ένας τύπος στο Μεσοχώρι πούβλεπε με τους άλλους τον Τέρενς Κουίκ να αραδιάζει από τηλεοράσεως βόμβες, άνθρακες, τρομοκρατία κάθε είδους, διαδηλώσεις στο Πακιστάν κλπ., και σχολίαζε: «Κύττα τους άθλιους. Δεν έχουν τι να κάνουν κι αφήνουν γένεια». ‘Εβλεπε Μουσουλμάνους διαδηλωτές και πέταγε σπόντες: «κύττα αθλιότητα». ‘Οσο οι άλλοι θαμώνες δεν τούδιναν σημασία, τόσο αυτός ξεθάρρευε εκλαμβάνοντας τη σιωπή ως συγκατάθεση: «Δεν ήταν μόνο Αμερικανοί στους πύργους, ήτανε και 300 ‘Ελληνες». Κάποιος τον βαρέθηκε στο τέλος να τον ακούει και τούπε: «’Ακου να δεις, δεν είναι μαλάκας ο άλλος να πέσει πάνω στον τοίχο. Τούχαν πιάσει τον κόλο. Δεν το κάνει κανείς αυτό, να πάει να πέσει πάνω στον τοίχο. Οι Αμερικανοί έχουν γαμήσει πολύ κόσμο».
Θυμάμαι τον φίλο μου τον διπλωμάτη που συνάντησα τυχαία στο αεροδρόμιο (2), πόσο τρομοκρατημένος ήταν με την πιθανότητα να θυμώσει ο (αμερικανός πρέσβης) Μίλερ. Αυτό που με τρομάζει στην Ελλάδα είναι το χάσμα λαού και «ιθυνόντων». Φυσικά δεν μπορεί να βγει η κυβέρνηση και οι πολιτικοί, σε μια τέτοια κατάσταση, και να πει αυτά που λέει ο κόσμος. Αντί όμως να ντρέπονται για τον λαό τους, καλύτερα είναι να εκμεταλλευτούν ως διαπραγματευτικό χαρτί τις πεποιθήσεις των Ελλήνων. Αυτό βέβαια προϋποθέτει υποκείμενα με αυτοεκτίμηση, χωρίς τον απίστευτο βαθμό διαφθοράς και αμορφωσιάς των δικών μας και με μια αίσθηση πατριωτισμού και ιστορικότητας.
Συνήθως, ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα αποδίδεται στην πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στη χώρα μας, στην αποφασιστικότητα της Ουάσιγκτον να ενώσει τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και να προχωρήσει τον εμφύλιο μέχρι το τέρμα του, ξεριζώνοντας ει δυνατόν κάθε επιρροή της αριστεράς και κάθε ανάμνηση της μεγαλειώδους Εθνικής Αντίστασης από τη χώρα, στις διαρκείς επεμβάσεις στην ελληνική πολιτική ζωή που κατέληξαν στη δικτατορία του 1967 και τη διχοτόμηση της Κύπρου. Η ερμηνεία είναι σωστή και προφανής, διερωτώμαι όμως μήπως παραμένει μερική, επιφανειακή. H Kάρπαθος και η Κάσσος, όπως και όλα τα Δωδεκάνησα, δεν ακολούθησαν την τυπική ιστορική διαδρομή της Ελλάδας – εδώ δεν ήταν δυνατή η Αριστερά ούτε είχαμε εμφύλιο πόλεμο. Κι όμως, τα αντανακλαστικά είναι τα ίδια. Δύο χιλιετίες μιας πολυκύμαντης ιστορίας επηρέασαν βαθιά το DNA του ‘Ελληνα, μοιάζουν να του άφησαν μια «παγκόσμια γεωπολιτική συνείδηση», δηλαδή μια συνείδηση των κανόνων και του παιχνιδιού της παγκόσμιας εξουσίας, που δεν τη συναντά κανείς στους περισσότερους λαούς, μαζί και μια προαιώνια «αντιεξουσιαστική» ροπή προς την ελευθερία. Δεν «μασάει» εύκολα τις επίσημες ρητορείες των εξουσιών.
Η ταύτιση της Ελλάδας με τη Δύση είναι πολύ πρόσφατη. Επί πεντακόσια χρόνια, και παρά τις θρησκευτικές διαφορές, η ιστορία των Ελλήνων και των Αράβων έχει πολύ περισσότερα κοινά στοιχεία, από όσα νομίζει κάποιος με την πρώτη ματιά. Μοιραζόμαστε την ίδια ανάμνηση αρχαίων και σπουδαίων κρατών και πολιτισμών, μας βασάνισε η υποταγή επί αιώνες στον οθωμανικό ζυγό. Είχαμε τις ίδιες δύσκολες σχέσεις με τους Δυτικούς, που κούρσεψαν την Πόλη προτού στραφούν κατά της Ανατολής, εξίσου περίπλοκες σχέσεις με έναν πολιτισμό πνευματικής και ηθικής αλλοτρίωσης και τεχνολογικού δυναμισμού, στον οποίο προσήλθαμε καθυστερημένοι, εν μέρει δάσκαλο και παράδειγμα, συχνότερα εχθρό και κατακτητή.
Αυτά σκέφτομαι, μακριά από τα Μέσα της αποβλάκωσης, κυττώντας το μαγευτικό Γιαφάνι, ρουφώντας την ηρεμία του τοπίου και ψάχνοντας στους έξοχους «’Αραβες», του μεγάλου ισλαμολόγου Ζακ Μπερκ, τις ιστορικές και κοινωνικές εξηγήσεις ενός παγκόσμιου δράματος που, νοιώθω, πηγαίνει τώρα σε μεγάλο, πολύχρονο και αβέβαιης κατάληξης παροξυσμό. Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ (3) θα προσέφερε ίσως, περισσότερες υπηρεσίες στη χώρα του, αν, εκτός από το να ρίχνει βόμβες, διέθετε και την ικανότητα να σκέφτεται.
(1) Θυμίζουμε ότι τότε, εκτός των άλλων, υπήρξε και η υπόθεση της διαρροής και πιθανής χρήσης άνθρακα
(2) Επρόκειτο για παληό στέλεχος του ΚΚΕ, σύμβουλο εκείνη την εποχή του Γιώργου Παπανδρέου
(3) Υπουργός ‘Αμυνας των ΗΠΑ κατά την πρώτη θητεία του Προέδρου Μπους
πηγή
Δημοσίευση σχολίου