Νέα μεταβατική κυβέρνηση
Στις 7 Ιουλίου 2012, πραγματοποιήθηκε η διεξαγωγή των πρώτων δημοκρατικών εθνικών εκλογών των τελευταίων 50 ετών και ο λιβυκός λαός επέλεξε τα 200 μέλη του Γενικού Εθνικού Κογκρέσου (General National Congress - GNC). Στις 12 Σεπτεμβρίου, το GNC επέλεξε ως προσωρινό πρωθυπουργό το Mustafa Abu Shagur. Ωστόσο, σύντομα ο Shagur αναγκάσθηκε να υποβάλει την παραίτησή του (7 Οκτωβρίου), καθότι το GNC απέρριψε δύο φορές την προτεινόμενη από τον ίδιο λίστα του Υπουργικού Συμβουλίου. Μια εβδομάδα αργότερα (14 Οκτωβρίου), το GNC διόρισε νέο πρωθυπουργό τον Ali Zeidan και στις 31 Οκτωβρίου ενέκρινε τη λίστα του Υπουργικού Συμβουλίου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη διαδικασία για την ψηφοφορία του Υπουργικού Συμβουλίου ήσαν παρόντα μόνο τα δύο τρίτα του Γενικού Εθνικού Κογκρέσου, παρότι στην προσπάθειά του να γίνει αποδεκτή η πρότασή του από όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές, ο Zeidan πρότεινε φιλελεύθερους αλλά και ισλαμιστές υποψήφιους. Συγκεκριμένα, η νέα κυβέρνηση έχει εκπροσώπους και από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα που απαρτίζουν το Κογκρέσο, δηλαδή το “Alliance of National Forces” του πρώην φιλελεύθερου πρωθυπουργού Mahmoud Jibril και το “Justice and Construction Party” της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. [1]
Αυτό που απομένει πλέον είναι η επιλογή των μελών της επιτροπής, η οποία θα αναλάβει την κατάρτιση του νέου Συντάγματος. Στη συνέχεια, εφόσον ο λιβυκός λαός εγκρίνει με δημοψήφισμα το νέο Σύνταγμα, θα προγραμματισθεί η διεξαγωγή εκλογών μέχρι τα μέσα του 2013.
Οι μετα-κανταφικές μεταβατικές κυβερνήσεις πρέπει να φέρουν εις πέρας ένα χρονοδιάγραμμα, που περιλαμβάνει μια σειρά βασικών σταδίων μετάβασης προς τη σταθερότητα. Συγκεκριμένα: [2]
Μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου 2012, να υιοθετήσουν ένα εκλογικό νόμο και να διορίσουν μια εκλογική επιτροπή, που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές (οι εκλογές καθυστέρησαν περίπου έξι μήνες).
Μέχρι τα τέλη Ιουλίου 2012, να εκλέξουν μια επιτροπή που θα ολοκληρώσει το σχέδιο του νέου Συντάγματος (η εν λόγω επιτροπή δεν έχει εκλεγεί ακόμη).
Μέχρι τα τέλη του φθινοπώρου του 2012 (30 ημέρες αφότου η συνταγματική επιτροπή παρουσίαζε το σχέδιο του Συντάγματος), να προγραμματίσουν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την υιοθέτηση του νέου Συντάγματος, το οποίο θα πρέπει να λάβει τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ψήφων.
Μέχρι τα μέσα του 2013, να προγραμματίσουν τη διεξαγωγή εθνικών εκλογών, υπό την επίβλεψη του ΟΗΕ.
Με μια πρώτη ματιά γίνεται αντιληπτό ότι το βασικότερο μειονέκτημα του εν λόγω χρονοδιαγράμματος είναι ο χρόνος που απαιτείται για την υλοποίησή του (περίπου 24 μήνες από την ημερομηνία που ορκίσθηκε η πρώτη μεταβατική κυβέρνηση). Επίσης, αδύνατο σημείο φαίνεται να είναι το απαιτούμενο υψηλό ποσοστό του δημοψηφίσματος (δύο τρίτα των ψήφων), για την υιοθέτηση του νέου Συντάγματος. Καθόλου απίθανο να μην συγκεντρωθούν, οπότε η όλη διαδικασία να παραταθεί περαιτέρω.
Στο ερώτημα «που οδηγείται η Λιβύη;», την απάντηση έδωσε τον περασμένο Οκτώβριο σε μια συνέντευξη ο πρόεδρος του Γενικού Εθνικού Κογκρέσου, Mohamed Yousef el-Magariaf. Συγκεκριμένα, καθόρισε το στίγμα της μετα-κανταφικής Λιβύης δηλώνοντας: «Θέλουμε να ιδρύσουμε ένα συνταγματικό, δημοκρατικό, αστικό και ταυτόχρονα κοσμικό κράτος. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι το Σύνταγμα και οι Νόμοι θα αντιτίθενται στη Sharia και στους σκοπούς της». [3] Με λίγα λόγια, ο Magariaf προσπάθησε να παντρέψει το Ισλάμ με τη δημοκρατία, να ικανοποιήσει τους φιλελεύθερους και τους ισλαμιστές. Αυτό είναι και το ζητούμενο στην παρούσα φάση, προκειμένου να επαναλειτουργήσει η κρατική μηχανή και η καθημερινότητα των Λίβυων πολιτών να επανέλθει στους κανονικούς της ρυθμούς.
Έλλειμμα εσωτερικής ασφάλειας
Παρά την ειρηνική διεξαγωγή των εκλογών του Ιουλίου, η μεταβατική περίοδος της Λιβύης χαρακτηρίζεται ως ασταθής. Η αιματηρή τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2012 κατά της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής στη Βεγγάζη κατέδειξε το σοβαρό έλλειμμα εσωτερικής ασφάλειας, που αντιμετωπίζει η χώρα στη μετα-κανταφική εποχή. Περίπου δύο μήνες αργότερα, ένοπλες ομάδες συνεχίζουν να επιχειρούν και να δημιουργούν προβλήματα στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας.
Οι εν λόγω ένοπλες ομάδες, οι οποίες υπολογίζεται ότι κατέχουν περισσότερα από δύο εκατ. ελαφρά όπλα, σημαντικό αριθμό βαρέων όπλων καθώς και αρμάτων, αποτελούνται κυρίως από πρώην αντάρτες που έλαβαν μέρος στον πρόσφατο εμφύλιο κατά του κανταφικού καθεστώτος. Η δύναμή τους υπολογίζεται σε μερικές χιλιάδες. Κάποιοι από αυτούς παρέχουν ασφάλεια και ελέγχουν διάφορες περιοχές (ακόμη και προάστια της πρωτεύουσας). Κάποιοι άλλοι επιδιώκουν την αυστηρή εφαρμογή του ισλαμικού νόμου (Sharia), όπως οι ισλαμιστικές οργανώσεις: Hizb al Tahrir και Ansar al-Sharia, που πιστεύεται ότι ευθύνεται για το θάνατο του πρώην Αμερικανού πρέσβη στη Λιβύη John Christopher Stevens και η οποία πρόσφατα ανακοίνωσε ότι θα τερματίσει τη δράση της. Κάποιοι εξακολουθούν να παραμένουν πιστοί στο πρώην καθεστώς, ενώ ένας μικρός αριθμός επιχειρεί ανεξάρτητα. Πέραν αυτών, θα πρέπει να σημειωθεί η παρουσία της Al Qaeda in the Islamic Maghreb (AQIM) κυρίως στη νότια Λιβύη, αλλά και η παρουσία ενός αριθμού ενόπλων, οι οποίοι ανήκουν σε εγκληματικές οργανώσεις (ναρκωτικά, δουλεμπόριο, κτλ), δρουν κυρίως στις παραμεθόριες περιοχές και συχνά συγκρούονται μεταξύ τους.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η παρουσία και η δράση μιας πλειάδας ένοπλων ομάδων, τα ηγετικά στελέχη των οποίων σε κάποιες περιπτώσεις έχουν αποκτήσει δύναμη μεγαλύτερη της εκτελεστικής εξουσίας. Επομένως, μια από τις μείζονες προκλήσεις για τη Λιβύη είναι αφενός ο αφοπλισμός των διάφορων πολιτοφυλάκων και ένοπλων ομάδων, αφετέρου η σύσταση ενός ενιαίου εθνικού στρατού που θα συμβάλει στη βελτίωση της εσωτερικής ασφάλειας και μεσοπρόθεσμα θα είναι σε θέση να εγγυηθεί τη σταθερότητα.
Ιδιαίτερο προβληματισμό τόσο για την εσωτερική όσο και για την περιφερειακή κατάσταση ασφάλειας συνιστά η διασπορά ελαφρών όπλων, φορητών βλημάτων εδάφους-αέρος (MANPADS), αντιαρματικών PRGs και ενός μικρότερου αριθμού βαρέων όπλων, που κατείχαν οι μαχητές και των δύο πλευρών στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Πέρα από τα οπλικά συστήματα που περιήλθαν στην κατοχή κυρίως των αντικαθεστωτικών ανταρτών, ανακαλύφθηκαν και δύο αποθήκες χημικών όπλων με «αέριο μουστάρδας» (sulfur mustard), τις οποίες είχε αποκρύψει ο πρώην Λίβυος μονάρχης από τους επιθεωρητές του ΟΗΕ. [4]
Οικονομία – Ενέργεια
Παρότι ο πρόσφατος εμφύλιος επηρέασε δραματικά την οικονομία (μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 60%) και το υφιστάμενο έλλειμμα εσωτερικής ασφάλειας συνεχίζει να ταλανίζει τη χώρα, εντούτοις η λιβυκή οικονομία πραγματοποιεί σημαντικά βήματα, όπως: [5]
Η προοδευτική εξομάλυνση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος,
Η αυξημένη κρατική στήριξη των λαϊκών εισοδημάτων, και
Η αξιοσημείωτη οικονομική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα.
Το ΔΝΤ προβλέπει εντυπωσιακή ανάκαμψη της οικονομίας, καθώς το ΑΕΠ σημειώνει αύξηση κατά 116,6% το 2012, κυρίως λόγω της ανάκαμψης της παραγωγής πετρελαίου. Οι προοπτικές για το 2013 και 2014 είναι επίσης ιδιαίτερα αισιόδοξες, καθώς προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,5 και 13,2%, αντίστοιχα.
Είναι προφανές ότι ο τομέας των υδρογονανθράκων καθορίζει το παρόν και το μέλλον της λιβυκής οικονομίας, καθότι αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 70% του ΑΕΠ, περίπου το 96% των εξαγωγών και το 90% των εσόδων. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω τομέας αποτελεί πεδίο δραστηριότητας κυρίως των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και τυγχάνει της ιδιαίτερης προσοχής του λιβυκού κράτους. Ο κύκλος εργασιών είναι τεράστιος και θα πρέπει να τύχει της προσοχής των ελληνικών εταιρειών για υπεργολαβίες και προμήθειες υλικών.
Πριν την έναρξη του εμφυλίου, η μέση ημερήσια παραγωγή πετρελαίου ανερχόταν στα 1,65 εκατ. βαρέλια (περίπου 2% του συνόλου της ημερήσιας παγκόσμιας παραγωγής) και η ετήσια παραγωγή φυσικού αερίου στα 1,034 τρισ. κυβικά πόδια.[6] Σύμφωνα με εκτιμήσεις του υπουργείου Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου, η μέση ημερήσια παραγωγή πετρελαίου αναμένεται να αυξηθεί στα 2,5 εκατ. βαρέλια μέχρι το 2015, ενώ το ΔΝΤ προβλέπει αύξηση έως τα 1,95 εκατ. βαρέλια/ημέρα.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι η αναμενόμενη αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των Λίβυων πολιτών και η προοδευτική αύξηση της κατανάλωσης (13.600 δολάρια κατά κεφαλή εισόδημα το 2012, με προοπτική να ανέλθει τα 16.600 το 2015), καθώς και η σημαντική εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές, δημιουργεί ικανοποιητικές προοπτικές για τα ελληνικά προϊόντα.
Γράφει ο Βασίλης Γιαννακόπουλος,
γεωστρατηγικός αναλυτής και συγγραφέας του βιβλίου «Αραβική Άνοιξη»
πηγή
Δημοσίευση σχολίου