GuidePedia

0


Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ: Το μεγάλο παιχνίδι, το σκάκι με το διάβολο, ευρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη, ενώ προηγούνται καθαρά οι Η.Π.Α. – με κριτήριο την πρόσφατη απόφαση των G20, η οποία επιτρέπει στο ΔΝΤ τον πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο της ζώνης του Ευρώ.

“Σε χώρες όπου η οικονομική πολιτική παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτη, ανεξάρτητα από τις υποσχέσεις που δίνονται κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών, διαπιστώνεται μία διάβρωση της πίστης προς τη Δημοκρατία, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αύξηση της αποχής κατά τις εκλογές και στο βαθύ κυνισμό απέναντι στους πολιτικούς.

Η σύγκρουση ανάμεσα στις ελεύθερες αγορές και στους ελεύθερους ανθρώπους επεκτάθηκε το 2005 στην Ευρώπη, όταν το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα απορρίφθηκε από δύο εθνικά δημοψηφίσματα – κυρίως από το Γαλλικό. Ήταν η πρώτη φορά που ζητήθηκε από τους Πολίτες να εκφράσουν άμεσα τα γνώμη τους, σχετικά με το εάν οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς θα πρέπει να δεσπόζουν την Ευρώπη και εκείνοι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία να πουν ΟΧΙ – κάτι που δεν εκμεταλλεύθηκαν ανάλογα οι Έλληνες, με δική τους δυστυχώς ευθύνη, για τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου”.

Ανάλυση

Η Ευρώπη απαιτεί από την Ελλάδα μία απίστευτη πολιτική λιτότητας, χωρίς κανένα αναπτυξιακό «υποβοήθημα» - με καμία μελλοντική προοπτική εξόδου από την κρίση. Οι Έλληνες Πολίτες υποφέρουν από τις συνεχείς μειώσεις μισθών, η ανεργία αυξάνεται ραγδαία, η κατανάλωση περιορίζεται διαρκώς, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις υποφέρουν, η φτώχεια επεκτείνεται, η εγκληματικότητα ανθίζει, η ύφεση βαθαίνει, τα ασφαλιστικά ταμεία απειλούνται με ολοκληρωτική κατάρρευση και η Πολιτική παραπαίει.

Η κατάσταση επιδεινώνεται λοιπόν μέρα με την ημέρα και οι Ευρωπαίοι «εταίροι» μας αποφασίζουν να επέμβουν δραστικά. Πως; Καλώντας τον πρωθυπουργό στις Κάνες και εκβιάζοντας τον στην κυριολεξία, με την άρνηση καταβολής της 6ης δόσης του ήδη συμφωνηθέντος από το 2010 δανείου, εάν δεν αποσύρει την πρόταση του για δημοψήφισμα – εάν δεν αναιρέσει δηλαδή τη δημοκρατική επιλογή που είχε αποφασίσει να προσφέρει στους Έλληνες, σε σχέση με την αποδοχή ή μη της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου εκ μέρους τους (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι προθέσεις του πρωθυπουργού ήταν πράγματι «αγαθές», αφού είναι πιθανόν να συμμετείχε στην «παγίδα»).

«Είναι δυνατόν», αναρωτιόμαστε, «να είναι αυτή η Ευρώπη που ονειρευόμαστε; Μπορεί να υπάρξουν οι καθαρές, βιώσιμες λύσεις που απαιτούν οι αγορές και το κοινό, ειρηνικό μέλλον που επιθυμούν οι Ευρωπαίοι Πολίτες, η πολιτική και δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης δηλαδή, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις; Είναι λογικό να συνεχίσουμε να πιστεύουμε στην Ευρωζώνη και στο Ευρώ, όταν μας αντιμετωπίζουν με τέτοιον τρόπο; Όταν είναι πια φανερό ότι έχουν εκβιάσει ακόμη και την αντιπολίτευση, με στόχο να αποδεχθεί τη συμφωνία του Οκτωβρίου, παρά τις εύλογες αντιθέσεις της; Όταν μας έχει απαγορευθεί η διεκδίκηση των Γερμανικών επανορθώσεων, παρά το ότι είναι απολύτως σίγουρο ότι τις δικαιούμαστε;»

«Αφού όμως είμαστε εγκλωβισμένοι στο Ευρώ», συνεχίζουμε τις σκέψεις μας, «γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, η επιστροφή στη δραχμή θα ήταν τουλάχιστον καταστροφική, εάν όχι η απόλυτη αυτοκτονία, τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συμβιβαζόμαστε με το δικτατορικό, με το μονοσήμαντο καλύτερα δίδυμο που βασιλεύει στην Ευρωζώνη (Merkozy), να συνεχίσουμε να εκβιαζόμαστε, να λεηλατούμαστε από το ΔΝΤ, να υποφέρουμε, να διασυρόμαστε από τα γερμανικά ΜΜΕ, να εξευτελιζόμαστε, να απειλούμαστε με απορρύθμιση, με κατάρρευση ή με πραξικόπημα και στο τέλος να οδηγηθούμε εξαθλιωμένοι στη χρεοκοπία, αφού πιστεύουμε στην Ευρώπη και στο Ευρώ, ενώ γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν έχουμε πλέον άλλη επιλογή; Δεν είναι αυτή ίσως η μοίρα των αδύναμων και των φτωχών, εάν όχι των δειλών και των σκλάβων;»

«Δυστυχώς, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», ολοκληρώνουμε τις σκέψεις μας, «ενώ ελάχιστοι είναι αυτοί που θα ήθελαν να ρισκάρουν τα κεκτημένα τους σήμερα – οπότε, ευτυχώς που απέσυρε το δημοψήφισμα η κυβέρνηση, με αντάλλαγμα τη δόση μας και την ασφάλεια μας. Ίσως μας λυπηθούν στο μέλλον οι Ευρωπαίοι και πιθανόν να μας επιτρέψουν να μη χρεοκοπήσουμε, εάν παραμείνουμε υποταγμένοι στις εντολές τους - συνδεδεμένοι φυσικά στον ορό».


Ο ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ


Υποθέτοντας ότι (σενάριο), η Ελλάδα δεν θα έδινε τελικά σημασία στον άθλιο εκβιασμό του μάλλον δειλού, υποταγμένου στο ΔΝΤ γαλλογερμανικού άξονα, ότι θα διενεργούσε το δημοψήφισμα, καθώς επίσης πως οι Πολίτες της θα ψήφιζαν εναντίον της συμφωνίας υποτέλειας, θα αναλύσουμε τι ακριβώς θα συνέβαινε από την επόμενη ημέρα.

Η χώρα μας, έχοντας πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 5% επί του ΑΕΠ της (περί τα 10 δις €), θα έπρεπε να δρομολογήσει όλα τα μέτρα λιτότητας που της έχουν επιβληθεί για τα επόμενα τρία χρόνια, μέσα σε μία νύχτα – αφού διαφορετικά δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει με τις τρέχουσες υποχρεώσεις της (χωρίς τόκους και χρεολύσια, τα οποία θα ήταν μάλλον εξασφαλισμένα, έτσι ώστε να μην ανακοινώσει στάση πληρωμών - η οποία θα είχε σαν αποτέλεσμα μία κρίση άνευ προηγουμένου τόσο για την Ευρωζώνη, όσο και για τον υπόλοιπο πλανήτη). Επομένως, το δημόσιο θα έπρεπε να προβεί σε μαζικές απολύσεις, σε αθετήσεις πληρωμών κλπ. – ενέργειες οι οποίες θα προκαλούσαν τεράστιες κοινωνικές αναταραχές, με ανυπολόγιστα αποτελέσματα.

Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, το κράτος θα κατέφευγε πιθανότατα σε άλλα μέσα, με στόχο την κάλυψη της έλλειψης μετρητών χρημάτων. Υποθέτουμε λοιπόν, με βάση τη διεθνή εμπειρία ότι, το κράτος μας θα τύπωνε ειδικά ομόλογα σε Ευρώ, υποσχετικές πληρωμής ουσιαστικά, με τα οποία θα πλήρωνε τους δημοσίους υπαλλήλους ή άλλους πιστωτές του. Τα ομόλογα όμως αυτά θα έχαναν γρήγορα την αγοραστική τους αξία απέναντι στο Ευρώ, αφού δεν θα «υποστηρίζονταν» από αξίες, αλλά από κρατικά ελλείμματα.

Για παράδειγμα η Ουκρανία, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992, είχε τυπώσει τέτοια ομόλογα, έτσι ώστε να ανταπεξέλθει με την έλλειψη μετρητών (ρούβλια), τα οποία της προμήθευε η Ρωσία. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση υπερπληθωρισμού στο παράλληλο νόμισμα (Κουπόνι), ενώ το βασικό νόμισμα, το ρούβλι δηλαδή, προσπαθούσε να διαφύγει κρυφά στη Ρωσία (όπως λέγεται ότι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα με τις καταθέσεις σε Ευρώ, οι οποίες «εξάγονται» σε πιο ασφαλείς χώρες).

Κατ’ αναλογία λοιπόν, αργά ή γρήγορα τα Ελληνικά ομόλογα, για την πληρωμή των εσωτερικών υποχρεώσεων του δημοσίου, θα έπρεπε να μετατραπούν σε νέες δραχμές – οι οποίες θα έχαναν πολύ γρήγορα την αγοραστική τους αξία, τουλάχιστον κατά 50%-70% (κυρίως λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης). Στη συνέχεια, οι καταναλωτές θα ερχόταν αντιμέτωποι με τη μεγάλη αύξηση των τιμών των προϊόντων και γενικότερα του κόστους διαβίωσης, αφού τα περισσότερα αγαθά, ακόμη και τα πρώτης ανάγκης, εισάγονται από το εξωτερικό.

Φυσικά, η υποτίμηση της νέας δραχμής δεν θα αύξανε την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, όπως πολλοί δυστυχώς υποθέτουν, επειδή οι εργαζόμενοι θα απαιτούσαν υψηλότερους μισθούς, έτσι ώστε να καλύπτεται ο πληθωρισμός. Το γεγονός όμως αυτό θα έθετε αμέσως σε λειτουργία έναν ανοδικό σπειροειδή πληθωριστικό κύκλο (σπιράλ μισθών-τιμών), ο οποίος θα εξουδετέρωνε πολύ γρήγορα την ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.

Περαιτέρω, τα επιτόκια για τις νέες δραχμές (οι οποίες, όπως αναφέραμε, θα αντικαθιστούσαν τα ομόλογα και θα κυκλοφορούσαν παράλληλα με το Ευρώ) θα αυξανόταν ραγδαία, στα επίπεδα του πληθωρισμού. Τέλος, οι επιχειρήσεις θα δυσκολευόταν να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες, ενώ θα πλήρωναν τεράστιους τόκους, εις βάρος φυσικά της ανταγωνιστικότητας τους.

Φυσικά το παραπάνω σενάριο θα μπορούσε να συμβεί, με τον «ομαλό» τρόπο που περιγράφηκε, εάν η ανακοίνωση της μη πληρωμής άλλων δόσεων εκ μέρους της Ευρώπης, δεν οδηγούσε στη μαζική επιδρομή εναντίον των τραπεζών (bank run), για την απόσυρση των καταθέσεων σε Ευρώ – αφού οι Πολίτες θα φοβόντουσαν εύλογα ότι, η Ελλάδα θα εγκατέλειπε τη ζώνη του Ευρώ, θα επέστρεφε αναγκαστικά στη δραχμή (αφού θα εκβιαζόταν οικονομικά, με τη μη τροφοδοσία της με χρήματα από την ΕΚΤ), θα διπλασιαζόταν σχεδόν το συνολικό της χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό), θα έκλεινε για μερικές ημέρες τις τράπεζες, θα αναγκαζόταν να δεσμεύσει τις καταθέσεις των Πολιτών, μετατρέποντας τες αργότερα σε δραχμές, θα απαγόρευε την κατοχή των Ευρώ, φυσικά την «εξαγωγή» τους από τη χώρα κλπ.

Στην περίπτωση αυτή, εάν δηλαδή μεσολαβούσε η επιδρομή (bank run), οι τράπεζες θα πτώχευαν αμέσως και η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε «εν ριπή οφθαλμού» - οπότε θα ήταν υποχρεωμένη να εισάγει τη δραχμή σε χρόνο μηδέν (υποθέτουμε ότι θα είχε προβλεφθεί και θα υπήρχαν ήδη εκτυπωμένα, νέα νομίσματα). Στο σημείο αυτό, εμείς θαυμάζουμε ειλικρινά την ψυχραιμία των περισσοτέρων Ελλήνων, αφού δεν έχουν ακόμη αντιδράσει ανάλογα, παρά το ότι έχουν «εξωθηθεί» πάρα πολλές φορές, τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από την Ευρώπη.

Ολοκληρώνοντας, ο άθλιος εκβιασμός της Ευρώπης, τον οποίο υποθέτουμε πως θα έχουν καταλάβει όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά όλοι οι Ευρωπαίοι Πολίτες, ήταν εύλογο ότι θα είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα στην Ελλάδα – την αρνητική τοποθέτηση του «συστήματος εξουσίας» δηλαδή, την άμεση απόσυρση του δημοψηφίσματος, τη (δήθεν;) συνθηκολόγηση του πρωθυπουργού, τον εξαναγκασμό «σύσσωμης» της πολιτικής ηγεσίας της χώρας μας σε συμβιβασμούς ντροπής, καθώς επίσης την ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας.

ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Ο πόλεμος εναντίον της κρίσης χρέους και δανεισμού της Ευρωζώνης συνεχίζεται για δύο περίπου χρόνια – ενώ όλα τα μέτρα διάσωσης που έχουν αποφασισθεί, δεν έχουν μέχρι στιγμής κανένα αποτέλεσμα. Οι μάλλον αργές κινήσεις των ηγετών της ζώνης του Ευρώ, οι απίστευτες καθυστερήσεις καλύτερα, καθώς επίσης οι διαφαινόμενες αμφιβολίες τους, σε σχέση με τις δυνατότητες διατήρησης της νομισματικής ένωσης, είχαν σαν αποτέλεσμα να μεταδοθεί η κρίση από την Ελλάδα στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία – ενώ θα συνεχισθεί στην Ισπανία, στην Ιταλία (όπου από χθες δραστηριοποιείται το ΔΝΤ) και στη Γαλλία.

Παράλληλα, οι επενδυτές αποσύρουν συνεχώς τα χρήματα τους από τα ομόλογα πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Πρόσφατα, η BNP Paribas πούλησε ομόλογα αξίας 2,6 δις €, κυρίως Ελληνικά, καταγράφοντας ζημία ύψους 2,3 δις € - ενώ η ολλανδική ING μείωσε κατά 5,4 δις € τα ιταλικά, πορτογαλικά, ισπανικά και ελληνικά ομόλογα της. Η BNP όμως δεν πούλησε μόνο ομόλογα των χωρών του νότου αλλά, επίσης, γαλλικά και γερμανικά – ύψους περί τα 2,4 δις €.

Ειδικά όσον αφορά τη Γαλλία, η οποία έχει τεράστια οικονομικά προβλήματα (δομικό έλλειμμα της τάξης του 4%, μεγάλα τραπεζικά προβλήματα, διπλούς δημοσίους υπαλλήλους από τη Γερμανία, αποβιομηχανοποίηση, σημαντικές διαρθρωτικές ανωμαλίες κλπ.), θεωρείται ότι είναι πλέον θέμα χρόνου η απώλεια της πιστοληπτικής της αξιολόγησης (ΑΑΑ). Κάτι τέτοιο όμως θα δημιουργούσε μία μεγάλη αλυσιδωτή αντίδραση, η οποία θα ήταν μάλλον απίθανο να ελεγχθεί – αφού μόνο και μόνο η απώλεια της αξιολόγησης της, θα μείωνε το ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (EFSF) κατά 35% (στα 286 δις €, από 440 δις € σήμερα). Επομένως, θα εκμηδένιζε αμέσως τη σχεδιαζόμενη αύξηση του στο 1 τρις €, με τη μέθοδο της μόχλευσης.

Συνεχίζοντας, ως βασικές αιτίες της κρίσης θεωρούνται τα υψηλά ελλείμματα των προϋπολογισμών, καθώς επίσης τα μεγάλα δημόσια χρέη. Εν τούτοις, διαπιστώνει κανείς ότι, πολλές άλλες χώρες εκτός Ευρωζώνης (Μ. Βρετανία, Η.Π.Α., Ιαπωνία), παρά το ότι έχουν μεγαλύτερα ελλείμματα και χρέη, δεν αντιμετωπίζουν ανάλογες δυσκολίες δανεισμού, όταν απευθύνονται στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Εκτός αυτού, τα υψηλά επιτόκια, με τα οποία επιβαρύνονται κάποια κράτη της ζώνης του Ευρώ, τεκμηριώνουν το ότι, οι αγορές «αξιολογούν» αυστηρότερα τον κίνδυνο χρεοκοπίας των συγκεκριμένων χωρών, σε σχέση με τα υπόλοιπα υπερχρεωμένα κράτη εκτός Ευρωζώνης.

Η αιτία αυτής της δήθεν παράδοξης συμπεριφοράς των αγορών δεν είναι άλλη από το ότι η Ευρωζώνη, έτσι όπως είναι σήμερα «κατασκευασμένη», θεωρείται ως συστημικά ασταθής. Η αστάθεια της αυτή οφείλεται προφανώς στο ότι, οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης δανείζονται σε ξένο νόμισμα - ότι δηλαδή είναι χρεωμένες σε ένα «υπερεθνικό», ξένο «συνάλλαγμα», αφού δεν ελέγχουν τις προϋποθέσεις της προσφοράς του (ποσότητα χρήματος και επιτόκια). Σε σύγκριση λοιπόν με τις χώρες εκτός Ευρώ (Η.Π.Α. κλπ.), οι οποίες είναι χρεωμένες σε δικά τους νομίσματα, σε νομίσματα δηλαδή που ελέγχουν και επηρεάζουν τη λειτουργία τους, ο σχεδιασμός της νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) έχει μεγάλα προβλήματα – ενώ το Ευρώ δεν υποστηρίζεται ουσιαστικά από καμία οικονομία (δομημένο νόμισμα).

Ειδικότερα, εάν οι επενδυτές αμφιβάλλουν για τα δημόσια οικονομικά μίας χώρας Α της Ευρωζώνης (για παράδειγμα, λόγω των ελλειμμάτων που προκαλούνται από μία ύφεση) και αρχίζουν να πουλούν τα ομόλογα της, τότε αυξάνονται τα επιτόκια δανεισμού της. Επομένως, το κόστος αναχρηματοδότησης της χώρας Α αυξάνεται, γεγονός που δυσκολεύει τη λήψη δανείων, για την κάλυψη των ελλειμματικών δαπανών του δημοσίου της.

Εάν τώρα οι τοπικοί επενδυτές της χώρας Α πουλήσουν τα ομόλογα δημοσίου της και τοποθετήσουν τα έσοδα τους σε μία άλλη χώρα Β της Ευρωζώνης (για παράδειγμα, εάν η Εθνική Τράπεζα πουλήσει Ελληνικά ομόλογα και επενδύσει τα έσοδα της σε Γερμανικά), τότε το τραπεζικό σύστημα της χώρας Α χάνει «συνάλλαγμα» - γεγονός που σημαίνει ότι μειώνεται η ποσότητα χρήματος στο κράτος Α. Αυτό προκαλεί με τη σειρά του ένα επί πλέον πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την πραγματική οικονομία της χώρας Α – επομένως αυξάνει τα ελλείμματα και εξ αυτών το δημόσιο χρέος της (στη χώρα Β συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο).

Σε αντίθεση τώρα με μία χώρα εκτός Ευρώ, η εκάστοτε επί μέρους χώρα της Ευρωζώνης δεν διαθέτει κεντρική τράπεζα - η οποία θα μπορούσε να μεσολαβήσει, αγοράζοντας τα ομόλογα του δημοσίου που πωλούνται, έτσι ώστε να σταθεροποιήσει τα επιτόκια δανεισμού και να εμποδίσει τη χρεοκοπία της. Επομένως, οι πιστωτές ενός κράτους της Ευρωζώνης δεν μπορούν να είναι σίγουροι ότι, οι εκάστοτε ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τους θα πληρωθούν πραγματικά.

Εκτός αυτού, επειδή εντός της ζώνης του Ευρώ δεν υφίστανται νομισματικές υποτιμήσεις, δεν μπορεί μέσω αυτών να εμποδιστεί η εκροή κεφαλαίων – ενώ εκλείπει επίσης ο «σταθεροποιητικός παράγοντας» τόσο για το εξωτερικό εμπόριο, όσο και για την οικονομική ανάπτυξη ή τα δημόσια οικονομικά. Για παράδειγμα, ένα κράτος της Ευρωζώνης δεν μπορεί να εμποδίσει την έξοδο κεφαλαίων σε άλλες χώρες αυξάνοντας τα επιτόκια ή να υποτιμήσει το νόμισμα του - έτσι ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικά τα προϊόντα εξαγωγής του ή να μειωθούν πληθωριστικά τα δημόσια χρέη του.

Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης λοιπόν δεν μπορούν να είναι σίγουρα ότι, θα έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτούν τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους. Επομένως, είναι εκ των πραγμάτων εκτεθειμένα, συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη, σε πολύ μεγαλύτερα ρίσκα έλλειψης ρευστότητας και χρεοκοπίας – γεγονός που γνωρίζουν πλέον οι επενδυτές, ειδικά μετά την ελεγχόμενη (μέχρι στιγμής) χρεοκοπία, στην οποία καταδικάσθηκε δυστυχώς η Ελλάδα στις 26 Οκτωβρίου.

Περαιτέρω, όταν ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης ευρίσκεται αντιμέτωπο με μία οικονομική κρίση, έχει περιορισμένες δυνατότητες να χρησιμοποιήσει τα εθνικά του όπλα (ελλείμματα) για «αντικυκλικά δημοσιονομικά μέτρα», με στόχο την καταπολέμηση της ύφεσης και τη σταθεροποίηση της τοπικής του οικονομίας – επειδή η κυβέρνηση του δυσκολεύεται να εκδίδει ομόλογα με λογικά επιτόκια, με τα οποία θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τα μέτρα στήριξης της οικονομίας της (αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, επιδοτήσεις στην παραγωγή κλπ.). Ακόμη και όταν είναι απολύτως υγιής ο ιδιωτικός τομέας του, όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί, στο παράδειγμα της Ελλάδας (άρθρο μας), όπου οι τράπεζες της χρωστούν μόλις 22% του ΑΕΠ, έναντι 689% της Ιρλανδίας, το κράτος αδυνατεί να αντιστρέψει την τάση:





Πηγή: MM (IMF)


Πίνακας: Β. Βιλιάρδος


Σημείωση: Τα γερμανικά νοικοκυριά είναι χρεωμένα κατά μέσον όρο με 13.800 €, τα ελληνικά με 10.200 € και τα ιρλανδικά με 30.200 € (πηγή: Creditreform Γερμανίας). Πρόκειται λοιπόν για ένα τεράστιο πλεονέκτημα της Ελλάδας, το οποίο δεν μπορεί δυστυχώς να χειριστεί σωστά η κυβέρνηση. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πόσο ικανοί είναι οι Έλληνες, μοναδικό πρόβλημα των οποίων είναι η διεφθαρμένη, ανίκανη και ανεπαρκής Πολιτική τους.

Επομένως, αναγκάζεται να ακολουθήσει μία πολιτική λιτότητας, η οποία προκαλεί ύφεση και στασιμοπληθωρισμό – με αποτέλεσμα να έρχεται αντιμέτωπο τόσο με αυξανόμενη ανεργία, όσο και με λιγότερα έσοδα. Κατ’ επακόλουθο, αυξάνονται τα ελλείμματα του προϋπολογισμού του, τα οποία προκαλούν αύξηση των δημοσίων χρεών, με αποτέλεσμα να δανείζεται με συνεχώς υψηλότερα επιτόκια, τα οποία με τη σειρά τους αυξάνουν ξανά τα ελλείμματα και τα χρέη (φαύλος κύκλος ελλειμμάτων-τόκων-χρεών).

Παράλληλα, το τραπεζικό σύστημα του αντιμετωπίζει επίσης προβλήματα, κυρίως επειδή παραδοσιακά κατέχει ομόλογα του δημοσίου, τα οποία πρέπει συνεχώς να καταγράφει με μικρότερες αξίες στους Ισολογισμούς του, επειδή μειώνονται οι τιμές τους. Αναγκάζεται λοιπόν να δανείζει λιγότερα στις επιχειρήσεις, με υψηλότερα επιτόκια, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα τους – η οποία υποφέρει παράλληλα από την ύφεση (μειώσεις τζίρων, κερδών κλπ.). Έτσι τόσο το κράτος, όσο και οι επιχειρήσεις του, καθώς επίσης οι καταναλωτές, εισέρχονται σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο, ο οποίος είναι σχεδόν αδύνατον να αντιμετωπισθεί με επιτυχία – ακόμη και από ένα πάμπλουτο, πολλαπλά προικισμένο κράτος, όπως είναι η Ελλάδα.

Από την άλλη πλευρά, επειδή όλες οι χώρες της Ευρωζώνης είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους (η μία χρωστάει στην άλλη, όπως συμβαίνει τόσο με τις τράπεζες, όσο και με τις επιχειρήσεις), αποτελώντας ουσιαστικά συγκοινωνούντα δοχεία, η κρίση δεν αργεί να επεκταθεί – κατ’ αρχή στις αδύναμες οικονομίες και στη συνέχεια σε όλες τις άλλες.


ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Με κριτήριο την παραπάνω μικρή ανάλυση των «δομικών» προβλημάτων της Ευρωζώνης είναι εμφανές ότι, δεν υπάρχουν κανενός είδους θεσμοί και μηχανισμοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σταθεροποιητικά στα δημόσια οικονομικά μίας χώρας που αντιμετωπίζει κρίση - έτσι ώστε να την προστατέψουν από τις μανιοκαταθλιπτικές αγορές, οι οποίες από τα φύση τους ταλαντεύονται μεταξύ μίας αδικαιολόγητης ευφορίας και ενός υπερβολικού πανικού. Πόσο μάλλον όταν οι αγορές, στα πλαίσια μία αυτοεκπληρούμενης προφητείας (για παράδειγμα, εάν είναι πεπεισμένες ότι μία χώρα θα χρεοκοπήσει, παύουν να την δανείζουν, οπότε πράγματι χρεοκοπεί), προκαλούν συνήθως μεγάλες κρίσεις ρευστότητας και δανεισμού, οι οποίες οδηγούν τα θύματα τους στην καταστροφή και στην πτώχευση.

Τα μέχρι στιγμής μέτρα διάσωσης της Ευρωζώνης, στηρίζονται στην αποφυγή του ετεροβαρούς ρίσκου (ηθικός κίνδυνος, moral hazard), καθώς επίσης στην παραδειγματική «τιμωρία» της (δήθεν) κακής διαχείρισης των υπερχρεωμένων κρατών, χωρίς να ασχολούνται με τα συστημικά προβλήματα της ίδιας της Ευρωζώνης. Επομένως, είναι αυτονόητο πως, όχι μόνο δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν τη σταθεροποίηση της κατάστασης αλλά, αντίθετα, πως θα συνέβαλλαν τα μέγιστα στην επιδείνωση της (όπως ήδη συμβαίνει).

Τα συνεχώς υψηλότερα επιτόκια, με τα οποία «τιμωρούνταν» ουσιαστικά εκείνες οι χώρες, οι οποίες αντιμετώπιζαν προβλήματα ρευστότητας (κυρίως η Ελλάδα), είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης τους, η οποία «μεγέθυνε» με τη σειρά της τα ελλείμματα, τα χρέη, τα τραπεζικά προβλήματα, την ύφεση κλπ. – παράλληλα με τα προγράμματα λιτότητας, τα οποία ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις λοιπόν, ήταν και είναι εντελώς αδύνατον να μειωθούν τα ελλείμματα και τα χρέη των υπερχρεωμένων κρατών – με αποτέλεσμα να επεκτείνονται συνεχώς σε όλο και περισσότερες χώρες.

Ένα επίσης μεγάλο πρόβλημα προκάλεσε η επιμονή της Γερμανίας να συμβάλλει ο ιδιωτικός τομέας στην επίλυση των προβλημάτων – μέσω της διαγραφής χρεών. Όπως είναι αυτονόητο, ο ιδιωτικός τομέας αντέδρασε, αφενός μεν σταματώντας να αγοράζει νέα ομόλογα, αφετέρου πουλώντας τα παλαιότερα – με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επιτόκια, να εντείνεται η κρίση ρευστότητας κοκ.

Μοναδικό «φως στο τούνελ» αποτέλεσε η ΕΚΤ, η οποία επενέβη στη δευτερογενή διαπραγμάτευση, αγοράζοντας ομόλογα και σταθεροποιώντας εν μέρει τα επιτόκια δανεισμού – στη συνέχεια, ο μηχανισμός στήριξης (EFSF), ο οποίος όμως έχει πολύ περιορισμένα κεφάλαια και δυνατότητες, ειδικά για να καλύψει τις ανάγκες των μεγαλύτερων χωρών (Ιταλία, Γαλλία) και των συστημικών τραπεζών (των γαλλικών κυρίως).

Ολοκληρώνοντας, η κατάσταση στις αγορές ομολόγων της Ευρωζώνης δεν πρόκειται να ομαλοποιηθεί, εάν δεν υπάρξουν οικονομικοπολιτικά μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν να επιλύσουν «πιστευτά» τα συστημικά προβλήματα της Ευρωζώνης (άρθρο μας) – εκτός εάν φυσικά επιλεχθεί ή προκύψει η διάλυση της Ευρωζώνης (το πιθανότερο σενάριο).

Το κυριότερο όλων είναι ίσως η σωστή λειτουργία της ΕΚΤ, στα πρότυπα της Fed (lender of last resort), η οποία να μπορεί να αγοράζει όλα όσα ομόλογα δεν είναι διατεθειμένες να διεκδικήσουν οι αγορές, με λογικά επιτόκια - αφού μόνο αυτή διαθέτει απεριόριστες οικονομικές δυνατότητες. Κάτι τέτοιο βέβαια θα προϋπέθετε τη δημοσιονομική και πολιτική ένωση της Ευρωζώνης, στην οποία όμως αντιτίθεται σθεναρά η Γερμανία – στοχεύοντας ίσως να μεταβάλλει όλους τους «εταίρους» σε δικές της αποικίες (περιοχές επιρροής), με τη βοήθεια της τεράστιας εισροής κεφαλαίων από τις ίδιες (η μείωση της ποσότητας χρήματος στις προβληματικές οικονομίες, προκαλεί την αντίστοιχη αύξηση της στις πλεονασματικές).

Επομένως, το μέλλον του Ευρώ είναι μάλλον σκοτεινό, εκτός εάν μετατραπεί σε «προτεκτοράτο» του δολαρίου – μία πιθανότητα η οποία ήδη διαφαίνεται, μετά την επιτυχημένη εισβολή του ΔΝΤ, μέσα από την Ελληνική κερκόπορτα, στην Ευρωζώνη. Κρίνοντας δε από την πρόσφατη απόφαση των G20, με την οποία η Ευρωζώνη συμφώνησε να αναλάβει την επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης αποκλειστικά και μόνο το ΔΝΤ, το όργανο ουσιαστικά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, του Καρτέλ και των διεθνών τοκογλύφων, το «χρυσόμαλλο δέρας», η Ευρώπη δηλαδή (άρθρο μας), έχει ήδη μετατραπεί σε αποικία των Η.Π.Α.


Ο ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω η Ελλάδα, ανεξάρτητα από τα μεγάλα δικά της σφάλματα και παραλείψεις, είναι εγκλωβισμένη στην κυριολεξία – αφού δεν έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στη δραχμή, χωρίς να της κοστίσει πανάκριβα, ενώ παράλληλα δεν μπορεί να επιβιώσει εντός της Ευρωζώνης (ισχύει επίσης για όλες τις άλλες χώρες, με εξαίρεση τις 3-4 πλεονασματικές, οι οποίες όμως κερδίζουν από τη συμμετοχή τους στο Ευρώ, ενώ θα έχαναν πάρα πολλά, εάν είχαν δικό τους νόμισμα).

«Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα», θα έλεγε λοιπόν κανείς, εάν ήθελε να περιγράψει αντικειμενικά τους τεράστιους προβληματισμούς της Ελλάδας, χωρίς να επικεντρώνεται ανόητα στις πολιτικές αντιπαραθέσεις – όπως επίσης της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας κλπ. Πόσο μάλλον όταν η έξοδος μίας χώρας από τη ζώνη του Ευρώ συνδέεται υποχρεωτικά (με βάση τα σύμβαση) με την έξοδο της από την Ευρωπαϊκή Ένωση – επομένως, με την πλήρη περιθωριοποίηση της. Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα έχει δύο κυρίως δυνατότητες:

(α) Να περιμένει υπομονετικά τη διάλυση της Ευρωζώνης – κάτι εξαιρετικά πιθανόν, μετά την διάχυση της κρίσης στις υπόλοιπες χώρες, το αργότερο μετά την υποτίμηση της Γαλλίας. Στο σημείο αυτό, η στάση πληρωμών εκ μέρους μας και η αναδιαπραγμάτευση του δημοσίου χρέους, με στόχο την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων μας (χωρίς διαγραφή), καθώς επίσης τη μείωση των επιτοκίων στο 1,25% της ΕΚΤ, θα μπορούσε να επιταχύνει τις εξελίξεις προς αυτήν την κατεύθυνση - ενώ θα εμπόδιζε τη μετατροπή της χώρας μας σε γερμανικό προτεκτοράτο, διευκολύνοντας παράλληλα τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων.

Σε κάθε περίπτωση, η μοναδική δυνατότητα εξόδου μίας εγκλωβισμένης χώρας από την Ευρωζώνη, είναι η επιστροφή όλων μαζί στα εθνικά τους νομίσματα, σε μία προκαθορισμένη ημερομηνία – όπως ακριβώς συνέβη με την είσοδο τους στην Ευρωζώνη και χωρίς να απαιτηθεί η διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το καλύτερο ίσως σενάριο για την Ελλάδα, το χειρότερο για τη Γερμανία).

(β) Να «συνδικαλιστεί» άμεσα με τα άλλα ελλειμματικά κράτη, με στόχο τη δημοσιονομική και πολιτική ένωση της Ευρωζώνης, την αναδιανομή των ελλειμμάτων-πλεονασμάτων (άρθρο μας) μεταξύ τους, καθώς επίσης τη μετατροπή της ΕΚΤ σε μία πραγματικά κεντρική τράπεζα - η οποία θα αγοράζει τα ομόλογα των επί μέρους κρατών, εκδίδοντας η ίδια Ευρωομόλογα και αποδεχόμενη έναν ελεγχόμενο πληθωρισμό για τη μείωση των δημοσίων χρεών.

Όλα τα υπόλοιπα είναι κατά την άποψη μας πολύ επικίνδυνα, εάν όχι ανεύθυνα, αφού θα μας οδηγούσαν σε τεράστιες περιπέτειες, χωρίς καμία εγγύηση για το μέλλον μας – ενώ τα αποτελέσματα τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθούν.

Φυσικά, η αντίδραση της Γερμανίας και στις δύο επιλογές μας είναι κάτι περισσότερο από δεδομένη – αφού έχει εντελώς διαφορετικά σχέδια, τα οποία διευκολύνονται τα μέγιστα από την προβληματική κατασκευή της Ευρωζώνης, σε συνδυασμό με την οικονομική και πολιτική αδυναμία της Γαλλίας. Επίσης δεδομένη θεωρούμε τη βίαιη αντίδραση των Η.Π.Α. στη δεύτερη επιλογή, αφού θα είχε σαν αποτέλεσμα τη μελλοντική «καθαίρεση» του δολαρίου από το βάθρο του μοναδικού αποθεματικού νομίσματος παγκοσμίως – με μάλλον καταστροφικά αποτελέσματα για την υπερχρεωμένη υπερδύναμη.

Σε κάθε περίπτωση όμως έχουμε την άποψη ότι, ο τελικός του Ευρώ ευρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη, ενώ προηγούνται οι Η.Π.Α. – με κριτήριο την πρόσφατη απόφαση των G20, η οποία επιτρέπει δυστυχώς στο ΔΝΤ τον πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο της Ευρωζώνης (εάν δεν καταρρεύσουν ενδιάμεσα οι επενδυτικές τράπεζες της - ειδικά η Bank of America). Αν και το τέλος του παιχνιδιού φαίνεται ήδη, τεκμηριώνοντας ότι, παίζοντας σκάκι με το διάβολο είναι δύσκολο να κερδίσεις, δεν μπορεί να είναι κανένας εντελώς σίγουρος – ενώ η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

“Μεταξύ όλων των «εφαρμογών» της Δημοκρατίας, η ομοσπονδιακή οργάνωση ενός κράτους είναι η πλέον αποτελεσματική - καθώς επίσης η συγγενέστερη. Το ομοσπονδιακό σύστημα οριοθετεί και περιορίζει την απόλυτη κυριαρχία της κρατικής εξουσίας, επειδή την τεμαχίζει σε επί μέρους κομμάτια - παραχωρώντας στην κεντρική κυβέρνηση μόνο ορισμένα, ακριβώς προκαθορισμένα δικαιώματα. Είναι το μοναδικό μέσον, με το οποίο ελέγχεται όχι μόνο η εξουσία της πλειοψηφίας του λαού (κυβερνών κόμμα) αλλά, επίσης, η λαϊκή κυριαρχία” (Lord Acton).
Όπως έχουμε αρκετές φορές αναφέρει και σύμφωνα με την παραπάνω «ρήση», η ομοσπονδιακή δομή ενός κράτους είναι το πλέον εύφορο έδαφος για να ανθήσει η Άμεση Δημοκρατία. Στην περίπτωση δε της χώρας μας, θα μπορούσε να συμβεί, εάν οι περιφέρειες (Καλλικράτης) μετεξελίσσονταν σε ομοσπονδιακά κρατίδια – κάτι που δεν είναι πολύ δύσκολο στην εφαρμογή του, ενώ μπορεί να μας προφυλάξει από εσφαλμένες «λαϊκές ετυμηγορίες», οι οποίες παραδίδουν την απόλυτη εξουσία σε «κόμματα ενός ανδρός», τα οποία υπεξαιρούν την ψήφο με παραπλανητικές υποσχέσεις.

Δυστυχώς όμως, παρά το ότι οδηγούμαστε διαρκώς σε επικίνδυνους μονόδρομους, ενώ διαπιστώνουμε συνεχώς ότι, εάν τυχόν «υπεξαιρέσει» την εξουσία, σε μία αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ένας «προβληματικός» ηγέτης, τη μετατρέπει εύκολα σε μία κοινοβουλευτική Δικτατορία, δεν θέλουμε να πιστέψουμε στα μάτια μας – εάν όχι να αναλάβουμε τις ευθύνες που αναλογούν σε ελεύθερους Πολίτες.

Οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε κάποια στιγμή ότι, η μοναδική δυνατότητα να αποφεύγονται τέτοιου είδους παγίδες δεν είναι άλλη από την άμεση δημοκρατία, μέσα σε ένα ομοσπονδιακά οργανωμένο κράτος στο οποίο, η κεντρική Πολιτική (ομοσπονδιακή κυβέρνηση) έχει ελάχιστη εξουσία – με το μεγαλύτερο μέρος της να ασκείται από τις κυβερνήσεις των ομοσπονδιακών κρατιδίων, κατά το παράδειγμα της Ελβετίας.

Στα πλαίσια αυτά έχουμε την (ασφαλώς υποκειμενική) άποψη ότι, η απόρριψη του δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή μη της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου ήταν μία έντεχνη παγίδα, στην οποία οδηγηθήκαμε από τις «εξουσίες» του τόπου (πολιτικοί, κόμματα, ΜΜΕ κλπ.), χωρίς να μπορέσουμε τελικά να την αποφύγουμε – μία μεγάλη ήττα της Δημοκρατίας, την οποία θα πληρώσουμε ακριβά, αφού χάθηκε πλέον καθαρά το δικαίωμα να απαιτείται δημοψήφισμα, για τις μεγάλες αποφάσεις της χώρας μας.

ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

 
Top