Για όσο καιρό η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, με ανύπαρκτη τη δυνατότητα δανεισμού από τις χρηματαγορές, δε συνέβαινε το ίδιο και με την τουρκική.
Όπως είχαμε αναφέρει και σε παλαιότερο δημοσίευμα στο defence-point.gr, οι χρηματαγορές δάνειζαν πολύ φτηνά στην Τουρκία, ακόμα και τη στιγμή που στην Ελλάδα προσφέρονταν δωρεάν όπλα ή φτηνά όπλα για να αντιμετωπίσει την τουρκική υπεροπλία – φασιστική προκλητικότητα.
Αυτό ως γεγονός μπορεί να έχει πολλαπλές ερμηνείες. Μία πιθανότητα είναι ότι οι χρηματαγορές και οι οίκοι αξιολόγησης, με όποιους βρίσκονται άμεσα ή έμμεσα, μπροστά και πίσω από αυτούς, έδιναν ώθηση στην τουρκική ανάπτυξη, ώστε να φτάσουμε να μιλάμε μέχρι και για την προσθήκη ενός νέου μέλους στο BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα)! Προφανώς θα πίστευαν ότι έτσι θα μεγιστοποιήσουν τις αποδόσεις τους, σε μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου.
Από την άλλη όμως αυξάνει κάθετα ο δανεισμός. Η Τουρκία έχει προχωρήσει σε μαζικές εισαγωγές προϊόντων, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου. Μόνο για το μήνα Ιούνιο, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 41,1% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2010, τη στιγμή που οι εξαγωγές αυξήθηκαν μόνο κατά 19,3%, σύμφωνα πάντα με την TurkStat. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι εισαγωγές έφτασαν τα 22 δις δολάρια και οι εξαγωγές τα 11 δις. Η Τουρκία εκτός από μεγάλη παραγωγός έχει γίνει και μεγάλη καταναλώτρια, στοιχείο το οποίο μπορεί να αποτελέσει παγίδα για την οικονομία της. Ο λόγος; Κανείς δεν εγγυάται φτηνό δανεισμό για πάντα. Όπως ακριβώς συνέβη και με την Ελλάδα.
Εδώ και λίγες εβδομάδες, παρατηρείται σωρεία δημοσιευμάτων, ιδιαίτερα στο Bloomberg και τη Wall Street Journal, που δημιουργούν αρνητικό κλίμα εις βάρος της τουρκικής λίρας. Αρκετές φορές συνέδεσαν την πορεία της τουρκικής οικονομίας και του νομίσματός της με την ελληνική. Όσο περισσότερο πηγαίνει αρνητικά η ελληνική οικονομία, τόσο περισσότερο θα δημιουργείται πρόβλημα στη λίρα, καθώς οι ξένοι επενδυτές θα κοιτάξουν να ξεφορτωθούν νομίσματα που είναι λιγότερο ισχυρά από πολιτικής και οικονομικής άποψης. Με άλλα λόγια, οι επενδυτικοί οίκοι έδωσαν μεγάλη ώθηση στην τουρκική οικονομία, έχοντάς την ως θετική σύσταση που κάνουν προς τους επενδυτές τους.
Ωστόσο, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι αποφάσεις και οι ενέργειες των οίκων αξιολόγησης και των επενδυτικών, είναι σε συνάφεια με το καταστατικό τους, το οποίο περιγράφει πότε υποβαθμίζουν μια χώρα ή πότε κάνουν σύσταση για επένδυση.
Από την άλλη πλευρά, όμως, το γύρισμα από θετική εικόνα σε σωρεία άρθρων με αρνητικό κλίμα εις βάρος της τουρκικής λίρας, την ωθούν εδώ και καιρό σε αρνητικές διακυμάνσεις, κάτι που αυξάνει αναλογικά τα δάνεια που έχει πάρει η Τουρκία. Σίγουρα όλα τα δάνεια δεν ήταν για επένδυση σε καταναλωτικά αγαθά, αλλά και για επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά. Κάτι το οποίο κάνει η Τουρκία και όχι η κυβέρνηση της χώρας μας. Και πάλι, όμως, το στοιχείο της διακύμανσης είναι έντονο σε όλα τα επιμέρους στοιχεία αυτής της συνάρτησης.
Θα μπορούσε κάλλιστα αυτό το «γύρισμα» των αρνητικών σχολίων να είναι προσυμφωνημένο. Κάνοντας απλές σκέψεις, ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η απόφαση παραίτησης των στρατηγών στην Τουρκία, η οποία ήδη άρχισε να ρίχνει ακόμα περισσότερο αυτή τη στιγμή την τουρκική λίρα σε σχέση με το δολάριο στις διεθνείς χρηματαγορές, δεν είναι κι ένας έμμεσος τρόπος άσκησης οικονομικής πίεσης – και όχι μόνο – στον Ταγίπ Ερντογάν;
Και για να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα την σκέψη – εικασία, θα μπορούσε άραγε η πολιτική Ερντογάν, που θεωρείται πλέον γενικότερα «εμπόδιο» για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, να βρίσκεται ενώπιον κρίσιμου σημείου, με τους στρατηγούς και μηχανισμούς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής να είναι άμεσα ή έμμεσα συνεννοημένοι; Εξάλλου, οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή είναι τόσο ραγδαίες ώστε το να θέλει κανείς να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο προτού επενδύσει τα κεφάλαιά του, είναι και θεμιτό και φυσιολογικό…
Επισημαίνοντας παράλληλα, ότι αποκομμένη η «οικονομική ερμηνεία» είναι προφανέστατα ανεπαρκής εξήγηση. Το βέβαιο είναι, ότι ιστορικά, οι ηγέτες του εκάστοτε διεθνούς συστήματος, απεχθάνονταν τις χώρες που παρουσίαζαν μια υπεροψία και μια ρητορική προκλητική, η οποία δημιουργούσε προβλήματα στην εκτέλεση των αποφάσεων της υψηλής στρατηγικής τους…
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου