Tου Μιχάλη Ιγνατίου - Aρθρογράφου της Washington Post
Σε ένα ισλαμικό κόσμο που αλλάζει γρήγορα, η κυβέρνηση Ομπάμα ζυγιάζει τρόπους για την καλύτερη συνδιαλλαγή με εχθρούς, όπως οι Ταλιμπάν και, ίσως, η Χεζμπολάχ.
Πρότυπο προσέγγισης των εχθρών είναι για την αμερικανική κυβέρνηση η βρετανική μέθοδος του διαλόγου με το Σιν Φέιν, το πολιτικό σκέλος του ΙΡΑ, τη δεκαετία του ’90. Η πρόσβαση αυτής της μορφής οδήγησε σε ειρηνευτικές συνομιλίες που επέφεραν τομή και στη διευθέτηση μιας σύρραξης, που μαινόταν πάνω από ένα αιώνα. Στην περίπτωση των Ταλιμπάν, η αμερικανική κυβέρνηση έχει επανειλημμένως διακηρύξει ότι επιθυμεί πολιτική διευθέτηση του πολέμου στο Αφγανιστάν και όχι στρατιωτική λύση. Η διατύπωση αυτή συχνά ηχεί κούφια, εφόσον περισσότεροι από 100.000 Αμερικανοί στρατιώτες βρίσκονται στο πεδίο της μάχης.
Η διατύπωση έγινε πιο συγκεκριμένη τον περασμένο μήνα, όταν η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Ρόνταμ Κλίντον άνοιξε πιο πλατιές πύλες στον διάλογο.
Η κ. Κλίντον, σε ομιλία της στις 18 Φεβρουαρίου, στην Κοινωνία της Ασίας, μετέβαλε με τρόπο ανεπαίσθητο τους όρους για τη συμμετοχή των Ταλιμπάν στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Επανέλαβε τα περί «κόκκινης διαχωριστικής γραμμής για τη συμφιλίωση» της αμερικανικής κυβέρνησης, δηλαδή την αποκήρυξη της βίας εκ μέρους των εκπροσώπων των Ταλιμπάν, την αποκήρυξη της Αλ Κάιντα και τον σεβασμό προς το Σύνταγμα του Αφγανιστάν. Αντί, όμως, να εμφανίσει τις προϋποθέσεις αυτές ως όρους για τη διεξαγωγή συνομιλιών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, είπε ότι πρόκειται για «την απαραίτητη έκβαση οιασδήποτε διαπραγμάτευσης». Μέσον προσέλκυσης των Αφγανών ανταρτών στην οδό της συμφιλίωσης είναι η στήριξη σχεδίου του προέδρου Χαμίντ Καρζάι, βάσει του οποίου επιτρέπεται στους Ταλιμπάν να ανοίξουν γραφείο έξω από το Αφγανιστάν, εκεί όπου οι επαφές θα είναι ευκολότερες. Η Σαουδική Αραβία είναι μια πιθανή επιλογή, ακόμη πιθανότερη όμως είναι η Τουρκία. Λέγεται ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν είναι αρνητική.
Στο παρασκήνιο έχουν ήδη αρχίσει επαφές των Αμερικανών με ορισμένους Ταλιμπάν. Αξονας της κυβερνητικής πολιτικής για το Αφγανιστάν είναι ότι η πολιτική και διπλωματική στρατηγική πρέπει να υπερισχύσει στη χάραξη της γενικότερης πολιτικής για το Αφγανιστάν εφέτος, και όχι να αποτελέσει συμπλήρωμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. «Το 2011 θα εντείνουμε την περιφερειακή διπλωματία για να διευκολύνουμε την πολιτική διαδικασία υπέρ της ειρήνης και της σταθερότητας στο Αφγανιστάν», είναι η διατύπωση του Λευκού Οίκου στην πολιτική αναθεώρηση του Δεκεμβρίου.
Η προσέγγιση περιφερειακής εμβέλειας είχε ως κατάληξη δύο συναντήσεις υπό αμερικανική αιγίδα, μια στη Ρώμη το 2010 και μια στην Τζέντα στις 3 Μαρτίου, στις οποίες μετείχαν Ιρανοί αντιπρόσωποι.
Το θέμα της Χεζμπολάχ παραμένει εγκλωβισμένο στο στενό πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ομως, ο Λευκός Οίκος έχει εστιάσει το ενδιαφέρον του στο θέμα αυτό τις τελευταίες εβδομάδες, λόγω μιας νέας Εθνικής Εκτίμησης περί Μυστικών Πληροφοριών επί της Χεζμπολάχ, που θα ολοκληρωθεί εντός ολίγου.
Αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι η Χεζμπολάχ αντιμετωπίζεται ως πολιτική και κοινωνική δύναμη στον Λίβανο, προέκταση των παραστρατιωτικών ομάδων, που προσδιορίζονται ως «ξένη τρομοκρατική δύναμη» από τις ΗΠΑ. Ορισμένοι αναλυτές περιγράφουν τον τρομοκρατικό χαρακτήρα της Χεζμπολάχ, άλλοι επισημαίνουν τον πολιτικό ρόλο της οργάνωσης.
Η πολιτική ωρολογιακή βόμβα που «ηχεί» στην Εκτίμηση, επαναφέρει το ερώτημα εάν οι ΗΠΑ πρέπει να αναζητήσουν κάποιου είδους απευθείας ή έμμεσης επαφής με τη Χεζμπολάχ ή τουλάχιστον με την πολιτική της πτέρυγα. Αξιωματούχοι που στηρίζουν αυτή την τακτική, ισχυρίζονται ότι η οργάνωση είναι κάτι σαν τον ΙΡΑ ή την ΟΑΠ. Το «αντιφατικό» της Χεζμπολάχ εξέφρασε δημοσίως ο Τζον Μπρέναν, σύμβουλος σε θέματα αντικατασκοπίας του Λευκού Οίκου. Τον Μάιο του 2010 περιέγραψε τη Χεζμπολάχ ως «πολύ ενδιαφέρουσα οργάνωση, της οποίας οι ΗΠΑ πρέπει να προσπαθήσουν να εκμεταλλευθούν τα πιο μετριοπαθή στοιχεία». Σε μια σύνοδο τον Αύγουστο του 2009 είπε τα εξής: «Η Χεζμπολάχ άρχισε σαν αμιγώς τρομοκρατική οργάνωση στις αρχές του ’80 και εξελίχθηκε σε σημαντικό βαθμό με το πέρασμα του χρόνου, ώστε να έχει εκπροσώπους στο Κοινοβούλιο του Λιβάνου και στην κυβέρνηση.
Η υψηλού επιπέδου συζήτηση περί Χεζμπολάχ προδίδει μια μετάλλαξη στον αμερικανικό τρόπο σκέψης περί Μέσης Ανατολής, που αποδίδεται στις δημοκρατικές εξεγέρσεις. Το θέμα της Χεζμπολάχ είναι δουλειά των μυστικών υπηρεσιών, λένε οι ειδήμονες, ο Λευκός Οίκος ξέρει ότι έχει να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα, οπότε η Χεζμπολάχ περισσεύει για να μην σηκωθούν παλιρροϊκά κύματα στο Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και αλλού.
Το συμπέρασμα είναι ότι ύστερα από υπερδεκαετείς πολέμους στη Μέση Ανατολή και αλλού, η κυβέρνηση Ομπάμα προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να συνδιαλλαγεί με αντιπάλους και να τους παρασύρει στη διαδικασία του διαλόγου. Ο κόσμος αλλάζει και έτσι πρέπει να κάνει και η αμερικανική πολιτική.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
πηγή
Σε ένα ισλαμικό κόσμο που αλλάζει γρήγορα, η κυβέρνηση Ομπάμα ζυγιάζει τρόπους για την καλύτερη συνδιαλλαγή με εχθρούς, όπως οι Ταλιμπάν και, ίσως, η Χεζμπολάχ.
Πρότυπο προσέγγισης των εχθρών είναι για την αμερικανική κυβέρνηση η βρετανική μέθοδος του διαλόγου με το Σιν Φέιν, το πολιτικό σκέλος του ΙΡΑ, τη δεκαετία του ’90. Η πρόσβαση αυτής της μορφής οδήγησε σε ειρηνευτικές συνομιλίες που επέφεραν τομή και στη διευθέτηση μιας σύρραξης, που μαινόταν πάνω από ένα αιώνα. Στην περίπτωση των Ταλιμπάν, η αμερικανική κυβέρνηση έχει επανειλημμένως διακηρύξει ότι επιθυμεί πολιτική διευθέτηση του πολέμου στο Αφγανιστάν και όχι στρατιωτική λύση. Η διατύπωση αυτή συχνά ηχεί κούφια, εφόσον περισσότεροι από 100.000 Αμερικανοί στρατιώτες βρίσκονται στο πεδίο της μάχης.
Η διατύπωση έγινε πιο συγκεκριμένη τον περασμένο μήνα, όταν η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Ρόνταμ Κλίντον άνοιξε πιο πλατιές πύλες στον διάλογο.
Η κ. Κλίντον, σε ομιλία της στις 18 Φεβρουαρίου, στην Κοινωνία της Ασίας, μετέβαλε με τρόπο ανεπαίσθητο τους όρους για τη συμμετοχή των Ταλιμπάν στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Επανέλαβε τα περί «κόκκινης διαχωριστικής γραμμής για τη συμφιλίωση» της αμερικανικής κυβέρνησης, δηλαδή την αποκήρυξη της βίας εκ μέρους των εκπροσώπων των Ταλιμπάν, την αποκήρυξη της Αλ Κάιντα και τον σεβασμό προς το Σύνταγμα του Αφγανιστάν. Αντί, όμως, να εμφανίσει τις προϋποθέσεις αυτές ως όρους για τη διεξαγωγή συνομιλιών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, είπε ότι πρόκειται για «την απαραίτητη έκβαση οιασδήποτε διαπραγμάτευσης». Μέσον προσέλκυσης των Αφγανών ανταρτών στην οδό της συμφιλίωσης είναι η στήριξη σχεδίου του προέδρου Χαμίντ Καρζάι, βάσει του οποίου επιτρέπεται στους Ταλιμπάν να ανοίξουν γραφείο έξω από το Αφγανιστάν, εκεί όπου οι επαφές θα είναι ευκολότερες. Η Σαουδική Αραβία είναι μια πιθανή επιλογή, ακόμη πιθανότερη όμως είναι η Τουρκία. Λέγεται ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν είναι αρνητική.
Στο παρασκήνιο έχουν ήδη αρχίσει επαφές των Αμερικανών με ορισμένους Ταλιμπάν. Αξονας της κυβερνητικής πολιτικής για το Αφγανιστάν είναι ότι η πολιτική και διπλωματική στρατηγική πρέπει να υπερισχύσει στη χάραξη της γενικότερης πολιτικής για το Αφγανιστάν εφέτος, και όχι να αποτελέσει συμπλήρωμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. «Το 2011 θα εντείνουμε την περιφερειακή διπλωματία για να διευκολύνουμε την πολιτική διαδικασία υπέρ της ειρήνης και της σταθερότητας στο Αφγανιστάν», είναι η διατύπωση του Λευκού Οίκου στην πολιτική αναθεώρηση του Δεκεμβρίου.
Η προσέγγιση περιφερειακής εμβέλειας είχε ως κατάληξη δύο συναντήσεις υπό αμερικανική αιγίδα, μια στη Ρώμη το 2010 και μια στην Τζέντα στις 3 Μαρτίου, στις οποίες μετείχαν Ιρανοί αντιπρόσωποι.
Το θέμα της Χεζμπολάχ παραμένει εγκλωβισμένο στο στενό πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ομως, ο Λευκός Οίκος έχει εστιάσει το ενδιαφέρον του στο θέμα αυτό τις τελευταίες εβδομάδες, λόγω μιας νέας Εθνικής Εκτίμησης περί Μυστικών Πληροφοριών επί της Χεζμπολάχ, που θα ολοκληρωθεί εντός ολίγου.
Αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι η Χεζμπολάχ αντιμετωπίζεται ως πολιτική και κοινωνική δύναμη στον Λίβανο, προέκταση των παραστρατιωτικών ομάδων, που προσδιορίζονται ως «ξένη τρομοκρατική δύναμη» από τις ΗΠΑ. Ορισμένοι αναλυτές περιγράφουν τον τρομοκρατικό χαρακτήρα της Χεζμπολάχ, άλλοι επισημαίνουν τον πολιτικό ρόλο της οργάνωσης.
Η πολιτική ωρολογιακή βόμβα που «ηχεί» στην Εκτίμηση, επαναφέρει το ερώτημα εάν οι ΗΠΑ πρέπει να αναζητήσουν κάποιου είδους απευθείας ή έμμεσης επαφής με τη Χεζμπολάχ ή τουλάχιστον με την πολιτική της πτέρυγα. Αξιωματούχοι που στηρίζουν αυτή την τακτική, ισχυρίζονται ότι η οργάνωση είναι κάτι σαν τον ΙΡΑ ή την ΟΑΠ. Το «αντιφατικό» της Χεζμπολάχ εξέφρασε δημοσίως ο Τζον Μπρέναν, σύμβουλος σε θέματα αντικατασκοπίας του Λευκού Οίκου. Τον Μάιο του 2010 περιέγραψε τη Χεζμπολάχ ως «πολύ ενδιαφέρουσα οργάνωση, της οποίας οι ΗΠΑ πρέπει να προσπαθήσουν να εκμεταλλευθούν τα πιο μετριοπαθή στοιχεία». Σε μια σύνοδο τον Αύγουστο του 2009 είπε τα εξής: «Η Χεζμπολάχ άρχισε σαν αμιγώς τρομοκρατική οργάνωση στις αρχές του ’80 και εξελίχθηκε σε σημαντικό βαθμό με το πέρασμα του χρόνου, ώστε να έχει εκπροσώπους στο Κοινοβούλιο του Λιβάνου και στην κυβέρνηση.
Η υψηλού επιπέδου συζήτηση περί Χεζμπολάχ προδίδει μια μετάλλαξη στον αμερικανικό τρόπο σκέψης περί Μέσης Ανατολής, που αποδίδεται στις δημοκρατικές εξεγέρσεις. Το θέμα της Χεζμπολάχ είναι δουλειά των μυστικών υπηρεσιών, λένε οι ειδήμονες, ο Λευκός Οίκος ξέρει ότι έχει να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα, οπότε η Χεζμπολάχ περισσεύει για να μην σηκωθούν παλιρροϊκά κύματα στο Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και αλλού.
Το συμπέρασμα είναι ότι ύστερα από υπερδεκαετείς πολέμους στη Μέση Ανατολή και αλλού, η κυβέρνηση Ομπάμα προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να συνδιαλλαγεί με αντιπάλους και να τους παρασύρει στη διαδικασία του διαλόγου. Ο κόσμος αλλάζει και έτσι πρέπει να κάνει και η αμερικανική πολιτική.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
πηγή
Δημοσίευση σχολίου