GuidePedia

0
Χρήστος Ιακώβου
Η τριμερής συνάντηση της Γενεύης (Μπαν Κι Μουν, Χριστόφιας, Έρογλου) στις 26 Ιανουαρίου, συνειρμικά, θύμισε τη Διάσκεψη της Γενεύης (Κάλλαχαν, Κληρίδης, Ντενκτάς, Μαύρος, Γκιουνές) μεταξύ 10 και 14 Αυγούστου 1974, η οποία κατέρρευσε και οδήγησε στην επιχείρηση Αττίλας ΙΙ και στην κατάληψη του 34% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον Τουρκικό στρατό.
Στρατηγικά όμως, η πρόσφατη συνάντηση της Γενεύης υπέμνησε τη συνοχή, σταθερότητα, αποδοτικότητα και προσήλωση στους στρατηγικούς στόχους της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό που επέδειξε κατά τη Διάσκεψη της Γενεύης το 1974 και συνεχίζει να επιδεικνύει μέχρι σήμερα. Αυτός ο στρατηγικός παραλληλισμός εντοπίζεται, από τη μια, στην προσπάθεια της Τουρκικής πλευράς να μεγιστοποιήσει τις αξιώσεις της, προ της πρόσφατης τριμερούς συνάντησης, καταθέτοντας προτάσεις που να κατοχυρώνουν την υπόσταση του ψευδοκράτους προκειμένου να τις απορρίψει η Ελληνική πλευρά και, από την άλλη, τις προτάσεις που κατέθεσε η Τουρκική πλευρά στη Διάσκεψη της Γενεύης του 1974, όπου ο συντάκτης των διχοτομικών προτάσεων εκείνων, Τούρκος στρατηγός Κεμάλ Γιαμάκ (διευθυντής τότε του Γραφείου Ειδικού Πολέμου στο οποίο υπήγετο η ΤΜΤ), όπως γράφει στα απομνημονεύματά του (Gölgede Kalan İzler ve Gölgeleşen Bizler, σελ 351-353), τις συνέταξε με σκοπό να τις απορρίψει η Ελληνική πλευρά, όπερ και εγένετο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο στόχος τακτικής της Τουρκικής πλευράς είναι να εξαγοράσει χρόνο προκειμένου να προχωρήσει σε υλοποίηση και νομιμοποίηση στρατηγικών τετελεσμένων.

Η Διάσκεψη της Γενεύης του 1974 ήταν το πρώτο διπλωματικό τεστ της Τουρκικής στρατηγικής στο Κυπριακό μετά την εισβολή, η οποία στηρίχθηκε και στηρίζεται στο μοντέλο της αδιάλλακτης προσαρμογής (intransigent adaptation). Η στρατηγική νίκη της Τουρκίας, που συνετελέσθη με την εισβολή καθώς επίσης και η εμφανής στρατηγική αδυναμία στην οποία ευρέθη η ελληνική πλευρά μετά το 1974 ευνόησαν σημαντικά την Τουρκία να εφαρμόσει αυτό το πρότυπο προσαρμογής.

Μετά το 1974, η Τουρκία προσπάθησε να μετατρέψει το στρατηγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, και πιο ειδικά εκεί όπου υπήρχε σύγκρουση ελληνοτουρκικών συμφερόντων, έτσι ώστε να είναι σύμφωνο με τις ανάγκες των στρατηγικών της στόχων. Δηλαδή, η Τουρκία δεν έδειξε ότι θα μετέβαλλε την πολιτική της στο Κυπριακό από τη στιγμή που «έστειλε την Αϋσέ διακοπές» εξαιτίας των αιτημάτων που προέρχονται από το διεθνές περιβάλλον και τον ΟΗΕ. Αυτό ευνοήθηκε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, ως η συμμαχική υπερδύναμη της Τουρκίας, θεωρούσαν και ότι το στρατογραφειοκρατικό κατεστημένο της Άγκυρας αποτελεί την πιο σημαντική εγγύηση για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή και, ως εκ τούτου, θα πρέπει και αυτές να υποστηρίζουν τον ηγεμονικό του ρόλο στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αυξημένης αυτοπεποίθησης που έδωσε η υποστήριξη των ΗΠΑ καθώς επίσης και η γεωπολιτική νίκη του 1974, οι διαμορφωτές των αποφάσεων της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό πιστεύουν ότι συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος όπου στο τέλος πρέπει να είναι νικητές.

Συγκεκριμένα η Τουρκία στην Διάσκεψη της Γενεύης του 1974 έθεσε τις βάσεις στη λογική του στρατηγικού καταναγκασμού την οποία ακολουθεί συστηματικά μέχρι σήμερα και η οποία στηρίζεται σε τρεις βασικούς άξονες:
α) Ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα στη βάση του πληθυσμιακού και γεωγραφικού διαχωρισμού, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ) β) αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας), και γ) Εξαναγκάζει την Κυπριακή Δημοκρατία σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου όπως έκανε με τον Αττίλα ΙΙ και αργότερα στην κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας.

Τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα που επέφερε στην Τουρκία η νίκη της το 1974 προστατεύθησαν από την Άγκυρα μέσω του στρατηγικού καταναγκασμού. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, η Τουρκία καθιστά σαφές προς τους διεθνείς διαμεσολαβητές (το 1974 στον Κάλλαχαν το 2011 στον ΓΓ. Του ΟΗΕ) ότι υπάρχουν κάποια όρια μέσα στα οποία μπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγματεύεται από θέση ισχύος και ιδιαίτερα όταν γνωρίζουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει την δυνατότητα να αναιρέσει τα σε βάρος της στρατηγικά δεδομένα που επέφερε το 1974. Η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων Ελλάδος και Κύπρου, από το 1974 και εντεύθεν, να αναζητήσουν λύση στη βάση του διοικητικού και γεωγραφικού διαχωρισμού, έχοντας ήδη αποδεχθεί ότι δεν μπορούν να ανατρέψουν τα αρνητικά επακόλουθα της ήττας και με εμφανή την μακρά τουρκική απροθυμία να διαπραγματευτεί επί της ουσίας, είχε σαν συνέπεια η Ελληνική πλευρά να διολισθαίνει σταδιακά στις τουρκικές θέσεις. Συνεπώς, ενόσω η Ελληνική πλευρά δεν μπορεί να διώξει την Αϋσέ που κατασκήνωσε από το 1974 στην Κύπρο, η Γενεύη και η κάθε Γενεύη θα στοιχειώνουν εφιαλτικά το φάντασμά της και θα υπομιμνήσκουν τη στρατηγική χρεωκοπία και την μιζέρια της Ελληνικής πολιτικής στο Κυπριακό.

*«Η Αϋσέ μπορεί να πάει διακοπές» ήταν το Τουρκικό κωδικό σήμα για την έναρξη της επιχείρησης Αττίλας ΙΙ.
www.geopolitics-gr.blogspot.com

Δημοσίευση σχολίου

 
Top