Mπορεί να ξεχνάμε εύκολα, μα δεν πρέπει, για να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη.Σήμερα φαίνεται παλαβό (σκεφτείτε πώς θα φαίνεται σε 20 χρόνια) αλλά πριν από 8 χρόνια βρεθήκαμε με την Tουρκία στα πρόθυρα πολέμου! Γιατί, μπορεί οι παλιότεροι να θυμούνται, οι νέοι όμως ας μάθουν.H συνέντευξη που ακολουθεί έχει δημοσιευθεί ξανά στην «AΛHΘEIA».Δείτε την όμως, ξαναδιαβάστε την με αφορμή την επέτειο των Iμίων. Έχει να μας πει πολλά πράγματα. Tην υπογράφει ο Mυτιληνιός συνάδελφος Στρ. Mπαλάσκας.
Το Δεκέμβριο του 1998 βρέθηκα στη Σμύρνη μαζί…
με το φίλο και συνάδελφο εκδότη της χιώτικης εφημερίδας «Αλήθεια» Γιάννη Τζούμα, καλεσμένοι της Ένωσης Σύγχρονων Τούρκων Δημοσιογράφων στις εκδηλώσεις που πραγματοποιούσε στην Τουρκική μεγαλούπολη, με θέμα τα 50 χρόνια από την υπογραφή της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Πήγε καλά η εκδήλωση και λίγη ώρα μετά, βρεθήκαμε με συντρόφους, – στην τότε προσπάθεια να ανοίξουν δρόμοι συνεργασίας ανάμεσα στους δύο λαούς – σε μια ταβέρνα πίνοντας ρακί και χαζεύοντας τον κόλπο του Νυμφαίου που λυσσομανούσε…
Ήταν σ’ εκείνο το τραπέζι ο πρόεδρος του παραρτήματος στη Σμύρνη της Ένωσης Σύγχρονων Τούρκων Δημοσιογράφων Σουλεϊμάν Γεντσέλ, ο Μαατζίτ Σεφίλογλου, μέλος της Διοίκησης της Ένωσης και ο τότε Δήμαρχος της Περγάμου, ο γνωστός στο κοινό της Μυτιλήνης Σεφά Τασκίν.Η κουβέντα κλωθογύριζε στις προσπάθειές μας για συνεννόηση ανάμεσα στους πολίτες, στο τι κάναμε και στο τι σχεδιάζαμε να κάνουμε και φυσικά πάντα στην αφετηρία της συγκεκριμένης προσπάθειας, την κρίση στα Ίμια.
«Πού είναι οι Τούρκοι δημοσιογράφοι πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών;» ρώτησα. Ο Μαατζίτ μας είπε πως ο ένας τουλάχιστον ζει στη Σμύρνη και πως τον ήξερε, είχε μάλιστα το τηλέφωνό του.«Τηλεφώνησέ του και φώναξέ τον στην παρέα μας να κουβεντιάσουμε μαζί του», είπε ο Γιάννης. Σε λίγη ώρα, ο Τζεσούρ Οσέρτ, ο διακρινόμενος από την κοτσίδα Τούρκος δημοσιογράφος στη γνωστή φωτογραφία του κατεβάσματος της ελληνικής σημαίας και της ύψωσης της τουρκικής στη βραχονησίδα, ήταν στο τραπέζι μας.
Η συζήτηση μαζί του κράτησε περίπου τέσσερις ώρες και μαγνητοφωνήθηκε στο σύνολό της. Κάποια κομμάτια της συζήτησης καλύπτονται από το γνωστό δημοσιογραφικό «off the record» που, αν μη τι άλλο, μεταξύ δημοσιογράφων τηρείται. Χρέος του ιστορικού του μέλλοντος να τα χρησιμοποιήσει στο γράψιμο της πραγματικής ιστορίας των Ιμίων.
Ένα μέρος της συζήτησης δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1999 στην «Ελευθεροτυπία», αλλά δε διαβάστηκε ποτέ στη Μυτιλήνη, αφού οι πτήσεις της Ολυμπιακής εκείνη τη μέρα δεν έγιναν και οι εφημερίδες δεν έφθασαν ποτέ στο νησί.
Αυτή η συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία», ξαναδουλεμένη, αλλά και πολλά κομμάτια της συζήτησης με τον Τζεσούρ Οσέρτ, που δεν είχαν χωρέσει τότε λόγω χώρου της εφημερίδας αλλά και λόγω εποχής, δημοσιεύεται σήμερα στο «Ε» στην επέτειο των οκτώ χρόνων από την κορύφωση εκείνης της κρίσης, που έφερε την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα ενός πολέμου.
Τον λένε Τζεσούρ Οσέρτ. Στα τούρκικα το πρώτο, το μικρό του όνομα, σημαίνει «ο άνθρωπος που μπορεί να τα κάνει όλα». Το επίθετό του σημαίνει «δυνατός». Κι όμως αυτός, ο «σκληρός» της αποστολής της εφημερίδας «Χουριέτ» που στις 27 Ιανουαρίου του 1996 κατέβασε την ελληνική σημαία από το βράχο των Ιμίων κι ανέβασε την τουρκική που κουβαλούσε μαζί του, τρία χρόνια μετά το γεγονός που έφερε στο χείλος του πολέμου την Ελλάδα και την Τουρκία, έσπασε τη σιωπή του και παραδέχθηκε: «Εγώ ό,τι έκανα, το έκανα για μια είδηση δική μου στην πρώτη σελίδα. Τρέμανε όμως τα πόδια μου όταν, πολύ αργά, βλέποντας τους Τούρκους κομάντος να ξεκινούν για τα Ίμια, συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Σκεφτόμουνα συνέχεια ότι στα βιβλία της ιστορίας δεν είναι γραμμένοι οι χιλιάδες των νεκρών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Αλλά ο πρώτος που πυροβόλησε κι ο πυροβολισμός του αυτός είχε σαν αποτέλεσμα την έκρηξη του πολέμου».
Με τον «κοτσίδα». Παγωμένο μεσημέρι στην παραλία της Σμύρνης, σε μια Σμύρνη όπου το μεγαλεπήβολο σχέδιο «ανάπτυξής» της, είχε σαν αποτέλεσμα το μπάζωμα της ιστορικής παραλίας της. Σ’ ένα εστιατόριο που από το παράθυρο μπορούσες να αγναντέψεις τον Κόλπο του Νυμφαίου (μέχρι εκεί έφτανε το μάτι σου) που πια έβλεπες μόνο τα δεκάδες φορτηγά που κουβαλούσαν μπάζα. Η τελευταία καταστροφή της Σμύρνης δε συνέβη στα 1922. Έμελλε να γραφτεί στα 1998.Ο δημοσιογράφος Μαατζίτ Σεφίλογλου, μέλος της Διοίκησης του παραρτήματος Σμύρνης της Ένωσης Σύγχρονων Τούρκων Δημοσιογράφων, και εργαζόμενος στο γραφείο Σμύρνης της «Χουριέτ», έφερε στο τραπέζι τον Τζεσούρ Οσέρτ. Παρών για να μεταφράζει κι ο Ελληνομαθής Πρόεδρος της Ένωσης Σουλεϊμάν Γεντσέλ.Ο Οσέρτ έχει δεχθεί να μιλήσει σε Έλληνα δημοσιογράφο κι όμως μόλις μας βλέπει παγώνει. Κοκκινίζει, ντροπαλά απλώνει το χέρι του.
Χρειάσθηκε πολλά ποτήρια ρακί για να ζεσταθεί, να ξεκινήσει η κουβέντα. Αλλά αυτό ήταν…Ο Τζεσούρ Οσέρτ λέει πως δεν είναι και δεν θέλει να είναι πια δημοσιογράφος. Δηλώνει μάλιστα, ότι μπορεί πια να μιλήσει λεύτερα για την ιστορία των Ιμίων, γιατί δεν είναι δημοσιογράφος. Σπουδάζει καλλιτεχνική φωτογραφία στο Πανεπιστήμιο της Σμύρνης και δε θέλει ούτε να θυμάται τις φωτογραφίες από τα Ίμια. «Που αν και κακές, έγιναν πρωτοσέλιδες»
«Όλα ξεκίνησαν, λέει, όταν με εντολή της διεύθυνσης της εφημερίδας, τέσσερις δημοσιογράφοι της «Χουριέτ» και του τηλεοπτικού σταθμού «Κανάλ Ντε» πήγαν στην Αλικαρνασσό για να καλύψουν το όλο θέμα που είχε αρχίσει να δημιουργείται σαν αποτέλεσμα της τοποθέτησης ελληνικών σημαιών στο βράχο από κατοίκους της γειτονικής Καλύμνου. Στο χωριό Τουργκούτ Ρέις, ακριβώς απέναντι από τα Ίμια, προσπάθησαν να νοικιάσουν ένα σκάφος και μ’ αυτό να περάσουν στο νησί. Λόγω κακοκαιρίας δεν τα κατάφεραν. Τότε ειδοποιήθηκαν άλλοι τρεις κι ανάμεσά τους κι εγώ».Την ώρα που ειδοποιήθηκε ο Τζεσούρ Οσέρτ να πάει στα γραφεία της εφημερίδας, κάλυπτε δημοσιογραφικά τη δραστηριότητα κάποιου βουλευτή. «Μου είπαν να πάω στην εφημερίδα, λέει, γιατί θα έφευγα για τα Ίμια. Πήγα εκεί και φύγαμε για το αεροδρόμιο ‘Μεντερές’ της Σμύρνης απ’ όπου θα πετούσαμε για τα Ίμια. Στην πόρτα της εφημερίδας ένα από τα στελέχη της εφημερίδας μου έδωσε μια μεγάλη σημαία και μου ζήτησε να προσπαθήσουμε να κατεβούμε στα Ίμια και να βγάλουμε φωτογραφίες με τη σημαία αυτή. Αυτό ήταν όλο».
Τον ρωτάμε ποιος του έδωσε τη σημαία. Η απάντησή του, άκρως αποκαλυπτική, καλύπτεται από το δημοσιογραφικό «off the record». Στους ανέμους του ΑιγαίουΤο ταξίδι ήταν πρωτόγνωρο. Στο Αιγαίο, σύμφωνα με τον πιλότο του ελικοπτέρου, σε όλη τη διάρκεια της μιας ώρας πτήσης, φυσούσαν άνεμοι έντασης 30 κόμβων κι είχε δυνατές αναταράξεις. Στο ελικόπτερο εκτός από τον πιλότο ήταν ο κάμεραμαν, ο δημοσιογράφος του «Κανάλ Ντε» κι ο Τζεσούρ Οσέρτ. Και φυσικά, το νησί ήταν άγνωστο στους τρεις τουλάχιστον από τους επιβαίνοντες στο ελικόπτερο. Στους τρεις γιατί ο τέταρτος, ο πιλότος του ελικοπτέρου, ήξερε το νησί. «Δεν ξέρω, λέει, αν ήταν πιλότος της αεροπορίας του στρατού ή πολίτης. Ξέρω μόνο πως ήξερε καλά πού είναι το νησί, καθώς επίσης κι ότι τις μέρες της κρίσης κέρδισε τόσα πολλά χρήματα που αμέσως μετά παράτησε τα ελικόπτερα. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη και άνοιξε ένα ανταλλακτήριο χαρτονομισμάτων. Πρέπει να είναι και ο μόνος που πλούτισε απ’ αυτήν την ιστορία».
Ο σημαιοφόρος της «Χουριέτ» στα Ίμια, υποστηρίζει πως «μόλις πριν μια εβδομάδα, είχε ακούσει για πρώτη φορά για Ελληνοτουρκικά προβλήματα στο Αιγαίο με αφορμή κάποιο βράχο, διαβάζοντας ένα άρθρο στη «Τζουμχουριέτ». Λίγο αργότερα, λέει, διάβασα για την ιστορία στην εφημερίδα «Μιλλιέτ» και είδα φωτογραφίες της Ελληνικής πρακτικής στο νησί. Θεωρούσα όμως ότι επρόκειτο για πρόβλημα στο νησί «Καρά Αντά» που ήταν υπό αμφισβήτηση (σ.σ. πρόκειται για ένα «άγνωστο» νησί που επίσημα αμφισβητήθηκε από τουρκικής πλευράς πολύ μετά την κρίση στα Ίμια και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1999, μαζί με άλλα τρία μεγάλα κατοικημένα νησιά του Αρχιπελάγους) και όχι για προβλήματα στα Ίμια».Σε ελικόπτερο δεν είχε ξαναμπεί στη ζωή του. Καθόταν λέει στο αριστερό πίσω μέρος του ελικοπτέρου. Άλλος ένας ήταν δεξιά του. Και μπροστά ήταν ο πιλότος κι ο κάμεραμαν.«Κάποια στιγμή, συνεχίζει, το νησί φάνηκε. Ο πιλότος μας είπε ότι παρά τον αέρα και τις αναταράξεις, θα προσπαθήσει να κατεβεί. Τον άκουσα που μίλαγε με το αεροδρόμιο. Τους έλεγε ότι μόνο κατσίκια είχε πάνω στο νησί. Σκέφτηκα πως το ταξίδι δεν είχε γίνει τσάμπα. Θα μπορούσε να αξιοποιηθεί δημοσιογραφικά μια και βρήκαμε κάτι ζωντανό. Τα κατσίκια. Αρχίσαμε να βγάζουμε φωτογραφίες. Θυμάμαι ότι χαλάσαμε 15 φιλμ με φωτογραφίες των κατσικιών που έτρεχαν πάνω στο νησί φοβισμένα. Και τότε ο πιλότος μας είπε ότι θα κατέβαζε όσο μπορούσε το ελικόπτερο, για να βγάλουμε καλύτερες φωτογραφίες. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, τον ακούσαμε να μας λέει πως στο νησί εκτός από κατσίκια είχε και μια σημαία».
Στα ΊμιαΗ διαδικασία της προσγείωσης του ελικοπτέρου, όπως τουλάχιστον περιγράφεται από τον Τζεσούρ Σερτ, θυμίζει από αέρος απόβαση σε στρατιωτικό προγεφύρωμα. «Όταν ο πιλότος, λέει, έφθασε κοντά στο έδαφος, είδαμε ότι η σημαία ήταν ελληνική. Ήταν ανεβασμένη στον έναν από τους δυο ιστούς. Δίπλα ήταν ένα δεύτερος άδειος ιστός. Το αίμα μας σταμάτησε να κυλά. Του είπαμε να κατεβεί οπωσδήποτε. Επί δέκα λεπτά προσπαθούσε να προσγειώσει το ελικόπτερο. Κατέβηκε σχεδόν δίπλα από τα κοντάρια. Σα στρατιώτες πεταχτήκαμε από μέσα. Με αναμμένη τη μηχανή του ελικοπτέρου, με τον έλικα να γυρίζει… Λειτουργούσαμε σα στρατιωτικό απόσπασμα. Μέχρι και σήμερα αναρωτιέμαι γιατί… Βγάλαμε γρήγορα την ελληνική σημαία, την έβαλα μάλιστα εγώ στην τσέπη μου, βάλαμε την τουρκική που και πάλι είχα μαζί μου εγώ. Στο νησί μείναμε επτά ή οκτώ λεπτά όλα κι όλα. Φωτογραφηθήκαμε εκ περιτροπής όλοι…»Χωρίς άλλη ερώτηση ο «σημαιοφόρος» συνεχίζει να μιλά. Μόνο που τώρα δεν αναφέρεται σε γεγονότα. Απολογείται θαρρείς…«Δεν ήξερα ότι στο νησί υπήρχε ελληνική σημαία. Κανείς δεν μας το είχε πει. Αλλά και κανείς δε μας είπε να βγάλουμε την ελληνική σημαία. Μας είπαν μόνο να βγούμε φωτογραφίες με την τουρκική σημαία. Αλήθεια σας λέω… Εμείς τουλάχιστον δεν πήραμε εντολές γι’ αυτές τις ενέργειές μας από κανέναν. Ούτε από το κράτος, ούτε από το στρατό, ούτε από την εφημερίδα».Όλη κι όλη η δημοσιογραφική αποστολή στα Ίμια κράτησε περίπου δυόμισι ώρες.«Στην επιστροφή, συνεχίζει, τηλεφωνήσαμε στην εφημερίδα και είπαμε πως στο νησί υπήρχε και μια ελληνική σημαία που πήραμε μαζί μας. Άκουσα το συνάδελφο με τον οποίο μιλούσα να αναγγέλλει δυνατά το γεγονός. Άκουσα τους άλλους να φωνάζουν, να χορεύουν πάνω στα τραπέζια. Η εφημερίδα, επιτέλους, την επόμενη μέρα θα είχε μια μεγάλη είδηση. Ένα δυνατό πρωτοσέλιδο. Για μια στιγμή, αδιόρατα σχεδόν, σκέφτηκα μπας και ήμουν ηθοποιός σε μια κωμωδία. Σήμερα σκέφτομαι ότι τούτη η τραγωδία θα μπορούσε εύκολα να είναι απλά μια κωμωδία. Ή τελικά δεν είναι παρά μια κωμωδία;»
Σημειώνουμε το χαρακτηρισμό της κωμωδίας σε τούτη την ιστορία που ξετυλίγει σκηνή – σκηνή σαν πολύπειρος σεναριογράφος ο Τζεσούρ Οσέρτ. Τον αφήνουμε να συνεχίσει.«Λίγο προτού απογειωθούμε, ήταν τόση η χαρά μας για την επιτυχία μας, που μάλιστα «έπεσε η ιδέα» να πάρουμε κι ένα από τα κατσίκια και να το μεταφέρουμε στη Σμύρνη. Μετά να αρχίσουμε να ρωτάμε αν η κατσίκα είναι ελληνική ή τουρκική. Ή να πούμε ότι καταφέραμε να πάρουμε από τους Έλληνες ένα κατσίκι. Εγκαταλείψαμε σύντομα την ιδέα, γιατί το κατσίκι δε χωρούσε στην καμπίνα του ελικοπτέρου.
Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας μάς περίμενε στο αεροδρόμιο. Βγήκαμε κι άλλες φωτογραφίες αναμνηστικές μπροστά στο ελικόπτερο. Κι αυτές κι οι άλλες από τα Ίμια κρατήθηκαν σαν καλές όλες. Καμία δε χαρακτηρίσθηκε κακή φωτογραφία. Κι όμως. Πριν λίγες μέρες είχα βγάλει κάποιες φωτογραφίες μιας νέας γυναίκας στη Σμύρνη, σαν αυτές που δημοσιεύουμε στην τελευταία σελίδα. Όλες είχαν απορριφθεί. Περιέργως, οι φωτογραφίες των Ιμίων θεωρήθηκαν όλες καλές. Αστείο δεν είναι;
Στην εφημερίδα οι μηχανές περίμεναν εμάς για να αρχίσουν να τυπώνουν. Γράψαμε ό,τι γράψαμε, εμφανίσθηκαν οι φωτογραφίες και σε λίγο ανακοινώθηκε και ο τίτλος που είχε επιλεγεί. Ο γνωστός τίτλος «Πόλεμος σημαιών» ήταν γεγονός».Κι η σημαία των Ιμίων;«Τη σημαία, λέει, την έφερα μαζί μου εγώ. Μου την πήραν, την έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη για τις ανάγκες του ρεπορτάζ του ‘Κανάλ Nτε’ και μετά μου επιστράφηκε. Είχα πάντως από την πρώτη στιγμή την άποψη, πως δεν πρέπει να κάνουμε λάθος με τη σημαία. Είπαμε να την πάμε πίσω στον Έλληνα πρόξενο της Σμύρνης, αλλά δεν τη δέχτηκαν. Υπάρχει είπαν κάποια ιδιαίτερη διαδικασία σε τέτοιες περιπτώσεις, εμείς πήγαμε με τις κάμερες κιόλας να τη δώσουμε πίσω… Η σημαία τελικά στάλθηκε πίσω στο ‘Kανάλ Nτε’ και πιστεύω πως τώρα πρέπει να βρίσκεται εκεί. Πάντως, εγώ θέλω να πω πως σεβάστηκα τη σημαία. Η όποια σημαία είναι κάτι πολύ σημαντικό. Η συγκεκριμένη, βέβαια, χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει κάποιες ανάγκες εκείνων των ημερών. Λυπάμαι…»
Ελληνική αντίδραση. Την επόμενη μέρα, στις 28.1.1996 το πρωί, οι φορτωμένοι την επιτυχία των Ίμια δημοσιογράφοι της «Χουριέτ» στέλνονται στην Αλικαρνασσό. Το περιπολικό του πολεμικού ναυτικού «Παναγόπουλος» έχει αφαιρέσει την τουρκική σημαία και στο νησί έχει εγκατασταθεί ελληνικό άγημα.«Ξυπνήσαμε πρωί πρωί, λέει ο Τζεσούρ Οσέρτ, και πήγαμε στην εκεί ναυτική βάση. Κουβεντιάσαμε με το στρατιωτικό επικεφαλής της, και του ζητήσαμε άδεια να πάμε στα Ίμια. Χαμογέλασε. Και μας είπε απλά όχι. Στο Τουργκούτ Ρέις γύρω στο μεσημέρι, νοικιάσαμε ένα άλλο σκάφος κι ανοιχτήκαμε προς το νησί. Ακόμα στην περιοχή δεν είχε έρθει κανένας δημοσιογράφος. Ήμαστε μόνοι μας κι ονειρευόμαστε δεύτερη μεγάλη επιτυχία. Στο δρόμο είδαμε ένα τουρκικό σκάφος. Πάνω από τα κεφάλια μας είδαμε δυο ελληνικά αεροσκάφη και δύο τουρκικά. Είχαν αρχίσει κάποιες αερομαχίες. Είδαμε και ένα ελληνικό πολεμικό σκάφος…»Είχε μήπως καταλάβει πια ο Τζεσούρ Οσέρτ ότι η «αποστολή» της περασμένης μέρας είχε γεννήσει συνθήκες πολέμου;«Όχι», απαντά. «Είπα απλά ότι μπροστά μου είναι ένα γεγονός. Και μάλιστα σημαντικό. Είναι είδηση και το καλύπτω. Έπαιρνα φωτογραφίες τα αεροπλάνα και τα καράβια με φόντο το νησί. Άσχημες φωτογραφίες, αλλά πολύ χρησιμοποιημένες. Στα Ίμια έμαθα πως σε τέτοιες περιπτώσεις οι καλές φωτογραφίες δε μετρούν πάντα.Επιστρέψαμε στο Τουργκούτ Ρέις. Με ένα ταξί στείλαμε τις φωτογραφίες στη Σμύρνη. Ευτυχισμένοι στ’ αλήθεια πέσαμε να κοιμηθούμε, γιατί είχαμε δεύτερο μεγάλο θέμα για τη ‘Χουριέτ’ και οι αντίπαλες εφημερίδες δεν είχαν βγάλει ακόμα θέμα. Όλη εκείνη τη νύχτα τα κανάλια των τουρκικών τηλεοράσεων έδειχναν έναν παπά που έβαζε μια ελληνική σημαία στα Ίμια. Άρχισα να νιώθω πως κάτι κακό είχε δρομολογηθεί. Αλλά ήμουν ευτυχισμένος. Είχα βγάλει είδηση».
Η 29.1.1996 βρήκε την περιοχή γεμάτη πολεμικά σκάφη. Ελληνικά και τούρκικα. Και όλοι οι Τούρκοι δημοσιογράφοι ήταν εκεί με ζωντανές συνδέσεις. «Μάθαμε, λέει, πως ελληνικός στρατός αποβιβάσθηκε στα Ίμια. Με ένα νοικιασμένο σκάφος ξεκινήσαμε για το νησί. Στο δρόμο ένα ελληνικό καράβι άρχισε να κάνει κυματισμό για να μας εμποδίσει να πλησιάσουμε. Ένιωθα σαν ένας ηθοποιός σε ταινία τρίτης κατηγορίας. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Γυρίσαμε στην ακτή».Η ιστορία των Ιμίων πλησιάζει στη δεύτερη κορύφωσή της.
Ο Τζεσούρ Οσέρτ πίνει πάντα ρακί, μιλά δυνατά, και παρουσιάζει την ιστορία. Θαρρείς και τη ζει ξανά. Δείχνει να δυσανασχετεί με τις διακοπές για τη μετάφραση. Θέλει να μιλήσει…«Στις 30 Ιανουαρίου μάθαμε πως Τουρκικός στρατός θα ξεκινούσε από το Γκιολτζούκ (σ.σ. πρόκειται για το μεγάλο ναύσταθμο του Πολεμικού Ναυτικού στην περιοχή του Ισμίτ κοντά στην Κωνσταντινούπολη) με κατεύθυνση τα Ίμια. Παίζαμε πόλεμο γύρω γύρω από το νησί. Αλλά δεν ήταν πραγματικός πόλεμος. Ήταν ένας πόλεμος επί χάρτου. Νοικιάσαμε τότε όλοι οι δημοσιογράφοι ένα καράβι να πάμε στα Ίμια. Στο Τσαούς Αντασί, ένα μικρό νησί μεταξύ Ιμίων και Τουρκικής ακτής, μας σταμάτησαν. Μείναμε στο νησί για να δούμε καλύτερα το τι θα γίνει. Σαν σε παρατηρητήριο σε μια στρατιωτική άσκηση. Είπαμε στον ιδιοκτήτη του σκάφους να επιστρέψει στην ακτή και να έλθει να μας πάρει το απόγευμα. Από το Τσαούς Αντασί παίρναμε φωτογραφίες. Όλα ανακατεμένα ήταν. Ήταν ένας σιωπηλός πόλεμος τούτο που είχαμε μπροστά μας. Το απόγευμα ο ιδιοκτήτης του σκάφους που θα ερχόταν να μας πάρει, δεν ήλθε. Μας μάζεψαν κάτι στρατιωτικά ελικόπτερα. Γύρισα στο ξενοδοχείο και κουρασμένος έπεσα να κοιμηθώ. Εκεί βρήκα τουλάχιστον 100 δημοσιογράφους. Άλλοι έλεγαν πως έρχεται πόλεμος, άλλοι πως θα ήθελαν να πάνε να χορέψουν στο γειτονικό Μποντρούμ (σ.σ. στην Αλικαρνασσό)».«Τρέμανε τα πόδια μου…»Βράδυ 30 προς 31 Ιανουαρίου. Ο πρωταγωνιστής της κρίσης των Ιμίων, ο άνθρωπος που με την πράξη του είχε μαζέψει σε μια τόσο μικρή λωρίδα θάλασσας τόσο πολύ στρατό, κοιμόταν. Αποδείχθηκε όμως πως κάποιοι παρακολουθούσαν την αρχή ενός πολέμου, τρώγοντας φρέσκο ψάρι σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα με φόντο τα Ίμια!«Μετά τα μεσάνυχτα, λέει ο Τζεσούρ Σερτ, μου χτύπησαν την πόρτα. Το αφεντικό της ‘Χουριέτ’ είχε στείλει τον οδηγό του να μας πει ότι ο στρατός ξεκίνησε. Αυτός έμαθα αργότερα ότι έτρωγε σε μια ταβέρνα του Γκιουμουσλούκ. Ένα τουριστικό μέρος κοντά στα Ίμια. Εκεί είδε ότι στην ακτή είχαν έρθει καταδρομείς και ετοιμάζονταν να φύγουν για τα Ίμια. Από την ταβέρνα είχε δει την αρχή του πολέμου. Σε λίγα λεπτά κι εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι δημοσιογράφοι ήμαστε εκεί.
Κάποιοι παρακολουθούσαν την αρχή του πολέμου και κάποιοι άλλοι είχαν φύγει για την Αλικαρνασσό να χορέψουν…Βρέθηκα μπροστά σε καταδρομείς που μου θύμιζαν το Ράμπο. Ο στρατηγός που ήταν εκεί στην ακτή μάζεψε όλους τους δημοσιογράφους και μας είπε πως, αν αγαπάμε την πατρίδα, δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε φλας, φωτογραφίζοντας τους καταδρομείς για να μην δει τις αναλαμπές στο νησί ο εχθρός. Ήταν περίπου 12 τα μεσάνυχτα. Φωτογραφίσαμε χωρίς φλας. Όταν οι καταδρομείς μπήκαν στα σκάφη τους και ξεκίνησαν, τηλεφώνησα στο σπίτι μου και είπα «έγινε πόλεμος». Τότε, αλήθεια, μόνο τότε κατάλαβα σε τι ιστορία είχα μπλέξει. Έτρεμαν τα πόδια μου. Σκεφτόμουν συνέχεια ότι στα βιβλία της ιστορίας δεν είναι γραμμένοι οι χιλιάδες των νεκρών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αλλά ο πρώτος που πυροβόλησε κι ο πυροβολισμός του αυτός είχε σαν αποτέλεσμα της έκρηξη του πολέμου. Στην περίπτωση αυτή τον πρώτο πυροβολισμό τον είχα ρίξει εγώ με το κυνήγι της είδησης. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε πρώτη σελίδα. Υπήρχε μόνο πόλεμος. Ζούσαμε την αρχή ενός πολέμου…»Η ιστορία των Ίμια τελειώνει. Ή τουλάχιστον ό,τι είδε με τα μάτια του ο Τζεσούρ Σερτ.Το ερώτημα, το μόνο που θα μπορούσε να υποβληθεί. «Θα το ξανάκανες το ό,τι έκανε στα Ίμια;»Η απάντηση άμεση. Θαρρείς κι όλη η συνέντευξη έγινε μόνο για τούτη τη στιγμή.«Όχι. Ποτέ ξανά. Παντού μιλούσαν εναντίον μου. Κατάντησα εχθρός της πατρίδας μου. Ο Πρόεδρος της Ένωσης Σύγχρονων Τούρκων είπε πως δεν είναι δημοσιογράφος όποιος λειτουργεί σαν εμένα. Πόσο μάλλον εγώ ο ίδιος. Οι Έλληνες έγραψαν πως είμαι πράκτορας της ΜΙΤ. Υπήρξαν και Τούρκοι που έγραψαν πως ό,τι έκανα το έκανα με υπόδειξη Ελλήνων. Μερικές εφημερίδες στην Τουρκία αλλά κι αλλού βγάλανε τη φωτογραφία μου με τη λεζάντα «ο τσαρλατάνος των Ίμια». Εγώ ο ήρωας της πρώτης σελίδας, κατάντησα να με ρωτούν «και τι δουλειά είχες εσύ εκεί»; Μέχρι και στην ίδια τη «Χουριέτ» κάποιοι έγραψαν πως τη σημαία την πήραμε μόνοι μας. Ήταν οι ίδιοι που χόρευαν πάνω στα τραπέζια, όταν γυρίσαμε με τη μεγάλη «πρώτη σελίδα».Κι η γνώμη του για το πρόβλημα των Ιμίων;«Στο δρόμο προς τον 21ο αιώνα δε χωρούν διεκδικήσεις και συγκρούσεις. Δεν λύνονται τα προβλήματα με τέτοιες μεθόδους». Όσον αφορά τα ίδια τα Ίμια, γι’ αυτόν πια «δεν είναι τίποτα άλλο από ένα όμορφο νησάκι στο Αιγαίο. Θα ήθελα, λέει, κάποτε να πάω με τα παιδιά μου. Σαν απλός πολίτης, ποτέ σα δημοσιογράφος. Να τους μιλήσω για εκείνες τις ημέρες, για τα λάθη εκείνων των ημερών, τίποτα άλλο…».
Κι οι νεκροί; Τα Ίμια δεν τέλειωσαν με απειλές σύγκρουσης. Τέλειωσαν με τρεις νεκρούς από ελληνικής πλευράς.«Δεν ήθελα, λέει, να συμβεί τίποτα απ’ ό,τι έγινε. Αλλά δεν έκανε και κανείς τίποτα να μας σταματήσει. Τίποτα δεν ήταν προγραμματισμένο. Οι τρεις νεκροί δε σκοτώθηκαν, επειδή εγώ έριξα το ελικόπτερο. Αυτοί ήταν μέρος ενός παιχνιδιού;»Είναι ο πόλεμος παιχνίδι;«Δεν είναι ο πόλεμος παιχνίδι, αλλά είναι μια αλήθεια της ζωής. Μπορώ σ’ αυτό το ερώτημα να απαντήσω και ρωτώντας «γιατί υπάρχουν οι Στρατοί».ΕπίλογοςΑντί για επίλογο, στη συνέντευξή του ο «σημαιοφόρος» των Ίμια ζητά να πει δυο λόγια, όπως λέει, «που πάντα ήθελα να πω στους Έλληνες». Ρουφά μια μεγάλη γουλιά ρακί και ξεκινά. «Πήγα στο νησί ξανά όταν τέλειωσαν όλα. Βρήκα κάλυκες από σφαίρες, τα δυο κοντάρια. Ήμουνα ο πρώτος που πήγε στο νησί κι ήθελα να είμαι κι ο τελευταίος. Επιστρέφοντας, ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής μου είπε ότι αν ξαναπάω θα με σκοτώσει. Έτσι κι αλλιώς δε θέλω να ξαναπάω. Είπα και πριν. Μερικοί με είπαν «ήρωα της Τουρκίας». Κάποιοι άλλοι με είπαν «λάθος της Τουρκίας». Μερικοί ακόμα συζητούν το τι είμαι. Στ’ αλήθεια ήμουν μόνο ένας δημοσιογράφος που έβγαζε φωτογραφίες κοριτσιών της Σμύρνης που φορούσαν όμορφα ρούχα. Όταν αποφάσισα ότι δε θέλω να είμαι δημοσιογράφος, αλλά μόνο ένας καλός φωτογράφος, έκοψα τα μαλλιά μου κι αδυνάτισα. Να μη με γνωρίζουν. Να περνώ απαρατήρητος πια. Πήγα στο Πανεπιστήμιο και σπουδάζω φωτογραφία κι ελπίζω κάποτε να μπορέσω να έλθω στην Ελλάδα χωρίς να φοβάμαι τις αντιδράσεις του κόσμου. Άρχισα να μεγαλώνω, σε λίγο θα είμαι 30 χρόνων… νιώθω πια παιδί του κόσμου. Ο παππούς μου, από μεριά του πατέρα μου, ήταν από τη Συρία. Η μητέρα, από τη μεριά του πατέρα μου, ήρθε από το Ιράκ. Ο πατέρας της μάνας μου είναι από τη Ρουμανία και η μητέρα της είναι παιδί παρτιζάνου στη Γιουγκοσλαβία».
Τον αποχαιρετάμε.«Ήθελα να μιλήσω, μας λέει. Και ήθελα να μιλήσω σε Έλληνα. Θέλω να σου πω πως απ’ ό,τι είπα δεν είναι τίποτα ψέματα. Πιστέψτε με».Θυμηθήκαμε αυτό που είχαμε σημειώσει. Το ότι ο Τζεσούρ Σερτ είχε χαρακτηρίσει κωμωδία την ιστορία των Ιμίων. Του το λέμε.«Κάθε ταινία, απαντά, έχει δραματικές στιγμές. Ακόμα κι οι κωμωδίες. Πόσες θα είναι οι δραματικές στιγμές δεν το αποφασίζουν οι πρωταγωνιστές. Οι παραγωγοί κι οι σκηνοθέτες το αποφασίζουν». Μας χαιρετά.
Το μαγνητόφωνο συνεχίζει να γράφει…«Ο φάκελος των Ίμια για μένα κλείνει σήμερα που μίλησα σε κάποιον Έλληνα. Για μένα δεν υπάρχει πια τίποτα άλλο. Πες το στην πατρίδα σου. Όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι μου πια δε θα βλέπω έναν ανοιχτό φάκελο. Πίστεψε ό,τι θέλεις. Αλλά απόψε εγώ θα κοιμηθώ ήσυχος. Η ζωή συνεχίζεται…».Φεύγει.Κοιταζόμαστε αμίλητοι. Ετοιμαζόμαστε ν’ αρχίσουμε να χοροπηδάμε από τη χαρά μας για τη δημοσιογραφική επιτυχία… Λίγα δευτερόλεπτα μετά επιστρέφει. «Ε, λέει, χρωστούσα ένα καλό πρωτοσέλιδο σε έναν Έλληνα δημοσιογράφο… Γεια…»!!!
Πίσω από την ενέργεια του Τούρκου δημοσιογράφου. Τι σκεφτόταν ο Τζεσούρ Σερτ την ώρα της αποβίβασής του στα Ίμια, την ώρα που κατέβαζε την ελληνική κι ανέβαζε στο βράχο την τουρκική σημαία;
«Έχεις φάει ποτέ ξύλο από γυναίκα μπροστά σε πέντε χιλιάδες κόσμο; Κι έχει δει το γεγονός όλη η Τουρκία σε φωτογραφίες που δημοσίευσαν οι εφημερίδες;», ρωτά.Ο Τζεσούρ Σερτ, όπως επιβεβαιώθηκε από την πρωταγωνίστρια του γεγονότος, είχε πραγματικά φάει ξύλο από μια Ελληνίδα πριν από 13 χρόνια μέσα στη Σμύρνη, μπροστά σε πέντε χιλιάδες θεατές του τελικού αγώνα στο παγκόσμιο πρωτάθλημα σχολικών ομάδων μπάσκετ. Αντίπαλες η ομάδα της Ελλάδας και η ομάδα της Σουηδίας, από την οποία οι Ελληνίδες έχασαν με ένα καλάθι διαφορά.
«Για μένα, λέει ο Σερτ, η ιστορία των Ιμίων ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1991. Δεν έχει να κάνει με κάτι σημαντικό για την ελληνική πλευρά, αλλά με ένα γεγονός πολύ σημαντικό για μένα. Τότε ήμουν αθλητικογράφος στη «Χουριέτ», 21 ετών και μόλις δυο σχεδόν χρόνια στη δουλειά. Έπρεπε να φωτογραφίσω τις ηττημένες κι αυτές (όταν ο αγώνας έληξε) έτυχε να είναι οι Ελληνίδες. Είδα ότι μια Ελληνίδα παίκτρια έκλαιγε. Την πλησίασα να τη φωτογραφίσω. Την έλεγαν Δελή. Αυτή όμως, όταν με είδε να τη φωτογραφίζω με έδιωξε και με χτύπησε μπροστά σε πέντε χιλιάδες ανθρώπους. Δεν αντέδρασα, τι να έκανα κιόλας; Ήταν γυναίκα… Οι άλλοι όμως Τούρκοι συνάδελφοι φωτογράφισαν το γεγονός. Και την επόμενη μέρα, όλες οι εφημερίδες της Τουρκίας έδειχναν τη Δελή να με χτυπάει…».
Στο τέλος της συνέντευξης του Σερτ, τον ξαναρωτάμε αν σκεφτόταν τη Δελή να τον δέρνει την ώρα που κατέβαζε τη σημαία των Ίμια. Μας το ξαναλέει. «Έχεις φάει ποτέ ξύλο μπροστά σε πέντε χιλιάδες κόσμο;» Και στην ιστορία της κρίσης στα Ίμια, η παγκόσμια γνωστή ρήση «chercher la femme», φαίνεται πως βρίσκει την εφαρμογή της.
ΠΗΓΗ- ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ
Το Δεκέμβριο του 1998 βρέθηκα στη Σμύρνη μαζί…
με το φίλο και συνάδελφο εκδότη της χιώτικης εφημερίδας «Αλήθεια» Γιάννη Τζούμα, καλεσμένοι της Ένωσης Σύγχρονων Τούρκων Δημοσιογράφων στις εκδηλώσεις που πραγματοποιούσε στην Τουρκική μεγαλούπολη, με θέμα τα 50 χρόνια από την υπογραφή της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Πήγε καλά η εκδήλωση και λίγη ώρα μετά, βρεθήκαμε με συντρόφους, – στην τότε προσπάθεια να ανοίξουν δρόμοι συνεργασίας ανάμεσα στους δύο λαούς – σε μια ταβέρνα πίνοντας ρακί και χαζεύοντας τον κόλπο του Νυμφαίου που λυσσομανούσε…
Ήταν σ’ εκείνο το τραπέζι ο πρόεδρος του παραρτήματος στη Σμύρνη της Ένωσης Σύγχρονων Τούρκων Δημοσιογράφων Σουλεϊμάν Γεντσέλ, ο Μαατζίτ Σεφίλογλου, μέλος της Διοίκησης της Ένωσης και ο τότε Δήμαρχος της Περγάμου, ο γνωστός στο κοινό της Μυτιλήνης Σεφά Τασκίν.Η κουβέντα κλωθογύριζε στις προσπάθειές μας για συνεννόηση ανάμεσα στους πολίτες, στο τι κάναμε και στο τι σχεδιάζαμε να κάνουμε και φυσικά πάντα στην αφετηρία της συγκεκριμένης προσπάθειας, την κρίση στα Ίμια.
«Πού είναι οι Τούρκοι δημοσιογράφοι πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών;» ρώτησα. Ο Μαατζίτ μας είπε πως ο ένας τουλάχιστον ζει στη Σμύρνη και πως τον ήξερε, είχε μάλιστα το τηλέφωνό του.«Τηλεφώνησέ του και φώναξέ τον στην παρέα μας να κουβεντιάσουμε μαζί του», είπε ο Γιάννης. Σε λίγη ώρα, ο Τζεσούρ Οσέρτ, ο διακρινόμενος από την κοτσίδα Τούρκος δημοσιογράφος στη γνωστή φωτογραφία του κατεβάσματος της ελληνικής σημαίας και της ύψωσης της τουρκικής στη βραχονησίδα, ήταν στο τραπέζι μας.
Η συζήτηση μαζί του κράτησε περίπου τέσσερις ώρες και μαγνητοφωνήθηκε στο σύνολό της. Κάποια κομμάτια της συζήτησης καλύπτονται από το γνωστό δημοσιογραφικό «off the record» που, αν μη τι άλλο, μεταξύ δημοσιογράφων τηρείται. Χρέος του ιστορικού του μέλλοντος να τα χρησιμοποιήσει στο γράψιμο της πραγματικής ιστορίας των Ιμίων.
Ένα μέρος της συζήτησης δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1999 στην «Ελευθεροτυπία», αλλά δε διαβάστηκε ποτέ στη Μυτιλήνη, αφού οι πτήσεις της Ολυμπιακής εκείνη τη μέρα δεν έγιναν και οι εφημερίδες δεν έφθασαν ποτέ στο νησί.
Αυτή η συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία», ξαναδουλεμένη, αλλά και πολλά κομμάτια της συζήτησης με τον Τζεσούρ Οσέρτ, που δεν είχαν χωρέσει τότε λόγω χώρου της εφημερίδας αλλά και λόγω εποχής, δημοσιεύεται σήμερα στο «Ε» στην επέτειο των οκτώ χρόνων από την κορύφωση εκείνης της κρίσης, που έφερε την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα ενός πολέμου.
Τον λένε Τζεσούρ Οσέρτ. Στα τούρκικα το πρώτο, το μικρό του όνομα, σημαίνει «ο άνθρωπος που μπορεί να τα κάνει όλα». Το επίθετό του σημαίνει «δυνατός». Κι όμως αυτός, ο «σκληρός» της αποστολής της εφημερίδας «Χουριέτ» που στις 27 Ιανουαρίου του 1996 κατέβασε την ελληνική σημαία από το βράχο των Ιμίων κι ανέβασε την τουρκική που κουβαλούσε μαζί του, τρία χρόνια μετά το γεγονός που έφερε στο χείλος του πολέμου την Ελλάδα και την Τουρκία, έσπασε τη σιωπή του και παραδέχθηκε: «Εγώ ό,τι έκανα, το έκανα για μια είδηση δική μου στην πρώτη σελίδα. Τρέμανε όμως τα πόδια μου όταν, πολύ αργά, βλέποντας τους Τούρκους κομάντος να ξεκινούν για τα Ίμια, συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Σκεφτόμουνα συνέχεια ότι στα βιβλία της ιστορίας δεν είναι γραμμένοι οι χιλιάδες των νεκρών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Αλλά ο πρώτος που πυροβόλησε κι ο πυροβολισμός του αυτός είχε σαν αποτέλεσμα την έκρηξη του πολέμου».
Με τον «κοτσίδα». Παγωμένο μεσημέρι στην παραλία της Σμύρνης, σε μια Σμύρνη όπου το μεγαλεπήβολο σχέδιο «ανάπτυξής» της, είχε σαν αποτέλεσμα το μπάζωμα της ιστορικής παραλίας της. Σ’ ένα εστιατόριο που από το παράθυρο μπορούσες να αγναντέψεις τον Κόλπο του Νυμφαίου (μέχρι εκεί έφτανε το μάτι σου) που πια έβλεπες μόνο τα δεκάδες φορτηγά που κουβαλούσαν μπάζα. Η τελευταία καταστροφή της Σμύρνης δε συνέβη στα 1922. Έμελλε να γραφτεί στα 1998.Ο δημοσιογράφος Μαατζίτ Σεφίλογλου, μέλος της Διοίκησης του παραρτήματος Σμύρνης της Ένωσης Σύγχρονων Τούρκων Δημοσιογράφων, και εργαζόμενος στο γραφείο Σμύρνης της «Χουριέτ», έφερε στο τραπέζι τον Τζεσούρ Οσέρτ. Παρών για να μεταφράζει κι ο Ελληνομαθής Πρόεδρος της Ένωσης Σουλεϊμάν Γεντσέλ.Ο Οσέρτ έχει δεχθεί να μιλήσει σε Έλληνα δημοσιογράφο κι όμως μόλις μας βλέπει παγώνει. Κοκκινίζει, ντροπαλά απλώνει το χέρι του.
Χρειάσθηκε πολλά ποτήρια ρακί για να ζεσταθεί, να ξεκινήσει η κουβέντα. Αλλά αυτό ήταν…Ο Τζεσούρ Οσέρτ λέει πως δεν είναι και δεν θέλει να είναι πια δημοσιογράφος. Δηλώνει μάλιστα, ότι μπορεί πια να μιλήσει λεύτερα για την ιστορία των Ιμίων, γιατί δεν είναι δημοσιογράφος. Σπουδάζει καλλιτεχνική φωτογραφία στο Πανεπιστήμιο της Σμύρνης και δε θέλει ούτε να θυμάται τις φωτογραφίες από τα Ίμια. «Που αν και κακές, έγιναν πρωτοσέλιδες»
«Όλα ξεκίνησαν, λέει, όταν με εντολή της διεύθυνσης της εφημερίδας, τέσσερις δημοσιογράφοι της «Χουριέτ» και του τηλεοπτικού σταθμού «Κανάλ Ντε» πήγαν στην Αλικαρνασσό για να καλύψουν το όλο θέμα που είχε αρχίσει να δημιουργείται σαν αποτέλεσμα της τοποθέτησης ελληνικών σημαιών στο βράχο από κατοίκους της γειτονικής Καλύμνου. Στο χωριό Τουργκούτ Ρέις, ακριβώς απέναντι από τα Ίμια, προσπάθησαν να νοικιάσουν ένα σκάφος και μ’ αυτό να περάσουν στο νησί. Λόγω κακοκαιρίας δεν τα κατάφεραν. Τότε ειδοποιήθηκαν άλλοι τρεις κι ανάμεσά τους κι εγώ».Την ώρα που ειδοποιήθηκε ο Τζεσούρ Οσέρτ να πάει στα γραφεία της εφημερίδας, κάλυπτε δημοσιογραφικά τη δραστηριότητα κάποιου βουλευτή. «Μου είπαν να πάω στην εφημερίδα, λέει, γιατί θα έφευγα για τα Ίμια. Πήγα εκεί και φύγαμε για το αεροδρόμιο ‘Μεντερές’ της Σμύρνης απ’ όπου θα πετούσαμε για τα Ίμια. Στην πόρτα της εφημερίδας ένα από τα στελέχη της εφημερίδας μου έδωσε μια μεγάλη σημαία και μου ζήτησε να προσπαθήσουμε να κατεβούμε στα Ίμια και να βγάλουμε φωτογραφίες με τη σημαία αυτή. Αυτό ήταν όλο».
Τον ρωτάμε ποιος του έδωσε τη σημαία. Η απάντησή του, άκρως αποκαλυπτική, καλύπτεται από το δημοσιογραφικό «off the record». Στους ανέμους του ΑιγαίουΤο ταξίδι ήταν πρωτόγνωρο. Στο Αιγαίο, σύμφωνα με τον πιλότο του ελικοπτέρου, σε όλη τη διάρκεια της μιας ώρας πτήσης, φυσούσαν άνεμοι έντασης 30 κόμβων κι είχε δυνατές αναταράξεις. Στο ελικόπτερο εκτός από τον πιλότο ήταν ο κάμεραμαν, ο δημοσιογράφος του «Κανάλ Ντε» κι ο Τζεσούρ Οσέρτ. Και φυσικά, το νησί ήταν άγνωστο στους τρεις τουλάχιστον από τους επιβαίνοντες στο ελικόπτερο. Στους τρεις γιατί ο τέταρτος, ο πιλότος του ελικοπτέρου, ήξερε το νησί. «Δεν ξέρω, λέει, αν ήταν πιλότος της αεροπορίας του στρατού ή πολίτης. Ξέρω μόνο πως ήξερε καλά πού είναι το νησί, καθώς επίσης κι ότι τις μέρες της κρίσης κέρδισε τόσα πολλά χρήματα που αμέσως μετά παράτησε τα ελικόπτερα. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη και άνοιξε ένα ανταλλακτήριο χαρτονομισμάτων. Πρέπει να είναι και ο μόνος που πλούτισε απ’ αυτήν την ιστορία».
Ο σημαιοφόρος της «Χουριέτ» στα Ίμια, υποστηρίζει πως «μόλις πριν μια εβδομάδα, είχε ακούσει για πρώτη φορά για Ελληνοτουρκικά προβλήματα στο Αιγαίο με αφορμή κάποιο βράχο, διαβάζοντας ένα άρθρο στη «Τζουμχουριέτ». Λίγο αργότερα, λέει, διάβασα για την ιστορία στην εφημερίδα «Μιλλιέτ» και είδα φωτογραφίες της Ελληνικής πρακτικής στο νησί. Θεωρούσα όμως ότι επρόκειτο για πρόβλημα στο νησί «Καρά Αντά» που ήταν υπό αμφισβήτηση (σ.σ. πρόκειται για ένα «άγνωστο» νησί που επίσημα αμφισβητήθηκε από τουρκικής πλευράς πολύ μετά την κρίση στα Ίμια και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1999, μαζί με άλλα τρία μεγάλα κατοικημένα νησιά του Αρχιπελάγους) και όχι για προβλήματα στα Ίμια».Σε ελικόπτερο δεν είχε ξαναμπεί στη ζωή του. Καθόταν λέει στο αριστερό πίσω μέρος του ελικοπτέρου. Άλλος ένας ήταν δεξιά του. Και μπροστά ήταν ο πιλότος κι ο κάμεραμαν.«Κάποια στιγμή, συνεχίζει, το νησί φάνηκε. Ο πιλότος μας είπε ότι παρά τον αέρα και τις αναταράξεις, θα προσπαθήσει να κατεβεί. Τον άκουσα που μίλαγε με το αεροδρόμιο. Τους έλεγε ότι μόνο κατσίκια είχε πάνω στο νησί. Σκέφτηκα πως το ταξίδι δεν είχε γίνει τσάμπα. Θα μπορούσε να αξιοποιηθεί δημοσιογραφικά μια και βρήκαμε κάτι ζωντανό. Τα κατσίκια. Αρχίσαμε να βγάζουμε φωτογραφίες. Θυμάμαι ότι χαλάσαμε 15 φιλμ με φωτογραφίες των κατσικιών που έτρεχαν πάνω στο νησί φοβισμένα. Και τότε ο πιλότος μας είπε ότι θα κατέβαζε όσο μπορούσε το ελικόπτερο, για να βγάλουμε καλύτερες φωτογραφίες. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, τον ακούσαμε να μας λέει πως στο νησί εκτός από κατσίκια είχε και μια σημαία».
Στα ΊμιαΗ διαδικασία της προσγείωσης του ελικοπτέρου, όπως τουλάχιστον περιγράφεται από τον Τζεσούρ Σερτ, θυμίζει από αέρος απόβαση σε στρατιωτικό προγεφύρωμα. «Όταν ο πιλότος, λέει, έφθασε κοντά στο έδαφος, είδαμε ότι η σημαία ήταν ελληνική. Ήταν ανεβασμένη στον έναν από τους δυο ιστούς. Δίπλα ήταν ένα δεύτερος άδειος ιστός. Το αίμα μας σταμάτησε να κυλά. Του είπαμε να κατεβεί οπωσδήποτε. Επί δέκα λεπτά προσπαθούσε να προσγειώσει το ελικόπτερο. Κατέβηκε σχεδόν δίπλα από τα κοντάρια. Σα στρατιώτες πεταχτήκαμε από μέσα. Με αναμμένη τη μηχανή του ελικοπτέρου, με τον έλικα να γυρίζει… Λειτουργούσαμε σα στρατιωτικό απόσπασμα. Μέχρι και σήμερα αναρωτιέμαι γιατί… Βγάλαμε γρήγορα την ελληνική σημαία, την έβαλα μάλιστα εγώ στην τσέπη μου, βάλαμε την τουρκική που και πάλι είχα μαζί μου εγώ. Στο νησί μείναμε επτά ή οκτώ λεπτά όλα κι όλα. Φωτογραφηθήκαμε εκ περιτροπής όλοι…»Χωρίς άλλη ερώτηση ο «σημαιοφόρος» συνεχίζει να μιλά. Μόνο που τώρα δεν αναφέρεται σε γεγονότα. Απολογείται θαρρείς…«Δεν ήξερα ότι στο νησί υπήρχε ελληνική σημαία. Κανείς δεν μας το είχε πει. Αλλά και κανείς δε μας είπε να βγάλουμε την ελληνική σημαία. Μας είπαν μόνο να βγούμε φωτογραφίες με την τουρκική σημαία. Αλήθεια σας λέω… Εμείς τουλάχιστον δεν πήραμε εντολές γι’ αυτές τις ενέργειές μας από κανέναν. Ούτε από το κράτος, ούτε από το στρατό, ούτε από την εφημερίδα».Όλη κι όλη η δημοσιογραφική αποστολή στα Ίμια κράτησε περίπου δυόμισι ώρες.«Στην επιστροφή, συνεχίζει, τηλεφωνήσαμε στην εφημερίδα και είπαμε πως στο νησί υπήρχε και μια ελληνική σημαία που πήραμε μαζί μας. Άκουσα το συνάδελφο με τον οποίο μιλούσα να αναγγέλλει δυνατά το γεγονός. Άκουσα τους άλλους να φωνάζουν, να χορεύουν πάνω στα τραπέζια. Η εφημερίδα, επιτέλους, την επόμενη μέρα θα είχε μια μεγάλη είδηση. Ένα δυνατό πρωτοσέλιδο. Για μια στιγμή, αδιόρατα σχεδόν, σκέφτηκα μπας και ήμουν ηθοποιός σε μια κωμωδία. Σήμερα σκέφτομαι ότι τούτη η τραγωδία θα μπορούσε εύκολα να είναι απλά μια κωμωδία. Ή τελικά δεν είναι παρά μια κωμωδία;»
Σημειώνουμε το χαρακτηρισμό της κωμωδίας σε τούτη την ιστορία που ξετυλίγει σκηνή – σκηνή σαν πολύπειρος σεναριογράφος ο Τζεσούρ Οσέρτ. Τον αφήνουμε να συνεχίσει.«Λίγο προτού απογειωθούμε, ήταν τόση η χαρά μας για την επιτυχία μας, που μάλιστα «έπεσε η ιδέα» να πάρουμε κι ένα από τα κατσίκια και να το μεταφέρουμε στη Σμύρνη. Μετά να αρχίσουμε να ρωτάμε αν η κατσίκα είναι ελληνική ή τουρκική. Ή να πούμε ότι καταφέραμε να πάρουμε από τους Έλληνες ένα κατσίκι. Εγκαταλείψαμε σύντομα την ιδέα, γιατί το κατσίκι δε χωρούσε στην καμπίνα του ελικοπτέρου.
Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας μάς περίμενε στο αεροδρόμιο. Βγήκαμε κι άλλες φωτογραφίες αναμνηστικές μπροστά στο ελικόπτερο. Κι αυτές κι οι άλλες από τα Ίμια κρατήθηκαν σαν καλές όλες. Καμία δε χαρακτηρίσθηκε κακή φωτογραφία. Κι όμως. Πριν λίγες μέρες είχα βγάλει κάποιες φωτογραφίες μιας νέας γυναίκας στη Σμύρνη, σαν αυτές που δημοσιεύουμε στην τελευταία σελίδα. Όλες είχαν απορριφθεί. Περιέργως, οι φωτογραφίες των Ιμίων θεωρήθηκαν όλες καλές. Αστείο δεν είναι;
Στην εφημερίδα οι μηχανές περίμεναν εμάς για να αρχίσουν να τυπώνουν. Γράψαμε ό,τι γράψαμε, εμφανίσθηκαν οι φωτογραφίες και σε λίγο ανακοινώθηκε και ο τίτλος που είχε επιλεγεί. Ο γνωστός τίτλος «Πόλεμος σημαιών» ήταν γεγονός».Κι η σημαία των Ιμίων;«Τη σημαία, λέει, την έφερα μαζί μου εγώ. Μου την πήραν, την έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη για τις ανάγκες του ρεπορτάζ του ‘Κανάλ Nτε’ και μετά μου επιστράφηκε. Είχα πάντως από την πρώτη στιγμή την άποψη, πως δεν πρέπει να κάνουμε λάθος με τη σημαία. Είπαμε να την πάμε πίσω στον Έλληνα πρόξενο της Σμύρνης, αλλά δεν τη δέχτηκαν. Υπάρχει είπαν κάποια ιδιαίτερη διαδικασία σε τέτοιες περιπτώσεις, εμείς πήγαμε με τις κάμερες κιόλας να τη δώσουμε πίσω… Η σημαία τελικά στάλθηκε πίσω στο ‘Kανάλ Nτε’ και πιστεύω πως τώρα πρέπει να βρίσκεται εκεί. Πάντως, εγώ θέλω να πω πως σεβάστηκα τη σημαία. Η όποια σημαία είναι κάτι πολύ σημαντικό. Η συγκεκριμένη, βέβαια, χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει κάποιες ανάγκες εκείνων των ημερών. Λυπάμαι…»
Ελληνική αντίδραση. Την επόμενη μέρα, στις 28.1.1996 το πρωί, οι φορτωμένοι την επιτυχία των Ίμια δημοσιογράφοι της «Χουριέτ» στέλνονται στην Αλικαρνασσό. Το περιπολικό του πολεμικού ναυτικού «Παναγόπουλος» έχει αφαιρέσει την τουρκική σημαία και στο νησί έχει εγκατασταθεί ελληνικό άγημα.«Ξυπνήσαμε πρωί πρωί, λέει ο Τζεσούρ Οσέρτ, και πήγαμε στην εκεί ναυτική βάση. Κουβεντιάσαμε με το στρατιωτικό επικεφαλής της, και του ζητήσαμε άδεια να πάμε στα Ίμια. Χαμογέλασε. Και μας είπε απλά όχι. Στο Τουργκούτ Ρέις γύρω στο μεσημέρι, νοικιάσαμε ένα άλλο σκάφος κι ανοιχτήκαμε προς το νησί. Ακόμα στην περιοχή δεν είχε έρθει κανένας δημοσιογράφος. Ήμαστε μόνοι μας κι ονειρευόμαστε δεύτερη μεγάλη επιτυχία. Στο δρόμο είδαμε ένα τουρκικό σκάφος. Πάνω από τα κεφάλια μας είδαμε δυο ελληνικά αεροσκάφη και δύο τουρκικά. Είχαν αρχίσει κάποιες αερομαχίες. Είδαμε και ένα ελληνικό πολεμικό σκάφος…»Είχε μήπως καταλάβει πια ο Τζεσούρ Οσέρτ ότι η «αποστολή» της περασμένης μέρας είχε γεννήσει συνθήκες πολέμου;«Όχι», απαντά. «Είπα απλά ότι μπροστά μου είναι ένα γεγονός. Και μάλιστα σημαντικό. Είναι είδηση και το καλύπτω. Έπαιρνα φωτογραφίες τα αεροπλάνα και τα καράβια με φόντο το νησί. Άσχημες φωτογραφίες, αλλά πολύ χρησιμοποιημένες. Στα Ίμια έμαθα πως σε τέτοιες περιπτώσεις οι καλές φωτογραφίες δε μετρούν πάντα.Επιστρέψαμε στο Τουργκούτ Ρέις. Με ένα ταξί στείλαμε τις φωτογραφίες στη Σμύρνη. Ευτυχισμένοι στ’ αλήθεια πέσαμε να κοιμηθούμε, γιατί είχαμε δεύτερο μεγάλο θέμα για τη ‘Χουριέτ’ και οι αντίπαλες εφημερίδες δεν είχαν βγάλει ακόμα θέμα. Όλη εκείνη τη νύχτα τα κανάλια των τουρκικών τηλεοράσεων έδειχναν έναν παπά που έβαζε μια ελληνική σημαία στα Ίμια. Άρχισα να νιώθω πως κάτι κακό είχε δρομολογηθεί. Αλλά ήμουν ευτυχισμένος. Είχα βγάλει είδηση».
Η 29.1.1996 βρήκε την περιοχή γεμάτη πολεμικά σκάφη. Ελληνικά και τούρκικα. Και όλοι οι Τούρκοι δημοσιογράφοι ήταν εκεί με ζωντανές συνδέσεις. «Μάθαμε, λέει, πως ελληνικός στρατός αποβιβάσθηκε στα Ίμια. Με ένα νοικιασμένο σκάφος ξεκινήσαμε για το νησί. Στο δρόμο ένα ελληνικό καράβι άρχισε να κάνει κυματισμό για να μας εμποδίσει να πλησιάσουμε. Ένιωθα σαν ένας ηθοποιός σε ταινία τρίτης κατηγορίας. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Γυρίσαμε στην ακτή».Η ιστορία των Ιμίων πλησιάζει στη δεύτερη κορύφωσή της.
Ο Τζεσούρ Οσέρτ πίνει πάντα ρακί, μιλά δυνατά, και παρουσιάζει την ιστορία. Θαρρείς και τη ζει ξανά. Δείχνει να δυσανασχετεί με τις διακοπές για τη μετάφραση. Θέλει να μιλήσει…«Στις 30 Ιανουαρίου μάθαμε πως Τουρκικός στρατός θα ξεκινούσε από το Γκιολτζούκ (σ.σ. πρόκειται για το μεγάλο ναύσταθμο του Πολεμικού Ναυτικού στην περιοχή του Ισμίτ κοντά στην Κωνσταντινούπολη) με κατεύθυνση τα Ίμια. Παίζαμε πόλεμο γύρω γύρω από το νησί. Αλλά δεν ήταν πραγματικός πόλεμος. Ήταν ένας πόλεμος επί χάρτου. Νοικιάσαμε τότε όλοι οι δημοσιογράφοι ένα καράβι να πάμε στα Ίμια. Στο Τσαούς Αντασί, ένα μικρό νησί μεταξύ Ιμίων και Τουρκικής ακτής, μας σταμάτησαν. Μείναμε στο νησί για να δούμε καλύτερα το τι θα γίνει. Σαν σε παρατηρητήριο σε μια στρατιωτική άσκηση. Είπαμε στον ιδιοκτήτη του σκάφους να επιστρέψει στην ακτή και να έλθει να μας πάρει το απόγευμα. Από το Τσαούς Αντασί παίρναμε φωτογραφίες. Όλα ανακατεμένα ήταν. Ήταν ένας σιωπηλός πόλεμος τούτο που είχαμε μπροστά μας. Το απόγευμα ο ιδιοκτήτης του σκάφους που θα ερχόταν να μας πάρει, δεν ήλθε. Μας μάζεψαν κάτι στρατιωτικά ελικόπτερα. Γύρισα στο ξενοδοχείο και κουρασμένος έπεσα να κοιμηθώ. Εκεί βρήκα τουλάχιστον 100 δημοσιογράφους. Άλλοι έλεγαν πως έρχεται πόλεμος, άλλοι πως θα ήθελαν να πάνε να χορέψουν στο γειτονικό Μποντρούμ (σ.σ. στην Αλικαρνασσό)».«Τρέμανε τα πόδια μου…»Βράδυ 30 προς 31 Ιανουαρίου. Ο πρωταγωνιστής της κρίσης των Ιμίων, ο άνθρωπος που με την πράξη του είχε μαζέψει σε μια τόσο μικρή λωρίδα θάλασσας τόσο πολύ στρατό, κοιμόταν. Αποδείχθηκε όμως πως κάποιοι παρακολουθούσαν την αρχή ενός πολέμου, τρώγοντας φρέσκο ψάρι σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα με φόντο τα Ίμια!«Μετά τα μεσάνυχτα, λέει ο Τζεσούρ Σερτ, μου χτύπησαν την πόρτα. Το αφεντικό της ‘Χουριέτ’ είχε στείλει τον οδηγό του να μας πει ότι ο στρατός ξεκίνησε. Αυτός έμαθα αργότερα ότι έτρωγε σε μια ταβέρνα του Γκιουμουσλούκ. Ένα τουριστικό μέρος κοντά στα Ίμια. Εκεί είδε ότι στην ακτή είχαν έρθει καταδρομείς και ετοιμάζονταν να φύγουν για τα Ίμια. Από την ταβέρνα είχε δει την αρχή του πολέμου. Σε λίγα λεπτά κι εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι δημοσιογράφοι ήμαστε εκεί.
Κάποιοι παρακολουθούσαν την αρχή του πολέμου και κάποιοι άλλοι είχαν φύγει για την Αλικαρνασσό να χορέψουν…Βρέθηκα μπροστά σε καταδρομείς που μου θύμιζαν το Ράμπο. Ο στρατηγός που ήταν εκεί στην ακτή μάζεψε όλους τους δημοσιογράφους και μας είπε πως, αν αγαπάμε την πατρίδα, δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε φλας, φωτογραφίζοντας τους καταδρομείς για να μην δει τις αναλαμπές στο νησί ο εχθρός. Ήταν περίπου 12 τα μεσάνυχτα. Φωτογραφίσαμε χωρίς φλας. Όταν οι καταδρομείς μπήκαν στα σκάφη τους και ξεκίνησαν, τηλεφώνησα στο σπίτι μου και είπα «έγινε πόλεμος». Τότε, αλήθεια, μόνο τότε κατάλαβα σε τι ιστορία είχα μπλέξει. Έτρεμαν τα πόδια μου. Σκεφτόμουν συνέχεια ότι στα βιβλία της ιστορίας δεν είναι γραμμένοι οι χιλιάδες των νεκρών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αλλά ο πρώτος που πυροβόλησε κι ο πυροβολισμός του αυτός είχε σαν αποτέλεσμα της έκρηξη του πολέμου. Στην περίπτωση αυτή τον πρώτο πυροβολισμό τον είχα ρίξει εγώ με το κυνήγι της είδησης. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε πρώτη σελίδα. Υπήρχε μόνο πόλεμος. Ζούσαμε την αρχή ενός πολέμου…»Η ιστορία των Ίμια τελειώνει. Ή τουλάχιστον ό,τι είδε με τα μάτια του ο Τζεσούρ Σερτ.Το ερώτημα, το μόνο που θα μπορούσε να υποβληθεί. «Θα το ξανάκανες το ό,τι έκανε στα Ίμια;»Η απάντηση άμεση. Θαρρείς κι όλη η συνέντευξη έγινε μόνο για τούτη τη στιγμή.«Όχι. Ποτέ ξανά. Παντού μιλούσαν εναντίον μου. Κατάντησα εχθρός της πατρίδας μου. Ο Πρόεδρος της Ένωσης Σύγχρονων Τούρκων είπε πως δεν είναι δημοσιογράφος όποιος λειτουργεί σαν εμένα. Πόσο μάλλον εγώ ο ίδιος. Οι Έλληνες έγραψαν πως είμαι πράκτορας της ΜΙΤ. Υπήρξαν και Τούρκοι που έγραψαν πως ό,τι έκανα το έκανα με υπόδειξη Ελλήνων. Μερικές εφημερίδες στην Τουρκία αλλά κι αλλού βγάλανε τη φωτογραφία μου με τη λεζάντα «ο τσαρλατάνος των Ίμια». Εγώ ο ήρωας της πρώτης σελίδας, κατάντησα να με ρωτούν «και τι δουλειά είχες εσύ εκεί»; Μέχρι και στην ίδια τη «Χουριέτ» κάποιοι έγραψαν πως τη σημαία την πήραμε μόνοι μας. Ήταν οι ίδιοι που χόρευαν πάνω στα τραπέζια, όταν γυρίσαμε με τη μεγάλη «πρώτη σελίδα».Κι η γνώμη του για το πρόβλημα των Ιμίων;«Στο δρόμο προς τον 21ο αιώνα δε χωρούν διεκδικήσεις και συγκρούσεις. Δεν λύνονται τα προβλήματα με τέτοιες μεθόδους». Όσον αφορά τα ίδια τα Ίμια, γι’ αυτόν πια «δεν είναι τίποτα άλλο από ένα όμορφο νησάκι στο Αιγαίο. Θα ήθελα, λέει, κάποτε να πάω με τα παιδιά μου. Σαν απλός πολίτης, ποτέ σα δημοσιογράφος. Να τους μιλήσω για εκείνες τις ημέρες, για τα λάθη εκείνων των ημερών, τίποτα άλλο…».
Κι οι νεκροί; Τα Ίμια δεν τέλειωσαν με απειλές σύγκρουσης. Τέλειωσαν με τρεις νεκρούς από ελληνικής πλευράς.«Δεν ήθελα, λέει, να συμβεί τίποτα απ’ ό,τι έγινε. Αλλά δεν έκανε και κανείς τίποτα να μας σταματήσει. Τίποτα δεν ήταν προγραμματισμένο. Οι τρεις νεκροί δε σκοτώθηκαν, επειδή εγώ έριξα το ελικόπτερο. Αυτοί ήταν μέρος ενός παιχνιδιού;»Είναι ο πόλεμος παιχνίδι;«Δεν είναι ο πόλεμος παιχνίδι, αλλά είναι μια αλήθεια της ζωής. Μπορώ σ’ αυτό το ερώτημα να απαντήσω και ρωτώντας «γιατί υπάρχουν οι Στρατοί».ΕπίλογοςΑντί για επίλογο, στη συνέντευξή του ο «σημαιοφόρος» των Ίμια ζητά να πει δυο λόγια, όπως λέει, «που πάντα ήθελα να πω στους Έλληνες». Ρουφά μια μεγάλη γουλιά ρακί και ξεκινά. «Πήγα στο νησί ξανά όταν τέλειωσαν όλα. Βρήκα κάλυκες από σφαίρες, τα δυο κοντάρια. Ήμουνα ο πρώτος που πήγε στο νησί κι ήθελα να είμαι κι ο τελευταίος. Επιστρέφοντας, ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής μου είπε ότι αν ξαναπάω θα με σκοτώσει. Έτσι κι αλλιώς δε θέλω να ξαναπάω. Είπα και πριν. Μερικοί με είπαν «ήρωα της Τουρκίας». Κάποιοι άλλοι με είπαν «λάθος της Τουρκίας». Μερικοί ακόμα συζητούν το τι είμαι. Στ’ αλήθεια ήμουν μόνο ένας δημοσιογράφος που έβγαζε φωτογραφίες κοριτσιών της Σμύρνης που φορούσαν όμορφα ρούχα. Όταν αποφάσισα ότι δε θέλω να είμαι δημοσιογράφος, αλλά μόνο ένας καλός φωτογράφος, έκοψα τα μαλλιά μου κι αδυνάτισα. Να μη με γνωρίζουν. Να περνώ απαρατήρητος πια. Πήγα στο Πανεπιστήμιο και σπουδάζω φωτογραφία κι ελπίζω κάποτε να μπορέσω να έλθω στην Ελλάδα χωρίς να φοβάμαι τις αντιδράσεις του κόσμου. Άρχισα να μεγαλώνω, σε λίγο θα είμαι 30 χρόνων… νιώθω πια παιδί του κόσμου. Ο παππούς μου, από μεριά του πατέρα μου, ήταν από τη Συρία. Η μητέρα, από τη μεριά του πατέρα μου, ήρθε από το Ιράκ. Ο πατέρας της μάνας μου είναι από τη Ρουμανία και η μητέρα της είναι παιδί παρτιζάνου στη Γιουγκοσλαβία».
Τον αποχαιρετάμε.«Ήθελα να μιλήσω, μας λέει. Και ήθελα να μιλήσω σε Έλληνα. Θέλω να σου πω πως απ’ ό,τι είπα δεν είναι τίποτα ψέματα. Πιστέψτε με».Θυμηθήκαμε αυτό που είχαμε σημειώσει. Το ότι ο Τζεσούρ Σερτ είχε χαρακτηρίσει κωμωδία την ιστορία των Ιμίων. Του το λέμε.«Κάθε ταινία, απαντά, έχει δραματικές στιγμές. Ακόμα κι οι κωμωδίες. Πόσες θα είναι οι δραματικές στιγμές δεν το αποφασίζουν οι πρωταγωνιστές. Οι παραγωγοί κι οι σκηνοθέτες το αποφασίζουν». Μας χαιρετά.
Το μαγνητόφωνο συνεχίζει να γράφει…«Ο φάκελος των Ίμια για μένα κλείνει σήμερα που μίλησα σε κάποιον Έλληνα. Για μένα δεν υπάρχει πια τίποτα άλλο. Πες το στην πατρίδα σου. Όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι μου πια δε θα βλέπω έναν ανοιχτό φάκελο. Πίστεψε ό,τι θέλεις. Αλλά απόψε εγώ θα κοιμηθώ ήσυχος. Η ζωή συνεχίζεται…».Φεύγει.Κοιταζόμαστε αμίλητοι. Ετοιμαζόμαστε ν’ αρχίσουμε να χοροπηδάμε από τη χαρά μας για τη δημοσιογραφική επιτυχία… Λίγα δευτερόλεπτα μετά επιστρέφει. «Ε, λέει, χρωστούσα ένα καλό πρωτοσέλιδο σε έναν Έλληνα δημοσιογράφο… Γεια…»!!!
Πίσω από την ενέργεια του Τούρκου δημοσιογράφου. Τι σκεφτόταν ο Τζεσούρ Σερτ την ώρα της αποβίβασής του στα Ίμια, την ώρα που κατέβαζε την ελληνική κι ανέβαζε στο βράχο την τουρκική σημαία;
«Έχεις φάει ποτέ ξύλο από γυναίκα μπροστά σε πέντε χιλιάδες κόσμο; Κι έχει δει το γεγονός όλη η Τουρκία σε φωτογραφίες που δημοσίευσαν οι εφημερίδες;», ρωτά.Ο Τζεσούρ Σερτ, όπως επιβεβαιώθηκε από την πρωταγωνίστρια του γεγονότος, είχε πραγματικά φάει ξύλο από μια Ελληνίδα πριν από 13 χρόνια μέσα στη Σμύρνη, μπροστά σε πέντε χιλιάδες θεατές του τελικού αγώνα στο παγκόσμιο πρωτάθλημα σχολικών ομάδων μπάσκετ. Αντίπαλες η ομάδα της Ελλάδας και η ομάδα της Σουηδίας, από την οποία οι Ελληνίδες έχασαν με ένα καλάθι διαφορά.
«Για μένα, λέει ο Σερτ, η ιστορία των Ιμίων ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1991. Δεν έχει να κάνει με κάτι σημαντικό για την ελληνική πλευρά, αλλά με ένα γεγονός πολύ σημαντικό για μένα. Τότε ήμουν αθλητικογράφος στη «Χουριέτ», 21 ετών και μόλις δυο σχεδόν χρόνια στη δουλειά. Έπρεπε να φωτογραφίσω τις ηττημένες κι αυτές (όταν ο αγώνας έληξε) έτυχε να είναι οι Ελληνίδες. Είδα ότι μια Ελληνίδα παίκτρια έκλαιγε. Την πλησίασα να τη φωτογραφίσω. Την έλεγαν Δελή. Αυτή όμως, όταν με είδε να τη φωτογραφίζω με έδιωξε και με χτύπησε μπροστά σε πέντε χιλιάδες ανθρώπους. Δεν αντέδρασα, τι να έκανα κιόλας; Ήταν γυναίκα… Οι άλλοι όμως Τούρκοι συνάδελφοι φωτογράφισαν το γεγονός. Και την επόμενη μέρα, όλες οι εφημερίδες της Τουρκίας έδειχναν τη Δελή να με χτυπάει…».
Στο τέλος της συνέντευξης του Σερτ, τον ξαναρωτάμε αν σκεφτόταν τη Δελή να τον δέρνει την ώρα που κατέβαζε τη σημαία των Ίμια. Μας το ξαναλέει. «Έχεις φάει ποτέ ξύλο μπροστά σε πέντε χιλιάδες κόσμο;» Και στην ιστορία της κρίσης στα Ίμια, η παγκόσμια γνωστή ρήση «chercher la femme», φαίνεται πως βρίσκει την εφαρμογή της.
ΠΗΓΗ- ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ
Δημοσίευση σχολίου