Η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα αποτελεί κλασική περίπτωση αντίπαλης δυάδας, όπως οι περιπτώσεις Γάλλων-Γερμανών (1800-1945), Σέρβων-Αλβανών, Ισραηλινών-Αράβων ή Ινδών-Πακιστανών. Μάλιστα ίσως η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα να είναι η μακροβιότερη, ακόμη και αν τοποθετηθεί η έναρξη της, με αυστηρά κριτήρια, το 1912 αντί του 1821 ή πιο πριν.
Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά τη δεκαετή ύφεση (1999-σήμερα), και με δεδομένη τη βούληση για σχέσεις καλής γειτονίες και από τις δύο κυβερνήσεις, η ύφεση έχει από το 2005 γίνει επισφαλής και δεν έχει οδηγήσει στο ζητούμενο, στην οριστική προσέγγιση και καλή γειτονία. Ούτε καν ένα θέμα από την ευρεία γκάμα των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν έχει επιλυθεί, είτε πρόκειται για τις διαφορές στο Αιγαίο, είτε πρόκειται για τα μειονοτικά ζητήματα και το Πατριαρχείο. Η καχυποψία, η επιλεκτική κάλυψη των ΜΜΕ, τα εμπρηστικά άρθρα στις εφημερίδες και τώρα στο διαδίκτυο έχουν μάλιστα πολλαπλασιαστεί τον τελευταίο καιρό και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Τι άραγε φταίει και οι δύο πλευρές δεν μπορούν επιτέλους να τα βρουν; Φταίει το άλυτο Κυπριακό που συνεχίζει και δηλητηριάζει τις σχέσεις τους; Φταίνε τα εκατέρωθεν εθνικιστικά ακροδεξιά κόμματα (ΛΑΟΣ, Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, αντιστοίχως); Φταίνε οι υπερπατριώτες που βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα κόμματα, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης; Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι στην Τουρκία οι ιέρακες και ανθέλληνες τέως πρέσβεις Οϊμέν και Ελεγκντάγ στο Ρεπουμπλικανικό Λαικό Κόμμα ή ο τέως πρέσβης Μπουλούκμπασι στο Κόμμα Εθνικής Δράσης, ή οι ιέρακες «τουρκοφάγοι» στενοί σύμβουλοι και συνομιλητές που έχει επιλέξει ο Αντώνης Σαμαράς στη Νέα Δημοκρατία (Χρύσανθος Λαζαρίδης, Φ. Κρανιδιώτης και άλλοι που πρόσκεινται ή ανήκουν στο εθνικιστικό λόμπυ που λέγεται «Δίκτυο 21»);
‘
Όλα αυτά συλλήβδην μπορεί να θεωρηθούν σοβαροί ανασταλτικοί παράγοντες υπό τη μορφή του πολιτικού κόστους που δεν επιτρέπει στις δύο κυβερνήσεις από κοινού να επιλύσουν τις διαφορές τους και να περάσουν τον Ρουβίκωνα. Όμως οι παραπάνω ανασταλτικοί παράγοντες και το πολιτικό κόστος δεν αρκούν για να εξηγήσουν τη συνεχιζόμενη αντιπαλότητα που ειδικά στην Ελλάδα, είναι νομίζω πιο ευρέως διαδεδομένη απ΄ότι στην Τουρκία. Ας δούμε γιατί δεν αρκούν.
Η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα αποτελεί αναχρονισμό και παράδοξο. Πρώτον, γιατί τα χερσαία και νησιωτικά σύνορα μεταξύ των δύο κρατών έχουν οριστεί, με επάρκεια, στις συνθήκες ειρήνης της Λωζάννης (1923) και των Παρισίων (1947).
Δεύτερον, οι διαφορές του Αιγαίου δεν αποτελούν διαφορές για εδάφη και κατοίκους, κάτι που θα τις καθιστούσε πολύ δύσκολες στην επίλυση τους και όλες υπόκεινται σε λογικές λύσεις, με το συνολικό αποτέλεσμα μια αμοιβαια επωφελη λυση.
Τρίτον οι δύο πλευρές έχουν δηλώσει, κατ΄επανάληψη σε επίσημο επίπεδο, ότι δεν τρέφουν καμία απολύτως επεκτατική βλέψη σε βάρος της άλλης πλευράς. Είναι κράτη ταγμένα στο εδαφικό status quo, το οποίο και θεωρούν ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής τους πολιτικής στην προαγωγή του εθνικού τους συμφέροντος.
Τέταρτον η μη επίλυση των διαφορών του Αιγαίου έχει μεγάλο κόστος. Βλάπτει υπέρμετρα και τις δύο χώρες (τεράστιο κόστος εξοπλισμών με μεγάλη ζημία σε άλλους τομείς, εθνικιστική αναδίπλωση και ξενοφοβία).
Μήπως η πραγματική αιτία της αντιπαράθεση βρίσκεται αλλού, σε κάτι βαθύτερο;
Στην Ελλάδα ο «εξ ανατολών κίνδυνος» θεωρείται δεδομένος. Η Τουρκία θεωρείται εγγενώς επεκτατική σε βάρος της Ελλάδας, αναθεωρητική των συνόρων στη βάση ενός εκκολαπτόμενου «νέο-Οθωμανισμού». Ευρεία απήχηση έχει η θέση ότι η Τουρκία επιδιώκει να οικειοποιηθεί το μισό Αιγαίο, σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα και την εναέρια κυκλοφορία, και έτσι να εγκλωβίσει τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου προκειμένου μελλοντικά να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία σ’ αυτά. Επίσης ότι πάγια επιδίωξη της είναι να κατέχει σχεδόν τη μισό Κύπρο και ίσως στο μέλλον να προσαρτήσει ακόμη και την ελληνική Θράκη.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι Τούρκοι έχουν αντίστοιχα στερεότυπα για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Επικρατεί η πεποίθηση ότι μεταπολεμικά έχει αναζωπυρωθεί η Μεγάλη Ιδέα, με πρώτο στόχο την Κύπρο (προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα ή έμμεσα μέσω Ευρωπαϊκής Ένωσης). Δεύτερος ελληνικός στόχος είναι το Αιγαίο να γίνει ελληνικό στη βάση της εξής επιτήδειας σταδιακής στρατηγικής: (α)το 1931, επέκταση εθνικού εναερίου χώρου στα 10 μίλια,(β) το 1936, επέκταση από τα τρία μίλια στα έξι στην αιγιαλίτιδα ζώνη, (γ)σταδιακή επέκταση μέσω βραχονησίδων προς ανατολάς (τοποθέτηση φάρων και προσπάθειες κατοίκησης ακατοίκητων βραχονησίδων) και (δ) μελλοντική επέκταση στα 12 μίλια, ώστε το να καταστεί το Αιγαίο «ελληνική λίμνη», φιμώνοντας τελείως την Τουρκία δια θαλάσσης, σαν να ήταν περίκλειστη χώρα και να μην είχε εκτεταμένα παράλια στο Αιγαίο.
Κοντολογίς, «φοβάται ο Γιάννης/ο Μεχμέτ το θεριό και το θεριό τον Γιάννη/τον Μεχμέτ» και υπάρχει περίσσευμα καχυποψίας, κακής διάθεσης και εχθρότητας και από τις δύο πλευρές ακόμη και σήμερα.
Οι αμοιβαίες αυτές θέσεις στηρίζονται στις εκατέρωθεν ιστορικές μνήμες (διογκωμένες και διαστρεβλωμένες) που βλέπουν Έλληνες και Τούρκους αντιστοίχως πάντοτε ως ήρωα, θύμα ή αδικημένο. Οι πλειονότητα των Ελλήνων και των Τούρκων αδυνατούν για λόγους εθνικής ταυτότητας να δουν το δικό τους ρόλο ως θύτη.
Οι Έλληνες θυμούνται την Ελληνική Επανάσταση ως ηρωική απελευθέρωση, τις σφαγές του Ιμπραήμ, την «απελευθέρωση» της Μακεδονίας και της Ηπείρου στους Βαλκανικούς Πολέμους, την «απελευθέρωση της Σμύρνης» από τον «τουρκικό ζυγό», τη Μικρασιατική Καταστροφή, τις «χαμένες πατρίδες», «το πογκρόμ» στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1955, την «τουρκική εισβολή και κατοχή» της βόρειας Κύπρου τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1974. Ξεχνούν το δικό τους ρόλο ως θύτη και καταπιεστή.
Από την πλευρά του οι Τούρκοι θυμούνται τον Τουρκικό Αγώνα Ανεξαρτησίας (1919-1921), ως ηρωικό αγώνα «Απελευθέρωσης» (Kurtulus) από τους Έλληνες εισβολείς στη μητέρα-πατρίδα (την Ανατολία), τη σφαγή στη Τριπολιτσά το 1821 και τις σφαγές του Υψηλάντη στη Μολδαβία, την «κατοχή και εισβολή» στη Σμύρνη το 1919, τις πυρπολήσεις και ωμότητες του ελληνικού στρατού το 1912 και κυρίως το 1919-22 στη Μικρά Ασία, τις δολοφονικές επιθέσεις της ΕΟΚΑ εναντίον Τουρκοκυπρίων το 1956-58,την καταπίεση των Τουρκοκυπρίων από το ελληνοκυπριακό κράτος το 1964-74 και την καταπίεση των Τούρκων της Θράκης ειδικά επί Ανδρέα Παπανδρέου και ου το καθεξής, ξεχνώντας τις δικές τους ωμότητες, καταπιέσεις, στυγνές απελάσεις.
Με άλλα λόγια βολεύει ψυχολογικά και υπαρξιακά τους Έλληνες και τους Τούρκους – και ειδικά θα έλεγα τους Έλληνες – να βλέπουν τον «Άλλο» ως στυγνό, φρικτό και βάρβαρο ενισχύονται έτσι της δικής τους επισφαλή αυτό-ταυτότητα. Άραγε τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους;
Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά τη δεκαετή ύφεση (1999-σήμερα), και με δεδομένη τη βούληση για σχέσεις καλής γειτονίες και από τις δύο κυβερνήσεις, η ύφεση έχει από το 2005 γίνει επισφαλής και δεν έχει οδηγήσει στο ζητούμενο, στην οριστική προσέγγιση και καλή γειτονία. Ούτε καν ένα θέμα από την ευρεία γκάμα των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν έχει επιλυθεί, είτε πρόκειται για τις διαφορές στο Αιγαίο, είτε πρόκειται για τα μειονοτικά ζητήματα και το Πατριαρχείο. Η καχυποψία, η επιλεκτική κάλυψη των ΜΜΕ, τα εμπρηστικά άρθρα στις εφημερίδες και τώρα στο διαδίκτυο έχουν μάλιστα πολλαπλασιαστεί τον τελευταίο καιρό και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Τι άραγε φταίει και οι δύο πλευρές δεν μπορούν επιτέλους να τα βρουν; Φταίει το άλυτο Κυπριακό που συνεχίζει και δηλητηριάζει τις σχέσεις τους; Φταίνε τα εκατέρωθεν εθνικιστικά ακροδεξιά κόμματα (ΛΑΟΣ, Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, αντιστοίχως); Φταίνε οι υπερπατριώτες που βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα κόμματα, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης; Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι στην Τουρκία οι ιέρακες και ανθέλληνες τέως πρέσβεις Οϊμέν και Ελεγκντάγ στο Ρεπουμπλικανικό Λαικό Κόμμα ή ο τέως πρέσβης Μπουλούκμπασι στο Κόμμα Εθνικής Δράσης, ή οι ιέρακες «τουρκοφάγοι» στενοί σύμβουλοι και συνομιλητές που έχει επιλέξει ο Αντώνης Σαμαράς στη Νέα Δημοκρατία (Χρύσανθος Λαζαρίδης, Φ. Κρανιδιώτης και άλλοι που πρόσκεινται ή ανήκουν στο εθνικιστικό λόμπυ που λέγεται «Δίκτυο 21»);
‘
Όλα αυτά συλλήβδην μπορεί να θεωρηθούν σοβαροί ανασταλτικοί παράγοντες υπό τη μορφή του πολιτικού κόστους που δεν επιτρέπει στις δύο κυβερνήσεις από κοινού να επιλύσουν τις διαφορές τους και να περάσουν τον Ρουβίκωνα. Όμως οι παραπάνω ανασταλτικοί παράγοντες και το πολιτικό κόστος δεν αρκούν για να εξηγήσουν τη συνεχιζόμενη αντιπαλότητα που ειδικά στην Ελλάδα, είναι νομίζω πιο ευρέως διαδεδομένη απ΄ότι στην Τουρκία. Ας δούμε γιατί δεν αρκούν.
Η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα αποτελεί αναχρονισμό και παράδοξο. Πρώτον, γιατί τα χερσαία και νησιωτικά σύνορα μεταξύ των δύο κρατών έχουν οριστεί, με επάρκεια, στις συνθήκες ειρήνης της Λωζάννης (1923) και των Παρισίων (1947).
Δεύτερον, οι διαφορές του Αιγαίου δεν αποτελούν διαφορές για εδάφη και κατοίκους, κάτι που θα τις καθιστούσε πολύ δύσκολες στην επίλυση τους και όλες υπόκεινται σε λογικές λύσεις, με το συνολικό αποτέλεσμα μια αμοιβαια επωφελη λυση.
Τρίτον οι δύο πλευρές έχουν δηλώσει, κατ΄επανάληψη σε επίσημο επίπεδο, ότι δεν τρέφουν καμία απολύτως επεκτατική βλέψη σε βάρος της άλλης πλευράς. Είναι κράτη ταγμένα στο εδαφικό status quo, το οποίο και θεωρούν ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής τους πολιτικής στην προαγωγή του εθνικού τους συμφέροντος.
Τέταρτον η μη επίλυση των διαφορών του Αιγαίου έχει μεγάλο κόστος. Βλάπτει υπέρμετρα και τις δύο χώρες (τεράστιο κόστος εξοπλισμών με μεγάλη ζημία σε άλλους τομείς, εθνικιστική αναδίπλωση και ξενοφοβία).
Μήπως η πραγματική αιτία της αντιπαράθεση βρίσκεται αλλού, σε κάτι βαθύτερο;
Στην Ελλάδα ο «εξ ανατολών κίνδυνος» θεωρείται δεδομένος. Η Τουρκία θεωρείται εγγενώς επεκτατική σε βάρος της Ελλάδας, αναθεωρητική των συνόρων στη βάση ενός εκκολαπτόμενου «νέο-Οθωμανισμού». Ευρεία απήχηση έχει η θέση ότι η Τουρκία επιδιώκει να οικειοποιηθεί το μισό Αιγαίο, σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα και την εναέρια κυκλοφορία, και έτσι να εγκλωβίσει τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου προκειμένου μελλοντικά να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία σ’ αυτά. Επίσης ότι πάγια επιδίωξη της είναι να κατέχει σχεδόν τη μισό Κύπρο και ίσως στο μέλλον να προσαρτήσει ακόμη και την ελληνική Θράκη.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι Τούρκοι έχουν αντίστοιχα στερεότυπα για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Επικρατεί η πεποίθηση ότι μεταπολεμικά έχει αναζωπυρωθεί η Μεγάλη Ιδέα, με πρώτο στόχο την Κύπρο (προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα ή έμμεσα μέσω Ευρωπαϊκής Ένωσης). Δεύτερος ελληνικός στόχος είναι το Αιγαίο να γίνει ελληνικό στη βάση της εξής επιτήδειας σταδιακής στρατηγικής: (α)το 1931, επέκταση εθνικού εναερίου χώρου στα 10 μίλια,(β) το 1936, επέκταση από τα τρία μίλια στα έξι στην αιγιαλίτιδα ζώνη, (γ)σταδιακή επέκταση μέσω βραχονησίδων προς ανατολάς (τοποθέτηση φάρων και προσπάθειες κατοίκησης ακατοίκητων βραχονησίδων) και (δ) μελλοντική επέκταση στα 12 μίλια, ώστε το να καταστεί το Αιγαίο «ελληνική λίμνη», φιμώνοντας τελείως την Τουρκία δια θαλάσσης, σαν να ήταν περίκλειστη χώρα και να μην είχε εκτεταμένα παράλια στο Αιγαίο.
Κοντολογίς, «φοβάται ο Γιάννης/ο Μεχμέτ το θεριό και το θεριό τον Γιάννη/τον Μεχμέτ» και υπάρχει περίσσευμα καχυποψίας, κακής διάθεσης και εχθρότητας και από τις δύο πλευρές ακόμη και σήμερα.
Οι αμοιβαίες αυτές θέσεις στηρίζονται στις εκατέρωθεν ιστορικές μνήμες (διογκωμένες και διαστρεβλωμένες) που βλέπουν Έλληνες και Τούρκους αντιστοίχως πάντοτε ως ήρωα, θύμα ή αδικημένο. Οι πλειονότητα των Ελλήνων και των Τούρκων αδυνατούν για λόγους εθνικής ταυτότητας να δουν το δικό τους ρόλο ως θύτη.
Οι Έλληνες θυμούνται την Ελληνική Επανάσταση ως ηρωική απελευθέρωση, τις σφαγές του Ιμπραήμ, την «απελευθέρωση» της Μακεδονίας και της Ηπείρου στους Βαλκανικούς Πολέμους, την «απελευθέρωση της Σμύρνης» από τον «τουρκικό ζυγό», τη Μικρασιατική Καταστροφή, τις «χαμένες πατρίδες», «το πογκρόμ» στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1955, την «τουρκική εισβολή και κατοχή» της βόρειας Κύπρου τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1974. Ξεχνούν το δικό τους ρόλο ως θύτη και καταπιεστή.
Από την πλευρά του οι Τούρκοι θυμούνται τον Τουρκικό Αγώνα Ανεξαρτησίας (1919-1921), ως ηρωικό αγώνα «Απελευθέρωσης» (Kurtulus) από τους Έλληνες εισβολείς στη μητέρα-πατρίδα (την Ανατολία), τη σφαγή στη Τριπολιτσά το 1821 και τις σφαγές του Υψηλάντη στη Μολδαβία, την «κατοχή και εισβολή» στη Σμύρνη το 1919, τις πυρπολήσεις και ωμότητες του ελληνικού στρατού το 1912 και κυρίως το 1919-22 στη Μικρά Ασία, τις δολοφονικές επιθέσεις της ΕΟΚΑ εναντίον Τουρκοκυπρίων το 1956-58,την καταπίεση των Τουρκοκυπρίων από το ελληνοκυπριακό κράτος το 1964-74 και την καταπίεση των Τούρκων της Θράκης ειδικά επί Ανδρέα Παπανδρέου και ου το καθεξής, ξεχνώντας τις δικές τους ωμότητες, καταπιέσεις, στυγνές απελάσεις.
Με άλλα λόγια βολεύει ψυχολογικά και υπαρξιακά τους Έλληνες και τους Τούρκους – και ειδικά θα έλεγα τους Έλληνες – να βλέπουν τον «Άλλο» ως στυγνό, φρικτό και βάρβαρο ενισχύονται έτσι της δικής τους επισφαλή αυτό-ταυτότητα. Άραγε τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους;
Δημοσίευση σχολίου