Σενάρια χρεοκοπίας του Ευρωπαϊκού Νότου πλέκουν ανοικτά πλέον Γερμανοί αξιωματούχοι, αφήνοντας να διαφανεί με σαφήνεια η εγκατάλειψη παραδοσιακών φιλοευρωπαϊκών θέσεων των γερμανικών μεταπολεμικών ηγεσιών, που προκαλούν ακόμη και στην Γαλλία ανησυχίες για την ανάδυση του Τέταρτου Ράιχ, αυτή τη φορά με οικονομικά «όπλα».
«Ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από το γεγονός, ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία οι αντιευρωπαϊκές διαθέσεις κερδίσουν ισχυρό πολιτικό έρεισμα», δήλωνε χθες στο Reuters ο Γερμανός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου Τόμας Στράουμπχαρ, την ώρα που ένας καταιγισμός δηλώσεων από παράγοντες του κυβερνητικού συνασπισμού της Δεξιάς προκαλούσαν νέες σεισμικές δονήσεις στις ελληνικές αγορές, ανεβάζοντας ταυτόχρονα κατακόρυφα το θερμόμετρο της υποτιμητικής κερδοσκοπίας κατά των πορτογαλικών ομολόγων και μετοχών.
Πράγματι, παρότι η καγκελάριος Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε επιμένουν στις επίσημες δηλώσεις τους στην ανάγκη διάσωσης της Ελλάδας, έστω και με πολύ αυστηρούς όρους, ο προβληματισμός που αναπτύσσεται από άλλα κορυφαία στελέχη του κυβερνώντος γερμανικού συνασπισμού περιλαμβάνει σενάρια χρεοκοπίας και εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη:
Ανώτερος αξιωματούχος των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ, ο Νόρμπερτ Μπαρτλ, δήλωσε στο Reuters, ότι στη σημερινή προγραμματισμένη εμφάνιση του Ντομινίκ Στρος Καν και του Ζαν Κλωντ Τρισέ στο γερμανικό Κοινοβούλιο θα τεθεί από βουλευτές θέμα «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, δηλαδή αναδιάρθρωσης με μείωση της ονομαστικής αξίας των τίτλων που έχουν στα χέρια τους οι επενδυτές. Αυτό το σενάριο προσπάθησε να αποκλείσει σχεδόν με δραματικό τρόπο η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών, Κριστίν Λαγκάρντ, που βλέπει ότι στην περίπτωση αυτή θα εκτεθούν σε ζημιές δεκάδων δις. Με αυτό το σενάριο επαναδιαπραγμάτευσης του ελληνικού χρέους, το οποίο υποδαύλισε πάλι με δηλώσεις στελεχών της η Goldman Sachs, αλλά και η Moody’s, με τη νέα υποβάθμιση της Ελλάδας, ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο το κερδοσκοπικό στοίχημα κυρίως αμερικανικών τραπεζών και hedge funds του Λονδίνου για μια άμεση ελληνική πτώχευση, που θα φέρει κέρδη δισεκατομμυρίων σε όσους έχουν θέσεις σε CDS. Ορισμένοι θυμίζουν, ότι στην Goldman Sachs έχει αναλάβει καθήκοντα υψηλού συμβούλου μια εμβληματική φυσιογνωμία του γερμανικού τραπεζικού συστήματος, ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Μπούντεσμπανκ, Ότμαρ Ίσινγκ.
Άλλος αξιωματούχος, από το οικονομικό επιτελείο του FDP, που συγκυβερνά με τους Χριστιανοδημοκράτες, δήλωσε ότι στο σχέδιο αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης θα πρέπει να περιληφθεί και η προσωρινή, όπως είπε, έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (προφανώς ύστερα από κάποια μορφή πτώχευσης, αφού διαδικασία εξόδου δεν προβλέπεται θεσμικά), ώστε η χώρα να ανακτήσει με μια γενναία υποτίμηση της δραχμής τη χαμένη ανταγωνιστικότητά της. Όμως, σε αυτή την περίπτωση είναι σαφές, ότι η «προσωρινή» έξοδος δεν μπορεί να έχει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια και ίσως να οδηγήσει σε μια πολυετή περιπέτεια με αβέβαιη κατάληξη.
Οι δηλώσεις αυτές απηχούν τον προβληματισμό της γερμανικής ηγεσίας για τα στρατηγικά δόγματα της χώρας, που καθόρισαν επί δεκαετίες τη γερμανική πολιτική και ίσως αυτή την περίοδο να αναθεωρούνται, υπό το φως της διεθνούς κρίσης χρέους, αλλά και της ανάδυσης επικίνδυνων, για την Γερμανία, νέων ανταγωνιστικών δυνάμεων στην περιοχή της Ασίας, με πρώτη βεβαίως την Κίνα.
Η ιδιαίτερα διαδεδομένη αντίληψη, ότι η Γερμανία έχει συμφέρον να διατηρήσει ακέραιη την Ευρωζώνη και να αποφύγει ζημιές δισεκατομμυρίων στο τραπεζικό της σύστημα από χρεοκοπίες χωρών του Νότου, σύμφωνα με μια εναλλακτική ανάλυση που φαίνεται να απηχούν οι δηλώσεις των Γερμανών αξιωματούχων, δεν έχει βάση:
Οι ζημιές στο τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας σαφώς είναι ελεγχόμενες, καθώς είναι διάσπαρτες σε αρκετές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, ενώ μπορούν εύκολα να καλυφθούν με χρηματοδότηση από το εύρωστο γερμανικό Δημόσιο, χωρίς μάλιστα να χρειάζονται ιδιαίτερες εξηγήσεις στους φορολογούμενους πολίτες, όπως φαίνεται ότι χρειάζεται στην περίπτωση παροχής βοήθειας στις χώρες του Νότου.
Από την άλλη πλευρά, η γερμανική ηγεσία φαίνεται ότι διαπιστώνει, ότι παρήλθαν οι μέρες των άριστων εμπορικών σχέσεων με τις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, οι οποίες έχουν βυθισθεί σε τέτοια κρίση χρέους, ύφεσης και ελλειμμάτων στις εξωτερικές τους συναλλαγές, που δεν αποτελούν «κότες με χρυσά αυγά» για τις γερμανικές βιομηχανίες, όπως συνέβαινε στα χρόνια της οικονομικής τους άνθησης.
Επιπλέον, η Γερμανία φαίνεται ότι επιδιώκει να αξιοποιήσει την ισχυρή δημοσιονομική της θέση, για να εγγράψει πολιτικά κέρδη στη διεθνή σκακιέρα: όσο οι ζημιές από τα ομόλογα των χωρών του Νότου ασκούν πιέσεις στις τράπεζες, άρα και δημοσιονομικές, στην Γαλλία, την Βρετανία και άλλες ισχυρές χώρες της Ευρώπης, τόσο αναδεικνύεται με σαφέστερο τρόπο η γερμανική υπεροχή.
Κοινός παρονομαστής όλων των σεναρίων που επεξεργάζεται η γερμανική ηγεσία, από την επιβολή αιματηρών προγραμμάτων λιτότητας στις «απείθαρχες» χώρες, μέχρι την πτώχευση, ή την έξοδό τους από τη ζώνη του ευρώ, ή ακόμη και ο ευσεβής πόθος ορισμένων για επαναφορά του μάρκου, είναι η ακραία υποτίμηση εισοδημάτων και αξιών, που θα διευκολύνει στα γερμανικά συμφέροντα να αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας βιομηχανίες και περιουσιακά στοιχεία τεράστιας αξίας στο παρελθόν.
Κατάληξη αυτής της διεργασίας, όπως συνέβη και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, θα είναι να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η πλουτοπαραγωγική βάση της Γερμανίας, άρα και η θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό με τις χώρες της Ασίας, που παράγουν όλο και ποιοτικότερα προϊόντα, με εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόστος.
Με αυτά τα δεδομένα, ο «ξαφνικός», φαινομενικά, αντιευρωπαϊσμός των Γερμανών εξηγείται άριστα με οικονομικούς και στρατηγικούς όρους και οδηγεί την Ευρώπη σε νέους συσχετισμούς δυνάμεων, εξαιρετικά δυσμενείς ακόμη και για την Γαλλία, αν δεν δημιουργηθούν γρήγορα αντισυσπειρώσεις κρατών, που θα θέσουν υπό έλεγχο το νέο γερμανικό μεγαλοϊδεατισμό…
«Ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από το γεγονός, ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία οι αντιευρωπαϊκές διαθέσεις κερδίσουν ισχυρό πολιτικό έρεισμα», δήλωνε χθες στο Reuters ο Γερμανός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου Τόμας Στράουμπχαρ, την ώρα που ένας καταιγισμός δηλώσεων από παράγοντες του κυβερνητικού συνασπισμού της Δεξιάς προκαλούσαν νέες σεισμικές δονήσεις στις ελληνικές αγορές, ανεβάζοντας ταυτόχρονα κατακόρυφα το θερμόμετρο της υποτιμητικής κερδοσκοπίας κατά των πορτογαλικών ομολόγων και μετοχών.
Πράγματι, παρότι η καγκελάριος Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε επιμένουν στις επίσημες δηλώσεις τους στην ανάγκη διάσωσης της Ελλάδας, έστω και με πολύ αυστηρούς όρους, ο προβληματισμός που αναπτύσσεται από άλλα κορυφαία στελέχη του κυβερνώντος γερμανικού συνασπισμού περιλαμβάνει σενάρια χρεοκοπίας και εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη:
Ανώτερος αξιωματούχος των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ, ο Νόρμπερτ Μπαρτλ, δήλωσε στο Reuters, ότι στη σημερινή προγραμματισμένη εμφάνιση του Ντομινίκ Στρος Καν και του Ζαν Κλωντ Τρισέ στο γερμανικό Κοινοβούλιο θα τεθεί από βουλευτές θέμα «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, δηλαδή αναδιάρθρωσης με μείωση της ονομαστικής αξίας των τίτλων που έχουν στα χέρια τους οι επενδυτές. Αυτό το σενάριο προσπάθησε να αποκλείσει σχεδόν με δραματικό τρόπο η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών, Κριστίν Λαγκάρντ, που βλέπει ότι στην περίπτωση αυτή θα εκτεθούν σε ζημιές δεκάδων δις. Με αυτό το σενάριο επαναδιαπραγμάτευσης του ελληνικού χρέους, το οποίο υποδαύλισε πάλι με δηλώσεις στελεχών της η Goldman Sachs, αλλά και η Moody’s, με τη νέα υποβάθμιση της Ελλάδας, ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο το κερδοσκοπικό στοίχημα κυρίως αμερικανικών τραπεζών και hedge funds του Λονδίνου για μια άμεση ελληνική πτώχευση, που θα φέρει κέρδη δισεκατομμυρίων σε όσους έχουν θέσεις σε CDS. Ορισμένοι θυμίζουν, ότι στην Goldman Sachs έχει αναλάβει καθήκοντα υψηλού συμβούλου μια εμβληματική φυσιογνωμία του γερμανικού τραπεζικού συστήματος, ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Μπούντεσμπανκ, Ότμαρ Ίσινγκ.
Άλλος αξιωματούχος, από το οικονομικό επιτελείο του FDP, που συγκυβερνά με τους Χριστιανοδημοκράτες, δήλωσε ότι στο σχέδιο αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης θα πρέπει να περιληφθεί και η προσωρινή, όπως είπε, έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (προφανώς ύστερα από κάποια μορφή πτώχευσης, αφού διαδικασία εξόδου δεν προβλέπεται θεσμικά), ώστε η χώρα να ανακτήσει με μια γενναία υποτίμηση της δραχμής τη χαμένη ανταγωνιστικότητά της. Όμως, σε αυτή την περίπτωση είναι σαφές, ότι η «προσωρινή» έξοδος δεν μπορεί να έχει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια και ίσως να οδηγήσει σε μια πολυετή περιπέτεια με αβέβαιη κατάληξη.
Οι δηλώσεις αυτές απηχούν τον προβληματισμό της γερμανικής ηγεσίας για τα στρατηγικά δόγματα της χώρας, που καθόρισαν επί δεκαετίες τη γερμανική πολιτική και ίσως αυτή την περίοδο να αναθεωρούνται, υπό το φως της διεθνούς κρίσης χρέους, αλλά και της ανάδυσης επικίνδυνων, για την Γερμανία, νέων ανταγωνιστικών δυνάμεων στην περιοχή της Ασίας, με πρώτη βεβαίως την Κίνα.
Η ιδιαίτερα διαδεδομένη αντίληψη, ότι η Γερμανία έχει συμφέρον να διατηρήσει ακέραιη την Ευρωζώνη και να αποφύγει ζημιές δισεκατομμυρίων στο τραπεζικό της σύστημα από χρεοκοπίες χωρών του Νότου, σύμφωνα με μια εναλλακτική ανάλυση που φαίνεται να απηχούν οι δηλώσεις των Γερμανών αξιωματούχων, δεν έχει βάση:
Οι ζημιές στο τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας σαφώς είναι ελεγχόμενες, καθώς είναι διάσπαρτες σε αρκετές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, ενώ μπορούν εύκολα να καλυφθούν με χρηματοδότηση από το εύρωστο γερμανικό Δημόσιο, χωρίς μάλιστα να χρειάζονται ιδιαίτερες εξηγήσεις στους φορολογούμενους πολίτες, όπως φαίνεται ότι χρειάζεται στην περίπτωση παροχής βοήθειας στις χώρες του Νότου.
Από την άλλη πλευρά, η γερμανική ηγεσία φαίνεται ότι διαπιστώνει, ότι παρήλθαν οι μέρες των άριστων εμπορικών σχέσεων με τις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, οι οποίες έχουν βυθισθεί σε τέτοια κρίση χρέους, ύφεσης και ελλειμμάτων στις εξωτερικές τους συναλλαγές, που δεν αποτελούν «κότες με χρυσά αυγά» για τις γερμανικές βιομηχανίες, όπως συνέβαινε στα χρόνια της οικονομικής τους άνθησης.
Επιπλέον, η Γερμανία φαίνεται ότι επιδιώκει να αξιοποιήσει την ισχυρή δημοσιονομική της θέση, για να εγγράψει πολιτικά κέρδη στη διεθνή σκακιέρα: όσο οι ζημιές από τα ομόλογα των χωρών του Νότου ασκούν πιέσεις στις τράπεζες, άρα και δημοσιονομικές, στην Γαλλία, την Βρετανία και άλλες ισχυρές χώρες της Ευρώπης, τόσο αναδεικνύεται με σαφέστερο τρόπο η γερμανική υπεροχή.
Κοινός παρονομαστής όλων των σεναρίων που επεξεργάζεται η γερμανική ηγεσία, από την επιβολή αιματηρών προγραμμάτων λιτότητας στις «απείθαρχες» χώρες, μέχρι την πτώχευση, ή την έξοδό τους από τη ζώνη του ευρώ, ή ακόμη και ο ευσεβής πόθος ορισμένων για επαναφορά του μάρκου, είναι η ακραία υποτίμηση εισοδημάτων και αξιών, που θα διευκολύνει στα γερμανικά συμφέροντα να αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας βιομηχανίες και περιουσιακά στοιχεία τεράστιας αξίας στο παρελθόν.
Κατάληξη αυτής της διεργασίας, όπως συνέβη και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, θα είναι να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η πλουτοπαραγωγική βάση της Γερμανίας, άρα και η θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό με τις χώρες της Ασίας, που παράγουν όλο και ποιοτικότερα προϊόντα, με εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόστος.
Με αυτά τα δεδομένα, ο «ξαφνικός», φαινομενικά, αντιευρωπαϊσμός των Γερμανών εξηγείται άριστα με οικονομικούς και στρατηγικούς όρους και οδηγεί την Ευρώπη σε νέους συσχετισμούς δυνάμεων, εξαιρετικά δυσμενείς ακόμη και για την Γαλλία, αν δεν δημιουργηθούν γρήγορα αντισυσπειρώσεις κρατών, που θα θέσουν υπό έλεγχο το νέο γερμανικό μεγαλοϊδεατισμό…
Δημοσίευση σχολίου