
Του Χρήστου Καπούτση
Σε μια εποχή γενικευμένων συγκρούσεων και αποδόμησης της διεθνούς τάξης, ο πόλεμος επανέρχεται ως εργαλείο πολιτικής. Για κράτη πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, η επιλογή ανάμεσα στην ισχύ και τη σιωπή δεν είναι θεωρητική· είναι υπαρξιακή.
Στη γεωγραφική μας «γειτονιά», από τις ακτές της Βαλτικής και την Κεντροανατολική Ευρώπη έως την Ευρασία, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τον μεσογειακό περίγυρο της Ασίας και της Αφρικής , δεν εκτείνεται απλώς ένας χώρος. Εκτείνεται ένα ενιαίο στρατηγικό τόξο αστάθειας. Ένας γεωπολιτικός χώρος όπου συμπλέκονται δύο μεγάλοι πόλεμοι, πολλαπλές περιφερειακές συγκρούσεις και μια διαρκής κατάσταση χαμηλής ή υβριδικής έντασης. Το διακύβευμα πολυσύνθετο: Πολιτική επιρροή, επίδειξη στρατιωτικής ισχύος ως πολιτικό μέσο επιβολής , ενεργειακοί πόροι αξιοποίηση, εκμετάλλευση και εξάρτηση, γεωοικονομία και στρατιωτικοί εξοπλισμοί. Η τέλεια γεωπολιτική καταιγίδα.
Δεν πρόκειται για τυχαία συσσώρευση κρίσεων. Πρόκειται για το αποτέλεσμα αναθεωρητικών στρατηγικών, συγκρουόμενων αφηγήσεων ισχύος και της σταδιακής αποδόμησης του μεταπολεμικού συστήματος ασφάλειας. Τα σύνορα, άλλοτε ως νομικές γραμμές και άλλοτε ως πολιτικά ταμπού, τίθενται υπό αμφισβήτηση. Η πίεση δεν είναι μόνο στρατιωτική. Είναι υβριδική, οικονομική, ενεργειακή, δημογραφική, πληροφοριακή. Η αποσταθεροποίηση δεν αναγγέλλεται , διαχέεται, διοχετεύεται …
Οι πόλεμοι που βρίσκονται σε εξέλιξη δεν ξέσπασαν επειδή «απέτυχε» αφηρημένα η διπλωματία. Ξέσπασαν επειδή η διπλωματία έπαψε να στηρίζεται σε αξιόπιστη ισχύ. Εκφυλίστηκε σε διαχείριση δηλώσεων, σε αναβολή αποφάσεων, σε πολιτικό ευχολόγιο χωρίς αποτρεπτικό υπόβαθρο. Όταν η πολιτική δεν μπορεί να επιβάλει κόστος, τότε παύει να είναι πολιτική με την κλασική έννοια, αλλά με κόστος, πολιτική και διπλωματία εισπράττουν τα επίχειρα της αποτυχίας τους, στο πεδίο του πολέμου.
Εδώ δικαιώνεται ο Κλαούζεβιτς, όχι ως υμνητής του πολέμου, αλλά ως ψύχραιμος ανατόμος της πραγματικότητας:
ο πόλεμος δεν είναι παρέκκλιση της πολιτικής. Ο πόλεμος, είναι η αποτυχία της πολιτικής να επιτύχει τους σκοπούς της με ειρηνικά μέσα. Εκεί όπου η διπλωματία δεν πείθει, δεν αποτρέπει και δεν επιβάλλει όρια, αναλαμβάνει η ωμή ισχύς. Όχι για να “λύσει” προβλήματα, αλλά για να επιβάλει τετελεσμένα.
Και πότε τελειώνει ο πόλεμος;
Ο Θουκυδίδης παραμένει αμείλικτα επίκαιρος, όχι ως κυνικός αλλά ως ρεαλιστής της ανθρώπινης φύσης και της διεθνούς πολιτικής: ο πόλεμος τελειώνει όταν η ασυμμετρία ισχύος γίνει αποδεκτή ως μη αναστρέψιμη. Όταν ο ισχυρότερος επιβάλει τη βούλησή του και ο ασθενέστερος παύσει να πιστεύει ότι μπορεί να την ανατρέψει , όχι μόνο στο πεδίο, αλλά και στη συνείδησή του.
Και εδώ, δεν μιλάμε πλέον για ειρήνη αξιών, αλλά για ισορροπία φόβου, για σταθερότητα δια της κόπωσης ή της επιβολής. Η Ιστορία δείχνει ότι η διεθνής τάξη δεν συγκροτείται από προθέσεις, αλλά από συσχετισμούς ισχύος. Όποιος το αγνοεί, δεν υπερασπίζεται την ειρήνη, απλώς την αναβάλλει, μέχρι να επιβληθεί με πολύ πιο βίαιο τρόπο.
Και μέσα σε αυτό το σκληρό, ρευστό και αμείλικτο διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα και η Κύπρος δεν είναι απλοί θεατές. Είναι κράτη πρώτης γραμμής. Σύνορα της Ευρώπης. Σύνορα της Ιστορίας.
Η έμμεση στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο της Ουκρανίας, στο πλευρό του Κιέβου και απέναντι στη Ρωσία, έγινε χωρίς ουσιαστικό δημόσιο διάλογο, χωρίς εθνική στρατηγική αποτίμηση κόστους–οφέλους και χωρίς σαφή σύνδεση με τα ζωτικά ελληνικά συμφέροντα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα τοποθετήθηκε πρόθυμα στη σωστή πλευρά του διεθνούς δικαίου, αλλά χωρίς να διασφαλίσει τη δική της αποτρεπτική θωράκιση απέναντι στον άμεσο αναθεωρητισμό που την απειλεί.
Και μάλιστα, όταν η σιωπή ή η επιλεκτική ουδετερότητα απέναντι στη συντριβή του παλαιστινιακού πληθυσμού στη Γάζα, από τον Στρατό του Ισραήλ, μια πραγματικότητα που, ανεξαρτήτως νομικών όρων, φέρει τα χαρακτηριστικά μαζικής εξόντωσης αμάχων , δεν είναι ρεαλισμός. Είναι αξιακή υποχώρηση. Και μάλιστα από μια χώρα , όπως η Ελλάδα, που κατέχει τη βαριά ευθύνη του μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να είναι επιλεκτικά ηθική και καθολικά σιωπηλή.
Δεν μπορεί να επικαλείται το διεθνές δίκαιο στην Ουκρανία και να το σχετικοποιεί στη Γάζα. Δεν μπορεί να μιλά για κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα, όταν αυτές παραβιάζονται μαζικά, αλλά από «σύμμαχο».
Για την Ελλάδα και την Κύπρο, που γνωρίζουν τι σημαίνει εισβολή, κατοχή και τετελεσμένα ισχύος, η συνέπεια δεν είναι πολυτέλεια, είναι όρος επιβίωσης.
Διότι όπως μας διδάσκει ο Θουκυδίδης, η Ιστορία δεν κρίνει τις προθέσεις, αλλά τις επιλογές. Και οι επιλογές, όταν δεν στηρίζονται σε στρατηγική, αρχές και εθνική αυτογνωσία, επιστρέφουν πάντα ως κόστος.
Η επιλεκτική ηθική της γεωπολιτικής ενέχει συχνά βαρύ εθνικό κόστος, με δυσμενείς συνέπειες για την πορεία των εθνικών θεμάτων, τα κυριαρχικά δικαιώματα και τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας , στο Αιγαίο, στη Θράκη, στο Κυπριακό, για τον διασπαρμένο ελληνισμό της Ουκρανίας, αλλά και για τον ελληνορθόδοξο χριστιανικό πολιτισμό στη Μέση Ανατολή, στο Ισραήλ, στη Συρία, στον Λίβανο και στην Αίγυπτο. Η Ελλάδα, Μητρόπολη του Ελληνισμού, δεν δικαιούται να απεκδύεται των ευθυνών της απέναντι στον χειμαζόμενο ελληνισμό των εμπόλεμων ζωνών, ούτε βεβαίως των απαράγραπτων ευθυνών της για την ιστορική, πολιτισμική και υπαρξιακή παρακαταθήκη του Έθνους των Ελλήνων.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου