
Ένα πιθανό ελληνοτουρκικό θερμό επεισόδιο θα μπορούσε να διαμορφώσει εκ νέου τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο εις βάρος της Ελλάδας, ενώ δεν αποκλείεται να λειτουργούσε ανακουφιστικά για το Ισραήλ, το οποίο αντιμετωπίζει έντονες πιέσεις από την τουρκική δραστηριότητα στη Συρία.
Γράφει ο Παντελής Σαββίδης
Σε μια περίοδο εντεινόμενης γεωπολιτικής ρευστότητας, η Άγκυρα δείχνει να κινείται με στρατηγική ετοιμότητα και ευελιξία, τη στιγμή που η Αθήνα εμφανίζεται εγκλωβισμένη σε αδράνεια και διπλωματική αμηχανία. Η ελληνική κυβέρνηση, προσηλωμένη στο δόγμα του διεθνούς δικαίου, φαίνεται να αγνοεί πως σε περιόδους ανακατατάξεων η ισχύς και η προνοητικότητα έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις νομικές αρχές, όταν αυτές δεν συνοδεύονται από δυνατότητα επιβολής.
Η Ελλάδα, εδώ και χρόνια, έχει εγκαταλείψει τη συστηματική προετοιμασία για αποτροπή, την ώρα που η Τουρκία –ως αναθεωρητική δύναμη– έχει επενδύσει σε άμυνα, διπλωματία και οικονομία. Το αποτέλεσμα είναι η Αθήνα να αδυνατεί όχι μόνο να προβλέψει αλλά και να παρακολουθήσει τις κινήσεις της Άγκυρας.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη τριμερής συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι και του Λίβυου πρωθυπουργού Αμπντελχαμίντ Ντμπεϊμπά. Η ατζέντα, σύμφωνα με διαρροές, περιλάμβανε ζητήματα που άπτονται ευθέως των ελληνικών συμφερόντων – από την ενέργεια ως τη μετανάστευση. Η Ιταλία φαίνεται να κινείται μεταξύ δύο κόσμων, διατηρώντας σχέσεις και με την Άγκυρα και με τον άξονα Αθήνας-Παρισιού.
Ανησυχία προκαλεί και η εμπλοκή μεγάλων δυνάμεων. Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, όχι μόνο είχαν γνώση της συνάντησης αλλά φέρεται να την ενθάρρυναν. Το Λονδίνο, από το Brexit και έπειτα, επιχειρεί να διαμορφώσει έναν νέο στρατηγικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, χτίζοντας σχέσεις «ειδικής συνεργασίας» τόσο με τις Βρυξέλλες όσο και με την Άγκυρα. Η εμβάθυνση της σχέσης Λονδίνου-Άγκυρας ενδέχεται να μετατραπεί σε μοχλό πίεσης προς την ΕΕ, με απώτερο στόχο τον περιορισμό της συνοχής της.
Η Τουρκία, παρά το ότι δεν είναι μέλος της ΕΕ, έχει καταφέρει να διεισδύσει σε ευρωπαϊκές πολιτικές δομές και πρωτοβουλίες, ενώ συνεχίζει να απειλεί ανοιχτά την Ελλάδα και να κατέχει τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να συμμετέχει – έστω και ανεπίσημα – σε ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.
Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι τα σενάρια που κυκλοφορούν σε διπλωματικούς κύκλους περί ενδεχόμενου κεραυνοβόλου πολέμου (blitzkrieg) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, για τον οποίο η Άγκυρα εμφανίζεται έτοιμη, σε αντίθεση με την απροετοίμαστη Αθήνα. Κατά τις ίδιες πηγές, η Βρετανία δεν αποκλείεται να υποδαυλίσει μια τέτοια εξέλιξη, με πρωταγωνιστικό ρόλο να διαδραματίζει η Βρετανίδα πρέσβης στην Άγκυρα – πρώην πρέσβης στη Ρώμη – η οποία φέρεται να κινήθηκε παρασκηνιακά για την επίτευξη της τριμερούς συνάντησης.
Ένα πιθανό ελληνοτουρκικό θερμό επεισόδιο θα μπορούσε να διαμορφώσει εκ νέου τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο εις βάρος της Ελλάδας, ενώ δεν αποκλείεται να λειτουργούσε ανακουφιστικά για το Ισραήλ, το οποίο αντιμετωπίζει έντονες πιέσεις από την τουρκική δραστηριότητα στη Συρία.
Την ίδια στιγμή, η ενίσχυση του άξονα Τουρκίας-Βρετανίας δημιουργεί νέες ανισορροπίες, τη στιγμή που το Ισραήλ –σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα στον Τύπο του– εκφράζει ανησυχίες για τα Κατεχόμενα στην Κύπρο. Ορισμένα μέσα θέτουν ακόμη και το ενδεχόμενο συμμαχικής δράσης Ισραήλ, Ελλάδας και Κύπρου για την απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών.
Ωστόσο, ένα τέτοιο σενάριο –πέρα από την επικινδυνότητά του– θεωρείται μη ρεαλιστικό χωρίς την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες τηρούν ουδέτερη στάση στη σύγκρουση Ισραήλ-Τουρκίας και επιδιώκουν να διατηρήσουν ισορροπίες.
Σε κάθε περίπτωση, το Κυπριακό εξακολουθεί να απαιτεί ειρηνική επίλυση μέσα από διαπραγματεύσεις, και η Αθήνα καλείται να παραμείνει ψύχραιμη, αλλά και ενεργή – όχι αδρανής παρατηρητής των εξελίξεων.
Γράφει ο Παντελής Σαββίδης
Σε μια περίοδο εντεινόμενης γεωπολιτικής ρευστότητας, η Άγκυρα δείχνει να κινείται με στρατηγική ετοιμότητα και ευελιξία, τη στιγμή που η Αθήνα εμφανίζεται εγκλωβισμένη σε αδράνεια και διπλωματική αμηχανία. Η ελληνική κυβέρνηση, προσηλωμένη στο δόγμα του διεθνούς δικαίου, φαίνεται να αγνοεί πως σε περιόδους ανακατατάξεων η ισχύς και η προνοητικότητα έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις νομικές αρχές, όταν αυτές δεν συνοδεύονται από δυνατότητα επιβολής.
Η Ελλάδα, εδώ και χρόνια, έχει εγκαταλείψει τη συστηματική προετοιμασία για αποτροπή, την ώρα που η Τουρκία –ως αναθεωρητική δύναμη– έχει επενδύσει σε άμυνα, διπλωματία και οικονομία. Το αποτέλεσμα είναι η Αθήνα να αδυνατεί όχι μόνο να προβλέψει αλλά και να παρακολουθήσει τις κινήσεις της Άγκυρας.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη τριμερής συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι και του Λίβυου πρωθυπουργού Αμπντελχαμίντ Ντμπεϊμπά. Η ατζέντα, σύμφωνα με διαρροές, περιλάμβανε ζητήματα που άπτονται ευθέως των ελληνικών συμφερόντων – από την ενέργεια ως τη μετανάστευση. Η Ιταλία φαίνεται να κινείται μεταξύ δύο κόσμων, διατηρώντας σχέσεις και με την Άγκυρα και με τον άξονα Αθήνας-Παρισιού.
Ανησυχία προκαλεί και η εμπλοκή μεγάλων δυνάμεων. Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, όχι μόνο είχαν γνώση της συνάντησης αλλά φέρεται να την ενθάρρυναν. Το Λονδίνο, από το Brexit και έπειτα, επιχειρεί να διαμορφώσει έναν νέο στρατηγικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, χτίζοντας σχέσεις «ειδικής συνεργασίας» τόσο με τις Βρυξέλλες όσο και με την Άγκυρα. Η εμβάθυνση της σχέσης Λονδίνου-Άγκυρας ενδέχεται να μετατραπεί σε μοχλό πίεσης προς την ΕΕ, με απώτερο στόχο τον περιορισμό της συνοχής της.
Η Τουρκία, παρά το ότι δεν είναι μέλος της ΕΕ, έχει καταφέρει να διεισδύσει σε ευρωπαϊκές πολιτικές δομές και πρωτοβουλίες, ενώ συνεχίζει να απειλεί ανοιχτά την Ελλάδα και να κατέχει τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να συμμετέχει – έστω και ανεπίσημα – σε ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.
Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι τα σενάρια που κυκλοφορούν σε διπλωματικούς κύκλους περί ενδεχόμενου κεραυνοβόλου πολέμου (blitzkrieg) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, για τον οποίο η Άγκυρα εμφανίζεται έτοιμη, σε αντίθεση με την απροετοίμαστη Αθήνα. Κατά τις ίδιες πηγές, η Βρετανία δεν αποκλείεται να υποδαυλίσει μια τέτοια εξέλιξη, με πρωταγωνιστικό ρόλο να διαδραματίζει η Βρετανίδα πρέσβης στην Άγκυρα – πρώην πρέσβης στη Ρώμη – η οποία φέρεται να κινήθηκε παρασκηνιακά για την επίτευξη της τριμερούς συνάντησης.
Ένα πιθανό ελληνοτουρκικό θερμό επεισόδιο θα μπορούσε να διαμορφώσει εκ νέου τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο εις βάρος της Ελλάδας, ενώ δεν αποκλείεται να λειτουργούσε ανακουφιστικά για το Ισραήλ, το οποίο αντιμετωπίζει έντονες πιέσεις από την τουρκική δραστηριότητα στη Συρία.
Την ίδια στιγμή, η ενίσχυση του άξονα Τουρκίας-Βρετανίας δημιουργεί νέες ανισορροπίες, τη στιγμή που το Ισραήλ –σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα στον Τύπο του– εκφράζει ανησυχίες για τα Κατεχόμενα στην Κύπρο. Ορισμένα μέσα θέτουν ακόμη και το ενδεχόμενο συμμαχικής δράσης Ισραήλ, Ελλάδας και Κύπρου για την απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών.
Ωστόσο, ένα τέτοιο σενάριο –πέρα από την επικινδυνότητά του– θεωρείται μη ρεαλιστικό χωρίς την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες τηρούν ουδέτερη στάση στη σύγκρουση Ισραήλ-Τουρκίας και επιδιώκουν να διατηρήσουν ισορροπίες.
Σε κάθε περίπτωση, το Κυπριακό εξακολουθεί να απαιτεί ειρηνική επίλυση μέσα από διαπραγματεύσεις, και η Αθήνα καλείται να παραμείνει ψύχραιμη, αλλά και ενεργή – όχι αδρανής παρατηρητής των εξελίξεων.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου