
Γιώργος Σκαφιδάς
Τρία (και βάλε) χρόνια έπειτα από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, οι αντιμαχόμενες πλευρές παρουσιάζονται πια να ερίζουν όχι για το οριστικό τέλος του πολέμου αλλά για μια προσωρινή ανάπαυλα – όχι για την προοπτική οριστικής επίλυσης της διένεξης αλλά για τους όρους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερης διάρκειας κατάπαυση του πυρός.
Υπό αυτήν την έννοια, οι διαπραγματεύσεις είναι τώρα «πιο πίσω» από ό,τι ήταν την τελευταία φορά που Ρώσοι και Ουκρανοί διαπραγματεύθηκαν απευθείας μεταξύ τους, το 2022.
Εν έτει 2025 πια, οι Ουκρανοί κυνηγούν μια συνολική κατάπαυση του πυρός, με πρωταρχικό στόχο να ανακόψουν κάθε περαιτέρω ρωσική επέκταση που θα οδηγεί σε μεγαλύτερες εδαφικές απώλειες για το Κίεβο.
Οι Ρώσοι, στον αντίποδα, τρέχουν να πάρουν όσο περισσότερα μπορέσουν, εκμεταλλευόμενοι την ανοχή που δείχνει -προς το παρόν- απέναντι στη ρωσική ηγεσία ο Ντόναλντ Τραμπ.
Η διοίκηση Τραμπ δεν ενδιαφέρεται να λύσει επί της ουσίας το Ουκρανικό. Εάν μπορούσε να το κάνει χωρίς ιδιαίτερο κόπο, προφανώς θα το έκανε.
Ωστόσο, με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν είναι διατεθειμένη να πάρει επ΄ ώμου την καυτή πατάτα μιας διαπραγμάτευσης που αγγίζει πολύ ευρύτερα ζητήματα, όπως είναι εκείνα της ευρύτερης αρχιτεκτονικής ασφαλείας (που ευλόγως θέτει η Μόσχα) και των μεταπολεμικών εγγυήσεων ασφαλείας (που ορθώς ζητάει το Κίεβο).
Η διοίκηση Τραμπ θα ήταν ευχαριστημένη απλώς με ένα «τέλος των εχθροπραξιών», το οποίο θα μπορούσε εν συνεχεία να πουλήσει επικοινωνιακά ως «τέλος του πολέμου». Ακόμη κι αυτό ωστόσο, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, είναι πολύ δύσκολο, αφού η ρωσική πλευρά δεν επιθυμεί το τέλος των εχθροπραξιών και η Ουάσιγκτον -προς το παρόν- δεν την πιέζει επαρκώς ώστε να το επιθυμήσει.
Όσα έλαβαν χώρα τα τελευταία 24ωρα στην Τουρκία (σε Αττάλεια, Άγκυρα και εν συνεχεία, την Παρασκευή, στην Κωνσταντινούπολη) είναι ενδεικτικά των χασμάτων που παραμένουν μεταξύ των αντιμαχομένων αλλά και των διαμεσολαβητών.
Οι Ευρωπαίοι (ο Φρίντριχ Μερτς, ο Ντόναλντ Τουσκ, ο Μιρ Στάρμερ και ο Εμανουέλ Μακρόν στις 10 Μαΐου από το Κίεβο) ένωσαν τις φωνές τους, καλώντας τον Πούτιν να προχωρήσει σε μια συνολική κατάπαυση του πυρός διάρκειας τουλάχιστον 30 ημερών.
Σε διαφορετική περίπτωση, όπως διεμήνυσαν, θα ακολουθήσουν νέες κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας. Κάτι ανάλογο λέει, όμως, το τελευταίο διάστημα και η αμερικανική πλευρά, όταν καλεί σε εκεχειρία και αφήνει -κι εκείνη- ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής νέων κυρώσεων στη Ρωσία.
Όσα ανέφεραν οι Μερτς, Μακρόν, Τουσκ και Στάρμερ το περασμένο Σάββατο (10 Μαΐου) από το Κίεβο είχαν, άλλωστε, την στήριξη και του Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν ενημερώσει νωρίτερα.
Απέναντι σε αυτά τα αιτήματα της Δύσης, ο Πούτιν απάντησε προτείνοντας τη διεξαγωγή ρωσο-ουκρανικών συνομιλιών, τις οποίες όμως φρόντισε να ναρκοθετήσει (στέλνοντας αντικρουόμενα μηνύματα αναφορικά με τη σύνθεση της ρωσικής αντιπροσωπείας, την ατζέντα και τις ρωσικές διαθέσεις).
Οι εν λόγω συνομιλίες, οι πρώτες που πραγματοποιούνται απευθείας μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών μετά το 2022, τελικώς πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όχι στις 15 Μαΐου όπως ήταν αρχικά προγραμματισμένο, αλλά μια ημέρα μετά, στις 16.
Ο Πούτιν δεν ήταν εκεί, ούτε και ο Λαβρόφ, πλην όμως ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Μάρκο Ρούμπιο ήταν. Ο Ζελένσκι, ο οποίος βρέθηκε την προηγούμενη ημέρα στην Άγκυρα για επαφές με τον Ερντογάν, είχε εν τω μεταξύ φύγει από την Τουρκία, ενώ και ο Τραμπ, ο οποίος είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μεταβεί στην Τουρκία, τελικώς ήταν απών.
Όσο για τις διαπραγματεύσεις, εκείνες, αντί να ανοίξουν τον δρόμο για πιθανές συγκλίσεις, επιβεβαίωσαν το χάσμα, το οποίο όπως φαίνεται διευρύνεται.
Η ουκρανική πλευρά καταγγέλλει ότι οι Ρώσοι προσήλθαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη με απολύτως μαξιμαλιστικές απαιτήσεις (για παράδειγμα περί απόσυρσης των ουκρανικών δυνάμεων όχι από το ρωσικό Κουρσκ αλλά από ουκρανικά εδάφη) προκειμένου έτσι να απομακρύνουν χρονικά την όποια προοπτική εκεχειρίας.
Με βάση αυτήν την ανάγνωση, η Μόσχα ποντάρει στην αδυναμία των Ουκρανών από τη μία πλευρά και στην κόπωση των Ευρωπαίων από την άλλη, θεωρώντας ότι στην παρούσα φάση έχει το πάνω χέρι με τις ευλογίες και την ανοχή της νέας αμερικανικής διοίκησης.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε, εάν το ήθελε, όντως να αλλάξει τα δεδομένα σε βάρος των Ρώσων, πλην όμως προς το παρόν (σ.σ. ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές το απόγευμα της Παρασκευής) δεν φαίνεται να θέλει να ασκήσει σημαντικά μεγαλύτερη πίεση στη Μόσχα.
Θα μπορούσε, άραγε, αυτό να αλλάξει το προσεχές διάστημα; Σύμφωνα πάντως με αμερικανικά δημοσιεύματα (Politico/National Security Daily), υπάρχουν Ρεπουμπλικανοί πίσω στην Ουάσιγκτον που «πλέον χάνουν την υπομονή τους με τη Ρωσία».
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου