Του ΒΑΣΙΛΗ ΝΕΔΟΥ
Τις προηγούμενες ημέρες η ένταξη του πρώτου υποβρυχίου με γερμανική τεχνολογία αναερόβιας πρόωσης (Τ-214) στον τουρκικό στόλο προκάλεσε στην Ελλάδα τις γνωστές δημόσιες συζητήσεις για τον τρόπο με τον οποίο το ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος με την Τουρκία επιβαρύνεται περαιτέρω.
Είναι αλήθεια ότι το πρώτο υποβρύχιο τύπου 214 της Τουρκίας («Πίρι Ρέις») ανήκει στην ίδια κατηγορία με τα τέσσερα ελληνικά «Παπανικολής» που εξασφάλιζαν για μία δεκαετία την ελληνική υπεροπλία κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική πλευρά εντοπίζεται στη διατήρηση της ισορροπίας στην επιφάνεια.
Το τουρκικό ναυτικό διαθέτει συνολικά 17 φρεγάτες και το 2030 θα έχει σταθεροποιηθεί στις 12, δίχως σε αυτές να προστίθενται οι εγχώριας ναυπήγησης κορβέτες (MILGEM). Αντιστρόφως, το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.) διαθέτει αυτή τη στιγμή 12 φρεγάτες και με βάση τις τρέχουσες προβλέψεις και τα συμβόλαια το 2030 θα διαθέτει –στην καλύτερη περίπτωση– 9 ή 10 μονάδες.
Αυτή τη στιγμή το Π.Ν. αναμένει τη σταδιακή παράδοση τριών γαλλικών φρεγατών τύπου FDI και στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας αναζητούνται πιστώσεις για την παραγγελία ακόμη μίας, με κόστος το οποίο υπολογίζεται στα 930 εκατ. ευρώ.
Ανάλογες πιστώσεις αναζητούνται και για την αναβάθμιση των φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ, όπου, όπως εκτιμούν αρμόδιες πηγές, στην καλύτερη περίπτωση εκείνο που μπορεί να γίνει για τα τέσσερα πλοία είναι να εκσυγχρονιστούν τα ηλεκτρονικά συστήματά τους. Το ζήτημα της αγοράς νέων κορβετών έχει κλείσει και η Ελλάδα σχεδιάζει την περίοδο μετά το 2030 με βάση το πρόγραμμα της ευρωκορβέτας (δηλαδή της συνεργασίας με την Ε.Ε. για συμπαραγωγή πλοίων). Και, βεβαίως, η συμμετοχή στην αμερικανική φρεγάτα κλάσης «Constellation» έχει ακόμη πολύ δρόμο, έως ότου αποδειχθεί αν όντως η Ελλάδα διαθέτει τη δυνατότητα να επενδύσει τους απαιτούμενους πόρους.
Στον τομέα της Αεροπορίας η κατάσταση είναι στην παρούσα φάση ξεκάθαρα υπέρ της Πολεμικής Αεροπορίας (Π.Α.), η οποία είναι ανταγωνιστική τόσο σε επίπεδο αριθμών μαχητικών αεροσκαφών όσο και σε επίπεδο ποιότητας στόλου (διαθέτει F-16, Rafale, Mirage 2000-5 Mk2, Phantom και μελλοντικά F-35).
Η Τουρκία διαθέτει αυτή τη στιγμή έναν σημαντικό στόλο κυρίως F-16 και Phantom (συνολικά 263), ενώ εκσυγχρονίζοντας κάποια σε μορφή Viper και αγοράζοντας κάποια αυτού του τύπου φιλοδοξεί να μικρύνει την ψαλίδα. Στο πεδίο της Π.Α. η Αθήνα σχεδιάζει ορισμένες ακόμη κινήσεις, όπως η πώληση των Mirage 2000-5 όχι τόσο προκειμένου να ενισχυθεί η ισχύς, όσο για να υπάρξει εξισορρόπηση σε έναν στόλο, η συντήρηση του οποίου αποτελεί μεγάλο βάρος για έναν προϋπολογισμό με το ελληνικό μέγεθος.
Την ίδια στιγμή, πάντως, η Τουρκία αναπτύσσει σημαντικές εγχώριες δυνατότητες. Πλέον γνωστή είναι αυτή των μη επανδρωμένων αεροχημάτων (UAV) που αποτελούν μια οικονομική λύση για την επιτήρηση αλλά και την εμπλοκή σε επιχειρήσεις, αν χρειαστεί. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία διαθέτει περίπου 220 UAV, ενώ η Ελλάδα 37, κυρίως με απαρχαιωμένα συστήματα.
Βαλλιστικοί πύραυλοι:
Η Τουρκία αναπτύσσει ευρύ οπλοστάσιο βαλλιστικών πυραύλων με εμβέλεια από 80 έως και 280 χιλιόμετρα. Κάποιοι από αυτούς τους μέσου βεληνεκούς πυραύλους βρίσκονται στο οπλοστάσιο των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων για αρκετά χρόνια (όπως τα συστήματα TOROS, YILDIRIM και BORA). Η πλέον μοντέρνα εκδοχή είναι οι πύραυλοι τύπου Cruise KARA ATMACA (κατά στόχων στην ξηρά) και ATMACA (κατά στόχων στη θάλασσα), που εκτιμάται ότι εντός του 2025 θα είναι πλήρως επιχειρησιακά αξιοποιήσιμοι. Η γκάμα μικρότερων πυραύλων της τουρκικής αμυντικής βιομηχανία είναι εκτεταμένη.
«Ατσάλινος Θόλος»:
Πρόκειται για ένα πρότζεκτ της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας το οποίο φιλοδοξεί να αντιγράψει τον «Σιδερένιο Θόλο» του Ισραήλ (Iron Dome), που προσφέρει αεράμυνα πολλαπλών επιπέδων στη χώρα. Το συγκεκριμένο έργο έχει αναλάβει σειρά τουρκικών εταιρειών (Aselsan, Roketsan, Tubitak SAGE, MKEK) και έχει στόχο τη δημιουργία τεσσάρων επιπέδων αεράμυνας, που θα ξεκινάει από τα χαμηλού βεληνεκούς (5-10 χιλιόμετρα) και θα φθάνει μέχρι τα μεγάλου ύψους (πάνω από 60 χιλιόμετρα). Υπολογίζεται ότι έως το 2030 η Τουρκία θα έχει κατορθώσει να αναβαθμίσει τις εγχώριες δυνατότητες αεράμυνας, αντιγράφοντας βεβαίως, ως συνήθως, επιτυχημένα συστήματα που ήδη υπάρχουν στη διεθνή αγορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Τουρκία με το σύστημα SIPER (Aselsan/Roketsan) φιλοδοξεί να εξουδετερώνει στόχους σε ύψος 30 χιλιομέτρων και απόσταση άνω των 120 χιλιομέτρων, δυνατότητες, δηλαδή, παρόμοιες με εκείνες των αμερικανικών Patriot ή των ρωσικών S-400.
Οι εξαγωγές
Οι παραπάνω δραστηριότητες της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας έχουν έναν σημαντικό ρόλο και στην οικονομία της γειτονικής χώρας, καθώς αποτελούν εξαγωγικό βραχίονα. Πριν από λίγες ημέρες η γραμματεία των τουρκικών αμυντικών βιομηχανιών (SSB) ανακοίνωσε ότι τον Αύγουστο του 2024 καταγράφηκε αύξηση στις εξαγωγές άμυνας και αεροδιαστημικής κατά 12,6% σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2023, με τζίρο 423 εκατ. δολαρίων. Το πρώτο οκτάμηνο του 2024 οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί συνολικά κατά 9,8% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, αγγίζοντας τα 3,73 δισ. δολάρια. Σε ετήσια βάση το ποσοστό αύξησης των εξαγωγών προς συνολικά 171 χώρες αγγίζει το 13,4%, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της SSB.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου