Οι αντιπροσωπείες Ελλάδας και Τουρκίας, με επικεφαλής τους Ελευθέριο Βενιζέλο και Ισμέτ Ινονού (αμφότεροι στο κέντρο των αντίστοιχων φωτογραφιών), κατά τη διάρκεια των εργασιών της Διάσκεψης της Λωζάνης, το 1922-23.
Του Ματθαίου Ιωάννου
Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, το 1923, θεωρείται ο θεμέλιος λίθος των ελληνοτουρκικών σχέσεων των τελευταίων 100 ετών. Αφετηρία και σημείο αναφοράς ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων και πολιτικών η Συνθήκη της Λωζάνης επανέρχεται, ξανά και ξανά, στο προσκήνιο λόγω, μεταξύ άλλων, και της περιστασιακής αναφοράς της τουρκικής ηγεσίας περί ανάγκης αναθεώρησης ή αναμόρφωσης βασικών προνοιών της.
Οι ελλαδικές ηγεσίες -πιστά προσδεμένες στη Συνθήκη αυτή- δεν κουράζονται, διαχρονικά, να επαναλαμβάνουν πως η Αθήνα μένει προσκολλημένη, στο γράμμα και το πνεύμα και στην πιστή εφαρμογή των προνοιών της. Καίτοι έχει αποδειχθεί ανήμπορη να θεραπεύσει τη σωρεία των συνειδητών και διαχρονικών παραβιάσεων εκ μέρους της Άγκυρας.
Η Αθήνα βλέπει στην Συνθήκη της Λωζάνης την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και το απαραβίαστο των συνόρων με τη γείτονα Τουρκία. Θεμιτή και δικαιολογημένη η έμφαση αυτή, και παράλληλα ενδεικτική της σημασίας την οποία η Αθήνα αποδίδει σε ένα νομικό κείμενο 100 ετών ως εγγύηση της εδαφικής της ακεραιότητας. Στην περίπτωση, φυσικά, κατά την οποία η χώρα διέθετε ισχυρή εγχώρια αμυντική βιομηχανία και ισχυρότερες Ένοπλες Δυνάμεις με διαφορετική στρατηγική κουλτούρα πολιτικής και στρατηγικής ηγεσίας, Ένοπλες Δυνάμεις ικανές να επιφέρουν συντριπτικά πλήγματα στο σύνολο της τουρκικής επικράτειας, οι προαναφερθείσες αναφορές στη Συνθήκη της Λωζάνης θα λάμβαναν χώρα λιγότερο συχνά και με λιγότερη αγωνία…
Του Ματθαίου Ιωάννου
Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, το 1923, θεωρείται ο θεμέλιος λίθος των ελληνοτουρκικών σχέσεων των τελευταίων 100 ετών. Αφετηρία και σημείο αναφοράς ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων και πολιτικών η Συνθήκη της Λωζάνης επανέρχεται, ξανά και ξανά, στο προσκήνιο λόγω, μεταξύ άλλων, και της περιστασιακής αναφοράς της τουρκικής ηγεσίας περί ανάγκης αναθεώρησης ή αναμόρφωσης βασικών προνοιών της.
Οι ελλαδικές ηγεσίες -πιστά προσδεμένες στη Συνθήκη αυτή- δεν κουράζονται, διαχρονικά, να επαναλαμβάνουν πως η Αθήνα μένει προσκολλημένη, στο γράμμα και το πνεύμα και στην πιστή εφαρμογή των προνοιών της. Καίτοι έχει αποδειχθεί ανήμπορη να θεραπεύσει τη σωρεία των συνειδητών και διαχρονικών παραβιάσεων εκ μέρους της Άγκυρας.
Η Αθήνα βλέπει στην Συνθήκη της Λωζάνης την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και το απαραβίαστο των συνόρων με τη γείτονα Τουρκία. Θεμιτή και δικαιολογημένη η έμφαση αυτή, και παράλληλα ενδεικτική της σημασίας την οποία η Αθήνα αποδίδει σε ένα νομικό κείμενο 100 ετών ως εγγύηση της εδαφικής της ακεραιότητας. Στην περίπτωση, φυσικά, κατά την οποία η χώρα διέθετε ισχυρή εγχώρια αμυντική βιομηχανία και ισχυρότερες Ένοπλες Δυνάμεις με διαφορετική στρατηγική κουλτούρα πολιτικής και στρατηγικής ηγεσίας, Ένοπλες Δυνάμεις ικανές να επιφέρουν συντριπτικά πλήγματα στο σύνολο της τουρκικής επικράτειας, οι προαναφερθείσες αναφορές στη Συνθήκη της Λωζάνης θα λάμβαναν χώρα λιγότερο συχνά και με λιγότερη αγωνία…
Η ταινία, του Νίκου Κούνδουρου, «1922» στο «Νούμερο 321328» του Ηλία Βενέζη, όπου μαρτυρείται η τραγική βιωματική εμπειρία του συγγραφέα από την αιχμαλωσία στα Τάγματα Εργασίας στο τελευταίο στάδιο της γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού (1914-1923).
Η διαχρονική στάση της ελλαδικής ηγεσίας απέναντι στην τουρκική πολιτική έναντι των Αθηνών μορφοποιείται σε συγκεκριμένα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, στάσεις, θεωρήσεις και νοητικά σχήματα μέσω των οποίων καθορίζεται ένα αυστηρό και, εν πολλοίς, περιοριστικό πλαίσιο άσκησης της διμερούς ελληνοτουρκικής διπλωματίας.
Με την πάροδο των δεκαετιών, το παραπάνω αφήγημα έχει προσλάβει τυποποιημένη μορφή υπό τη μορφή συγκεκριμένων επιχειρημάτων. Αναλόγως χρησιμοποιείται από τις διπλωματικές υπηρεσίες και το πολιτικό προσωπικό της χώρας, εγείροντας αμφιβολίες κατά πόσο αμφότερα έχουν κατανοήσει τη σημασία, τη βαρύτητα και την επαληθευσιμότητα των θεωρήσεων αυτών από το 1923 και ύστερα.
Μια σπάνια περίπτωση, κατά την οποία οι κυρίαρχες αυτές στάσεις και νοοτροπίες αποτυπώθηκαν στον κινηματογράφο, είναι η ταινία του Νίκου Κούνδουρου, 1922. Η ταινία, παραγωγής 1978, βασίστηκε στο βιβλίο Νούμερο 321328: Το βιβλίο της σκλαβιάς, του Ηλία Βενέζη, όπου μαρτυρείται η τραγική βιωματική εμπειρία του συγγραφέα από την αιχμαλωσία στα Τάγματα Εργασίας στο τελευταίο στάδιο της γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού (1914-1923).O Τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν αναφέρεται, περιστασιακά, στην ανάγκη αναθεώρησης ή αναμόρφωσης βασικών προνοιών της Συνθήκης της Λωζάνης.
Σε μια σκηνή της ταινίας παρουσιάζεται ένα Έλληνας έμπορος της Σμύρνης (Βάσος Ανδρονίδης) ο οποίος, μέσα στην απόγνωση του για την αποχώρηση του ελληνικού στρατού και ενώ προτρέπει τη γυναίκα (Όλγα Τουρνάκη) με τις κόρες του να φύγουν για την Ελλάδα, επαναλαμβάνει όσα έκτοτε μονότονα επαναλαμβάνει η Αθήνα. Η σύζυγός του, αδιαφορώντας για αυτά που ακούει κοιτάει στο κενό βλέποντας αυτό που έρχεται.
«Υπάρχουν συμφωνίες. Οι ξένοι στόλοι στο λιμάνι.
Ο Κεμάλ δεν είναι κακός.
Πάνε πια αυτά που ξέρατε με τους Τούρκους. Τώρα είναι τακτικός στρατός.
Είναι οι ξένοι πρεσβευτές.
Είναι οι συμφωνίες.
Μόλις περάσει η μπόρα θα μπει τάξη.
Η Τουρκία γίνεται κράτος.
Τι έχουμε να χωρίσουμε με τους Τούρκους; Θα ζήσουμε μαζί. Ούτε η πρώτη φορά, ούτε η τελευταία. Αιώνες τώρα ζούμε μαζί. Ε, θα ζήσουμε και τώρα.
Τι έχω να χωρίσω με τον γείτονά μου; Τι μου έκανε εμένα ο Ιμπραήμ;»
Επιχειρήματα τα οποία μονότονα ακούγονται, σε διάφορες περιστάσεις, από το σύνολο του πολιτικού προσωπικού της χώρας, επί σειρά δεκαετιών, και τα οποία έχουν διαμορφώσει μια ενστικτώδη αντίδραση κάθε φορά κατά την οποία Άγκυρα σαφώς και ρητά φανερώνει, υποστασιοποιώντας με συγκεκριμένες πράξεις, τις προθέσεις της.
Σε αυτό το δίλεπτο, οι Νίκος Κούνδουρος και Στρατής Καρράς συμπύκνωσαν την κυρίαρχη ελληνική αντίληψη των ελληνοτουρκικών σχέσεων των τελευταίων 100 ετών, αναδεικνύοντας την επιμονή και το μέγεθος της εθνική μας ευπιστίας. Ηγεσίας και κοινωνίας!
Αμφότεροι βρίσκουν καταφύγιο στο παραπάνω αφήγημα. Σε διαφορετική περίπτωση, η ηγεσία της χώρας θα αναγνώριζε το ατελέσφορο των προσπαθειών προσέγγισης των τελευταίων 50 (αν όχι 100) ετών και θα καλούσε την κοινωνία σε εθνική κινητοποίηση. Μια εξέλιξη που θα απαιτούσε, εκ μέρους της, γενναιότητα παραδοχής λανθασμένης στρατηγικής δεκαετιών, όραμα το οποίο να εμπνέει τους πολίτες να υποστούν θυσίες και τέλος, επιτελικό σχεδιασμό για την ανασυγκρότηση (στρατιωτική, οικονομική, δημογραφική, παραγωγική) της χώρας. Παρέλκει να τονιστεί πως οι τρεις προαναφερθείσες προϋποθέσεις δεν εντοπίζονται στην πολιτική τάξη της χώρας. Σε παρόμοια θέση βρίσκεται η ίδια η κοινωνία η οποία απαράσκευη, άνευρη και μαλθακή αποκρούει κάθε σκέψη για κινητοποίηση και στερήσεις, υλικές και ανθρώπινες. Αμφότεροι εμμένουν στο παραπάνω αφήγημα, ώστε να μην κληθούν αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν.
Ηγεσία και κοινωνία, πασχίζουν να δημιουργήσουν μια εικονική πραγματικότητα ώστε να διαιωνίζεται η αδράνεια. Με την ελπίδα ότι η διαχρονική υποχωρητικότητα στις αδηφάγες τουρκικές απαιτήσεις αενάως θα συνεχίζεται, χωρίς να έρθει η στιγμή της κρίσης.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Η διαχρονική στάση της ελλαδικής ηγεσίας απέναντι στην τουρκική πολιτική έναντι των Αθηνών μορφοποιείται σε συγκεκριμένα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, στάσεις, θεωρήσεις και νοητικά σχήματα μέσω των οποίων καθορίζεται ένα αυστηρό και, εν πολλοίς, περιοριστικό πλαίσιο άσκησης της διμερούς ελληνοτουρκικής διπλωματίας.
Με την πάροδο των δεκαετιών, το παραπάνω αφήγημα έχει προσλάβει τυποποιημένη μορφή υπό τη μορφή συγκεκριμένων επιχειρημάτων. Αναλόγως χρησιμοποιείται από τις διπλωματικές υπηρεσίες και το πολιτικό προσωπικό της χώρας, εγείροντας αμφιβολίες κατά πόσο αμφότερα έχουν κατανοήσει τη σημασία, τη βαρύτητα και την επαληθευσιμότητα των θεωρήσεων αυτών από το 1923 και ύστερα.
Μια σπάνια περίπτωση, κατά την οποία οι κυρίαρχες αυτές στάσεις και νοοτροπίες αποτυπώθηκαν στον κινηματογράφο, είναι η ταινία του Νίκου Κούνδουρου, 1922. Η ταινία, παραγωγής 1978, βασίστηκε στο βιβλίο Νούμερο 321328: Το βιβλίο της σκλαβιάς, του Ηλία Βενέζη, όπου μαρτυρείται η τραγική βιωματική εμπειρία του συγγραφέα από την αιχμαλωσία στα Τάγματα Εργασίας στο τελευταίο στάδιο της γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού (1914-1923).O Τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν αναφέρεται, περιστασιακά, στην ανάγκη αναθεώρησης ή αναμόρφωσης βασικών προνοιών της Συνθήκης της Λωζάνης.
Σε μια σκηνή της ταινίας παρουσιάζεται ένα Έλληνας έμπορος της Σμύρνης (Βάσος Ανδρονίδης) ο οποίος, μέσα στην απόγνωση του για την αποχώρηση του ελληνικού στρατού και ενώ προτρέπει τη γυναίκα (Όλγα Τουρνάκη) με τις κόρες του να φύγουν για την Ελλάδα, επαναλαμβάνει όσα έκτοτε μονότονα επαναλαμβάνει η Αθήνα. Η σύζυγός του, αδιαφορώντας για αυτά που ακούει κοιτάει στο κενό βλέποντας αυτό που έρχεται.
«Υπάρχουν συμφωνίες. Οι ξένοι στόλοι στο λιμάνι.
Ο Κεμάλ δεν είναι κακός.
Πάνε πια αυτά που ξέρατε με τους Τούρκους. Τώρα είναι τακτικός στρατός.
Είναι οι ξένοι πρεσβευτές.
Είναι οι συμφωνίες.
Μόλις περάσει η μπόρα θα μπει τάξη.
Η Τουρκία γίνεται κράτος.
Τι έχουμε να χωρίσουμε με τους Τούρκους; Θα ζήσουμε μαζί. Ούτε η πρώτη φορά, ούτε η τελευταία. Αιώνες τώρα ζούμε μαζί. Ε, θα ζήσουμε και τώρα.
Τι έχω να χωρίσω με τον γείτονά μου; Τι μου έκανε εμένα ο Ιμπραήμ;»
Επιχειρήματα τα οποία μονότονα ακούγονται, σε διάφορες περιστάσεις, από το σύνολο του πολιτικού προσωπικού της χώρας, επί σειρά δεκαετιών, και τα οποία έχουν διαμορφώσει μια ενστικτώδη αντίδραση κάθε φορά κατά την οποία Άγκυρα σαφώς και ρητά φανερώνει, υποστασιοποιώντας με συγκεκριμένες πράξεις, τις προθέσεις της.
Σε αυτό το δίλεπτο, οι Νίκος Κούνδουρος και Στρατής Καρράς συμπύκνωσαν την κυρίαρχη ελληνική αντίληψη των ελληνοτουρκικών σχέσεων των τελευταίων 100 ετών, αναδεικνύοντας την επιμονή και το μέγεθος της εθνική μας ευπιστίας. Ηγεσίας και κοινωνίας!
Αμφότεροι βρίσκουν καταφύγιο στο παραπάνω αφήγημα. Σε διαφορετική περίπτωση, η ηγεσία της χώρας θα αναγνώριζε το ατελέσφορο των προσπαθειών προσέγγισης των τελευταίων 50 (αν όχι 100) ετών και θα καλούσε την κοινωνία σε εθνική κινητοποίηση. Μια εξέλιξη που θα απαιτούσε, εκ μέρους της, γενναιότητα παραδοχής λανθασμένης στρατηγικής δεκαετιών, όραμα το οποίο να εμπνέει τους πολίτες να υποστούν θυσίες και τέλος, επιτελικό σχεδιασμό για την ανασυγκρότηση (στρατιωτική, οικονομική, δημογραφική, παραγωγική) της χώρας. Παρέλκει να τονιστεί πως οι τρεις προαναφερθείσες προϋποθέσεις δεν εντοπίζονται στην πολιτική τάξη της χώρας. Σε παρόμοια θέση βρίσκεται η ίδια η κοινωνία η οποία απαράσκευη, άνευρη και μαλθακή αποκρούει κάθε σκέψη για κινητοποίηση και στερήσεις, υλικές και ανθρώπινες. Αμφότεροι εμμένουν στο παραπάνω αφήγημα, ώστε να μην κληθούν αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν.
Ηγεσία και κοινωνία, πασχίζουν να δημιουργήσουν μια εικονική πραγματικότητα ώστε να διαιωνίζεται η αδράνεια. Με την ελπίδα ότι η διαχρονική υποχωρητικότητα στις αδηφάγες τουρκικές απαιτήσεις αενάως θα συνεχίζεται, χωρίς να έρθει η στιγμή της κρίσης.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου