Η “Ημέρα της Νίκης” στη Ρωσία εορτάζεται σε ανάμνηση της ανακοίνωσης νίκης τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου 1945, αφού προηγήθηκε το γερμανικό σύμφωνο παράδοσης. Οι Σοβιετικοί στον πόλεμο είχαν σχεδόν 27 εκατομμύρια νεκρούς, με την ΕΣΣΔ να χάνει έναν στους επτά πολίτες της, το Ηνωμένο Βασίλειο έναν στους 127, και τις ΗΠΑ έναν στους 320. Σήμερα, η δυτική ελίτ διαμορφώνει την πολιτική και την επικοινωνία της με ένα είδος ναπολεόντειου ναρκισσισμού και με σαφή περιφρόνηση προς τη Ρωσία, αρνούμενη να αποδεχτεί ότι οι κυρώσεις, δεν τραυμάτισαν τόσο την Ρωσία, όσο τις ευρωπαϊκές χώρες στο οικονομικό επίπεδο.
Η επιμονή της Δύσης υπέρ της συνέχισης ενός χαμένου πολέμου από την Ουκρανία με όπλα και πακτωλό χρημάτων, ερεθίζει τον ρωσικό εθνικισμό που απαντά με ασκήσεις πυρηνικού πολέμου. Πολιτική ανορθογραφία ή ανορθολογικό αφήγημα, το αποτέλεσμα είναι ότι η Δύση δεν θέλει ζωντανές της μνήμες της νίκης και κατασκευάζει νέες διαχωριστικές γραμμές.
Από τη Διάσκεψη της Γιάλτας στην Ουκρανία Κατά το χρονικό διάστημα από 4 έως 11 Φεβρουαρίου του 1945 , η ήττα του ναζισμού ήταν προδιαγεγραμμένη και η επίτευξη συμφωνίας των ηγετών δημιούργησε ελπίδες ειρηνικής συνύπαρξης Δύσης-Ανατολής, με τη δημιουργία μηχανισμού του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Στάλιν, Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ εκπροσώπησαν χώρες με διαφορετικές ιδεολογίες, κρατικές επιδιώξεις, συμφέροντα, πολιτισμούς, αλλά επέδειξαν σπουδαία πολιτική βούληση, υπερβαίνοντας τις αντιθέσεις τους και έθεσαν το συμφέρον της ειρήνης στο προσκήνιο.
Ο ψυχρός πόλεμος σύντομα διέλυσε τις προοπτικές συνεργασίας και η Ευρώπη χωρίσθηκε σε στρατόπεδα.
Η στάση της Δύσης στην αρχή του παγκόσμιου πολέμου καθορίσθηκε από την επιλογή της απομόνωσης της Σοβιετικής Ένωσης στην αντιμετώπιση της ναζιστικής Γερμανίας και των συμμάχων της, με στόχο η σύγκρουση Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης να αποδυναμώσει τις δύο χώρες.
Μετά από δεκαετίες, η Δύση ακολουθεί την ίδια προσέγγιση έναντι της Ρωσίας, με την Ουκρανία σήμερα να επιχειρεί την αποδυνάμωση της Ρωσίας. Πριν την κρίση της Ουκρανίας, η ευρωπαϊκή ιδέα (ΕΕ) είχε ως στόχο την εμπέδωση της ειρήνης και η οικονομική συνεργασία να αποτελέσει την συγκολλητική ουσία για την αποφυγή συρράξεων στην Ευρώπη.
Σήμερα η ΕΕ συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση αντι-ρωσικού μετώπου και μετά την έγκριση από το Κογκρέσο της αμερικανικής βοήθειας των 60 δισ.$ στην Ουκρανία έχουν αναβιώσει οι ελπίδες στη Δύση ότι το Κίεβο θα αναχαιτίσει την προώθηση των ρωσικών δυνάμεων.
Στη δημόσια σφαίρα της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή με τις ΗΠΑ, επικρατεί αντιρωσική υστερία με αποτέλεσμα όποιος τολμήσει να ασκήσει κριτική στις ευρωπαϊκές επιλογές είναι ή «φιλο-πουτινικός».
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο ουκρανικό μέτωπο, η επικοινωνία της ΕΕ εστίασε στην προοπτική επέμβασης της Ρωσίας στις Βαλτικές χώρες, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στη Μολδαβία και πιθανώς στη Γερμανία.
Παρότι ανορθολογικό το αφήγημα, οι ευρωπαϊκές αναφορές σχετίζονται με τη συνειδητοποίηση των υποβαθμισμένων αμυντικών δυνατοτήτων των κρατών-μελών της ΕΕ. Στόχος είναι τα 400-420 δισ.€ του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού να κατανεμηθούν στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, ώστε να περιορισθεί το οικονομικό κόστος του πολέμου. Στην επιλογή αυτή έχει συμβάλλει το ενδεχόμενο εκλογής του Τραμπ, ο οποίος είναι σαφής ως προς το κόστος της παροχής ασφάλειας από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Η επικρατούσα αντίληψη στις ΗΠΑ ότι διαθέτοντας μικρό ποσοστό του ΑΕΠ, αφενός η Ρωσία υφίσταται το κόστος του πολέμου και αφετέρου τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα είναι απόλυτα εξαρτημένα και ελεγχόμενα από τις ΗΠΑ, είναι το κυρίαρχο μαντρά της Ουάσιγκτον.
Η συλλογιστική αυτή πάσχει στο ενδεχόμενο η Ρωσία να επικρατήσει στην Ουκρανία, εξερχόμενη από τον πόλεμο ισχυρότερη με τη Δύση ηττημένη. Η Ρωσία για να κερδίσει τον πόλεμο έχει ήδη κάνει στροφή προς στον Παγκόσμιο Νότο και στην ενίσχυση των σχέσεων της στην Ευρασία.
Το διαμορφούμενο ρωσικό δόγμα αντιμετωπίζει πλέον την ΕΕ ως ανταγωνιστική δύναμη και όχι ως δυνητικό εταίρο. Η Ρωσία έχει εγκαταλείψει την προοπτική επανένταξης στο δυτικό πλαίσιο και υπό αυτή την έννοια η ΕΕ θα παραμείνει στρατηγικά αντίπαλος.
Η πολιτική της Δύσης στο ουκρανικό, θυμίζει το δώρο της Ουάσιγκτον στο Ιράν, με την επέμβαση στο Ιράκ το 2003, που είχε ως αποτέλεσμα δύο χώρες σε διαρκή σύγκρουση να μετατραπούν στους στενότερους συνεργάτες στην περιοχή.
Αντίστοιχα, οι επιλογές της δυτικής ελίτ επέτυχαν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην προσέγγιση Ρωσίας-Κίνας και την συγκρότηση μηχανισμών συνεργασίας στον «Παγκόσμιο Νότο», αποδυναμώνοντας την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Η εγκατάλειψη της θέσης ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα στην Κίνα, δημιούργησε εκ τω πραγμάτων τον σημαντικό συνασπισμό Ρωσίας-Κίνας.
Η κατάσταση αυτή περιπλέκει την στάση των ΗΠΑ έναντι της Κίνας, αλλά ακόμα περισσότερο την στάση της ΕΕ. Η ευρωπαϊκή οικονομία εξαρτάται στρατηγικά σε εισαγωγές πρώτων υλών (σπάνιες γαίες) από την Κίνα, ενώ οι ευρωπαϊκές εξαγωγές εξαρτώνται από τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι η αρχή των εμπορικών τριβών των δύο περιοχών. Ο ναρκισσισμός δεν είναι καλός σύμβουλος στις γεωπολιτικές σχέσεις.
Η επιμονή της Δύσης υπέρ της συνέχισης ενός χαμένου πολέμου από την Ουκρανία με όπλα και πακτωλό χρημάτων, ερεθίζει τον ρωσικό εθνικισμό που απαντά με ασκήσεις πυρηνικού πολέμου. Πολιτική ανορθογραφία ή ανορθολογικό αφήγημα, το αποτέλεσμα είναι ότι η Δύση δεν θέλει ζωντανές της μνήμες της νίκης και κατασκευάζει νέες διαχωριστικές γραμμές.
Από τη Διάσκεψη της Γιάλτας στην Ουκρανία Κατά το χρονικό διάστημα από 4 έως 11 Φεβρουαρίου του 1945 , η ήττα του ναζισμού ήταν προδιαγεγραμμένη και η επίτευξη συμφωνίας των ηγετών δημιούργησε ελπίδες ειρηνικής συνύπαρξης Δύσης-Ανατολής, με τη δημιουργία μηχανισμού του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Στάλιν, Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ εκπροσώπησαν χώρες με διαφορετικές ιδεολογίες, κρατικές επιδιώξεις, συμφέροντα, πολιτισμούς, αλλά επέδειξαν σπουδαία πολιτική βούληση, υπερβαίνοντας τις αντιθέσεις τους και έθεσαν το συμφέρον της ειρήνης στο προσκήνιο.
Ο ψυχρός πόλεμος σύντομα διέλυσε τις προοπτικές συνεργασίας και η Ευρώπη χωρίσθηκε σε στρατόπεδα.
Η στάση της Δύσης στην αρχή του παγκόσμιου πολέμου καθορίσθηκε από την επιλογή της απομόνωσης της Σοβιετικής Ένωσης στην αντιμετώπιση της ναζιστικής Γερμανίας και των συμμάχων της, με στόχο η σύγκρουση Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης να αποδυναμώσει τις δύο χώρες.
Μετά από δεκαετίες, η Δύση ακολουθεί την ίδια προσέγγιση έναντι της Ρωσίας, με την Ουκρανία σήμερα να επιχειρεί την αποδυνάμωση της Ρωσίας. Πριν την κρίση της Ουκρανίας, η ευρωπαϊκή ιδέα (ΕΕ) είχε ως στόχο την εμπέδωση της ειρήνης και η οικονομική συνεργασία να αποτελέσει την συγκολλητική ουσία για την αποφυγή συρράξεων στην Ευρώπη.
Σήμερα η ΕΕ συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση αντι-ρωσικού μετώπου και μετά την έγκριση από το Κογκρέσο της αμερικανικής βοήθειας των 60 δισ.$ στην Ουκρανία έχουν αναβιώσει οι ελπίδες στη Δύση ότι το Κίεβο θα αναχαιτίσει την προώθηση των ρωσικών δυνάμεων.
Στη δημόσια σφαίρα της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή με τις ΗΠΑ, επικρατεί αντιρωσική υστερία με αποτέλεσμα όποιος τολμήσει να ασκήσει κριτική στις ευρωπαϊκές επιλογές είναι ή «φιλο-πουτινικός».
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο ουκρανικό μέτωπο, η επικοινωνία της ΕΕ εστίασε στην προοπτική επέμβασης της Ρωσίας στις Βαλτικές χώρες, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στη Μολδαβία και πιθανώς στη Γερμανία.
Παρότι ανορθολογικό το αφήγημα, οι ευρωπαϊκές αναφορές σχετίζονται με τη συνειδητοποίηση των υποβαθμισμένων αμυντικών δυνατοτήτων των κρατών-μελών της ΕΕ. Στόχος είναι τα 400-420 δισ.€ του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού να κατανεμηθούν στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, ώστε να περιορισθεί το οικονομικό κόστος του πολέμου. Στην επιλογή αυτή έχει συμβάλλει το ενδεχόμενο εκλογής του Τραμπ, ο οποίος είναι σαφής ως προς το κόστος της παροχής ασφάλειας από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Η επικρατούσα αντίληψη στις ΗΠΑ ότι διαθέτοντας μικρό ποσοστό του ΑΕΠ, αφενός η Ρωσία υφίσταται το κόστος του πολέμου και αφετέρου τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα είναι απόλυτα εξαρτημένα και ελεγχόμενα από τις ΗΠΑ, είναι το κυρίαρχο μαντρά της Ουάσιγκτον.
Η συλλογιστική αυτή πάσχει στο ενδεχόμενο η Ρωσία να επικρατήσει στην Ουκρανία, εξερχόμενη από τον πόλεμο ισχυρότερη με τη Δύση ηττημένη. Η Ρωσία για να κερδίσει τον πόλεμο έχει ήδη κάνει στροφή προς στον Παγκόσμιο Νότο και στην ενίσχυση των σχέσεων της στην Ευρασία.
Το διαμορφούμενο ρωσικό δόγμα αντιμετωπίζει πλέον την ΕΕ ως ανταγωνιστική δύναμη και όχι ως δυνητικό εταίρο. Η Ρωσία έχει εγκαταλείψει την προοπτική επανένταξης στο δυτικό πλαίσιο και υπό αυτή την έννοια η ΕΕ θα παραμείνει στρατηγικά αντίπαλος.
Η πολιτική της Δύσης στο ουκρανικό, θυμίζει το δώρο της Ουάσιγκτον στο Ιράν, με την επέμβαση στο Ιράκ το 2003, που είχε ως αποτέλεσμα δύο χώρες σε διαρκή σύγκρουση να μετατραπούν στους στενότερους συνεργάτες στην περιοχή.
Αντίστοιχα, οι επιλογές της δυτικής ελίτ επέτυχαν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην προσέγγιση Ρωσίας-Κίνας και την συγκρότηση μηχανισμών συνεργασίας στον «Παγκόσμιο Νότο», αποδυναμώνοντας την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Η εγκατάλειψη της θέσης ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα στην Κίνα, δημιούργησε εκ τω πραγμάτων τον σημαντικό συνασπισμό Ρωσίας-Κίνας.
Η κατάσταση αυτή περιπλέκει την στάση των ΗΠΑ έναντι της Κίνας, αλλά ακόμα περισσότερο την στάση της ΕΕ. Η ευρωπαϊκή οικονομία εξαρτάται στρατηγικά σε εισαγωγές πρώτων υλών (σπάνιες γαίες) από την Κίνα, ενώ οι ευρωπαϊκές εξαγωγές εξαρτώνται από τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι η αρχή των εμπορικών τριβών των δύο περιοχών. Ο ναρκισσισμός δεν είναι καλός σύμβουλος στις γεωπολιτικές σχέσεις.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου