ΛΥΓΕΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Η εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, λόγω του γεγονότος ότι η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου χρεώθηκε το Μνημόνιο, αποδείχθηκε πως δεν ήταν συγκυριακή. Από το σημαδιακό 2010 έχουν περάσει 14 χρόνια και το άλλοτε κραταιό Κίνημα παραμένει ένα μικρομεσαίο κόμμα, παρά το γεγονός ότι η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύει για τους “πράσινους” μία ιστορική ευκαιρία για να αναδειχθούν στο δεύτερο πυλώνα του πολιτικού συστήματος.
Υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε κάποιες ποσοστιαίες μονάδες και ίσως στις ευρωεκλογές κερδίσει και τη δεύτερη θέση. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν δείχνει ικανό να αναπτύξει την πολιτική-εκλογική δυναμική που θα το μετέτρεπε στον αντίπαλο πόλο της ΝΔ και ως εκ τούτου σε διεκδικητή της εξουσίας. Είναι προφανές πως δεν κρίνεται από τους ψηφοφόρους, που είναι δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης.
Από την περίοδο που –επί ηγεσίας Βαγγέλη Βενιζέλου– το ΠΑΣΟΚ κατακρημνίστηκε στο 4,68% έγιναν προσπάθειες ανάκαμψης, αλλά απέτυχαν. Μέχρι και το όνομα άλλαξαν. Ποιος δεν θυμάται την “Ελιά” και το Κίνημα Αλλαγής; Βεβαίως, το πρόβλημα δεν ήταν στο όνομα, αλλά το πολιτικό στίγμα που άφησε στο άλλοτε κραταιό Κίνημα η ταύτιση με το Μνημόνιο. Από εκείνη την περίοδο το ΠΑΣΟΚ έπαψε να εκφράζει πολιτικά τη μεγάλη Κεντροαριστερά, παρά τις αντίθετες ρητορικές διακηρύξεις.
Πώς θα μπορούσε το τότε ΠΑΣΟΚ να επανασυσπειρώσει τα κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαία στρώματα, όταν η ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση του κόμματος ερχόταν σε αντίθεση με τα “θέλω” τους; Πώς θα τα επαναπροσέλκυε, ξανασερβίροντάς τους την πολιτική που τα είχε διώξει; Στην πραγματικότητα, η τότε φιλολογία για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς αφορούσε μόνο τη μνημονιακή πτέρυγά της, κυρίως τα κεντρώου προσανατολισμού εύπορα μεσοστρώματα. Αυτά, όμως, είναι μειονότητα στη μεγάλη Κεντροαριστερά.
Η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με το Μνημόνιο δεν ήταν μόνο η αιτία της εκλογικής κατάρρευσής του. Ήταν και η αιτία που στη συνέχεια μετατράπηκε σε κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Εξ’ ου και για την ομάδα Βενιζέλου δεν υπήρχε η πολιτική των ίσων αποστάσεων από τα δύο τότε μεγάλα κόμματα. Θεωρούσε τον ΣΥΡΙΖΑ εχθρό, ενώ τη ΝΔ εταίρο και μετά το 2015 δυνάμει εταίρο. Η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να ανασυγκροτήσει την Κεντροαριστερά δεν προσέκρουε, λοιπόν, μόνο στις εσωτερικές αντιθέσεις του. Κυρίως προσέκρουε στην –λόγω Μνημονίου– διάρρηξη των δεσμών πολιτικής αντιπροσώπευσης των κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαίων στρωμάτων.
Η εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, λόγω του γεγονότος ότι η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου χρεώθηκε το Μνημόνιο, αποδείχθηκε πως δεν ήταν συγκυριακή. Από το σημαδιακό 2010 έχουν περάσει 14 χρόνια και το άλλοτε κραταιό Κίνημα παραμένει ένα μικρομεσαίο κόμμα, παρά το γεγονός ότι η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύει για τους “πράσινους” μία ιστορική ευκαιρία για να αναδειχθούν στο δεύτερο πυλώνα του πολιτικού συστήματος.
Υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε κάποιες ποσοστιαίες μονάδες και ίσως στις ευρωεκλογές κερδίσει και τη δεύτερη θέση. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν δείχνει ικανό να αναπτύξει την πολιτική-εκλογική δυναμική που θα το μετέτρεπε στον αντίπαλο πόλο της ΝΔ και ως εκ τούτου σε διεκδικητή της εξουσίας. Είναι προφανές πως δεν κρίνεται από τους ψηφοφόρους, που είναι δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης.
Από την περίοδο που –επί ηγεσίας Βαγγέλη Βενιζέλου– το ΠΑΣΟΚ κατακρημνίστηκε στο 4,68% έγιναν προσπάθειες ανάκαμψης, αλλά απέτυχαν. Μέχρι και το όνομα άλλαξαν. Ποιος δεν θυμάται την “Ελιά” και το Κίνημα Αλλαγής; Βεβαίως, το πρόβλημα δεν ήταν στο όνομα, αλλά το πολιτικό στίγμα που άφησε στο άλλοτε κραταιό Κίνημα η ταύτιση με το Μνημόνιο. Από εκείνη την περίοδο το ΠΑΣΟΚ έπαψε να εκφράζει πολιτικά τη μεγάλη Κεντροαριστερά, παρά τις αντίθετες ρητορικές διακηρύξεις.
Πώς θα μπορούσε το τότε ΠΑΣΟΚ να επανασυσπειρώσει τα κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαία στρώματα, όταν η ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση του κόμματος ερχόταν σε αντίθεση με τα “θέλω” τους; Πώς θα τα επαναπροσέλκυε, ξανασερβίροντάς τους την πολιτική που τα είχε διώξει; Στην πραγματικότητα, η τότε φιλολογία για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς αφορούσε μόνο τη μνημονιακή πτέρυγά της, κυρίως τα κεντρώου προσανατολισμού εύπορα μεσοστρώματα. Αυτά, όμως, είναι μειονότητα στη μεγάλη Κεντροαριστερά.
Η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με το Μνημόνιο δεν ήταν μόνο η αιτία της εκλογικής κατάρρευσής του. Ήταν και η αιτία που στη συνέχεια μετατράπηκε σε κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Εξ’ ου και για την ομάδα Βενιζέλου δεν υπήρχε η πολιτική των ίσων αποστάσεων από τα δύο τότε μεγάλα κόμματα. Θεωρούσε τον ΣΥΡΙΖΑ εχθρό, ενώ τη ΝΔ εταίρο και μετά το 2015 δυνάμει εταίρο. Η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να ανασυγκροτήσει την Κεντροαριστερά δεν προσέκρουε, λοιπόν, μόνο στις εσωτερικές αντιθέσεις του. Κυρίως προσέκρουε στην –λόγω Μνημονίου– διάρρηξη των δεσμών πολιτικής αντιπροσώπευσης των κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαίων στρωμάτων.
Οι “εκλογικοί πρόσφυγες” του ΠΑΣΟΚ
Συσσωρεύοντας οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, οι μνημονιακές πολιτικές προκάλεσαν μία πρωτοφανή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η Κεντροαριστερά δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους, αλλά το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ “κάηκε” τότε ως πολιτικός εκφραστής της. Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι κατά κανόνα κατέφυγαν στον ΣΥΡΙΖΑ σαν εκλογικοί πρόσφυγες, μετατρέποντάς τον από ένα μικρό κόμμα σε αξιωματική αντιπολίτευση και στη συνέχεια σε κυβερνών κόμμα.
Η εικόνα θα ήταν πολιτικά λειψή εάν δεν αναφερθούμε και στην άλλη όψη του νομίσματος. Στη στροφή των κεντρώας προέλευσης μεσοστρωμάτων, που άλλοτε είχε εκφράσει ο Κώστας Σημίτης, στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, με αιτία και πρόσχημα την αντίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ. Με λίγες εξαιρέσεις, η σημιτική πτέρυγα του κοινωνικού ΠΑΣΟΚ προσδέθηκε εκλογικά στη ΝΔ, ενώ σε επίπεδο στελεχών υπήρξε εκτεταμένη προσχώρηση, σε βαθμό που το επιτελείο του σημερινού πρωθυπουργού να αποτελείται κατά κανόνα από πρώην σημιτικούς.
Από το 2012 και μετέπειτα υποστήριζα ότι το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ δεν είναι παγιωμένο. Εκτιμούσα ότι η εκλογική πρόσδεση στον ΣΥΡΙΖΑ των άλλοτε “πράσινων” ψηφοφόρων δεν ήταν οριστική, εξ ου και τους αποκαλούσα με τον όρο “εκλογικοί πρόσφυγες”. Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί που ψήφισαν το 2015 μαζικά τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον ψήφισαν, επειδή υιοθέτησαν τα ιδεολογήματά του. Το έπραξαν με την ελπίδα ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα έβαζε ένα τέλος στις μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό και σε συνθήκες capital controls έδωσαν το εντυπωσιακό 62% στο δημοψήφισμα του 2015.
Όταν λίγο αργότερα ο Αλέξης Τσίπρας υπέγραψε το 3ο Μνημόνιο, θεώρησαν ότι εκβιάστηκε. Μη έχοντας εναλλακτική κυβερνητική λύση, στη συντριπτική πλειονότητά τους τον ξαναψήφισαν. Ήλπιζαν ότι θα φρόντιζε ο λογαριασμός που θα πλήρωναν να είναι συγκριτικά ελαφρύτερος. Τα γεγονότα διέψευσαν τις προσδοκίες τους. Για να εξισορροπήσει αυτή τη διάψευση, ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ πήρε κάποια μέτρα ανακούφισης των πολύ φτωχών και εξέπεμπε μία παρηγορητική ρητορική.
Το παραπλανητικό ποσοστό…
Στην πραγματικότητα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε ανίκανος να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά-εκλογικά τις μαζικές εισροές πρώην “πράσινων” ψηφοφόρων. Πρώτον, επειδή διέψευσε τις ελπίδες τους ότι θα μπορούσε να τους προστατεύσει από τις καταστροφικές μνημονιακές πολιτικές. Δεύτερον, επειδή δεν άνοιξε μία νέα βιώσιμη και ελπιδοφόρα πολιτική προοπτική. Τρίτον, επειδή παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένος στις παραδοσιακές ιδεοληψίες του. Τέταρτον, επειδή στο κομματικό επίπεδο επέδειξε μία μικρόψυχη και κοντόθωρη αλαζονεία απέναντι στους πρώην “πράσινους”.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό τμήμα των κεντροαριστερών ψηφοφόρων να περιέλθει σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Ενώ είχε μία περισσότερο ή λιγότερο κριτική στάση προς τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν έβρισκε εναλλακτική πολιτική έκφραση, δεδομένου ότι η επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ ήταν απορριπτέα επιλογή για τη συντριπτική πλειονότητα. Όταν, όμως, το 2019 η ΝΔ κατήγαγε σαρωτική νίκη στις αυτοδιοικητικές εκλογές και μεγάλη νίκη στις ευρωεκλογές, ένα μεγάλο μέρος των παραδοσιακά αντιδεξιών ψηφοφόρων θεώρησε ότι έπρεπε –παρά τη δυσαρέσκειά του– να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές για να υπάρχει ένα αντίπαλο δέος στην επελαύνουσα ΝΔ. Έτσι προέκυψε το 31,5% του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ανωτέρω ποσοστό, όμως –όπως τότε έγραφα– ήταν παραπλανητικό, με την έννοια ότι δεν αντανακλούσε την πραγματική πολιτική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό φάνηκε τέσσερα χρόνια αργότερα κι αφού το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα είχε απογοητεύσει και ως αξιωματική αντιπολίτευση. Έτσι προέκυψε η εκλογική κατάρρευση το 2023. Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση είχε αρχίσει το 2019, αλλά είχε κρυφτεί λόγω της προαναφερθείσας συγκυριακής σκοπιμότητας – να υπάρξει αντίπαλο δέος.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου