Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Σχολιάζοντας την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952, ο τότε πρωθυπουργός της Αντνάν Μεντερές είχε χαρακτηρίσει την χώρα του “ραχοκοκαλιά” της Δυτικής Συμμαχίας. Μετά από 71 χρόνια, η Τουρκία είναι ο “εχθρός εντός των τειχών”. Από πυλώνας της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, έχει καταστεί άχθος για τη Δύση. Δημιουργεί προβλήματα. Η αγορά των ρωσικών S-400 προκάλεσε αμερικανικές αντιδράσεις, αλλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι είναι το τουρκικό βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ σε μία χρονική στιγμή που η Δύση έχει εμπλακεί στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Πολλοί στη Δύση βλέπουν με ανησυχία τις πράξεις του Ερντογάν. Από όταν είχε αρνηθεί την διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων για να ανοίξουν βόρειο μέτωπο στο Ιράκ το 2003, οι ψίθυροι δυσαρέσκειας τώρα έχουν γίνει ιαχές αγανάκτησης. Έχουν, άλλωστε, συσσωρευτεί πολλά: οι επεμβάσεις σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη, η εμπλοκή στο Αζερμπαϊτζάν, το bullying σε Ελλάδα και Κύπρο, οι προσβολές προς όλες τις χώρες της περιοχής, οι ύβρεις κατά του Ισραήλ, της ΕΕ και των ΗΠΑ. Σ’ αυτά προστίθενται η καταστρατήγηση κάθε έννοιας κράτους δικαίου, δημοκρατίας και ατομικών ελευθεριών, η υπόθαλψη της τρομοκρατίας και η μετατροπή της χώρας σε κέντρο διακίνησης ναρκωτικών και κάθε είδους εγκληματικών δραστηριοτήτων.
Κάποιοι στη Δύση –για τα δικά τους κρατικά ή προσωπικά συμφέροντα– κάνουν στραβά μάτια. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι η Τουρκία αποτελεί καρκίνωμα για τη Δύση. Υπήρχαν, βέβαια, προβλήματα και πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στη δεκαετία του 1970, όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, δεν συγχρωτιζόταν με τη Ρωσία, ούτε υπονόμευε τη Δύση με τον τρόπο που το κάνει πρόσφατα. Η ιδέα ότι μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ θα εγκατέλειπε τη Δύση για το Κρεμλίνο ήταν αδιανόητη στον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά αυτό σήμερα είναι γεγονός.
Από το 2015, όταν φάνηκαν οι συνέργειες της Άγκυρας με το ISIS, υπήρξαν φωνές που έθεσαν θέμα παραμονής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Η Ουάσιγκτον τις αγνόησε. Τώρα, πέραν των προσπαθειών Αμερικανών γερουσιαστών να επιβάλουν κυρώσεις, πληθαίνουν και οι φωνές που ζητούν την αποπομπή της από την Συμμαχία, παρότι δεν υπάρχει πρόβλεψη για αποπομπή κράτους-μέλους, μόνο εθελουσία έξοδο (άρθρο 13).
Αντιδράσεις και χειρισμοί
Τον Οκτώβριο 2019, ο γερουσιαστής Έλιοτ Λ. Ένγκελ, Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, πρότεινε οι ΗΠΑ να εξετάσουν το ενδεχόμενο εκδίωξης της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ. Ο τότε Αμερικανός υπουργός Άμυνας Μαρκ Έσπερ είχε αποκαλύψει ότι είχε προειδοποιήσει την Άγκυρα ότι εάν προχωρούσε σε εισβολή στη Συρία, «θα βλάψει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, και την παραμονή της στο ΝΑΤΟ».
Αυτές οι απειλές δεν ήταν καινούργιες, αλλά πάντα προσκρούουν στην έλλειψη βούλησης και στο νομικό εμπόδιο. Μέχρι τώρα, τέτοια προβλήματα στο ΝΑΤΟ επιλύονται με διπλωματικά μέσα και πολιτική πίεση. Όπως το έθεσε ο Χόρχε Μπενίτεθ του think tank Atlentic Council, το ΝΑΤΟ τείνει να «υπομένει τους εθνικούς ηγέτες που συμπεριφέρονται άσχημα μέχρι να επιστρέψει στην εξουσία μια κυβέρνηση που συνάδει με τις αξίες της Συμμαχίας». Αυτό το χειρισμό έκαναν σε πολλές περιπτώσεις, όπως όταν στην Πορτογαλία πήρε την εξουσία αριστερή κυβέρνηση. Αυτό, όμως, δεν σταμάτησε τον προβληματισμό για το εάν ένα κράτος-μέλος μπορεί να αποβληθεί από το ΝΑΤΟ.
ΝΑΤΟ και κοινές αξίες
Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε ως στρατιωτική συμμαχία, αλλά υπήρξαν και κοινές αξίες. Είναι κάτι που διατυπώνεται σαφώς στο προοίμιο και στο άρθρο 2 της Συνθήκης. Ο Καναδάς είχε προτείνει να μπει άρθρο για αποβολή κράτους-μέλους στην περίπτωση εκλογής κομμουνιστικής κυβέρνησης ή σύμπραξης με την Μόσχα κράτους-μέλους. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Άτσεσον είχε αναφερθεί σ’ έναν τρόπο να λυθεί ένας τέτοιος “Γόρδιος Δεσμός”:
«Αυτό το προσχέδιο, κύριε Πρόεδρε, ξεκινά με ένα Προοίμιο και ένας από τους σκοπούς αυτού του προοιμίου ήταν να δούμε αν θα μπορούσαμε με κάποιο τρόπο να περιγράψουμε μια δημοκρατική μη κομμουνιστική χώρα. Ο σκοπός αυτού ήταν, εάν, για παράδειγμα, η Ιταλία γίνει μέλος μιας τέτοιας Συνθήκης και μετά τυχαία γίνει κομμουνιστική, έχει δημιουργηθεί ένα ερώτημα στο μυαλό των ανθρώπων για το τι θα συμβεί τότε. Δεν θέλετε να υπάρχουν διατάξεις σε μια τέτοια Συνθήκη που να λένε ότι μπορείτε να τους διώξετε, γιατί αυτό δείχνει ότι είστε μάλλον αμφίβολοι γι’ αυτούς πριν ξεκινήσετε. Αλλά αν μπορείτε να περιγράψετε το είδος των στόχων που μοιράζονται όλες αυτές οι χώρες και μια από αυτές δεν θα πρέπει πλέον να επιδιώκει αυτούς τους στόχους, τότε τίθεται η βάση για έναν διαχωρισμό». (The Vandenberg Resolution and the North Atlantic Treaty: Hearings, Eightieth Congress, Second Session on S. Res. 239, p.93, έκδοση αμερικανικού δημοσίου)
Η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας ασχολήθηκε επίσης με το θέμα. Έλεγε τότε: «Η Συνθήκη έχει επικριθεί σε ορισμένους κύκλους επειδή δεν περιέχει καμία διάταξη για την αποβολή ή την αναστολή των δικαιωμάτων ενός απείθαρχου μέλους που ενδέχεται να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ως αποτέλεσμα, για παράδειγμα, του να υποπέσει στον κομμουνισμό. Δεδομένης της φύσης του Συμφώνου και της στενής κοινότητας συμφερόντων των υπογραφόντων κρατών, η Επιτροπή πιστεύει ότι μια τέτοια διάταξη θα ήταν τόσο περιττή όσο και ακατάλληλη».
Η Σύμβαση της Βιέννης
Και εδώ έρχεται να ξεκαθαρίσει τα πράγματα η Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών. Γνωστή ως “συνθήκη των συνθηκών”, θεσπίζει περιεκτικούς κανόνες, διαδικασίες και κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο με τον οποίο ορίζονται, συντάσσονται, τροποποιούνται, ερμηνεύονται και γενικά λειτουργούν οι συνθήκες. Η Σύμβαση θεωρείται κωδικοποίηση του εθιμικού διεθνούς δικαίου και της κρατικής πρακτικής σχετικά με τις συνθήκες.
Αν κάποια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, λοιπόν, δεν συμμορφώνεται με τις αρχές του, αυτό ισοδυναμεί με ουσιώδη παραβίαση της Συνθήκης κατά την έννοια του άρθρου 60 της Σύμβασης της Βιέννης, που ορίζει την “ουσιώδη παραβίαση”. Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη ουσιώδους παραβίασης, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν το δικαίωμα, με ομοφωνία, να αναστείλουν τη λειτουργία του Βορειοατλαντικού Συμφώνου εν όλω ή εν μέρει ή και να την τερματίσουν στις σχέσεις τους με το κράτος που πραγματοποιεί “ουδιώδη παραβίαση”. Με άλλα λόγια, αρκεί μια ομόφωνη απόφαση των υπολοίπων κρατών-μελών.
Το κατά πόσον η Τουρκία παραβιάζει ουσιωδώς τις δεσμεύσεις της είναι ένα ζήτημα που θα αποφασιστεί από τα άλλα κράτη-μέλη. Όπως παρατήρησε ο Γερμανός νομικός Κλάους Κρες, οι επιχειρήσεις της Τουρκίας στην Συρία συνιστούν έκδηλη παραβίαση της απαγόρευσης χρήσης βίας, παρά τα όσα προφασίστηκε η Τουρκία στον ΟΗΕ. Όπως ανέφερε σε άρθρο του, τα μόνα δυτικά κράτη που αναφέρθηκαν στο διεθνές δίκαιο ήταν η Κύπρος, η Ελλάδα, το Λιχτενστάιν και η Ελβετία. «Πρέπει να θεωρηθεί συλλογική αποτυχία να αποτραπεί το γεγονός ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ απέφυγαν να αναφερθούν δημόσια στην απαγόρευση της χρήσης βίας πριν από την έναρξη της Επιχείρησης “Πηγή Ειρήνης”».
Η εμπλοκή της Τουρκίας στη σύρραξη Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν ήταν μια ακόμη περίπτωση ανάμειξης της Τουρκίας σε εξωτερικούς πολέμους, όπως και η συμμετοχή της στην Λιβύη. Και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποίησε εξοπλισμό που είναι στη διάθεση του ΝΑΤΟ. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι απειλές του Ερντογάν και οι “φιλότιμες” προσπάθειες να “πνίξει” την Ευρώπη με Σύριους και Αφγανούς πρόσφυγες, μπορεί να ειδωθούν και ως πράξη άμεσα επιθετική που απειλεί την ενότητα και την αλληλεγγύη της Συμμαχίας. Δίνουν το δικαίωμα σε άλλα μέλη του ΝΑΤΟ να αναστείλουν ή να περιορίσουν τη στρατιωτική τους συνεργασία με την Τουρκία, ακόμη και χωρίς να δηλώνουν ότι η Τουρκία παραβιάζει ουσιαστικά τις συμβάσεις και τα θεμέλια της Συμμαχίας.
Η Ελλάδα όφειλε προ πολλού να είχε αναδείξει τη νομική αυτή πλευρά και να είχε αρχίσει τον προσεταιρισμό και άλλων κρατών-μελών σε αυτή την προοπτική. Η πιθανότητα αποπομπής της Τουρκίας πρέπει να αρχίσει να συζητείται πλέον. Το βέτο της για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας έχει ξεχειλίσει το ποτήρι, διαμορφώνοντας το πιο ευνοϊκό κλίμα για την άσκηση μίας τέτοιας πίεσης. Αν και ο Λευκός Οίκος δεν θέλει να τραβήξει το σκοινί, ελπίζοντας ότι στις εκλογές θα ξεφορτωθεί τον Ερντογάν, δεν μπορεί και να αρνηθεί ότι η Τουρκία είναι με το ένα πόδι έξω από το ΝΑΤΟ…
Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε ως στρατιωτική συμμαχία, αλλά υπήρξαν και κοινές αξίες. Είναι κάτι που διατυπώνεται σαφώς στο προοίμιο και στο άρθρο 2 της Συνθήκης. Ο Καναδάς είχε προτείνει να μπει άρθρο για αποβολή κράτους-μέλους στην περίπτωση εκλογής κομμουνιστικής κυβέρνησης ή σύμπραξης με την Μόσχα κράτους-μέλους. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Άτσεσον είχε αναφερθεί σ’ έναν τρόπο να λυθεί ένας τέτοιος “Γόρδιος Δεσμός”:
«Αυτό το προσχέδιο, κύριε Πρόεδρε, ξεκινά με ένα Προοίμιο και ένας από τους σκοπούς αυτού του προοιμίου ήταν να δούμε αν θα μπορούσαμε με κάποιο τρόπο να περιγράψουμε μια δημοκρατική μη κομμουνιστική χώρα. Ο σκοπός αυτού ήταν, εάν, για παράδειγμα, η Ιταλία γίνει μέλος μιας τέτοιας Συνθήκης και μετά τυχαία γίνει κομμουνιστική, έχει δημιουργηθεί ένα ερώτημα στο μυαλό των ανθρώπων για το τι θα συμβεί τότε. Δεν θέλετε να υπάρχουν διατάξεις σε μια τέτοια Συνθήκη που να λένε ότι μπορείτε να τους διώξετε, γιατί αυτό δείχνει ότι είστε μάλλον αμφίβολοι γι’ αυτούς πριν ξεκινήσετε. Αλλά αν μπορείτε να περιγράψετε το είδος των στόχων που μοιράζονται όλες αυτές οι χώρες και μια από αυτές δεν θα πρέπει πλέον να επιδιώκει αυτούς τους στόχους, τότε τίθεται η βάση για έναν διαχωρισμό». (The Vandenberg Resolution and the North Atlantic Treaty: Hearings, Eightieth Congress, Second Session on S. Res. 239, p.93, έκδοση αμερικανικού δημοσίου)
Η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας ασχολήθηκε επίσης με το θέμα. Έλεγε τότε: «Η Συνθήκη έχει επικριθεί σε ορισμένους κύκλους επειδή δεν περιέχει καμία διάταξη για την αποβολή ή την αναστολή των δικαιωμάτων ενός απείθαρχου μέλους που ενδέχεται να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ως αποτέλεσμα, για παράδειγμα, του να υποπέσει στον κομμουνισμό. Δεδομένης της φύσης του Συμφώνου και της στενής κοινότητας συμφερόντων των υπογραφόντων κρατών, η Επιτροπή πιστεύει ότι μια τέτοια διάταξη θα ήταν τόσο περιττή όσο και ακατάλληλη».
Η Σύμβαση της Βιέννης
Και εδώ έρχεται να ξεκαθαρίσει τα πράγματα η Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών. Γνωστή ως “συνθήκη των συνθηκών”, θεσπίζει περιεκτικούς κανόνες, διαδικασίες και κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο με τον οποίο ορίζονται, συντάσσονται, τροποποιούνται, ερμηνεύονται και γενικά λειτουργούν οι συνθήκες. Η Σύμβαση θεωρείται κωδικοποίηση του εθιμικού διεθνούς δικαίου και της κρατικής πρακτικής σχετικά με τις συνθήκες.
Αν κάποια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, λοιπόν, δεν συμμορφώνεται με τις αρχές του, αυτό ισοδυναμεί με ουσιώδη παραβίαση της Συνθήκης κατά την έννοια του άρθρου 60 της Σύμβασης της Βιέννης, που ορίζει την “ουσιώδη παραβίαση”. Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη ουσιώδους παραβίασης, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν το δικαίωμα, με ομοφωνία, να αναστείλουν τη λειτουργία του Βορειοατλαντικού Συμφώνου εν όλω ή εν μέρει ή και να την τερματίσουν στις σχέσεις τους με το κράτος που πραγματοποιεί “ουδιώδη παραβίαση”. Με άλλα λόγια, αρκεί μια ομόφωνη απόφαση των υπολοίπων κρατών-μελών.
Το κατά πόσον η Τουρκία παραβιάζει ουσιωδώς τις δεσμεύσεις της είναι ένα ζήτημα που θα αποφασιστεί από τα άλλα κράτη-μέλη. Όπως παρατήρησε ο Γερμανός νομικός Κλάους Κρες, οι επιχειρήσεις της Τουρκίας στην Συρία συνιστούν έκδηλη παραβίαση της απαγόρευσης χρήσης βίας, παρά τα όσα προφασίστηκε η Τουρκία στον ΟΗΕ. Όπως ανέφερε σε άρθρο του, τα μόνα δυτικά κράτη που αναφέρθηκαν στο διεθνές δίκαιο ήταν η Κύπρος, η Ελλάδα, το Λιχτενστάιν και η Ελβετία. «Πρέπει να θεωρηθεί συλλογική αποτυχία να αποτραπεί το γεγονός ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ απέφυγαν να αναφερθούν δημόσια στην απαγόρευση της χρήσης βίας πριν από την έναρξη της Επιχείρησης “Πηγή Ειρήνης”».
Η εμπλοκή της Τουρκίας στη σύρραξη Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν ήταν μια ακόμη περίπτωση ανάμειξης της Τουρκίας σε εξωτερικούς πολέμους, όπως και η συμμετοχή της στην Λιβύη. Και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποίησε εξοπλισμό που είναι στη διάθεση του ΝΑΤΟ. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι απειλές του Ερντογάν και οι “φιλότιμες” προσπάθειες να “πνίξει” την Ευρώπη με Σύριους και Αφγανούς πρόσφυγες, μπορεί να ειδωθούν και ως πράξη άμεσα επιθετική που απειλεί την ενότητα και την αλληλεγγύη της Συμμαχίας. Δίνουν το δικαίωμα σε άλλα μέλη του ΝΑΤΟ να αναστείλουν ή να περιορίσουν τη στρατιωτική τους συνεργασία με την Τουρκία, ακόμη και χωρίς να δηλώνουν ότι η Τουρκία παραβιάζει ουσιαστικά τις συμβάσεις και τα θεμέλια της Συμμαχίας.
Η Ελλάδα όφειλε προ πολλού να είχε αναδείξει τη νομική αυτή πλευρά και να είχε αρχίσει τον προσεταιρισμό και άλλων κρατών-μελών σε αυτή την προοπτική. Η πιθανότητα αποπομπής της Τουρκίας πρέπει να αρχίσει να συζητείται πλέον. Το βέτο της για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας έχει ξεχειλίσει το ποτήρι, διαμορφώνοντας το πιο ευνοϊκό κλίμα για την άσκηση μίας τέτοιας πίεσης. Αν και ο Λευκός Οίκος δεν θέλει να τραβήξει το σκοινί, ελπίζοντας ότι στις εκλογές θα ξεφορτωθεί τον Ερντογάν, δεν μπορεί και να αρνηθεί ότι η Τουρκία είναι με το ένα πόδι έξω από το ΝΑΤΟ…
Δημοσίευση σχολίου