Του Loren Thompson
Αν τα F-35 ήταν ένα… κανονικό πρόγραμμα του Πενταγώνου, ο φετινός Ιούλιος θα έμοιαζε με ένα ορόσημο εντυπωσιακών αριθμών. Αντιθέτως, εξελίσσεται σε έναν συνηθισμένο μήνα για την πρόσφατη ιστορία του μεγαλύτερου εξοπλιστικού προγράμματος στον κόσμο.
Η Ελλάδα ζήτησε από τις ΗΠΑ να δεσμευθούν 20 μαχητικά και άλλα 20 υπό αίρεση. Η Τσεχική Δημοκρατία αποκάλυψε ότι θέλει να αγοράσει 24. Η κυβέρνηση της Νότιας Κορέας ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει κατά 50% τον στόλο των F-35 της, δηλαδή στα 60 αεροσκάφη.
Επιπλέον το Πεντάγωνο και η Lockheed Martin έχουν καταλήξει σε συμφωνία για τις επόμενες τρεις παρτίδες των F-35, με στόχο την αγορά 375 μαχητικών σε τρεις εκδόσεις για την Πολεμική Αεροπορία, το Ναυτικό, το Σώμα Πεζοναυτών και διάφορους υπερπόντιους εταίρους.
Στο μεταξύ, οι πιλότοι των F-35, συνέχισαν να πετούν σε εκπαιδευτικές και επιχειρησιακές αποστολές, έχοντας καταγράψει πάνω από 500.000 ώρες πτήσης.
Στη Βαλτική, τα αμερικανικά F-35 –με βάση την Εσθονία– υποστήριξαν την περιφερειακή αεράμυνα. Στη Μεσόγειο, με “ορμητήριο” τον κόλπο της Σούδας στην Κρήτη συμμετείχαν σε εκπαιδευτικές ασκήσεις από κοινού με την ελληνική Πολεμική Αεροπορία, ενώ το ίδιο έκαναν και με τα F-35 της Νότιας Κορέας.
Στη ζώνη του Ειρηνικού, τα F-35 συμμετείχαν σε στρατιωτικές ασκήσεις στα ανοιχτά της Χαβάης, ενώ η Αυστραλία ανακοίνωσε ότι δημιούργησε την πρώτη αποθήκη πλήρους συντήρησης κινητήρων F-35 στην περιοχή του Ειρηνικού-Ινδικού, που θα υποστηρίξει τα 100 μαχητικά F-35 που αγοράζει η Καμπέρα, τα F-35 της Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας, καθώς και τις αμερικανικές υπηρεσίες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Όλα αυτά μόνο τον Ιούλιο – και ο μήνας δεν έχει τελειώσει.
Το F-35 εξελίσσεται ραγδαία στο “πανταχού παρόν” μαχητικό της εποχής – στο μαχητικό που θέλει κάθε σύμμαχος και φοβάται κάθε εχθρός.
Με 830 μαχητικά να έχουν παραδοθεί έως τώρα και χιλιάδες ακόμη να ετοιμάζονται –ο σχεδιασμός των ΗΠΑ προβλέπει την αγορά επιπλέον 2.456 αεροσκαφών– το F-35 θα έχει κυριαρχήσει στους αιθέρες έως τα μέσα του αιώνα. Το Πεντάγωνο επιδιώκει να τα χρησιμοποιεί μέχρι το 2070 και ήδη δοκιμάζει τεχνολογικές αναβαθμίσεις για να διασφαλίσει ότι τα F-35 θα υπερτερούν πάντα έναντι των αντιπάλων.
Ακόμα και χωρίς αναβαθμίσεις, τα F-35 υπερτερούν έναντι των άλλων μαχητικών που διαθέτει η αμερικανική Πολεμική Αεροπορία. Στις ασκήσεις νικούν τα άλλα αεροσκάφη 19 στις 20 φορές. Οι δυνατότητές τους καλύπτουν ένα ευρύτερο επιχειρησιακό φάσμα και επιπλέον η συντήρησή τους είναι πιο εύκολη. Σύμφωνα με ορισμένες μετρήσεις, είναι το πιο αξιόπιστο μαχητικό στον στόλο.
Υπήρξε όμως εποχή, όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν, που το μέλλον του F-35 ήταν αβέβαιο. Το πρόγραμμα των F-35 καταρτίστηκε τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Κλίντον, όταν η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είχε υποβαθμίσει κάθε αίσθηση κατεπείγουσας επένδυσης στην στρατιωτική τεχνολογία.
Αποφασισμένοι να κεφαλαιοποιήσουν ένα “μέρισμα ειρήνης” από την κατάρρευση του κομμουνισμού, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι φόρτωσαν στο τότε Joint Strike Fighter ένα σωρό απαιτήσεις για να αποφύγουν άλλες αγορές.
Το μαχητικό έπρεπε να είναι σχεδόν αόρατο στα εχθρικά ραντάρ. Έπρεπε να παρέχει στους πιλότους πλήρη επίγνωση της κατάστασης στην οποία εμπλέκονταν. Έπρεπε να συλλέγει και να επεξεργάζεται τεράστιο όγκο δεδομένων. Έπρεπε να έχει ασφαλή επικοινωνία με τα άλλα στρατιωτικά αεροσκάφη. Έπρεπε να ικανοποιεί τις σαφώς διαφορετικές ανάγκες τριών διαφορετικών στρατιωτικών Σωμάτων. Και, επιπλέον, έπρεπε να είναι οικονομικά προσιτό.
Κανείς δεν είχε προσπαθήσει έως τότε να συνδυάσει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά σε ένα μαχητικό. Και όταν ξεκινούσε το πρόγραμμα των F-35, φαινόταν απίθανο να καταφέρει κάποιος να το κάνει. Όμως η Lockheed Martin ηγήθηκε μιας βιομηχανικής ομάδας που ικανοποίησε όλες τις “βασικές παραμέτρους απόδοσης”, παραδίδοντας κάθε νέα παρτίδα με χαμηλότερο κόστος ανά αεροπλάνο από αυτό που είχε προβλέψει το Πεντάγωνο.
Η Pratt & Whitney, η εταιρεία που κέρδισε το συμβόλαιο για τον κινητήρα των F-35, παρέδωσε ένα σύστημα που συνδύαζε πρωτοφανή ώθηση και ευελιξία.
Οι νομοθέτες του Κογκρέσο αμφέβαλλαν για την καλή πορεία του προγράμματος – και είχαν λόγο. Οι τεχνικές απαιτήσεις ήταν τόσο υψηλές που καθιστούσαν αβέβαιη την επιτυχία.
Μα τελικά οι δύο εταιρείες παρέδωσαν ένα προηγμένο προϊόν. Μετά από 9.000 δοκιμαστικές πτήσεις, τα δεδομένα επιβεβαίωσαν πως οι Lockheed και Pratt είχαν πιάσει τους στόχους απόδοσης, και ακολούθως εστίασαν στην τελειοποίηση των πρακτικών συντήρησης για να διατηρήσουν προσιτά –από οικονομική άποψη– τα μαχητικά καθ’ όλη τη διάρκεια της 50ετούς ζωής τους.
Το θέμα της συντήρησης συνεχίζει να δουλεύεται. Αλλά μόλις αντιληφθεί κάποιος τη λειτουργικότητα του F-35, καταλαβαίνει πως πρόκειται για αγοραστική ευκαιρία, ακόμα και αν η συντήρησή του είναι πιο δαπανηρή σε σύγκριση με ενός παλαιότερου στρατιωτικού αεροσκάφους. Εξάλλου, τι αξίζει περισσότερο για τις ΗΠΑ από το να νικήσει τους Κινέζους πιλότους 19 στις 20 φορές που θα τους βρει μπροστά της σε μια μελλοντική σύγκρουση;
Έτσι, σήμερα το F-35 είναι έτοιμο να βρεθεί και να επιχειρήσει παντού: από τη Φινλανδία, την Ιταλία και την Πολωνία έως το Ισραήλ, την Αυστραλία και την Ιαπωνία. Δεκαέξι χώρες το αγοράζουν ή έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να το κάνουν και, σύμφωνα με πληροφορίες, σύντομα θα ενταχθούν και άλλα κράτη στο γκρουπ των αγοραστών.
Με όποιο κριτήριο και αν το αξιολογήσουμε, το F-35 είναι από τα μεγαλύτερα τεχνολογικά επιτεύγματα αυτής της γενιάς. Η ραγδαία εξάπλωσή του μόνο ξαφνική δεν είναι. Χρειάστηκαν δύο δεκαετίες για να φτάσει να έχει αυτήν τη ζήτηση και ένα εγχώριο πολιτικό σύστημα που ήταν πρόθυμο να παραμερίσει τα μικροκομματικά προς όφελος της εθνικής ασφάλειας.
Αν κάποιος υποστηρίζει ότι η Ουάσινγκτον δεν μπορεί πλέον να κάνει μεγάλα πράγματα, απλώς υπενθυμίστε του τα F-35: ένα πρόγραμμα για το οποίο οι Κλίντον, Μπους, Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν συμφώνησαν ότι έπρεπε να παραμείνει “ζωντανό”.
Σήμερα το F-35 αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τού τι μπορούν να πετύχουν η πειθαρχία και η καινοτομία σε πείσμα των αρνητών και παρά τις τριβές μιας αμφιλεγόμενης πολιτικής κουλτούρας.
Δημοσίευση σχολίου