Μπαρμπαρούσης Γιάννος
Πενήντα τέσσερα χρόνια έχουν παρέλθει από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και η διαύγαση των δεδομένων που οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορία εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο. Αυτό δεν εκπλήσσει. Εντυπωσιάζουν όμως με την ευήθειά τους ορισμένες απόπειρες ερμηνείας από ασκέπτως ληρούντες και ασχάλλοντες. Για την χούντα δεν ευθύνεται ο ανώριμος ελληνικός λαός, αιώνια ευεπίφορος στην ανευθυνότητα και τον λαϊκισμό, όπως με τρόπο χαμαίζηλο διατείνονται ένιοι.
Και ο Γιώργος Παπαδόπουλος δεν μας ήλθε ένα πρωινό του Απρίλη, λόγω αποτυχίας των ιθυνουσών σφαιρών της Πολιτείας. Αυτός και η ΕΕΝΑ (έτσι λεγόταν η συνωμοτική οργάνωσή του) δεν έκαναν κάποια “αεροπειρατεία” στον κρατικό μηχανισμό, αλλά συνιστούσαν στρατηγική εφεδρεία μιας ευρύτερης δομής εξουσίας, κάτοπτρο στο καλειδοσκόπιο του Ψυχρού Πολέμου.
Η 21η Απριλίου, λοιπόν, δεν υπήρξε μια αποτυχία του μετεμφυλιακού συστήματος, αλλά το ακριβώς αντίθετο: μία περίσταση όπου οι ασφαλιστικές δικλείδες λειτούργησαν, καθώς είχαν την γνώσιν οι φύλακες. Μετά το στρατιωτικό τέλος του Εμφυλίου, η Ελλάδα βρέθηκε σε θέση ασύμμετρου εταίρου με τις ΗΠΑ. Σε αυτήν την συνθήκη, όλα υποτάσσονταν στον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτό, βέβαια, δεν ίσχυε μόνο για την Ελλάδα (κατατοπιστικό το παράδειγμα της γειτονικής Ιταλίας). Οι κυριότερες μεσομακροπρόθεσμες στοχεύσεις των ΗΠΑ ήταν:
- Πολιτική σταθερότητα που θα εγγυάτο την οικονομική ανάπτυξη και, επέκεινα, την μείωση της θελκτικότητας των κομμουνιστικών ιδεών.
- Μετατροπή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (βασικά, του Στρατού Ξηράς) σε ένα ουσιαστικά αστυνομικό σώμα εσωτερικής ασφάλειας με ξεκάθαρη την προοπτική επέμβασης στο εσωτερικό πολιτικό παίγνιο (όπως και έγινε το 1961).
- Διευθέτηση του ζέοντος Κυπριακού ζητήματος, που έφερνε την Ελλάδα αντιμέτωπη με δύο εταίρους της του ΝΑΤΟ, κατά τρόπο που θα ελαχιστοποιούσε τις ζημίες στην συνοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας σε μία γεωπολιτική ζώνη υψίστης σημασίας.
Παρέλκει η επισήμανση ότι υφίστατο κραυγαλέα αναντιστοιχία ανάμεσα στις επιθυμίες Αθήνας και Ουάσιγκτον, ειδικά στο τελευταίο ζήτημα. Κι αυτό δεν αφορούσε μόνο την Αριστερά και το Κέντρο, αλλά και την Δεξιά. Έγραφε η “Καθημερινή” στις 22 Σεπτεμβρίου 1955, μετά το πογκρόμ στην Πόλη. Τότε το Κυπριακό βρισκόταν σε κρίσιμη φάση, με την απόρριψη του ελληνικού αιτήματος περί εγγραφής του στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ: «Γνωρίζομεν, τι αξιοί την ώραν αυτήν ο λαός, από της μιας άκρης της χώρας, μέχρι της άλλης: ΑΠΟΧΩΡΗΣΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΤΟ, καταγγελίαν ρητήν και απερίφραστον της Ελληνοτουρκικής Συμμαχίας, καταγγελίαν ουρανομήκη της προδοσίας των Συμμάχων απέναντι των ιερωτέρων δικαίων του Ελληνισμού».
Εάν αυτά συνέβαιναν στα επιτηρούμενα γκρίζα χρόνια της σιωπηλής γενιάς, τότε δεν απαιτείται ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να μορφώσει κανείς γνώμη για όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου μπορεί να αποτελούσαν εθνική ταπείνωση για τον Ελληνισμό, αλλά υπό το πρίσμα της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής συνιστούσαν μία «imaginative and courageous act of statesmanship», κατά τον πρόεδρο Αϊζενχάουερ.
Από το 1961, η κρίση νομιμοποίησης του μετεμφυλιακού garrison state είναι πασίδηλη. Μετά την Ζυρίχη, καθίσταται δυσχερής ο αυτοχαρακτηρισμός “εθνικόφρων παράταξις”. Η Ιστορία επιταχύνει: εκλογές βίας και νοθείας, Ανένδοτος, δολοφονία Λαμπράκη, άνοδος του Κέντρου. Το ρήγμα στο διακομματικό και υπερκομματικό στρατόπεδο των νικητών του Εμφυλίου έχει συντελεστεί.
Εδώ εμφανίζεται ο Ανδρέας Παπανδρέου. Tabula rasa, χωρίς καμία εμπλοκή στα συνταρακτικά γεγονότα της 15ετίας 1949-64, θα γίνει ο εκφραστής ενός νέου ριζοσπαστισμού, χωρίς, όμως, να ομιλεί για σοσιαλισμό, έξοδο από το ΝΑΤΟ, ή αλλαγή πολιτεύματος. Ο Ανδρέας της τριετίας 1964-67 (κρίσιμη a fortiori για την κατανόησή του, παρά την άστοχη επιμονή της ελληνόφωνης πολιτικής επιστήμης στην επταετία 1974-81) κάνει λόγο για “προοδευτικό εθνικισμό”. Δεν κηρύττει την αποχώρηση από την Δύση, αλλά την ανασημασιοδότηση των σχέσεων με αυτή. Επικαλείται τόσο τον Ελευθέριο Βενιζέλο όσο και τον Ίωνα Δραγούμη, ενώ διεκδικεί και την “πραγματική εθνικοφροσύνη”.
Από μηχανής θεός
Οι ΗΠΑ διεύγασαν τις τιτοϊκές ατραπούς όπου κατέληγε ο “προοδευτικός εθνικισμός”. Ο απαιτητικός σύμμαχος, αριστερός ή δεξιός, που εμμένει στην πρόταξη των δικών του εθνικών προτεραιοτήτων, αποτελεί εφιάλτη για τον σχεδιαστή υπερεθνικής στρατηγικής. Τοσούτω μάλλον εάν διεκδικεί με αξιώσεις την κατίσχυση στα στεγανά του κράτους (ΑΣΠΙΔΑ) και αρνείται να “κλείσει” το Κυπριακό με εκπτώσεις προς την Τουρκία.
Ερχόμαστε στους συνωμότες. Δεν ήταν καθόλου άγνωστοι. Η ομάδα του Παπαδόπουλου υπέστη επιχειρησιακή εξάρθρωση δύο φορές: το 1956-57 από τον αρχηγό ΓΕΣ Νικολόπουλο και το 1964 από την ΚΥΠ του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο ίδιος ο μετέπειτα προφητάναξ των Απριλιανών θα μετατεθεί δυσμενώς στο Κιλκίς την πρώτη φορά, στον Έβρο την δεύτερη. Και το 1965 θα διωχθεί κακουργηματικά για τον (κεντρικότατο) ρόλο του στο σχέδιο “Περικλής”.
Ποιος τους διέσωσε, ως από μηχανής θεός; Μα, η λογική του συστήματος. Ο πυρήνας του ζητήματος είναι ότι, τελικά, η 15η Ιουλίου υπήρξε σπουδαιότερη τομή της 21ης Απριλίου, η οποία επακολούθησε ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αν το 1957 τα Ανάκτορα και η JUSMAGG έπαιξαν τον ρόλο του σωτήρα, το 1965-66 το ίδιο καθήκον εναποτέθηκε στους Αποστάτες.
Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Κωστόπουλος μέσα στο 1966 επαναφέρει όλη την ΕΕΝΑ στην Αττική και ο Αρχηγός ΓΕΣ Σπαντιδάκης αναθέτει, τον Νοέμβριο του 1966, στον ίδιο τον Παπαδόπουλο, υποδιευθυντή πια στο 3ο Γραφείο (Επιχειρήσεων) του ΓΕΣ τον επιτελικό σχεδιασμό για την στρατιωτική εκτροπή που κυοφορείται. Πρόκειται για μια παραλλαγή του Σχεδίου “Προμηθεύς”, με την κωδική ονομασία “Ιέραξ ΙΙ”. Την ίδια εποχή ο Παττακός αναλαμβάνει το Συγκρότημα Τεθωρακισμένων, ο Μακαρέζος τον Α’ Κλάδο της ΚΥΠ, ο Ρουφογάλης το Γραφείο Ασφαλείας της ΚΥΠ κ.ο.κ. Ο Σπαντιδάκης προετοίμαζε την εκτροπή για λογαριασμό της κορυφής του πολιτεύματος. Ο Παπαδόπουλος, ευφυέστερος, τον πρόλαβε.
Η οικονομική πλευρά
Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται η οικονομική πλευρά. Ο βασικός χορηγός της Αποστασίας Τομ Πάππας, με την γιγαντιαία επένδυση του συγκροτήματος διυλιστηρίων Esso Pappas (βαθύτατα πολιτικού χαρακτήρα, παραπληρωματική της ψυχροπολεμικής υψηλής στρατηγικής) άλλαξε την όψη της Βόρειας Ελλάδας. H κυβέρνηση Παπανδρέου, το 1964, θα επιτύχει την ελάττωση της αρχικής λεόντειου σύμβασης του 1962.
Ο σκληροτράχηλος Ελληνοαμερικανός θα επιμείνει και θα αποσπάσει την επίνευση των Αποστατών το 1966. Το 1968, θα του παραχωρηθεί από την χούντα η αντιπροσωπεία της Coca-Cola στην Ελλάδα. Στα Υπουργικά Συμβούλια του Παπαδόπουλου φιγουράρουν υπάλληλοί του (Τοτόμης κ.α.). Ακολουθούν πολλά και εντυπωσιακά (μέχρι και ρόλος στο Watergate).
Η Χούντα, εν κατακλείδι, δεν αποτελούσε παρά το ultimum refugium της ψυχροπολεμικής τάξης πραγμάτων. Η κατάλυση της δημοκρατίας στο λίκνο της προκάλεσε δυσάρεστη επίγευση, αλλά η Realpolitik, όπως πάντα, είχε τον τελευταίο λόγο. Αντί, λοιπόν, διάφοροι “πουρκουάδες” να ρίχνουν το ανάθεμα στον αείποτε ανώριμο και λαϊκιστή μέσο Έλληνα πολίτη, ας μελετήσουν την γενναία αυτοκριτική των Μπιλ Κλίντον, Μόντι Στερνς και Μπομπ Κίλι.
Δημοσίευση σχολίου