Οι κυρώσεις που ανακοίνωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το θέμα των S-400 αποτελούν το πρώτο πραγματικά σκληρό πλήγμα των ΗΠΑ εναντίον της Τουρκίας. Θα έχει συνέπειες στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές. Ταυτόχρονα, σπάει το ταμπού, που εξασφάλιζε τη γνωστή ιδιότυπη ασυλία της Τουρκία εκ μέρους των Δυτικών, εξαιτίας της σημαντικής γεωστρατηγικής της θέσης. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι κυρώσεις αυτές μπορεί να είναι η αρχή, ή τουλάχιστον όχι οι μοναδικές. Είναι προς το παρόν άγνωστο, εάν ο απερχόμενος πρόεδρος Τραμπ έδωσε την έγκρισή του, ή υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την κίνηση υπό την πίεση της κρατικής γραφειοκρατίας. Τέλος, διδάγματα από αυτή την υπόθεση μπορούν να εξαχθούν και από την Ελλάδα.
Γράφει ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ Β. ΜΙΧΑΣ*
Στο στρατιωτικό επίπεδο, η απαγόρευση κάθε είδους εξαγωγής πολεμικού υλικού, συνεπάγεται την επίσημη –ανεπίσημα ήταν υφιστάμενη– διακοπή παροχής ανταλλακτικών για αμερικανικής προέλευσης οπλικά συστήματα. Ταυτόχρονα, εγείρει ανυπέρβλητα εμπόδια στην προσπάθεια της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας να εξάγει οπλικά συστήματα, καθώς στο σύνολό τους περιέχουν αμερικανικά υποσυστήματα. Αυτή η παράμετρος εμμέσως πλην σαφώς συνιστά κυρώσεις και οικονομικής φύσεως, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τουρκική οικονομία συνολικά.
ΣΚΛΗΡΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΗΓΜΑ
Η κίνηση των ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στο τουρκικό χρηματιστήριο και στην ήδη ευάλωτη ισοτιμία της τουρκικής λίρας με το δολάριο και το ευρώ. Ενώ η απόφαση του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ήταν ένα θετικό μήνυμα και για την τουρκική οικονομία, οι αμερικανικές κυρώσεις συνιστούν πολύ βαρύτερο αρνητικό μήνυμα. Κι αυτό, επειδή η κίνηση της Ουάσιγκτον θα ενισχύσει και όσα κράτη-μέλη εντός της ΕΕ επιδιώκουν την τιμωρία της Τουρκίας.
Οι αμερικανικές κυρώσεις ακυρώνουν στην πράξη και το προσκλητήριο που απηύθυνε ο Ερντογάν προς τους διεθνείς επενδυτές να πραγματοποιήσουν παραγωγικές επενδύσεις στην Τουρκία με πολύ προνομιακούς όρους. Την ίδια στιγμή, διεθνείς οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης συστήνουν την Ελλάδα ανεπιφύλακτα ως επενδυτικό προορισμό.
Οι πολιτικές συνέπειες, επίσης, αναμένεται να είναι σημαντικές. Στην ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ περιέχεται σύσταση προς την Άγκυρα να επιχειρήσει την άμεση διευθέτηση του ζητήματος των S-400 σε συνομιλίες με τις ΗΠΑ. Ας σημειωθεί ότι αίτημα για τη διεξαγωγή τέτοιων συνομιλιών κατέθεταν εδώ και καιρό οι Τούρκοι, χωρίς να εισακούγονται.
Είναι λογικό λοιπόν να υποθέσουμε ότι το πραγματικό μήνυμα της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα είναι πως οι όποιες συνομιλίες δεν μπορούν να γίνονται υπό το βάρος του τουρκικού τετελεσμένου. Εάν κάποιος θα υπαγορεύει τους όρους διεξαγωγής τους, αυτός δεν θα είναι η Τουρκία, αλλά οι Αμερικανοί. Αυτός είναι και ο στόχος των κυρώσεων.
Στο δε ειδικής βαρύτητας ζήτημα αρχής της προμήθειας κύριου οπλικού συστήματος υψηλής τεχνολογίας της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας από χώρα του ΝΑΤΟ, η συζήτηση δεν μπορεί να αφορά τίποτε περισσότερο από τον τρόπο απομάκρυνσής του. Όχι τους όρους διατήρησής του, όπως επεδίωκαν οι Τούρκοι.
ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ
Δεδομένης της σημασίας που έχει το κύρος για ανατολίτες ηγέτες, όπως ο Ερντογάν, οι πιθανότητες ο Τούρκος πρόεδρος να λάβει το μήνυμα και να ανακρούσει πρύμναν πρέπει να θεωρούνται εξαιρετικά περιορισμένες. Θα συνιστούσε ομολογία ήττας, η οποία εκ των πραγμάτων θα αποσταθεροποιούσε το καθεστώς του. Το πλήγμα που υφίσταται η κυβέρνηση των ισλαμιστών είναι από κάθε άποψη καίριο και ουσιαστικά φέρνει τον κόμπο στο χτένι.
Η επίκληση της γεωστρατηγικής σημασίας της Τουρκίας για το ΝΑΤΟ με σκοπό να διατηρηθεί το καθεστώς ασυλίας και να αποτραπεί η επιβολή κυρώσεων μπορεί να λειτούργησε αποτελεσματικά στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μπορεί να συγκινεί τη γραφειοκρατία του ΝΑΤΟ, αλλά τώρα χάνει την εμβέλειά της. Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν έρχεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πολιτικών επιλογών του.
Ενδεικτικό της αμετροέπειάς του είναι ότι έθεσε και θέμα αζερικής μειονότητας στο Ιράν, με το ποίημα που απήγγειλε κατά την παρουσία του στο Μπακού, όπου εορτάστηκαν τα επινίκια της σύρραξης στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά ευαίσθητο εξ ου και η Τεχεράνη αντέδρασε με σφοδρότητα. Το Ιράν δεν παίζει μ’ αυτό το ζήτημα, γι’ αυτό και αντιμετώπισε την πρόκληση Ερντογάν ως εχθρική ενέργεια.
Επειδή η Ουάσιγκτον γνωρίζει καλά όλα αυτά, σημαίνει ότι αποφασίζοντας να ανακοινώσει κυρώσεις, έχει λάβει υπόψη κι αυτήν την παράμετρο. Με άλλα λόγια, δεν “αγοράζει” τα έμμεσα μηνύματα του Ερντογάν ότι μπορεί να προκαλεί προβλήματα στους αντιπάλους των ΗΠΑ. Αυτό, όμως, οδηγεί τη στρατηγική της Άγκυρας σε αδιέξοδο και τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο σε αντίδραση, το μέγεθος της οποίας θα φανεί τις επόμενες ημέρες.
Στην πιο ακραία εκδοχή η τουρκική αντίδραση θα μπορούσε θεωρητικά να είναι αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Οι πιθανότητες να συμβεί αυτό θεωρούνται ακόμα και τώρα αμελητέες, καθώς οι ανακατατάξεις που θα προέκυπταν θα ήταν τεράστιες. Ο Ερντογάν έχει συνείδηση πως η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ του παρέχει μία κάποια προστασία, ειδικά σε μία περίοδο που η τουρκική οικονομία δοκιμάζεται. Οι θεωρητικά εναλλακτικές λύσεις στήριξης από τη Ρωσία και την Κίνα δεν προσφέρονται χωρίς σοβαρό κόστος.
Σε περίπτωση κλιμάκωσης, θα ήταν σφόδρα πιθανή η άμεση απομάκρυνση των πυρηνικών βομβών που φιλοξενούνται στην τουρκική αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ. Παράλληλα, θα μπορούσε να ξεκινήσει διαδικασία μετεγκατάστασης της βάσης, με τις εναλλακτικές να συμπεριλαμβάνουν τη βάση του Ακρωτηρίου στην Κύπρο και τη Σούδα στην Κρήτη.
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Όσον αφορά στα διδάγματα που πρέπει να εξάγει η Ελλάδα από αυτή την εξέλιξη, το πρώτο και πλέον σημαντικό είναι η ανάγκη διατήρησης δυο πηγών προμήθειας κυρίων οπλικών συστημάτων. Στην ελληνική περίπτωση χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Πολεμική Αεροπορία, με το μείγμα αμερικανικών μαχητικών F-16 και γαλλικών Mirage και Rafale. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Τουρκία εδώ και αρκετό διάστημα με τη διατήρηση του αεροπορικού της στόλου σε επιχειρησιακή ετοιμότητα, είναι εξόχως διδακτικό.
Ένα δεύτερο δίδαγμα είναι η αποφυγή οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης υπό το βάρος τετελεσμένου. Αυτή είναι μια κατάσταση που η Ελλάδα έχει αντιμετωπίσει κατά κόρον στο ελληνοτουρκικό μέτωπο τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι θέση αρχής, την οποία οφείλει να μην παραβιάσει κάθε ελληνική κυβέρνηση, ότι δεν διαπραγματεύεσαι υπό το κράτος τετελεσμένου.
Όταν εκ των προτέρων γνωρίζεις ότι ο συνομιλητής σου επιθυμεί διάλογο για να νομιμοποιήσει σε βάρος σου τετελεσμένα, ακόμα και το να καθίσεις στο τραπέζι, έχεις κάνει την πρώτη κρίσιμη υποχώρηση. Εάν αυτό ισχύει στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις για τους S-400, ισχύει πολλαπλάσια όταν ο συνομιλητής σου επιδιώκει να νομιμοποιήσει τετελεσμένα σε βάρος της εθνικής σου κυριαρχίας και των κυριαρχικών σου δικαιωμάτων.
Το τρίτο δίδαγμα που πρέπει να εξάγει η ελληνική πλευρά είναι εξίσου σημαντικό. Οι διμερείς σχέσεις δεν μπορούν να προστατευθούν και η ειρήνη δεν διασφαλίζεται με συνεχείς υποχωρήσεις. Τουλάχιστον στην περίπτωση της Τουρκίας, η οποία δοκιμάζει διαρκώς τα όρια, επιχειρώντας να πετύχει κάθε φορά έστω οριακή μετατόπισή τους με τρόπο που να της αποφέρει πρακτικά κέρδη στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Κάθε βήμα πίσω φέρνει την Ελλάδα σε δυσμενέστερη θέση κι όχι επειδή το διεθνές περιβάλλον θα είναι απαραιτήτως πιο δυσμενές για την ελληνική πλευρά.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA
Δημοσίευση σχολίου