Tο «εκκρεμές Ερντογάν» ξαφνικά στράφηκε προς την Ε.Ε.
Από τον Μιχάλη Ψύλο«Η Τουρκία θέλει να ανοίξει μια νέα σελίδα στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση» διαβεβαίωσε ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ σε τηλεφωνική επικοινωνία την περασμένη Παρασκευή. Δεν ξέχασε φυσικά να ευχαριστήσει την καγκελάριο «για την εποικοδομητική συνεισφορά της και τις προσπάθειές της υπέρ των σχέσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε.». Στο τηλεφώνημα δεν λησμόνησε επίσης να επικρίνει κάποιες χώρες, που υποτίθεται ότι δεν ονομάτισε, οι οποίες «προσπαθούν να δημιουργήσουν μια κρίση και να διαταράξουν αυτή τη θετική ατζέντα», όπως ανακοίνωσε η τουρκική προεδρία.
Φυσικά, είμαστε σίγουροι ότι ο Τούρκος πρόεδρος τα έβαλε ανοιχτά με τη Γαλλία, την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά δεν γνωρίζουμε τι του απάντησε η Μέρκελ. Μάλλον συγκατάβαση και συμπάθεια βρήκε στην καγκελάριο ο Ερντογάν, αν κρίνουμε από τη μέχρι σήμερα φιλοτουρκική στάση του Βερολίνου. Συγκατάβαση και συμπάθεια συνάντησε ο Ερντογάν και στην τηλεφωνική συνομιλία που είχε νωρίτερα με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.
Το ερώτημα είναι, βέβαια, αν… τσίμπησε μύγα ξαφνικά τον Ερντογάν και στράφηκε προς την Ευρώπη, όταν πολύ πρόσφατα χαρακτήριζε «ναζί» τη Μέρκελ και «ψυχοπαθή» τον Μακρόν. Την απάντηση δίνει με δύο λόγια το ιταλικό περιοδικό «Panorama». «Το 2021 θα είναι πολύ περίπλοκο για τον Ερντογάν. Ο καινούργιος χρόνος ξεκινά με μπελάδες για τον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας, ο οποίος κινδυνεύει να χάσει την πολιτική και λαϊκή υποστήριξη στη χώρα του» γράφει το ιταλικό περιοδικό. Όντως!
Με την οικονομία της Τουρκίας σε άσχημη κατάσταση και τον κορωνοϊό να «θερίζει» ανεξέλεγκτα, η δημοτικότητα του Ερντογάν μειώνεται επικίνδυνα – όπως και η στήριξη στο καθεστώς. Στο εξωτερικό, επίσης, τα σημάδια δεν είναι καλά: Η έλευση του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο βάζει, έτσι κι αλλιώς, τέλος στη στενή σχέση που είχε ο Τούρκος πρόεδρος με τον προηγούμενο ένοικο Ντόναλντ Τραμπ. Θα υποχρεωθεί επίσης ο Ερντογάν να περιορίσει αναγκαστικά τις σχέσεις του με τη Μόσχα, γεγονός που δεν θα αρέσει στον Πούτιν. Άρα, τι του μένει; Να στραφεί στην ιστορικά φιλοτουρκική Γερμανία, η οποία ποτέ δεν εγκατέλειψε την Τουρκία εδώ και 130 χρόνια! Και, επειδή Γερμανία ίσον Ευρώπη, η λύση της εξίσωσης είναι απλή…
Όπως παραδέχεται η Deutsche Welle, «παρά τη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραιτήθηκαν αρχικά από τις σκληρές κυρώσεις κατά της Τουρκίας στη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, στις 11 Δεκεμβρίου. Δεν αποφασίστηκαν εκτεταμένα βήματα, όπως κυρώσεις σε ολόκληρους κλάδους της οικονομίας ή εμπάργκο όπλων της Ε.Ε. Οι αυστηρότερες κυρώσεις δεν είναι στο τραπέζι». Συνεπώς, ο Τούρκος πρόεδρος όχι μόνο δεν φοβάται την Ε.Ε., αλλά ενδεχομένως σκέφτεται ότι μπορεί να την εκμεταλλευτεί ως αντίβαρο και σύμμαχο στη διαπραγμάτευση που θα έχει αναγκαστικά με τη νέα αμερικανική διοίκηση, ιδιαίτερα μετά τις κυρώσεις που επέβαλε η Ουάσινγκτον στην Άγκυρα για τους ρωσικούς πυραύλους S-400. Ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Μουράτ Γετκίν, πρώην διευθυντής της αγγλόφωνης «Hurriyet», γράφει ότι «οι στενές σχέσεις του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν με την Ελλάδα και την Κύπρο έχουν προκαλέσει συναγερμό σε ορισμένους κύκλους στην Άγκυρα. Αν και η ζεστή σχέση του Μπάιντεν με Έλληνες και Ελληνοκυπρίους μπορεί να τον διευκολύνει, ώστε να τους πείσει για μια λύση βασισμένη σε συμβιβασμούς».
Ο Γετκίν υπενθυμίζει, πάντως, σε άρθρο του στην ιστοσελίδα Yetkinreport ότι, πριν από 15 χρόνια, η Μέρκελ ήταν αντίθετη με την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., αλλά σήμερα «Τουρκία – Ε.Ε. έχουν οδηγηθεί σε κάποια μορφή εταιρικής σχέσης, αν και συνεχίζεται η αναζήτηση για το επίθετο που θα ορίζει το είδος της σχέσης… Η ιδιότητα του μέλους είναι πλέον μια ξεχασμένη ορολογία στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. Το καθεστώς της Άγκυρας έχει μετατραπεί από υποψήφια χώρα σε γείτονα, με τον οποίο η Ε.Ε. έχει εχθρικές σχέσεις» γράφει ο Τούρκος δημοσιογράφος.
Είναι σαφές ότι η Τουρκία πρέπει να ευγνωμονεί την Ε.Ε., γιατί έχει αποφύγει την πλήρη διάλυση των σχέσεών της με την Ευρώπη. Και δεν είναι μόνο οι συνεχείς απειλές και οι προκλήσεις της Άγκυρας προς κράτη-μέλη της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Είναι ταυτόχρονα η οικοδόμηση ενός αυταρχικού και αντιδημοκρατικού καθεστώτος στο εσωτερικό της χώρας, που καταδιώκει και φυλακίζει κάθε αντιερντογανική φωνή. Και δεν μιλάμε μόνο για τους χιλιάδες φυλακισμένους ή διωκόμενους δικαστικούς, ακαδημαϊκούς, πνευματικούς ανθρώπους, δημοσιογράφους. Ο αυταρχισμός έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που πρόσφατα ένας Γερμανός συνταξιούχος κινδύνευσε να φυλακιστεί στην Αττάλεια γιατί ξεστόμισε μια συνήθη βρισιά, επειδή καθυστερούσε πολύ η παραλαβή των αποσκευών του στο αεροδρόμιο.
Κραυγαλέα είναι και η περίπτωση του Τούρκου αγωνιστή της δημοκρατίας Οσμάν Καβαλά, που παραμένει στη φυλακή εδώ και τρία χρόνια επειδή η τουρκική κυβέρνηση τον χαρακτήρισε «ανατρεπτικό πράκτορα», χωρίς αποδείξεις.
Φανταστείτε, λοιπόν, να ήταν η Τουρκία μέλος της Ε.Ε.! Ο Ορμπαν θα ωχριούσε μπροστά στον Ερντογάν! Αρα, μήπως πρέπει να μπει τέλος και στο παραμύθι της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας; «Είναι καιρός να αφήσουμε την Τουρκία να φύγει» γράφει το αμερικανικό περιοδικό «Foreign Policy» και προσθέτει: «Ίσως να είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκαταστήσουμε τις σχέσεις μας μακροπρόθεσμα. Η σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας μοιάζει με αναμενόμενη μετωπική σύγκρουση δύο τρένων που κινούνται με μικρή ταχύτητα. Τα καλά νέα είναι ότι τα τρένα κινούνται πιο αργά από ό,τι αναμενόταν. Τα κακά νέα είναι ότι συνεχίζουν να κινούνται στις ίδιες ράγες από αντίθετη κατεύθυνση. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζο Μπάιντεν βρίσκεται τώρα στην αξιοζήλευτη θέση του μηχανοδηγού που μπορεί να πατήσει το φρένο… Γιατί δεν μπορεί να περιμένει πολλή βοήθεια από τον μηχανοδηγό στο άλλο τρένο».
«Πόσο θα πάει η Τουρκία; Η ερώτηση στοιχειώνει τις καγκελαρίες και τα πρωθυπουργικά γραφεία» λέει ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Φρανσουά Κολοσιμό, συγγραφέας του βιβλίου «Το σπαθί και το τουρμπάνι». Σύμφωνα με αυτόν, «το πολιτικό έργο του Ερντογάν είναι συνέχεια αυτού του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, πατέρα της σύγχρονης Τουρκίας. Συχνά παρουσιάζονται ως αντίπαλοι – ο ένας φιλοδυτικός κοσμικός και ο άλλος ήρωας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Και οι δύο βασιλείς, όμως, είχαν και έχουν τον ίδιο στόχο: την αποκατάσταση του μεγαλείου της Τουρκίας.
Έναν αιώνα μετά τη Συνθήκη των Σεβρών και της Λωζάννης, που σφράγισαν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ερντογάν συνεχίζει να κινεί τα πιόνια του – στη χώρα του εναντίον των αντιπάλων του που έχουν εξαλειφθεί ή φυλακιστεί, στο εξωτερικό στέλνοντας στρατεύματα για να υποτάξει τους Κούρδους, τους Αρμενίους ή για να υφάνει τον ιστό του στη Συρία, στο Ιράκ και στη Λιβύη». Ο Τούρκος πρόεδρος παρουσιάστηκε ως «ισλαμοδημοκράτης» στην αρχή της βασιλείας του, αλλά η άκρατη φιλοδοξία του δεν είναι πλέον ψευδαίσθηση. Επιδιώκει «το μεγάλο χτύπημα της εκδίκησης» για όσα έχασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Όσο κι αν ο Πούτιν χαρακτηρίζει τον Ερντογάν «άνθρωπο που κρατά τον λόγο του», οι Ρώσοι έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν για τη ρητορική του, διότι τουρκόφωνοι πληθυσμοί αποτελούν την πλειοψηφία σε πέντε χώρες που γεννήθηκαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Κιργιστάν, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν).
Τουρκόφωνοι πληθυσμοί υπάρχουν επίσης σε 13 δημοκρατίες που ανήκουν στη Ρωσική Ομοσπονδία. Και, αργά ή γρήγορα, το παντουρκικό σχέδιο προβλέπει επίθεση στην εδαφική ακεραιότητα της Ρωσίας. Ερμηνεύοντας άλλωστε τις ενδόμυχες σκέψεις του Ερντογάν, ο Τούρκος δημοσιογράφος Γιουσούφ Καπλάν γράφει στη «Yeni Safak» ότι «θα έρθει η μέρα που θα κλοτσήσουμε το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ! Αυτή η μέρα δεν είναι σήμερα! Οχι ακόμα!». Τι δεν καταλαβαίνουν, λοιπόν, η Ευρώπη και η Αμερική;
Δημοσίευση σχολίου