Ο αγώνας έχει φτάσει λίγο πριν από το νήμα. Λίγες ώρες έμειναν και σύντομα θα ξέρουμε ποιος θα είναι ο ένοικος του Λευκού Οίκου και μετά τις εκλογές της 3 Νοεμβρίου. Οι εκλογές αυτές είναι ιδιαίτερα κρίσιμες πρωτίστως για τις ΗΠΑ. Η χώρα έχει διχαστεί και πολωθεί για άλλη μια φορά. Το σκηνικό μοιάζει με αυτό των εκλογών του 2000. Υπάρχουν υποψίες ότι το αποτέλεσμα μπορεί να κριθεί και πάλι στα Δικαστήρια.
Ο απερχόμενος και εκ νέου υποψήφιος Πρόεδρος φρόντισε ως "παιδί φρονίμων" να μαγειρέψει πριν πεινάσει, πληρώνοντας με διαδικασίες fast-truck την κενή θέση στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ της αποβιωσάσης Φιλελεύθερης Δικαστού Ρουθ Μπέιντεν Γκίνγκσμπουρκ με την υπερσυντηρητική Έιμυ Κόνευ Μπάρρεττ. Κάτι τέτοιο είχε αποφύγει να κάνει το 2016 ο τότε Δημοκρατικός Πρόεδρος Ομπάμα, όταν απεβίωσε αρκετούς μήνες πριν τις τότε αμερικανικές εκλογές ο δικαστής Άντονιν Σκαλία και άφησε το καθήκον του ορισμού του αντικαταστάτη του στον διάδοχό του και σημερινό Πρόεδρο.
Οι εκλογές αυτές είναι κρίσιμες για τον κόσμο και την Ευρώπη. Ο εν ενεργεία Πρόεδρος ακολουθεί την πολιτική του απομονωτισμού στις σχέσεις του με τον έξω κόσμο και παρεμβαίνει εκεί που οι ΗΠΑ και κυρίως ο ίδιος προσωπικά έχουν συμφέροντα, αφήνοντας πεδίο σε περιφερειακές δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Τουρκία, το Ιράν αλλά και η Γερμανία να δράσουν. Θα συνεχισθεί αυτή η πολιτική και μετά τις εκλογές;
Οι εκλογές αυτές δεν αφήνουν αδιάφορη, όμως, την γειτονιά μας και κυρίως την Ελλάδα όσον αφορά τις σχέσεις της με την Τουρκία. Η αμερικανική πολιτική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις καθορίστηκε τα τελευταία χρόνια υπό την προεδρία Τραμπ από ένα κενό, το οποίο έσπευσε να καλύψει η Γερμανία. Ας δούμε, όμως, τι αναμένεται να συμβεί μετά τις αμερικανικές εκλογές όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά και ανάλογα με το αποτέλεσμά τους.
Οι δύο υποψήφιοι
Ο Τραμπ διεκδικεί την επανεκλογή του. Είναι ιδιόρρυθμος, άτσαλος στους τρόπους του και απρόβλεπτος. Κατά τον έγκριτο Αμερικανό δημοσιογράφο Πίτερ Σπίγκελ είναι ο πιο "τουρκόφιλος" πρόεδρος όχι για λόγους γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς αλλά για προσωπικούς οικονομικούς. Φέρεται να κάνει μπίζνες προσωπικά με τον Ερντογάν μέσω των γαμπρών τους.
Στην αντιπέρα όχθη, την προεδρία διεκδικεί ένας βετεράνος, στη δύση της πολιτικής του καριέρας, ο Τζο Μπάιντεν, πρώην αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Ομπάμα και επί σειρά δεκαετιών Γερουσιαστής του Ντελαγουέρ. Είναι φιλέλληνας καθ’ όλη την διάρκεια της πολιτικής του διαδρομής, υποστηριζόμενος σταθερά από μεγάλο μέρος του ελληνοαμερικανικού λόμπυ με συχνές παρεμβάσεις υπέρ των ελληνικών θέσεων καθ’ όλη την διάρκεια της θητείας του στο Κογκρέσο και ανήκων στο κλίμα Έντουαρντ (Τεντ) Κέννεντυ.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επικράτηση του Μπάιντεν. Ωστόσο, αυτό έδειχναν και κατά τις τελευταίες εκλογές υπέρ της Χίλαρυ Κλίντον, αλλά τελικός νικητής ήταν το Τραμπ. Επίσης δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η εκλογή προέδρου δεν είναι κατ’ ακριβολογία άμεση, διότι δεν εκλέγεται άμεσα από τον λαό αλλά από τους εκλέκτορες που εκλέγει ο λαός στις προεδρικές εκλογές.
Κατά τα τελευταία 20 χρόνια δύο φορές, το 2000 και το 2016, εξελέγη Πρόεδρος ο οποίος έλαβε περισσότερους εκλέκτορες αλλά λιγότερες ψήφους. Και τις δύο φορές ήταν Ρεπουμπλικανοί, ο Μπους ο νεώτερος το 2000 και ο Τραμπ το 2016 έναντι των Δημοκρατικών αντιπάλων τους, Αλ Γκορ και Χίλαρυ Κλίντον αντίστοιχα. Μπορεί να τριτώσει το κακό για τους Δημοκρατικούς στις αυριανές εκλογές; Διόλου απίθανο.
Η προεδρία Τραμπ στα ελληνοτουρκικά
Όσον αφορά τα δικά μας, θα δούμε αλλαγή στις αμερικανικές θέσεις στα εθνικά μας θέματα με ενδεχόμενη εκλογή Μπάιντεν, ή θα ζήσουμε ανάλογη απογοήτευση όπως με την εκλογή του Δημοκρατικού Τζίμυ Κάρτερ 44 χρόνια νωρίτερα; Εκείνος υποσχόταν επίλυση του Κυπριακού με άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο και έκανε τα εντελώς αντίθετα.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι. Η διεθνής πολιτική και περισσότερο αυτή των ΗΠΑ ασκείται όχι με συναισθηματισμούς, αναγνώριση των δικαίων μίας χώρας, αγάπης προς την ιστορία και τον πολιτισμό της, αλλά κυνικά με βάση τα συμφέροντα. Βεβαίως τα συμφέροντα είναι πολλές φορές περίπλοκα και αντικρουόμενα.
Ναι μεν ο Πρόεδρος Τραμπ έχει προσωπικά οικονομικά συμφέρονται με τον Ερντογάν, όμως στις ΗΠΑ η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται μόνο από τον ένοικο του Λευκού Οίκου αλλά και από άλλα κέντρα (Στέητ Ντηπάρτμεντ, Πεντάγωνο, Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, CIA) και παράκεντρα (πολεμική βιομηχανία) εξουσίας. Παρά τον έντονο φιλοτουρκισμό του Τραμπ, ενώ αυτόός σιωπούσε για την ελληνοτουρκική κρίση, ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζέφρυ Πάιατ έκαναν παρεμβάσεις υποστηρικτικές προς τις ελληνικές θέσεις.
Μόλις περί τα τέλη Αυγούστου υπό την πίεση του ελληνοαμερικανικού λόμπυ και με την σκέψη στις ψήφους, αποφάσισε ο Τραμπ να παρέμβει απευθείας στους ηγέτες Ελλάδας και Τουρκίας, κρατώντας, όμως, ίσες αποστάσεις. Η πολιτική του Αμερικανού Προέδρου έχει προφανώς ενοχλήσει το Στέητ Ντηπάρτμεντ που βλέπει την Γερμανία να παίρνει την θέση των ΗΠΑ στην πολιτική διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών και το απέδειξε με την επίσκεψη Πομπέο σε Ελλάδα και Κύπρο, αλλά επιδεικτικά όχι στην Τουρκία, γεγονός ιστορικά πρωτοφανές.
Οι θέσεις του Μπάιντεν στα ελληνοτουρκικά
Ο Μπάιντεν έδειξε κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ότι για τα ελληνοτουρκικά παρενέβη μόνο στο τέλος, παίρνοντας χαλαρά ευνοϊκή θέση υπέρ της Ελλάδας για να ικανοποιήσει τους Ελληνοαμερικανούς ψηφοφόρους. Κατά το παρελθόν, όμως, έχει εκφρασθεί πολύ επικριτικά για την πολιτική του Ερντογάν.
Η απουσία πολιτικού λόγου δεν αφορά μόνο τα ελληνοτουρκικά, αλλά γενικότερα θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, ακόμα και μετά το Συνέδριο των Δημοκρατικών που τον ανακήρυξε υποψήφιο για την προεδρία. Είναι σαφές ότι ενδεχόμενη εκλογή Μπάιντεν παρά τον διαχρονικά έντονο φιλελληνισμό του δεν θα αποστεί από την πολιτική των άλλων βασικών κέντρων χάραξης εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ.
Η αμερικανική πολιτική στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και στο Κυπριακό θα καθορισθεί εν πολλοίς από την πολιτική της Τουρκίας σε άλλα μείζονα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής (Λιβύη, Συρία, Κουρδικό και σχέσεις με την Ρωσία). Επειδή η πολιτική Ερντογάν σε όλα αυτά τα θέματα αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των ΗΠΑ, οι τελευταίες, διά του Στέητ Ντηπάρντμεντ, ακολουθούν ελαφρά φιλελληνική πολιτική στο θέμα των θαλασσίων ζωνών. Άλλωστε και η συνέντευξη Μπάιντεν προ μηνών που εξόργισε τους Τούρκους ήταν ιδιαίτερα επικριτική για την πολιτική Ερντογάν σε όλα τα μέτωπα, αλλά δεν είχε πει λέξη για τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Τι να περιμένουμε από ενδεχόμενη νίκη Τραμπ
Από την άλλη μία εκλογή Τραμπ μπορεί να δυσχεράνει το τοπίο για τα εθνικά μας θέματα. Ο Τραμπ δεν παύει να είναι απρόβλεπτος και πολιτικός που βλέπει την πολιτική ως προσωπική του επιχείρηση. Δεν διστάζει να αποπέμπει συνεργάτες του. Άλλωστε, πριν δύο χρόνια απέπεμψε τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον, προσωπική του επιλογή.
Εάν επανεκλεγεί ενδεχομένως να αποχαλινωθεί, μην έχοντας ανάγκη πλέον τις ψήφους των Ελληνοαμερικανών και προσπαθώντας να επιβάλλει στα άλλα κέντρα εξουσίας την προσωπική του πολιτική. Για τον λόγο αυτό τα ως άνω κέντρα εξουσίας, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται, έχουν προσπαθήσει να αποδυναμώσουν την επανεκλογή του, καθότι δεν αισθάνονται άνετα με την παρουσία του στον Λευκό Οίκο και είναι βέβαιο ότι σε περίπτωση επανεκλογής του θα τα έχει απέναντι.
Για τους παραπάνω λόγους Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να εύχονται την εκλογή Μπάιντεν, χωρίς να περιμένουν θαύματα και δραματικές αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική σε σχέση με τα εθνικά μας θέματα. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συνδέουμε τις σχέσεις μας με την Τουρκία και κυρίως των διαφορών μας για τις θαλάσσιες ζώνες, με την αντιαμερικανική συμπεριφορά της Άγκυρας στα θέματα της Λιβύης, της Συρίας, του Κουρδικού και των (οπλικών) σχέσεών της με την Ρωσία. Εκεί είναι το κλειδί για τη μετατόπιση των αμερικανικών θέσεων υπέρ της Ελλάδας.
Δημοσίευση σχολίου