GuidePedia

0

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Ο ελλιμενισμός του Oruc Reis στην Αττάλεια αποδείχτηκε αρκετός για την έναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Αθήνα και Άγκυρα συμφώνησαν τη συνέχιση των “διερευνητικών επαφών” (διεκόπησαν το 2016 στον 61ο γύρο), ενώ ήδη συνομιλούν σε “τεχνικό επίπεδο” εντός ΝΑΤΟ. Παράλληλα ετοιμάζεται διεθνής διάσκεψη για την Αν. Μεσόγειο. Αυτές οι εξελίξεις συμβαδίζουν με την επιδίωξη της “Δύσης” να τεθούν άμεσα τα ελληνοτουρκικά σε τροχιά συμβιβασμού, ώστε να προχωρήσει η συνεκμετάλλευση του πλούτου της περιοχής από τους συμμάχους της και υπό την δική της καθοδήγηση, αλλά και να δυσκολέψει η διείσδυση άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων (πχ Ρωσία). Γι’ αυτό το λόγο τις προηγούμενες ημέρες:

Ο υπ. Εξ των ΗΠΑ Μ. Πομπέο επισκέφτηκε την Κύπρο. Εκεί μίλησε για «έθνη» που προσπαθούν «να αποκτήσουν νέες βάσεις στην περιοχή» και εξέφρασε «ανησυχίες» για το Ρωσικό «ξέπλυμα χρήματος» και για τον ελλιμενισμό Ρωσικών στρατιωτικών πλοίων στο νησί. Πρόσθετα εξήγγειλε τη δημιουργία εκπαιδευτικού κέντρου για την «ασφάλεια», συνεχίζοντας την προσπάθεια βαθύτερης πρόσδεσης της Μεγαλονήσου στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς, στην οποία εντάσσεται και η άρση του Αμερικανικού εμπάργκο πώλησης μη θανατηφόρων όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία. Επίσης ανέφερε ότι «οι χώρες της περιοχής πρέπει να επιλύσουν τις διαφωνίες» «διπλωματικά», καθώς οι «στρατιωτικές εντάσεις» «βοηθούν» όσους «θα ήθελαν να δουν διχασμό στη διατλαντική ενότητα». Τέλος ανέφερε ότι «η ενέργεια» «έχει τη δυνατότητα να ενώσει τα κράτη». Λίγα 24ωρα νωρίτερα την Κύπρο είχε επισκεφθεί ο Ρώσος ομόλογος του.

Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ συναντήθηκε στην Αθήνα με τον Έλληνα Πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη. Στις δηλώσεις του τόνισε τη σημασία της Αν. Μεσογείου για την ΕΕ, λέγοντας ότι «η σταθερότητα και η ασφάλεια της» «είναι ζητήματα» για τις Βρυξέλλες. Πρόσθετα μίλησε υπέρ της συνεργατικής επίλυσης των θεμάτων της περιοχής, αναφέροντας ότι «είμαστε επίσης διατεθειμένοι να ανοίξουμε τα χέρια μας (προς την Τουρκία», «εάν υπάρχει κοινή επιθυμία να σεβαστούμε τις αρχές τις οποίες θεωρούμε απαραίτητες». Τέλος αναφέρθηκε στην ιδέα της διεθνούς διάσκεψης.

Ο Γάλλος Πρόεδρος Ε. Μακρόν κάλεσε επίσης σε διάλογο την Τουρκία. Σε μήνυμα του στα Τουρκικά στο twitter έγραψε: «Στο Αζαξιό στείλαμε ένα καθαρό μήνυμα προς την Τουρκία: ας ανοίξουμε και πάλι έναν υπεύθυνο διάλογο». Αντίστοιχα ο Γάλλος υφ. Ευρ Υποθ Κ. Μπον δήλωσε στην Καθημερινή: «Καλούμε» «τα εμπλεκόμενα μέρη να ρυθμίσουν τις διαφορές τους με τον διάλογο». Νωρίτερα στην Κορσική αποφασίστηκε, ότι το μέγεθος της ελληνογαλλικής συνεργασίας δε θα αποτρέψει τις ελληνοτουρκικές συνομιλίες.

Παράλληλα για να κλειδώσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος η “Δύση” προσέφερε πολλά «τυριά» στην Άγκυρα, ανανεώνοντας την πολιτική επαναρυμούλκησης της στη “Δύση”, καθώς την αναγνωρίζει ως πολύτιμο σύμμαχο στον ανταγωνισμό με Ρωσία-Κίνα-κ.α, αλλά και σε άλλα κρίσιμα ζητήματα (πχ προσφυγικό). Συνακόλουθα η έκφραση ανησυχίας από μέρους της για την παραβίαση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας-Κύπρου (άρθρο 6 του Αγγλικού κειμένου της συνόδου των Μεσογειακών χωρών της ΕΕ), όπως και σε ορισμένες περιπτώσεις η καταδίκη τους ή ο χαρακτηρισμός τους ως παράνομες, αλλά και οι δηλώσεις αλληλεγγύης σε Ελλάδα-Κύπρο, συνοδεύτηκαν από τοποθετήσεις που κλείνουν το μάτι στο Τουρκικό επιτελείο ή διευκολύνουν τις ενέργειες του. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν:

Η δήλωση Μισέλ στην Αθήνα, ότι στη διάσκεψη για την Αν. μεσόγειο «τα θαλάσσια ζητήματα είναι ένα θέμα, αλλά υπάρχουν και άλλα: ενέργεια, ασφάλεια, οικονομική ανάπτυξη», η οποία διευκολύνει την Τουρκία στην απόπειρα διεύρυνσης της ατζέντας του διαλόγου.
Τα χλιαρά “περιοριστικά μέτρα” που επεξεργάστηκε η ΕΕ ως “μαστίγιο” στην Τουρκική επιθετικότητα και ο δισταγμός της να τα υιοθετήσει. Αυτό καταγράφηκε και στη Σύνοδο των υπ. Εξ στις 21/9, προπομπός της Συνόδου Κορυφής στις 24-25/9, η οποία τελικά αναβλήθηκε και μαζί της και τα “περιοριστικά μέτρα” λόγω …Covid-19. Εκεί το ζήτημα της Τουρκίας δε συζητήθηκε ως ξεχωριστό θέμα, όπως η Λευκορωσία, η Λιβυή και οι σχέσεις ΕΕ-Αφρικανικής Ένωσης, αλλά στο πλαίσιο των “τρεχουσών υποθέσεων”, μαζί με τα θέματα της Βενεζουέλας, της Ρωσίας, του Λιβάνου και της Κίνας. Σε αυτό το κλίμα ο Γερμανός πρώην υπ. εξ. και αντικαγκελάριος Ζ. Γκάμπριελ, δήλωσε λίγες μέρες νωρίτερα: «Δεν θα βρούμε γρήγορη λύση με το να τον διώξουμε (τον Ερντογάν) από το ΝΑΤΟ, ή με κυρώσεις». Αυτή η τακτική της ΕΕ προφανώς δεν αποθαρρύνει την Άγκυρα από την επιθετική συμπεριφορά.

Η ανακοίνωση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Τουρκία, η οποία δηλώνει ότι δεν αναμειγνύονται σε διαφορές κρατών για θαλάσσια όρια και ότι δεν αναγνωρίζουν νομική ισχύ στο “Χάρτη της Σεβίλλης” (δηλώνοντας το ίδιο και για την ΕΕ). Προηγήθηκε η έκκληση Πομπέο προς τα «έθνη» της Αν. Μεσογείου να «μειώσουν τις εντάσεις και το στρατιωτικό τους αποτύπωμα» στην περιοχή, ενώ ο ίδιος στη Λευκωσία είχε παραμείνει στη γραμμή των “αμφισβητούμενων περιοχών”, στις οποίες πραγματοποιεί έρευνες η Τουρκία, έστω και με τη μαλακή διατύπωση «περιοχές στις οποίες Ελλάδα και Κύπρος αξιώνουν δικαιοδοσία». Αντίστοιχα το Ευρωκοινοβούλιο με ψήφισμα του χαρακτήρισε την περιοχή που «μάρκαρε» το Oruc Reis «ζώνη επί της οποίας διεκδικεί επίσης δικαιοδοσία η Τουρκία» (παρ. Ι), επισημαίνοντας ότι το «Δίκαιο της Θάλασσας ερμηνεύεται διαφορετικά από την Ελλάδα και την Τουρκία» (παρ. Γ). Έτσι ΗΠΑ-ΕΕ παρέμειναν στη θέση της ευμενής προς την Τουρκία ουδετερότητας στην Αν Μεσόγειο, επιβραβεύοντας την αναθεωρητική της πολιτική.

Την ίδια ώρα η προώθηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου και από την Ελληνική κυβέρνηση μαρτυρά, ότι ο συμβιβασμός με την Τουρκία παραμένει βασική της επιλογή. Συνακόλουθα η κινητοποίηση των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, οι συμφωνίες της με ΗΠΑ-Ιταλία-Αίγυπτο, οι συνεργασίες της με Κύπρο-Αίγυπτο-Ισραήλ, η προσέγγιση της Γαλλίας και των Αραβικών μοναρχιών, εξηγούνται καλύτερα ως απόπειρα ενίσχυσης της διαπραγματευτικής της ισχύος, ώστε να μειωθεί το κόστος του συμβιβασμού και όχι ως αλλαγή πολιτικής. Ο ελληνοτουρκικός συμβιβασμός αποτελεί διαχρονική επιλογή της Αθήνας, εφόσον εκτιμά ότι θα προωθήσει το στόχο της αναβάθμισης της θέσης του Ελληνικού καπιταλισμού σε Βαλκάνια-Αν. Μεσόγειο. Αυτή της η εκτίμηση απορρέει από εικασίες, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη θα διευκολυνθεί, αν η Άγκυρα αναγνωρίσει ορισμένα από τα συμφέροντα της Ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή και επιδιώξει τη διακρατική συνεργασία, αλλά και ότι ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ θα υποστηρίξουν την ασφάλεια και την προσπάθεια του Ελληνικού κράτους να ενισχύσει τον περιφερειακό του ρόλο, αν αυτό συμβάλλει στην επανρυμούλκηση της Τουρκίας στη Δύση. Έτσι η Ελληνική πολιτική απέναντι στις Τουρκικές αξιώσεις είναι παραδοσιακά διαλλακτική. 

Σε αυτή τη βάση:
Την πολιτική της Αθήνας δε μετέβαλε ούτε η παραβίαση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων για 35 μέρες από το Oruc Reis, το οποίο πλησίασε το Καστελόριζο στα 32 ν.μ, συλλέγοντας δεδομένα από μία περιοχή 3525 km2, ούτε οι δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων που αποδίδουν την αποχώρηση του σε προγραμματισμένες εργασίες συντήρησης, ούτε η πρόσφατη Τουρκική άσκηση μεταξύ Χίου και Λέσβου, ούτε η παράταση της δραστηριότητας των Yavuz-Barbaros στην Κυπριακή ΑΟΖ, ούτε οι 364 υπερπτήσεις, οι 3964 παραβιάσεις, οι 352 εμπλοκές και οι 1483 παραβιάσεις των χωρικών υδάτων εκ μέρους της Τουρκίας εντός του 2020, οι οποίες καταγράφονται στον Ελληνικό τύπο.

Ο Κ. Μητσοτάκης έγραψε σε άρθρο του σε Ευρωπαϊκές εφημερίδες, ότι στην περιοχή δράσης του Oruc Reis στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ (σύμφωνα με το θεμελιώδες Δίκαιο της Θάλασσας) «τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία διεκδικούν δικαιώματα» και πως αυτή «δεν έχει ακόμη οριοθετηθεί». Έτσι επιβεβαιώθηκε ότι η Ελληνική υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού (μέσο της Ρόδου) τίθενται στο ελληνοτουρκικό παζάρι. Αντίστοιχα οι τοποθετήσεις του για «διαφορές» ή «μείζονα διάφορα» με την Τουρκία, αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο επέκτασης του «παζαριού» σε άλλα πεδία, όπως η Αιγιαλίτιδα ζώνη, δεδομένης και της εξαίρεσης του ανατολικού Αιγαίου από τις εξαγγελίες της Ελληνικής κυβέρνησης για την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.

Η κυβέρνηση εμμένει στην προσφυγή στη Χάγη, αν ναυαγήσουν οι Ελληνοτουρκικές συνομιλίες για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, στη βάση ενός συνυποσχετικού που θα υπογράψουν οι δύο χώρες. Αυτή η θέση συμβαδίζει με τις προαναφερθείσες τοποθετήσεις, καθώς το προηγούμενο που δημιούργησαν οι συμφωνίες με Ιταλία-Αίγυπτο καθιστά απίθανο το δικαστήριο να αποδώσει πλήρη επήρεια στο σύμπλεγμα της Μεγίστης, ενώ για τον καθορισμό ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας θα ζητήσει το έδαφος από το οποίο θα μετρήσει, δηλαδή το ιδιοκτησιακό καθεστώς νησιών του Αιγαίου, το οποίο όμως αμφισβητεί η Τουρκία.

Η Ελλάδα δεν υποστηρίζει την άμεση επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, γεγονός που αποτυπώθηκε και στις δηλώσεις του υπ. Εξ. Ν. Δένδια, «Ζητάμε όμως από τους φίλους και εταίρους μας στην ΕΕ να υπάρξει μία προετοιμασία μίας λίστας κυρώσεων, οι οποίες δεν επιθυμούμε να επιβληθούν τώρα στην Τουρκία».
Ο ελληνοτουρκικός διάλογος αποσυνδέεται από τα τεκταινόμενα στην Κύπρο. Αυτό καταδεικνύουν οι δηλώσεις Μητσοτάκη στον Economist, «Με ανησυχεί το γεγονός ότι η Τουρκία εξακολουθεί να εκδίδει Navtex που αφορούν την Κύπρο. Αλλά σε ό,τι αφορά την διμερή σχέση πράγματι βλέπω ένα παράθυρο ευκαιρίας», αλλά και κατά τη συνάντηση του με το Σ. Μισέλ, «Η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων περνά όχι μόνο από την αλλαγή της στάσης της Άγκυρας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.. …Σε ό,τι αφορά εμάς, ισχύει αυτό το οποίο έχω πει πολλές φορές: Τέλος των προκλήσεων, αρχή των συζητήσεων».

Από την άλλη μεριά η Άγκυρα επιμένει στο στόχο εδραίωσης της περιφερειακής της ηγεμονίας και ανάδειξης της σε παγκόσμια δύναμη. Συνεπώς η πολιτική της εστιάζει στον πολλαπλασιασμό της ναυτικής της ισχύος και τη μετατροπή γειτονικών της περιοχών σε «ζώνες ασφαλείας» (τουρκικής κυριαρχίας), μέσω των οποίων θα διευκολύνονται οι στρατιωτικές της δράσεις σε όλη την Αν. Μεσόγειο, η υφαρπαγή του ενεργειακού της πλούτου, η κυριαρχία της στις οδούς διαμετακόμισης ενέργειας–εμπορευμάτων και η αύξηση των μεριδίων της στις αγορές. Έτσι προσέρχεται στον ελληνοτουρκικό διάλογο με διευρυμένη ατζέντα, η οποία εκτείνεται ως τη συνδιαχείριση-συνεκμετάλλευση του εναέριου-θαλάσσιου χώρου μεταξύ 25ου-28ου Μεσημβρινού (Κεντρικό Αιγαίο-Ρόδος), την κατοχύρωση του αντίστοιχου χώρου ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού (Ρόδος-Καστελόριζο), την αποδυνάμωση της Ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου και την ενίσχυση του ρόλου της στη Θράκη. Αντίστοιχα επιδιώκει να ελέγξει τη θαλάσσια-εναέρια περιοχή μεταξύ Μεγίστης-Κύπρου, να επιβάλει την άμεση συνδιαχείριση-συνεκμετάλλευση από το «ψευδοκράτος» και την Κυπριακή Δημοκρατία της υπόλοιπης αντίστοιχης περιοχής γύρω από την Κύπρο, αλλά και να ελέγξει πολιτικά το νησί. 

Σε αυτά τα πλαίσια η Τουρκική κυβέρνηση:
Δηλώνει εγγυητής της περιφερειακής σταθερότητας και καλεί την Αθήνα να εκμεταλλευτεί την απουσία του Oruc Reis για να «τρέξει» ο διάλογος. Ταυτόχρονα υποστηρίζει πως οι ερευνητικές της δραστηριότητες της ενέγραψαν τίτλους ιδιοκτησίας στην περιοχή Ρόδου-Κύπρου. Πρόσθετα υποδεικνύει ότι η χρήση στρατιωτικής ισχύος παραμένει στο τραπέζι, αν αγνοηθούν τα συμφέροντα του Τουρκικού καπιταλισμού, ενώ επιμένει ότι οι ερευνητικές-γεωτρητικές δραστηριότητες της στην Αν. Μεσόγειο θα συνεχιστούν.

Ζητά την απόσυρση του “Χάρτη της Σεβίλλης” από την Αθήνα, στον οποίο αποτυπώνεται η Ελληνική ΑΟΖ. Πρόσθετα εμμένει στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, ενώ αμφισβητεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς σε σειρά από αυτά.

Επιχειρεί να στρέψει την προοπτική διευθέτησης του Κυπριακού προς τη συνομοσπονδία, καθώς το προτεινόμενο μοντέλο της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, ναι μεν νομιμοποιεί τα αποτελέσματα της Τουρκικής εισβολής-κατοχής, ωστόσο προεξοφλεί τον έλεγχο του νησιού από τη “Δύση”. Παράλληλα ζητά την άμεση συνεκμετάλλευση του φυσικού αερίου από ψευδοκράτος-Λευκωσία, εκμεταλλευόμενη και την τοποθέτηση της Αμερικανικής διπλωματίας, «οι πόροι της Κύπρου πρέπει να μοιράζονται δίκαια μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων», την οποία επανέλαβε ο Πομπέο. Τέλος, σύμφωνα με τον Ερντογάν, η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στη διάσκεψη για την Αν. Μεσόγειο έχει εξασφαλιστεί (αν επιβεβαιωθεί σημαίνει τον υποβιβασμό της Κυπριακή Δημοκρατίας από κράτος σε κοινότητα στα πρότυπα των 5μερών διασκέψεων Γενεύης-Κραν-Μοντανά). Αυτή η δήλωση, όπως και οι επαφές Τουρκίας-Αιγύπτου σημαίνουν νέα απόπειρα υπονόμευσης της κυριαρχίας της Κύπρου στις θαλάσσιες ζώνες της.

Αυτό είναι το πλαίσιο, στο οποίο «στρώθηκε το τραπέζι» του ελληνοτουρκικού διαλόγου, το οποίο περιλαμβάνει την «απομόνωση» της Κύπρου. Στο μενού βρίσκονται ήδη τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού και ίσως ένα μέρος της κυριαρχίας και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στη θαλάσσια-εναέρια περιοχή μεταξύ Έβρου-Ρόδου. Παράλληλα μπορεί να διευρυνθεί και να περιλάβει και άλλες ή όλες τις Τουρκικές διεκδικήσεις, δεδομένης της ανοχής-αποδοχής τους από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, της θέλησης του Ελληνικού αστικού πολιτικού συστήματος να καταλήξει σε συμβιβασμό με την Τουρκία και της αποτελεσματικότητας της τελευταίας στην άσκηση καταναγκαστικής πολιτικής. 

Ωστόσο βασικές Τουρκικές αξιώσεις ενδέχεται να απορριφθούν από την Αθήνα. Τότε μία επιθετική αντίδραση της Άγκυρας είναι πολύ πιθανή, δεδομένου ότι και το τελευταίο δίμηνο τη διαπαιδαγώγησε ότι η στρατιωτική της ισχύ δε μπορεί να αγνοηθεί από την Ελλάδα και τη “Δύση”. Σε αυτή την περίπτωση ο κίνδυνος του πολέμου θα επανέλθει και μάλιστα με τα περιθώρια αποκλιμάκωσης ασφαλώς πιο περιορισμένα. Σε κάθε περίπτωση, ο όποιος συμβιβασμός προκύψει στον ελληνοτουρκικό διάλογο θα είναι προσωρινός. Με την πρώτη ευκαιρία η Τουρκία θα επιχειρήσει να τον ανατρέψει, κινούμενη στα πλαίσια της ηγεμονικής της πολιτικής, ιδιαίτερα αν η ισορροπία ισχύος μεταβληθεί και άλλο υπέρ της. Το ίδιο θα πράξει και η Ελλάδα, αν της το επιτρέψει ο συσχετισμός ισχύος, καθοδηγούμενη από τη στρατηγική της αναβάθμισης της θέσης της στην περιοχή. Έτσι ο πόλεμος, για την αποφυγή του οποίου υποτίθεται ότι τίθενται σε αμφισβήτηση τα κυριαρχικά δικαιώματα και η κυριαρχία της χώρας, γίνεται περισσότερο σίγουρος. 

 πηγή



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top