GuidePedia

0

Του Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Καλό θα είναι να σταματήσουν τα παιχνίδια των εντυπώσεων που αποσκοπούν στην παραπλάνηση της Ελληνικής κοινωνίας, και η χώρα να αναλάβει επιτέλους την ουσιαστική πρωτοβουλία των κινήσεων και να σπεύσει να κεφαλαιοποιήσει στρατηγικά, τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και με στοχευμένες διεθνείς παρεμβάσεις, όλα εκείνα που ανέδειξε η παρατεταμένη περίοδος της Τουρκικής επιθετικότητας κατά την διάρκεια των προηγούμενων ημερών…

Άλλωστε αυτά που είδαν το φως της δημοσιότητας για το περιεχόμενο της απαράδεκτης συμφωνίας με την Τουρκία, δεν προσφέρονται για επικοινωνιακές πιρουέτες με στόχο την εσωτερική κατανάλωση. Οι αποκαλύψεις υπήρξαν εξόχως ανησυχητικές για τις πραγματικές κυβερνητικές προθέσεις, αλλά και για τα ύπουλα παιχνίδια των αυτόκλητων διαμεσολαβητών και «συμμάχων» μας.

Δυστυχώς, οι αποκαλύψεις αυτές, επιβεβαίωσαν στο ακέραιο και τις προειδοποιήσεις που έχουμε διατυπώσει, ΤΟΣΟ για την αμφιλεγόμενη στάση του Έλληνα πρωθυπουργού, ΟΣΟ και για την συντονισμένη προσπάθεια να συρθεί η χώρα στην καθολική της αυτοπαγίδευση.

Την παρτίδα γι’ ακόμη μια φορά την έσωσε ο Μαξιμαλισμός της Τουρκίας.

Και αυτή είναι μια εξέλιξη διόλου τιμητική για την πολιτική ηγεσία του τόπου. Η προθυμία με την οποία συμφώνησε στην περαιτέρω παραίτηση της χώρας από το δικαίωμα της στην άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, είναι ενδεικτική για τον τρόπο με τον οποίο εργαλειοποιήθηκε, για μια ακόμη φορά, η μυστική διπλωματία σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων.

Είναι όμως και ιδιαιτέρως αποκαλυπτική για τα πραγματικά περιθώρια απόδοσης των συντονισμένων πιέσεων που διείδε η τουρκική πολιτική ηγεσία, η οποία μιμούμενη τα τερτίπια του Μοντ Πελεραίν, «έκαψε» την συγκεκριμένη ελληνοτουρκική «μεταβατική» συμφωνία, προσβλέποντας σε ένα ακόμη πιο απαράδεκτο για την χώρα μας πλαίσιο, μεσούσης της κλιμάκωσης των πιέσεων. Υπάρχουν όμως τρία πράγματα που δεν υπολόγισε σωστά στον ορυμαγδό της ανεξέλεγκτης βουλιμίας της.
Την καθολική κατακραυγή για το γεγονός ότι υπήρξε μυστική διπλωματία η οποία μάλιστα κατέληξε σε συμφωνία η οποία απεκρύβη από τον Λαό και τα πολιτικά κόμματα…
Την άκαμπτη στάση Μακρόν η οποία υπερκέρασε στην πράξη τις επιδιώξεις της Τουρκίας και τις απαράδεκτες γερμανικές μεθοδεύσεις. Και…
Τα πολύ ξεκάθαρα μηνύματα από το αδιαμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα της ικανότητας την οποία επιδεικνύουν και με την οποία τους εξευτέλισαν κατ’ επανάληψη οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.

Όχι… Η επιστροφή του πειρατικού ORUC REIS στην Αττάλεια, ΔΕΝ συνιστά διπλωματική νίκη…

Πριν απ’ όλα γιατί δεν είναι παρά ένας απλός τακτικός ελιγμός με απρόβλεπτη εν τέλει εξέλιξη, ο οποίος ωστόσο διασφαλίζει στην Τουρκία πολύτιμο χρόνο και τεράστια δυνατότητα διπλωματικών ελιγμών την επόμενη περίοδο, χωρίς όμως να ανακαλεί ούτε κατ’ ελάχιστον την λίστα με τις απαράδεκτες τουρκικές απαιτήσεις της σε βάρος της χώρας.

Δεύτερον γιατί παγιδεύει την χώρα μας σε έναν διάλογο που πλέον δεν μπορεί να αρνηθεί, αλλά στον οποίο θα συρθεί αμυνόμενη αφού δεν διαθέτει ΟΥΤΕ ΕΝΑ αίτημα ικανό να καταστήσει αμυνόμενη την Τουρκία.

Τρίτον γιατί διευκολύνει αφάνταστα την Γερμανική διαχείριση στο επίπεδο των Ευρωκοινοτικών διεργασιών, ροκανίζοντας χρόνο αλλά και εύρος πιθανών κυρώσεων.

Κυρίως όμως γιατί αυτή η εξέλιξη, ΔΕΝ σηματοδοτεί την απαρχή της ριζικής μεταστροφής της Ελληνικής Εξωτερικής πολιτικής και ΔΕΝ εγκαινιάζει την «επιθετική» αναβάθμιση της Ελληνικής διπλωματίας, κατά τρόπον ικανό να κεφαλαιοποιήσει στην πράξη το συσσωρευμένο διπλωματικό και επιχειρησιακό κεφάλαιο των προηγούμενων ημερών, και φυσικά τα πολύ σημαντικά έως πολύτιμα δεδομένα που έχουν προστεθεί στην περιφερειακή γεωπολιτική σκακιέρα.

Παρ’ όλα αυτά, ο πρωθυπουργός της χώρας έσπευσε με τρόπο προκλητικά ερασιτεχνικό, αλλά και με μια εμμονή που γεννά σειρά ερωτηματικών για τις πιθανές ανομολόγητες δεσμεύσεις του στο παρασκήνιο, να εμφανίσει ως θρίαμβο τον τουρκικό τακτικό ελιγμό και να αποδεχτεί εν πολλοίς ως λυτρωτική για όλα όσα προηγήθηκαν, την προσωρινή απόσυρση του ORUC REIS από τις Ελληνικές θάλασσες. Την ίδια στιγμή, περίεργα «θυμιατά» άρχισαν να κατακλύζουν το διαδίκτυο, λιβανίζοντας τους Αμερικανούς και τον ρόλο Πομπέο στην όλη εξέλιξη.

Πρόκειται για έναν επικίνδυνο συνδυασμό…

Που επιχειρεί να επενδύσει επικοινωνιακά στον μονόδρομο της πλήρους καθυπόταξης των εθνικών επιλογών στις αμερικανικές περιφερειακές προτεραιότητες, και αυτό θα έχει κόστος.

Οι αμερικανικοί σχεδιασμοί εξυπηρετούνται τα μέγιστα από μια κυβέρνηση πρόθυμη να συμβιβαστεί με την ιδέα της διαχειριστικής και σε κάθε περίπτωση προσωρινής εκτόνωσης ενός μέρους μόνο από την «φορτωμένη» ατζέντα με την οποία παρενέβη η Τουρκία στην τελευταία κλιμάκωση, αλλά αυτό δεν μπορεί ν’ αποτελέσει την βάση πάνω στην οποία θα οικοδομήσει η χώρα μας μια βιώσιμη στρατηγική για το μέλλον.

Πρώτον γιατί αυτή η εξέλιξη ΔΕΝ σηματοδοτεί και την αυτοκατάργηση της αναθεωρητικής νέο-οθωμανικής ατζέντας…
Δεύτερον γιατί το σύστημα των τετελεσμένων που οικοδομήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες, πάνω στο οποίο εδράζεται η διευρυνόμενη κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας ΔΕΝ αποδομήθηκε, και δεν μπορεί να αποδομηθεί μέσα από τακτικές πιρουέτες. Και…
Τρίτον διότι στην επικαιροποιημένη ατζέντα των ισχυρών για την ευρύτερη περιοχή, ΔΕΝ έχουν ενσωματωθεί σχεδιασμοί και ανατροπές προσανατολισμένες να ακυρώσουν οριστικά τις επιδιώξεις της Τουρκίας η οποία διεκδικεί αναβαθμισμένο ιστορικό ρόλο στην Αρχιτεκτονική της νέας εποχής.

Πρόκειται για μια ενότητα στόχων, ΕΝΙΑΙΑ και ΑΔΙΑΙΡΕΤΗ η προώθηση της οποίας συνιστά ιστορική υποχρέωση σύμπαντος του Δυτικού κόσμου, και στην αδιαπραγμάτευτη ιεράρχησή της η πατρίδα μας είχε υποχρέωση αλλά και μια σειρά από νέες αυξημένες δυνατότητες, να διαδραματίσει ρόλο πρωταγωνιστικό.

Η Ελληνική κυβέρνηση όμως δεν δείχνει διατεθειμένη να σηκώσει το γάντι που αυτήν την φορά της πέταξε η ίδια η Ιστορία. Και δεν είναι μόνο αυτό…

Απ’ όλα τα παραπάνω, τίποτε δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά την κυρίαρχη ελληνική στρατηγική σκέψη. Ο πρωθυπουργός της χώρας βγαίνει και δηλώνει ικανοποιημένος από τις εξελίξεις, χαρακτηρίζοντας «θετικό πρώτο βήμα την επιστροφή του ORUC REIS στην Αττάλεια» αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν και κυρίως για την χώρα, δεν μπορεί να προσδιορίσει ποιο πρέπει να είναι το «δεύτερο βήμα» και με ποιόν τρόπο η Ελληνική εξωτερική πολιτική είναι αποφασισμένη να το εκβιάσει.

Δυστυχώς γι’ αυτόν και κυρίως για την χώρα, τολμά και χαιρετίζει την ελεγχόμενη διαδικασία αποκλιμάκωσης και δηλώνει έτοιμος να συζητήσει στο πλαίσιο του πολυδιαφημισμένου διαλόγου, και ένας δημοσιογράφος δεν τον ρωτά: “Καλά όλα αυτά… αλλά με τι αιτήματα θα πάτε στο διάλογο κύριε πρωθυπουργέ;;;”

Τι θα έπρεπε να γίνει;;;

Μα φυσικά το αυτονόητο. Τα πολιτικά και τα επιχειρησιακά επιτελεία, θα έπρεπε ήδη να βρίσκονται σε έναν οργασμό διεργασιών προκειμένου να αξιολογήσουν την νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί… Να ιεραρχήσουν τα εργαλεία της τακτικής και επικοινωνιακής διαχείρισής της… Και κυρίως να συγκεκριμενοποιήσουν τους βηματισμούς που θα πρέπει να ακολουθηθούν με στόχο την συνολική στρατηγική αναβάθμιση της Εξωτερικής πολιτικής έτσι ώστε να εναρμονίζεται απόλυτα στις νέες συνθήκες, στις νέες αυξημένες ανάγκες, αλλά και στις καινούριες δυνατότητες που θα πρέπει πάση θυσία να αξιοποιηθούν για να τουμπάρουν οριστικά την παρτίδα.

Από την άποψη αυτή, υπάρχουν τέσσερα πράγματα που κατά την γνώμη μας θα έπρεπε να συγκεντρώσουν το κέντρο βάρος της προσοχής όλων.
Το πρώτο είναι η αποχώρηση του ORYC REIS. Είναι λάθος να αναπαράγεται η αντίληψη πως αυτή η κίνηση ήταν το πρώτο βήμα καλής θέλησης εκ μέρους του Ερντογάν το οποίο περίμενε ο Έλληνας πρωθυπουργός για να πανηγυρίσει. Ο Ερντογάν έχει ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη και γνωρίζει καλά πως παίζει κυριολεκτικά με το κεφάλι του αν δεν «πλημμυρίσει» με λάφυρα την φανατισμένη τουρκική κοινωνία.

Επομένως θα ακολουθήσει ένας δεύτερος γύρος κλιμάκωσης – περισσότερο ακραίας και αποφασιστικής – τον οποίο οφείλει να προλάβει η Ελληνική Εξωτερική πολιτική και να τον προλάβει εν τη γενέσει του.

Η αποχώρηση του ORUC REIS στο επίπεδο της επικοινωνίας, δεν θα πρέπει να πλασάρεται ως βήμα καλής θέλησης που συμβάλει στην αποκλιμάκωση της έντασης, αλλά ως ήττα επί του πεδίου την οποία χρεώνεται συνολικά η αναθεωρητική Τουρκία.

Πρόκειται για μια τακτική που μπορεί να ενισχύσει τις αποσυνθετικές τάσεις, τις ρήξεις και τα αδιέξοδα μέσα στην τουρκική κοινωνία, και να ενεργοποιήσει μια διαλυτική δυναμική ανεξέλεγκτης εσωστρέφειας, στην οποία θα έπρεπε να επενδύσει η χώρα μας συνεπικουρούμενη και από άλλες δυνάμεις.
Το δεύτερο σχετίζεται με την αναγκαιότητα του οργανωμένου διεμβολισμού της περιφερειακής ατζέντας, με ζητήματα αμιγώς εθνικού ενδιαφέροντος και με τρόπο που θα συνδυάζει ΚΑΙ τον αναγκαίο δυναμισμό στην μεθοδική περιθωριοποίηση της Τουρκίας αλλά ΚΑΙ την δυνατότητα ευρύτερης στρατηγικής σύμπραξης γύρω από αυτόν τον στόχο, από το σύνολο των δυνάμεων που αυτήν την στιγμή εμφανίζονται προδιατεθειμένες να τον στηρίξουν.

Έτσι, η ιστορική ευκαιρία που δίνεται για πρώτη ίσως φορά μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, να επανέλθει στο προσκήνιο με τρόπο δυναμικό η έννοια του «ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ» σε ένα come back ικανό να επαναφέρει στο προσκήνιο τα ιστορικά του δικαιώματα σε όλο το εύρος των ανατολικών συνόρων της χώρας και όχι μόνο (από τον Πόντο μέχρι την Ίμβρο και την Τένεδο και από την Πόλη και τα μικρασιατικά παράλια στο σύνολό τους μέχρι την Κύπρο) δείχνει να παραμένει αναξιοποίητη με ευθύνη της κυβέρνησης. Και αυτό καταδεικνύει σοβαρότατο στρατηγικό έλλειμμα στην επιεικέστερη των περιπτώσεων, αν και στην βάση του αυτό το μεγάλο «πακέτο» συνιστά την πεμπτουσία του Ελληνικού οπλοστασίου στο πλαίσιο ενός υπεύθυνου, αποφασιστικού και ουσιαστικού διαλόγου.
Το τρίτο ζήτημα αφορά στην αναγκαία προσπάθεια της χώρας μας να απογαλακτιστεί οριστικά από την λογική της εξάρτησης και του παρασιτικού προστατευτισμού, διεκδικώντας τον δικό της αναβαθμισμένο στρατηγικό ρόλο και λόγο ΚΑΙ στο σύστημα των υπό διαμόρφωση περιφερειακών ισορροπιών ισχύος αλλά ΚΑΙ στο πλαίσιο του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται τις παραδοσιακές «συμμαχικές» της «συναναστροφές».

Αυτήν την στιγμή… Όλα τα δεδομένα και μεταξύ αυτών ΚΑΙ οι διευρυνόμενες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις στο πλαίσιο των παραδοσιακών συμμαχικών δομών συνηγορούν σε αυτήν την κατεύθυνση.
Και φυσικά το τέταρτο ζήτημα σχετίζεται με την ανάγκη να μην είναι η Ελλάδα αλλά η Τουρκία αυτή που θα συρθεί σε έναν διάλογο με διεθνή επιτήρηση, και κυρίως να είναι η Τουρκία και όχι η Ελλάδα, αυτή που θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια σειρά καινούρια τετελεσμένα, απολύτως θεμελιωμένα στις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου και με δεδομένη την αποφασιστικότητα της χώρας μας να μην αποστασιοποιηθεί ούτε κατ’ ελάχιστο από την αδιαπραγμάτευτη υπεράσπισή τους.

Και τέτοια είναι η άσκηση του δικαιώματος της χώρας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 νμ και φυσικά η μονομερής καταγγελία των πρακτικών της Μαδρίτης και της Βέρνης, και η αντιμετώπισή τους ως κουρελόχαρτα με μηδενική υπόσταση αφού επιχειρούν να βιάσουν τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου σε απολύτως προστατευμένες από αυτό Ελληνικές θάλασσες.

Δυστυχώς όμως… Αυτήν ακριβώς την στιγμή που θα πρέπει να αναληφθούν κρίσιμες αποφάσεις… Ο πρωθυπουργός επέλεξε να λικνίζεται σε ρυθμούς ΔΕΘ, καλώντας τους πολίτες να αξιολογήσουν το «πακέτο των μέτρων» του και ενεργοποιώντας τα κλασικά αντιπολιτευτικά αντανακλαστικά όλων των υπολοίπων.

Με τα απόνερα του ORUC REIS να διατηρούν ακόμη αισθητή την παρουσία τους στις Ελληνικές θάλασσες, αυτή η εικόνα από μόνη της ισοδυναμεί με μια ακόμη οδυνηρή εκδοχή της νεοελληνικής κατάντιας.

Θα επανέλθουμε…
πηγή




Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top