Δρ. Ασπασία Αλιγιζάκη*
Μετά την υπογραφή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για την κήρυξη ΑΟΖ, με την οποία διαγράφεται με σαφήνεια η χάραξη μιας νέας εξωτερικής πολιτικής, το Oruc Reis (Ορούτς Ρέις) επέστρεψε στο Αιγαίο και στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Πρέπει να σημειωθεί ότι παρότι δεν έχει δοθεί μέχρι στιγμής στη δημοσιότητα το ακριβές κείμενο της συμφωνίας, προκειμένου να γίνουν γνωστοί αναλυτικά οι όροι στους οποίους κατέληξαν οι δύο πλευρές, η Αθήνα αναμφίβολα με τη συγκεκριμένη κίνηση ενισχύει τα διπλωματικά χαρτιά της είτε σε ενδεχόμενες διπλωματικές επαφές με την Τουρκία είτε σε πιθανή προσφυγή στη Χάγη.
Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, έχοντας μόλις πριν από λίγο καιρό αποχωρήσει μετά την άμεση αντίδραση της Ελλάδας στην ΝAFTEX και την ευρωπαϊκή διαμεσολάβηση επανέρχεται τώρα, με τον Ερντογάν να δείχνει αποφασισμένος να συνεχίσει την κλιμάκωση στις αμφισβητούμενες ζώνες. Τι όμως μπορεί να σκέφτεται; Στόχος του είναι ενδεχομένως να επιδείξει αποφασιστικότητα και ισχύ και κυρίως να διασώσει το μαξιμαλιστικό ύφος που τεχνηέντως το τελευταίο χρονικό διάστημα προσπαθεί να οικοδομήσει τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό της χώρας του.
Ο Ερντογάν εδώ και καιρό έχει επιχειρήσει να κτίσει το προφίλ του ισχυρού, αναθεωρητικού και ανένδοτου παίκτη της εγγύς Ανατολής για ποικίλους λόγους. Πολλοί από αυτούς αναμφίβολα σχετίζονται και με την πτώση της δημοτικότητας του και των δυσθεώρητων προβλημάτων από τα οποία εύλογα θέλει να αποπροσανατολίσει τους ψηφοφόρους του για να τους κρατήσει δεμένους στο άρμα του. Φανατίζοντας άλλωστε όσους περισσότερους μπορεί, εθνικά και θρησκευτικά, εξασφαλίζει τον εγκλωβισμό τους στη δημαγωγία του, τη χειραγώγηση τους και τη δική του διαιώνιση στην εξουσία. Ταυτόχρονα σφυρηλατεί σταδιακά έναν ανθρώπινο πολιορκητικό «κριό» έτοιμο να χτυπήσει σχεδόν απροβλημάτιστα τα «τείχη» του όποιου εχθρού.
Και όμως μια στρατιωτική αναμέτρηση τη συγκεκριμένη στιγμή με την επιδημία του κορονοϊού σε νέα έξαρση και το ασίγαστο κύμα προσφύγων και μεταναστών δεν συμφέρει κανέναν. Κυρίως όμως δεν συμφέρει την Τουρκία που παράλληλα με τα προαναφερθέντα προβλήματα έχει να ανταποκριθεί σε αρκετά μέτωπα τόσο στο εσωτερικό - με την κατάρρευση της οικονομίας της - όσο και στα ανατολικά και δυτικά σύνορα της και κυρίως στην εμπλοκή της στον Λιβυκό Εμφύλιο.
Μετά την αιφνιδιαστική όμως κίνηση της χώρας μας να προχωρήσει σε συμφωνία με την Αίγυπτο, μια κίνηση που ακυρώνει το Τουρκολιβυκό Σύμφωνο, ο Ερντογάν βρίσκεται σοβαρά εκτεθειμένος πλέον, κυρίως στο εσωτερικό της χώρας του, σχεδόν αυτοπαγιδευμένος. Και δεν είναι τόσο η ακύρωση της Τουρκολιβυκής Συμφωνίας που, ούτως η άλλως, δεν επικυρώθηκε από την Λιβυκή Εθνοσυνέλευση και άρα έχει αμφίβολη νομική ισχύ. Είναι αυτή κυρίως η διάτορη επιθετική ρητορική του που πιθανότατα να τον ωθεί σε κινήσεις από τις οποίες επιθυμεί να εξασφαλίσει οφέλη - ακόμη και διπλωματικά - τα οποία θα μπορούσε να παρουσιάσει σαν μια νίκη, ακόμη και αν δεν είναι.
Μέχρι σήμερα ο Τούρκος πρόεδρος παίζει στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου ένα παιχνίδι ισχύος που εύκολα θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μια παρτίδα πόκερ. Εντέχνως υποκρίνεται τον ισχυρό παίκτη για να αποκομίσει όσον το δυνατόν μεγαλύτερα κέρδη. Τώρα όμως που ο αντίπαλος έβγαλε πλέον στο τραπέζι ένα ισχυρό χαρτί - που πιθανότατα δεν ανέμενε - καλείται να προβεί σε κατάλληλες κινήσεις ώστε τουλάχιστον να διασώσει το κύρος του αν όχι για αυτήν την «παρτίδα», τουλάχιστον για την επόμενη.
Οι όποιες κινήσεις του, εξάλλου, δεν μπορούν να ιδωθούν ξέχωρα από τη σύγκρουση στη Λιβύη, όπου η Αίγυπτος έχει υποστηρίξει τον Σάρατς απέναντι στον Χαφταρ που, όπως είναι γνωστό, έχει την υποστήριξη τόσο της Αιγύπτου όσο και του πιο σταθερού ισχυρού συμμάχου της Τουρκίας, της Ρωσίας. Ενδεχομένως, λοιπόν, η συγκυρία να είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για την Τουρκία αφού στο ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής αναμέτρησης στο Αιγαίο η Άγκυρα κινδυνεύει να αντιμετωπίσει ένα διευρυμένο μπλοκ με τους Ρώσους μάλλον αμέτοχους και τους αντιπάλους, αν όχι συσπειρωμένους, τουλάχιστον σε ομοβροντία απέναντι της, υπό το δόγμα «ο εχθρός του εχθρού φίλος μου».
Σημειωτέον τα τελευταία χρόνια, η Αίγυπτος έχει καταβάλει αξιοσημείωτες προσπάθειες με στόχο να γίνει η κορυφαία ναυτική δύναμη του αραβικού κόσμου και να επεκτείνει την επιρροή της στην Ερυθρά Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο και, πάνω από όλα , να προστατεύσει τους υποθαλάσσιους πόρους της. Και αυτήν τη δύναμη η Άγκυρα δεν μπορεί παρά να την έχει υπόψιν της.
Όπως και να έχει παραμένει, εν προκειμένω, κρίσιμο στρατηγικό ερώτημα το εάν η χώρα μας και η Αίγυπτος θα καταβάλουν κοινές διπλωματικές και στρατιωτικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της Τουρκίας ή θα ενεργήσουν χωριστά.
Αξίζει εν προκειμένω να παρατηρήσουμε ότι από τότε που η Ελλάδα εμφανίστηκε ως ανεξάρτητος δρών στην Ανατολική Μεσόγειο, η περιοχή δεν έχει δει ποτέ ενεργή ελληνο-αιγυπτιακή στρατιωτική συμμαχία εναντίον της Τουρκίας. Εντούτοις, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι συμμαχίες διαμορφώνονται πάντα από τις περιστάσεις και μια τέτοια περίσταση είναι το κοινό συμφέρον. Στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να προσθέσουμε ότι τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα Δυτικών επενδυτών που αναμφίβολα θα υπονομευθούν σοβαρά με μια μακροχρόνια εύφλεκτη ατμόσφαιρα στην Ανατολική Μεσόγειο από έναν παράνομο και επιθετικό αμφισβητία, όπως είναι η Τουρκία, είναι ένας υπολογίσιμος παράγοντας για την αποτροπή του.
Κατά συνέπεια, είναι μάλλον αμφίβολο να επιδιώκει ο Ερντογάν μια ευρεία στρατιωτική αναμέτρηση που θα τον έφερνε αντιμέτωπο με ισχυρούς δρώντες που έχουν μεγάλα ενεργειακά και οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή. Οι ενεργειακοί πόροι της εν λόγω περιοχής είναι πολύτιμοι όχι μόνο για την απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό ενεργειακό γίγαντα και την ενεργειακή της ασφάλεια αλλά και για την εθνική ασφάλεια όλων των εμπλεκομένων κρατών. Χωρίς ενέργεια δεν είναι εφικτή ούτε η ανάπτυξη της εθνικής βιομηχανίας και οικονομίας, ούτε η ποιότητα ζωής και η επιβίωση των πολιτών αλλά ούτε και η λειτουργία της στρατιωτικής μηχανής. Για αυτό άλλωστε και ο Ερντογάν δεν δέχεται επ’ ουδενί να μην μετέχει στην ενεργειακή «αρένα» που οικοδομείται στην Ανατολική Μεσόγειο.
Παρόλα αυτά, όσο και αν μια ευρεία στρατιωτική αναμέτρηση δεν θα είναι, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες συμφέρουσα, για την Άγκυρα δεν πρέπει να μας διαφεύγει το εξής:
Ο Ερντογάν πιθανότατα στη συγκεκριμένη στιγμή στοχεύει να επιτύχει ή έστω να παρουσιάσει κάποιου είδους «νίκη» στους ψηφοφόρους του, ώστε να δικαιολογήσει τα μέχρι σήμερα μαξιμαλιστικά επιχειρήματα του.
Επίσης, ο φανατισμός του τουρκικού λαού και άρα στρατεύματος που μέχρι σήμερα ενορχηστρώνεται μεθοδικά με κινήσεις όπως η πρόσφατη μετατροπή της Αγίας Σοφίας παραμένει πάντα μια απρόβλεπτη παράμετρος. Ιδίως όταν ανάψει μια σπίθα που εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε φωτιά.
Και όσο και αν η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι πλέον «υπόθεση» όλου του κόσμου καθώς εκεί πιθανότατα υπάρχουν αποθέματα ενεργειακών πόρων ικανά για να τροφοδοτήσουν τον πλανήτη όπως ο Κόλπος, πρέπει να έχουμε κατά νου τούτο: Το κάθε κράτος πρέπει να βασίζεται κατά πρώτο λόγο στη δική του αποτρεπτική εθνική ισχύ και κατά δεύτερο λόγο στην εξισορρόπηση του αντιπάλου με συμμάχους, καθώς αυτοί πάντα θα σταθμίζουν την στάση τους με βάση το εθνικό τους συμφέρον, όπως αυτό διαμορφώνεται στις εκάστοτε συγκυρίες και περιστάσεις.
*Διδάκτωρ Διεθνών & Ευρ. Σπουδών - Καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο Sorbonne Paris Nord/IdEF. Αντιδήμαρχος Πειραιά
Δημοσίευση σχολίου