Η Ιστορία δεν γράφεται σε κενό χρόνου ούτε συγχωρεί τη στατική της θεώρηση. Τούτο σημαίνει ότι, παρ’ ό,τι ουδέν κράτος είναι απολύτως ικανοποιημένο με τα διεθνώς συμβαίνοντα, είναι εν τούτοις υποχρεωμένο να προσαρμοστεί και να εκμεταλλευτεί την κατάσταση προς το εθνικό του συμφέρον. Το αυτό ισχύει και για την Ελλάδα. Η οικονομική κρίση, η ενσκήψασα πανδημία του νέου κορονοϊού και, κυρίως, η μόνιμη σοβαρή τουρκική απειλή, δεν αποτελούν επιλογή, αλλά σκληρή πραγματικότητα. Είναι, όμως, όντως έτσι;
Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποφύγει την μολυσματική ασθένεια του SARS-CoV-2. Η ταχύτατη εξάπλωσή του, το υψηλό ιικό του φορτίο, η μεγάλη μεταδοτικότητά του, η αναμφισβήτητη προσπάθεια απόκρυψής του από την Κίνα και η έλλειψη παγκόσμιας ηγεσίας1, κατέστησαν αδύνατη την πλήρη προστασία από τον ιό. Αυτήν τη στιγμή, τα κρούσματα παγκοσμίως ξεπερνούν τα δυόμιση εκατομμύρια και οι θάνατοι τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες. Παρά το αναγνωρισμένο απ’ όλους γεγονός, ότι η Ελλάδα ανταποκρίθηκε γρήγορα και αρκετά ικανοποιητικά, η επίσκεψη του ιού ήταν αναπόφευκτη. Ομοίως, ήταν αναμενόμενο ένα τεράστιο οικονομικό πλήγμα μετά το 2008, ιδίως αφ’ ης στιγμής το ελληνικό κράτος ήταν μοιραία δεμένο με θεσμικά βαρίδια, όπως οι χρόνιες παθογένειες των τριών συνταγματικών εξουσιών, η προβληματική δημόσια διοίκηση, καθώς και τα ιδιοτελή κίνητρα πολλών παραγόντων, εσωτερικώς και εξωτερικώς.
Με την Τουρκία συμβαίνει το ίδιο; Η μόνιμη τουρκική απειλή είναι κάτι το αναπόφευκτο ή μήπως η στάση της Ελλάδος έναντι αυτής την καθιστά μόνιμη; Συγκεκριμένη ξεκάθαρη απάντηση είναι δυσχερής, διότι το ερώτημα κινείται στον χώρο του υποθετικού και η Ιστορία δεν γράφεται με «αν». Ωστόσο, υφίσταται η δυνατότητα για βάσιμες εκτιμήσεις.
Σύγχρονη Τουρκία
Η σημερινή Τουρκία αποκαλύπτεται αβίαστα στους επισκέπτες της. Τα τέσσερα βασικά της χαρακτηριστικά είναι: α) η μεγαλομανία που άγει στον μεγαλοϊδεατισμό, β) η προσήλωση στην ισχύ, σε βαθμό εμμονής, γ) η ενδημική ροπή προς το παζάρι και δ) η ταύτιση των πολιτικών της κομμάτων στις προκλήσεις εναντίον της Ελλάδος2.
Ειδικότερα, η μεγαλομανία είναι προφανής για τους επισκέπτες και εξωτερικεύεται με διάφορους τρόπους· ενδεικτικά, με τις κυριολεκτικά εκατομμύρια μικρές και (κυρίως) μεγάλες τουρκικές σημαίες, οι οποίες κρέμονται από όλα τα κτίρια και τους φανούς, και με τα μεγακτίρια (κοσμικά και θρησκευτικά), στα οποία έχει ιδιαίτερη έφεση ο Πρόεδρος Ερντογάν3. Η εμμονική προσήλωση στην ισχύ είναι, επίσης, εμφανής και διατρέχει κάθετα την τουρκική κοινωνία. Δεν διέπει μόνο τους πολιτικούς, αλλά και τους απλούς πολίτες. Χαρακτηριστικές είναι οι ονομασίες των πλοιαρίων που πλέουν στον Βόσπορο – Fatih, που σημαίνει πορθητής/κατακτητής, Yavuz, που σημαίνει άγριος, Batu, που πάει να πει δυνατός και Bülent, που μεταφράζεται ως θρυλικός/μεγάλος4.
Ακόμη και οι μικρές βαρκούλες έχουν όχι κατ’ ευφημισμόν παρόμοιες ονομασίες. Ελάχιστα είναι ανάγκη να γραφούν προς απόδειξη της ενδημικής ροπής της Τουρκίας στο παζάρι. Όποιος έχει μείνει έστω μία ώρα σε τουρκικό έδαφος γνωρίζει, ότι απαιτείται εγρήγορση, διότι σχεδόν όλες οι δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής ενέχουν τον κίνδυνο ήττας από διαπραγματεύσεις… Σχεδόν όλα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης (παζαριού), από τις μεγάλες αγορές έως και τις διαδρομές με ταξί. Τελευταίο κρίσιμο χαρακτηριστικό της σύγχρονης Τουρκίας είναι η ταύτιση των πολιτικών της σχηματισμών στις προκλήσεις εναντίον της Ελλάδος. Η κυβερνητική συμμαχία ΑΚΡ-ΜΗΡ και η αξιωματική αντιπολίτευση του CHP εκφράζουν την ίδια επιθετικότητα εις βάρος της ελληνικής ακεραιότητας, με μόνη διαφορά τους χώρους που στοχεύουν, αν και η διαφοροποίηση αυτή ενδέχεται να εξυπηρετεί αμιγώς μικροκομματικούς στόχους5.
Εν ολίγοις, με αυτήν την Τουρκία συνορεύει η Ελλάδα και αυτήν οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε.
Ελληνοτουρκικός ψυχρός πόλεμος ή ένοπλη ειρήνη
Ήδη, από το 1974 (ή και παλαιότερα) οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα μπορούσαν εύστοχα να χαρακτηριστούν ως «ελληνοτουρκικός ψυχρός πόλεμος» ή «ένοπλη ειρήνη»6.
Άλλωστε, είναι γνωστό, ότι δεν είναι όλοι οι πόλεμοι κεκηρυγμένοι. Υπάρχουν και οι ακήρυχτοι. Στους τελευταίους ο αριθμός των θυμάτων δεν δημοσιοποιείται και οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν γίνονται πάντα αντιληπτές από το ευρύ κοινό. Η νίκη και η ήττα δεν προδιαγράφονται σαφώς και το τέλος των ακήρυχτων πολέμων δεν επισφραγίζεται από πανηγυρικές συνθήκες ειρήνης. Οι πράξεις ηρωισμού και οι αυτουργοί τους, όπως επίσης και τα μοιραία πρόσωπα, αποκαλύπτονται μετά από πολλά χρόνια – αν ποτέ αποκαλυφθούν. Εισέτι δε, δεν είναι όλοι οι πόλεμοι θερμοί. Αρκετοί είναι ψυχροί, ίσως οι περισσότεροι. Στους τελευταίους οι επιχειρήσεις δεν περιλαμβάνουν ενεργό εμπλοκή πολεμικών πλοίων, μαχητικών αεροσκαφών, αρμάτων μάχης, πυροβολικού και δυνάμεων του πεζικού. Οι ένοπλες δυνάμεις, σε αυτό το ενδεχόμενο, παίζουν ρόλο εκατέρωθεν φοβήτρου. Οι πιέσεις που ασκούνται από τους αντιμαχόμενους δεν φτάνουν στην εκτόνωση, αλλά παραμένουν σε κλιμάκωση για πολύ καιρό. Ενίοτε για πάρα πολύ καιρό.
Οι παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας σε Αιγαίο, ανατολική Μεσόγειο και Κύπρο ενσαρκώνουν, λοιπόν, μια σοβαρή απειλή σε πολλά μέτωπα, την οποίαν η Ελλάδα οφείλει να αποκρούσει. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι «εμείς έχουμε δώσει στον Ερντογάν την εντύπωση ότι μπορεί να επιτύχει μία διπλωματική επιτυχία με μικρό κόστος. Για να αποτρέψουμε θερμό επεισόδιο και να διατηρήσουμε μία επίπλαστη ηρεμία, δεν ορίσαμε τις κόκκινες γραμμές», όπως σωστά το διατυπώνει ο Άγγελος Συρίγος7. Δεδομένο ακόμη είναι ότι η Τουρκία ενεργεί με προβλέψιμο τρόπο.
Πρώτα εξαγγέλλει τα επόμενα βήματά της και ύστερα τα κάνει. Και βαδίζει ένα βήμα τη φορά. Άρχισε να αμφισβητεί την ελληνική υφαλοκρηπίδα από το 1976 και προϊόντος του χρόνου έφτασε στο σημείο να διεκδικεί όλη την περιοχή από τον 28ο έως τον 32ο μεσημβρινό, εξαφανίζοντας το Καστελόριζο με την άπληστη τακτική της σαν ένα λαίμαργο θηρίο.
Κάθε πράξη της Τουρκίας εκλαμβάνεται από τις ελληνικές κυβερνήσεις ως μεμονωμένη πολιτική στόχευση. Η ανάλυση αυτή είναι εσφαλμένη και οδηγεί σε λάθη και στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Κάθε πράξη της Τουρκίας εντάσσεται σε μια προσεκτικά καλοσχεδιασμένη στρατηγική, η οποία υλοποιείται σταδιακά αμβλύνοντας έτσι την ελληνική άμυνα. Εάν η Τουρκία πήγαινε απευθείας από την πρώτη αμφισβήτηση, εν έτει 1976, στο πρόσφατο παράνομο Μνημόνιο με τη Λιβύη και άρα την αποκοπή της ΑΟΖ της Κρήτης, της Κάσου, της Καρπάθου, της Ρόδου και του Καστελορίζου από την κυπριακή ΑΟΖ, το πιθανότερο είναι ότι θα είχε εξαναγκάσει την Ελλάδα να καταφύγει σε πολεμική αναμέτρηση για να διατηρήσει το status quo. Η προοδευτική, όμως, πραγματοποίηση των μεγαλομανών της σχεδιασμών εις βάρος της Ελλάδος είναι σαν την καθημερινή ενστάλαξη δηλητηρίου στον Μιθριδάτη και την ανοσία τελικώς του οργανισμού του σε αυτό. Με τη διαφορά ότι αυτός ο γεωπολιτικός μιθριδατισμός της Ελλάδος είναι εθνοκτόνος8.
Της αντιμετώπισης ενός προβλήματος προηγείται η διαπίστωσή του και η διάγνωσή του. Η επιθετική Τουρκία αποτελεί ζωτική απειλή για την Ελλάδα. Όμως, γιατί αυτή η απειλή εξακολουθεί; Θα μπορούσε να πει κάποιος, πιθανώς διότι αυτό είναι εγγεγραμμένο στον εθνικό της κώδικα. Παρά ταύτα, η απάντηση που περισσότερο προσεγγίζει την αλήθεια είναι, διότι η Ελλάδα δεν αντιδρά δεόντως. Δεν αποτρέπει την τουρκική απειλή, η οποία, έτσι, όσο δεν αναχαιτίζεται αποτελεσματικά, γιγαντώνεται. Η ανοχή της Ελλάδος σε πολεμικές συμπεριφορές, όπως οι υπερπτήσεις ελληνικών εδαφών από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη, μετατρέπεται σε νομιμοποίησή αυτών και των διεκδικήσεων που τις προκαλούν. Εξάλλου, ο πρώτος στόχος της αμφισβήτησης της εθνικής ακεραιότητας δια των υπερπτήσεων είναι η δημιουργία και συντήρηση φοβικών συνδρόμων9.
Η τουρκική απειλή δεν είναι αναντίρρητη πραγματικότητα, διότι εξαρτάται από την ελληνική ισχύ. Η Τουρκία θα αποτελεί απειλή όσο η Ελλάδα δεν την αποτρέπει.
Καιρός να αντιστρέψουμε την κατάσταση.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου