GuidePedia

0

Πώς η τουρκική επέμβαση στην Συρία μπορεί να απειλήσει την συνοχή του άξονα Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ

Το Γιομ Κιπούρ, η Ημέρα του Εξιλασμού, είναι η σημαντικότερη γιορτή της εβραϊκής θρησκείας.
Ωστόσο, από τον πόλεμο που συνέβη την συγκεκριμένη ημέρα, τον Οκτώβριο του 1973 -ο οποίος στοίχισε πολλές ανθρώπινες ζωές εξ αιτίας του αιφνιδιασμού που υπέστησαν τότε οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας– η εορτή του Γιομ Κιπούρ κάθε χρόνο ανακινεί στο Ισραήλ δυσάρεστες μνήμες.
Έτσι, το μήνυμα που τονίζουν τα τοπικά ΜΜΕ και η ίδια η κρατική μηχανή κάθε χρόνο αυτή τη μέρα είναι ότι, ανεξαρτήτως αργιών και εορτών, η ετοιμότητα για μια πιθανή ξαφνική επίθεση από Ανατολάς θα πρέπει να βρίσκεται πάντοτε στο μέγιστο δυνατό επίπεδο.

Μέσα σε αυτό το ανάμικτο κλίμα θρησκευτικής κατάνυξης, διακοπών και του φοβικού συνδρόμου που συνοδεύει την ισραηλινή κοινή γνώμη κάθε χρόνο το Γιομ Κιπούρ, η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να παραχωρήσει ευγενικά την θέση της στον τουρκικό στρατό στην βορειοανατολική Συρία φάνηκε να αιφνιδιάζει Ισραηλινούς αξιωματούχους και τοπικά ΜΜΕ.

Πέρα από τα σχόλια συμπάθειας προς τους Κούρδους, η προσπάθεια των οποίων για αυτοδιάθεση εκλαμβάνεται την τελευταία δεκαετία στο Ισραήλ ως ένας αγώνας παράλληλος με εκείνον που είχαν δώσει οι εβραϊκές ένοπλες οργανώσεις κατά των Βρετανών στην Παλαιστίνη, οι ισραηλινές ανησυχίες επικεντρώθηκαν στην εξής εκτίμηση: Η απόφαση των ΗΠΑ να δώσουν ουσιαστικά το «πράσινο φως» στην Τουρκία να αναλάβει τον έλεγχο της βορειοανατολικής Συρίας (και με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο τον ήδη σημαντικό ρόλο που παίζει η χώρα αυτή στον συριακό εμφύλιο), αποτελεί στην πραγματικότητα τον προάγγελο μιας συνολικότερης αμερικανικής αναδίπλωσης στη Μέση Ανατολή.

Δεν είναι καινούργια η εκτίμηση ότι ενισχύεται ολοένα και περισσότερο μια στάση εσωστρέφειας στην αμερικανική πολιτική στην περιοχή. Ήδη από την εποχή Μπαράκ Ομπάμα αυτή η εκτίμηση επαναλαμβάνεται επίμονα από πολλούς αναλυτές και δεξαμενές σκέψεις (think tanks). Άλλωστε, η διαβλεπόμενη αμερικανική εσωστρέφεια αποτέλεσε και την ουσία των έντονων διαφωνιών που εκφράζονταν μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ τότε, με αποτέλεσμα ο Βενιαμίν Νετανιάχου να χαρακτηρίζεται ως ένας μάλλον «ενοχλητικός επισκέπτης» στον Λευκό Οίκο.
Δεν θα πρέπει να παραπλανά η γενναία αμερικανική στρατιωτική βοήθεια που είχε παραχωρηθεί προς τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις από την διακυβέρνηση Ομπάμα.
Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για ένα «τελευταίο» δώρο ενηλικίωσης προς την ισραηλινή πλευρά, η οποία θα καλείτο να αναλάβει μόνη της την άμυνά της έναντι των πολλών κινδύνων εξ Ανατολών και εκ Βορρά.

Με την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ και τις πολλές φιλο-ισραηλινές διακηρύξεις του, που συνοδεύονταν και από πράξεις –με κυριότερη την μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ και την αναγνώριση της ισραηλινής κυριαρχίας στα Υψίπεδα του Γκολάν- απομακρύνθηκαν οι ισραηλινές ανησυχίες ότι η Ουάσινγκτον θα ανέκρουε πρύμναν.
Μια ακόμα σημαντική εγγύηση για την παραμονή των ΗΠΑ στην περιοχή, ήταν βέβαια και η παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων στην Συρία (γεγονός το οποίο ποτέ δεν είχε συμβεί στο παρελθόν), με τον κουρδικό παράγοντα να χαίρει μιας άνευ προηγουμένου στήριξης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει όχι μόνο σε ένα καθεστώς αυτονομίας αλλά ακόμα και στην ανεξαρτησία.

Οι ΗΠΑ φεύγουν - Ποιος θα τις αντικαταστήσει;

Πάντως, ακόμα και εάν πίσω από κλειστές πόρτες τόσο ο Νετανιάχου όσο και άλλοι υψηλόβαθμοι ισραηλινοί αξιωματούχοι είχαν πληροφορηθεί προ εννέα μηνών ότι η αντίστροφη μέτρηση της παρουσίας των ΗΠΑ στην Συρία είχε ήδη αρχίσει, οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις στο Ισραήλ και η παράταση της ακυβερνησίας ανάγκαζε τα τοπικά κέντρα αποφάσεων να αναμένουν τα αναπόφευκτα.
Από την άλλη, και καθ’ όλο το τελευταίο διάστημα, η ισραηλινή στρατιωτική μηχανή φρόντιζε συστηματικά να απενεργοποιεί ιρανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Συρία και στο Ιράκ.
Φρόντιζε επίσης να απασχολεί δεόντως την Χεζμπολάχ στον Νότιο Λίβανο, προκειμένου να μειωθούν όσο γινόταν περισσότερο οι πονοκέφαλοι που θα επέρχονταν όταν η αμερικανική παρουσία θα άρχιζε σταδιακά να λιγοστεύει.
Αποδεικνύεται, εκ των υστέρων πλέον, ότι οι πρόσφατες δηλώσεις Νετανιάχου περί της ανάγκης να υιοθετηθεί ένα νέο, αναθεωρημένο πλαίσιο αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, ως επίσης και ότι προωθείται η υπογραφή συμφώνου στρατιωτικής συνεργασίας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δεν ήταν ακόμα ένα επικοινωνιακό τέχνασμα που απλώς απέβλεπε στον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης συνεργασίας με εταίρο τον κυριότερο πολιτικό του αντίπαλο, τον στρατηγό ε.α. Μπένι Γκαντς.

Ουδείς, μάλιστα, αποκλείει ότι ο Μπένι Γκαντς και οι έτεροι κομματικοί του εταίροι, έμπειροι στρατιωτικοί, Μοσέ Γιααλόν και Γκάμπι Ασκενάζι, δεν ήταν εξίσου ενήμεροι για τις ειλημμένες αποφάσεις της Ουάσινγκτον.
Έτσι μόνο θα μπορούσε να εξηγηθεί αληθοφανώς η πραγματικά ασυνήθιστα μετριοπαθής, συγκαταβατική στάση του Μπένι Γκαντς κατά τις κατ’ ιδίαν μετεκλογικές συναντήσεις του με τον Νετανιάχου.
Έτσι εξηγείται επίσης και η ασυνήθιστη επιμονή του προέδρου του κράτους, Ρεουβέν Ρίβλιν, να προωθήσει εμπράκτως –και εξαιρετικά νωρίς– την ιδέα του σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

Και ενώ αρχικά όλα έδειχναν ότι καταλυτικό ρόλο για την επίλυση των διακομματικών διαφορών στο Ισραήλ θα έπαιζε το πολυαναμενόμενο «Deal του Αιώνα» που θα έφερνε μαζί του το ειρηνευτικό σχέδιο Τραμπ για την Μέση Ανατολή, εν τέλει αποδεικνύεται ότι οι εικόνες που μεταδίδονταν από την μεθόριο Συρίας–Τουρκίας με τα αμερικανικά στρατεύματα να αποχωρούν, είναι αυτές που έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιταχύνουν τις μετεκλογικές εξελίξεις και να δώσουν ένα τέλος στην μεγαλύτερη περίοδο ακυβερνησίας που γνώρισε ποτέ το Ισραήλ στην κοινοβουλευτική του Ιστορία.
Έτσι, την αμέσως επομένη ημέρα της ανακοίνωσης της αποχώρησης των ΗΠΑ από την βόρειο Συρία –που συνέπεσε με την παραμονή του φετινού Γιομ Κιπούρ– οι ισραηλινές εφημερίδες, εκτός από τις πικρές μνήμες του αιφνιδιασμού που είχε ζήσει η χώρα στον Πόλεμο του 1973, εμπλουτίσθηκαν από ζοφερά σενάρια για το ενδεχόμενο της επανάληψης εκείνων των δυσάρεστων στιγμών.

Χαρακτηριστικό του κλίματος ήταν μια εκτενής ανάλυση του έμπειρου Ισραηλινού δημοσιογράφου Ρον Μπεν-Ισάι (σ.σ. μια από τις πρώτες δημοσιογραφικές αποστολές του ήταν η κάλυψη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974), που απαριθμούσε τις στρατιωτικές δυνατότητες του Ιράν, εκφράζοντας εμμέσως πλην σαφώς την αμφιβολία του για το εάν το Ισραήλ θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει πλήθος ιρανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών να εξαπλώνονται στον ισραηλινό εναέριο χώρο, χωρίς να υπάρχει πια στην ευρύτερη περιοχή κανένα «αμερικανικό μαξιλάρι ασφαλείας».

Χαρακτηριστικές ήταν και οι δηλώσεις που διέρρεαν στην κρατική ραδιοφωνία από υψηλόβαθμους κυβερνητικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους, ότι δηλαδή η ανακοίνωση της αποχώρησης των Αμερικανών από την Συρία σχετίζεται άμεσα με την βούληση των ΗΠΑ να απεμπλακούν από το «ιρανικό πρόβλημα» το δυνατόν συντομότερο.

Ως απόδειξη της αμερικανικής μετριοπάθειας –που χαρακτηριζόταν πλέον ως απάθεια– ήταν η έλλειψη έστω και μιας ηχηρής δήλωσης του Λευκού Οίκου όχι μόνο για την αεροπορική επίθεση που υπέστησαν δύο πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας από ιρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, αλλά και για την πρόσφατη κατάρριψη ενός αμερικανικού drone από ιρανικά πυρά στην περιοχή του Περσικού Κόλπου.

Οι ίδιες ισραηλινές υψηλόβαθμες πηγές εκτιμούσαν ότι η τακτική αναδίπλωσης εκ μέρους των ΗΠΑ οφείλεται στο ότι αφ’ ενός επίκεινται οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές το ερχόμενο έτος, αφ’ ετέρου ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα πρέπει να δείξει στους ψηφοφόρους του πόσο συνεπής είναι στο σύνθημά του «America First» και, παράλληλα, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις της (καθαρά επικοινωνιακής για την ώρα) προσπάθειας των Δημοκρατικών να προκαλέσουν στην καθαίρεσή του.
Με πιο απλά λόγια, η ανακοίνωση της αποχώρησης των ΗΠΑ από την βόρειο Συρία έστρεψε το ισραηλινό ενδιαφέρον στο τι μέλλει γενέσθαι εάν η αμερικανική τάση αναδίπλωσης εκδηλωθεί περαιτέρω, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο «ακάλυπτη» την ισραηλινή άμυνα έναντι της μόνιμης ιρανικής απειλής. Από την άλλη –και παρότι αυτό δεν έχει ειπωθεί ακόμα ξεκάθαρα-, το Ισραήλ δεν θα αργήσει να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις προκειμένου να καλύψει πιθανά κενά, στην προσπάθειά του αποτρέψει τον ιρανικό εξ Ανατολάς μόνιμο κίνδυνο. Εκτιμάται ότι δεν θα καθυστερήσει η στιγμή κατά την οποία επιτελικοί παράγοντες θα εξετάσουν εκ νέου την πορεία των σχέσεων της χώρας με την Τουρκία, ο ρόλος της οποίας σαφώς αναβαθμίζεται στα συριακά τεκταινόμενα.

Σε μια τέτοια περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει αυτή την στιγμή ότι δεν θα υπάρξει αντίκτυπος στην ποιότητα των σχέσεων που το Ισραήλ καλλιέργησε με τις γειτονικές του χώρες τα τελευταία χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το παράδειγμα του 1958

Το γνωστό απόφθεγμα ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται» θα μπορούσε να οδηγήσει σε μοιρολατρικές διαπιστώσεις.
Εάν, όμως, κάτι δεν μπορεί να αγνοηθεί είναι οι γεωγραφικές πραγματικότητες, οι οποίες καθιστούν το Ισραήλ αντικειμενικά ευάλωτο στον μόνιμο κίνδυνο εξ Ανατολάς –ο οποίος, το 2019, είναι το Ιράν.
Επιπροσθέτως, αυτό που αξίζει να παρατηρηθεί ανατρέχοντας στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, είναι ότι οποτεδήποτε το Ισραήλ αισθάνθηκε να απειλείται καίρια η ασφάλειά του, πολύ εύκολα βρίσκει τον τρόπο να προσαρμόζει ανάλογα την περιφερειακή του πολιτική.
Το μακρινό 1958 αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα, που καλό θα ήταν να μην αγνοείται.
Τότε, η νασερική Αίγυπτος –ο ισχυρότερος στρατιωτικά αντίπαλος του Ισραήλ εκείνη την εποχή– σχημάτισε με την Συρία την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία.
Αυτό το δεδομένο άλλαξε τις ισορροπίες στην περιοχή, με το Ισραήλ εν μια νυκτί να βλέπει τα βόρεια σύνορά του να ελέγχονται από το Κάιρο.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, το καθεστώς Νάσερ έθεσε σε εφαρμογή ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο: Να θέσει υπό τον έλεγχό του την Ιορδανία και τον Λίβανο, υποκινώντας στρατιωτικά πραξικοπήματα στο Αμμάν και στην Βηρυτό.

Εάν τα φιλονασερικά κινήματα πετύχαιναν το σκοπό τους, το Ισραήλ θα βρισκόταν ουσιαστικά περικυκλωμένο από καθεστώτα που θα στηρίζονταν από τη νασερική Αίγυπτο, και θα ήταν πλέον ζήτημα χρόνου η πραγματοποίηση μιας συγχρονισμένης αραβικής επίθεσης που θα είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας.
Το καλοκαίρι του 1958 η Βρετανία και οι ΗΠΑ επενέβησαν στρατιωτικά –στην Ιορδανία και στον Λίβανο αντίστοιχα– και ουσιαστικά όχι μόνο διατήρησαν τα φιλοδυτικά καθεστώτα των χωρών εκείνων αλλά παράλληλα κατέδειξαν στην ισραηλινή ηγεσία την ανάγκη να ανεύρει άμεσα νέες εναλλακτικές ασφαλείας σε περιφερειακό επίπεδο.
Εκείνη την εποχή, οι διμερείς σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας διήγαν μια μακρά περίοδο διπλωματικής κρίσης.
Η Τουρκία, με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ, είχε ήδη αναλάβει τον ρόλο του φιλοδυτικού διαμεσολαβητή, που καλείτο να «συνετίσει» τρόπον τινά τον αραβικό κόσμο να αποδεχθεί το τετελεσμένο της ύπαρξης του Ισραήλ στην περιοχή.
Ωστόσο, η Άγκυρα θα έπρεπε πρωτίστως να εξασφαλίσει κατ’ αρχάς την εν γένει εμπιστοσύνη των Αράβων, αποδεικνύοντας ότι σέβεται βασικά ιδεολογικά μέτρα και σταθμά.
Τουρκικές αντι-ισραηλινές κορώνες εκτοξεύονταν ήδη από τα μέσα του 1955, με αποκορύφωμα τις δηλώσεις του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, Τζελάλ Μπαγιάρ, όταν κατά την διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στην Ιορδανία τον Νοέμβριο του 1955 δήλωνε ότι «ο τουρκικός στρατός θα ήταν έτοιμος να δώσει μάχες μαζί με τον ιορδανικό, για να αποκρούσουν από κοινού κάθε εχθρό», υπονοώντας το Ισραήλ.

Έτσι, όταν ξέσπασε η Κρίση του Σουέζ τον Οκτώβριο του 1956 (κατά την οποία Ισραήλ, Βρετανία και Γαλλία εισέβαλαν στη νασερική Αίγυπτο, γεγονός που αμέσως καταδίκασαν ΕΣΣΔ και ΗΠΑ), στην Τουρκία και στον αραβικό κόσμο ήδη είχε ωριμάσει κατάλληλα το κλίμα ώστε η Άγκυρα να αποφασίσει να ανακαλέσει τον Πρέσβη της από το Τελ Αβίβ, ως ένδειξη έντονης απαξίας προς το Ισραήλ, και παράλληλα –ως απόδειξη αλληλεγγύης προς τους Άραβες.
Εκείνο το ταραγμένο καλοκαίρι του 1958, το Ισραήλ καλείτο να ανεύρει άμεσα εναλλακτικές περιφερειακές συμμαχίες.
Όπως υπεδείκνυε η κοινή λογική, η Τουρκία πληρούσε τις απαραίτητες γεωστρατηγικές προϋποθέσεις για να χρησιμεύσει ως το πλέον αποτελεσματικό «μαξιλάρι ασφαλείας» για το ευάλωτο Ισραήλ.

Έτσι, τον Αύγουστο του 1958, πραγματοποιήθηκε υπό άκρα μυστικότητα στην Άγκυρα η ιστορική πια συνάντηση των πρωθυπουργών Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν και Αντνάν Μεντερές, η οποία και αποτέλεσε την επισφράγιση πολλαπλών παρασκηνιακών επαφών που είχαν προηγηθεί κάποιους μήνες πριν στην Ρώμη και στην Ελβετία μεταξύ ανωτάτων διπλωματών αμφοτέρων των χωρών.
Η επαναπροσέγγιση Ισραήλ-Τουρκίας τον Αύγουστο του 1958, αν και δεν οδήγησε στην πλήρη εξομάλυνση των διμερών τους διπλωματικών σχέσεων (σ.σ. η Τουρκία –όπως άλλωστε και η Ελλάδα– αποκατέστησε πλήρως τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ισραήλ μετά την ειρηνευτική διάσκεψη της Μαδρίτης στις αρχές της δεκαετίας του 1990), έθεσε τις βάσεις για έναν άτυπο μεν, αλλά υπαρκτό άξονα συμμαχίας που διατηρήθηκε ενεργός και αποτελεσματικός έως και το αιματηρό επεισόδιο του Mavi Marmara στα τέλη Μαΐου 2010.

Αν και το ακριβές περιεχόμενο της λεγόμενης «μυστικής συμφωνίας συμμαχίας» μεταξύ Μπεν-Γκουριόν και Μεντερές παραμένει ακόμα άγνωστο, η ακολουθία των ως άνω γεγονότων είναι γνωστή και δεν πιστοποιείται μόνο από το διαθέσιμο αρχειακό υλικό, αλλά και από μια απλή ανάγνωση της επικαιρότητας των δεκαετιών που μεσολάβησαν.
Ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικό γεγονός που βγήκε πρόσφατα στο φως, κατόπιν αρχειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε από τον γράφοντα στο Κρατικό Ισραηλινό Αρχείο κατά το διάστημα 2012-2014, και που λεπτομερώς περιγράφεται στην μονογραφία «Κύπρος, το Γειτονικό Νησί – Το Κυπριακό μέσα από τα Κρατικά Αρχεία του Ισραήλ, 1946-1960» (εκδόσεις Παπαζήση, 2018).
Σύμφωνα με το ισραηλινό αρχειακό υλικό, που αποχαρακτηρίστηκε το 2013 από το Κρατικό Αρχείο του Ισραήλ, η Τουρκία, προκειμένου να ανταποκριθεί θετικά στο αίτημα του Ισραήλ να ληφθούν ποικίλα μέτρα εκ μέρους της Άγκυρας που θα εξασφάλιζαν την εδαφική του ακεραιότητα, ζήτησε την συνδρομή της ισραηλινής διπλωματίας σε επίπεδο ΟΗΕ.

Συγκεκριμένα, στην επικείμενη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στα τέλη του 1958, είχε προγραμματισθεί να συζητηθεί ακόμα μια φορά το Κυπριακό.
Ενώ θεωρείτο δεδομένο ότι οι τουρκικές μεθοδεύσεις θα στηρίζονταν από τις σημαντικότερες χώρες της Δύσης, η Τουρκία δεν ήταν σε θέση τότε να επηρεάσει υπέρ της τις παραδοσιακά αντι-αποικιακές χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Πέραν των ιδεολογικών διαφορών που χώριζαν την Τουρκία από εκείνες τις χώρες, η τουρκική διπλωματία ήταν τυπικά απούσα στις λατινοαμερικανικές πρωτεύουσες.
Αντιθέτως, η διπλωματική και πολιτική επιρροή που ασκούσε τότε η Ελλάδα ήταν πολύ σημαντικότερη και ουσιαστικότερη.
Παράλληλα, όμως, και το Ισραήλ είχε αναπτύξει ευρύτατο δίκτυο επαφών στην Λατινική Αμερική, που ήταν σε θέση να προκαλέσει την διάσπαση του λεγόμενης «λατινοαμερικανικής ομάδας ψήφων» που παραδοσιακά εξέφραζε μια γνήσια αντι-αποικιακή ατζέντα, και υποστήριζε σθεναρά τα αιτήματα της Ελλάδας και των Ελληνοκυπρίων τόσο στον ΟΗΕ όσο και σε άλλα διεθνή φόρα.
Το Ισραήλ, υπό την πίεση των περιφερειακών συγκυριών, και έχοντας ήδη βιώσει τις συνέπειες της διεθνούς διπλωματικής απομόνωσης μετά την Κρίση του Σουέζ το 1956 –αλλά και της ψυχρότητας που τού επεδείκνυε κατά περίπτωση ακόμα και η Ουάσινγκτον-, αποδέχθηκε να εξυπηρετήσει τις τουρκικές επιδιώξεις και κατόπιν υπόδειξης της Άγκυρας, δέχθηκε να προβεί σε παρασκηνιακές διπλωματικές ενέργειες επηρεασμού των κρατών της Λατινικής Αμερικής, προάγοντας εμμέσως πλην σαφώς την τουρκική επιχειρηματολογία για την κυπριακή διένεξη που βρισκόταν τότε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος.
Εκ των υστέρων γίνεται αντιληπτό ότι οι ισραηλινές κινήσεις καθαυτές δεν ευθύνονται απόλυτα για το δυσάρεστο (για την ελληνική πλευρά) αποτέλεσμα της κρίσιμης ψηφοφορίας της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 1958 –που ουσιαστικά αποτέλεσε τον προπομπό των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου-.
Ωστόσο, το Ισραήλ κατάφερε να διασπάσει το αρραγές μέχρι τότε φιλελληνικό μέτωπο των Λατινοαμερικανών, αιφνιδιάζοντας δυσάρεστα την ελληνική διπλωματία.

Τα τουρκικά αιτήματα και ο ρόλος του Ισραήλ

Ύστερα από αυτήν την σύντομη ιστορική αναδρομή, δεν είναι δύσκολο να επισημανθούν οι αναλογίες με το τι θα μπορούσε να συμβεί σήμερα.
Αφ’ ενός, το Ισραήλ αντιλαμβάνεται ότι εάν η διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ εμμείνει στην πρόθεσή της να αποσύρει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Συρία, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να την μεταπείσει για το αντίθετο.

Το Ισραήλ συνειδητοποιεί πόσο ευάλωτη θα καταστεί η ασφάλειά του έναντι του Ιράν, την στιγμή μάλιστα που όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσει να διατηρεί την παρουσία του στη Συρία.
Παράλληλα, το Ισραήλ γνωρίζει πολύ καλά ότι η στρατιωτική συνεννόηση με την Ρωσία όσον αφορά τις ενδοσυριακές ισορροπίες είναι περιστασιακή.
Τη στιγμή μάλιστα, που η Τεχεράνη ήδη εκφράζει την δυσαρέσκειά της για την αναβάθμιση της θέσης της Τουρκίας στον συριακό εμφύλιο, όλα δείχνουν ότι το Ισραήλ, αργά ή γρήγορα, θα υποχρεωθεί να αποκαταστήσει τα κανάλια επικοινωνίας του με την Τουρκία, βάσει της γνωστής λογικής «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Άλλωστε, και παρά τις υποκριτικές αμερικανικές προειδοποιήσεις προς την Άγκυρα, ουσιαστικά η Ουάσινγκτον είναι εκείνη που προσέδωσε στον τουρκικό στρατό έναν σημαντικό ρόλο-κλειδί, που θα είναι σε θέση να περιορίσει την ιρανική επεκτατικότητα. Και η ιρανική επεκτατικότητα είναι η σημαντικότερη απειλή που καλείται το Ισραήλ να αντιμετωπίσει.
Αφ’ ετέρου, η Τουρκία αξιοποίησε μέχρι τώρα στο έπακρο την γεωγραφική της θέση.
Όπως εκ του αποτελέσματος γίνεται αντιληπτό, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να εμπιστεύονται την Τουρκία –παρά την τάση της Άγκυρας να προσεγγίζει τα τελευταία χρόνια τόσο τη Μόσχα όσο και την Τεχεράνη.

Έτσι, η Τουρκία, για ακόμα μια φορά, είναι πρόθυμη να μπει σε μια δύσκολη στρατιωτική περιπέτεια. Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι αναμένει και το αντίστοιχο αντάλλαγμα: Μια θέση στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου.
Με βάση τα ως άνω, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το μακρινό καλοκαίρι του 1958, δεν είναι καθόλου απίθανο η Τουρκία να ζητήσει από το Ισραήλ να μεταβάλλει την στάση του σε κάποιο άλλο μέτωπο που ενδιαφέρει έντονα την τουρκική περιφερειακή πολιτική.
Αυτό το μέτωπο βρίσκεται εδώ και μια δεκαετία στην Ανατολική Μεσόγειο, με το Κυπριακό να παραμένει άλυτο, και ακόμα περισσότερο επιβαρυμένο, μετά την ανακάλυψη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου.

Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν, τελικά, το πλέγμα των σχέσεων που έχει διαμορφωθεί την τελευταία δεκαετία μεταξύ του ελληνικού και του ισραηλινού περιφερειακού παράγοντα είναι τόσο ισχυρό ώστε να μπορέσει να συγκρατήσει το Ισραήλ, προκειμένου να σεβαστεί τις δεσμεύσεις του σε σχέση με τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εάν σε κάτι διαφέρει το μακρινό καλοκαίρι του 1958 με το φθινόπωρο του 2019, είναι το εξής: Το 1958 το Ισραήλ δεν είχε να χάσει απολύτως τίποτα, υιοθετώντας μια στάση που δεν θα ικανοποιούσε τα τότε ελληνικά συμφέροντα σε σχέση με την Κύπρο –μιας και Ελλάδα και Ισραήλ δεν διατηρούσαν πλήρεις διπλωματικές σχέσεις και η Αθήνα δεν έχανε ευκαιρία να στηρίζει ποικιλοτρόπως τον αραβικό κόσμο. Αντιθέτως, εάν το 2019 το Ισραήλ θελήσει να μεταβάλει τη στάση του όσον αφορά τις παρούσες ενεργειακές ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο για να εξυπηρετήσει τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις της Άγκυρας, τότε αυτομάτως ροκανίζει τα θεμέλια του ευρύτερου ενεργειακού σχεδιασμού της Ανατολικής Μεσογείου, ο οποίος προάγεται πρώτα και κύρια από την Ουάσινγκτον, τις Βρυξέλλες και το Κάιρο, ως επίσης και από τα διεθνή οικονομικά συμφέροντα που έχουν ήδη εμπλακεί στις ΑΟΖ του Ισραήλ, της Κύπρου και της Αιγύπτου.

Παρ’ όλα αυτά, σε αυτό το σημείο καλό θα ήταν να ανατρέξουμε στις κατά καιρούς δηλώσεις των Ισραηλινών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου και του πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, όταν η Ελλάδα, η Κυπριακή Δημοκρατία και το Ισραήλ άρχιζαν να πορεύονται μαζί δειλά-δειλά στα θολά νερά του ενεργειακού χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου.
Μετά από το ισχυρό ρήγμα που είχε επέλθει στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας από το περιστατικό του πλοίου Mavi Marmara, και κατά τις πρώτες διμερείς και τριμερείς ανεπίσημες ή μη συναντήσεις Ισραηλινών, Ελλήνων και Κυπρίων αξιωματούχων, η ισραηλινή πλευρά τόνιζε με έμφαση ότι η τριμερής συνεργασία στον τομέα της ενέργειας δεν στρεφόταν εναντίον «καμίας άλλης τρίτης χώρας», υπονοώντας την Τουρκία.
Δεν πρέπει, επίσης, να λησμονούμε τις χαρακτηριστικές δηλώσεις του τότε εν ζωή Ισραηλινού Προέδρου, Σιμόν Πέρες, ο οποίος είχε εκφράσει επανειλημμένα την άποψη ότι «άλλη είναι η φύση της συνεργασίας του Ισραήλ με την Κύπρο και την Ελλάδα, και άλλη θα πρέπει να είναι η φύση της συνεργασίας του Ισραήλ με την Τουρκία», θέλοντας προφανώς να διαχωρίσει ποιοτικά και γεωγραφικά το πλαίσιο συνεργασίας που επιθυμούσε να προωθήσει η χώρα του με τον ελληνικό και τον τουρκικό παράγοντα αντίστοιχα.

Δεν μπορούν να γίνουν όλα

Από τα ως άνω γίνεται αντιληπτό ότι, υπό ιδανικές συνθήκες, το Ισραήλ θα ήθελε να επικεντρώσει το ζήτημα της ενεργειακής του ασφάλειας και της καλλιέργειας ομαλών σχέσεων με την ΕΕ και τις ευρωπαϊκές αγορές εν γένει, αξιοποιώντας τις σχέσεις του με την Ελλάδα και τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου, δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία.
Παράλληλα, όμως, και πάντοτε υπό ιδανικές συνθήκες, το Ισραήλ δεν θα ήθελε να απολέσει τον αναντικατάστατο ρόλο που προσφέρει το «μαξιλάρι ασφαλείας» της Τουρκίας, προκειμένου να πάψει να νιώθει ευάλωτο από τον μόνιμο εξ Ανατολών κίνδυνο –δηλαδή το Ιράν και την παρουσία του στην Συρία και στον Νότιο Λίβανο.
Δυστυχώς, οι ως άνω ιδεατές συνθήκες που το Ισραήλ θα ήθελε να αποτελούν την πραγματικότητα, αποδεικνύονται ανέφικτες.
Ο τετραγωνισμός του κύκλου των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτελεί ένα εγχείρημα υπεράνω των δυνατοτήτων της ισραηλινής διπλωματίας. Και ένα πρώτο δείγμα του τι επρόκειτο να επακολουθήσει είχε διαφανεί από εκείνην την συμβολική θεαματική δημόσια επίθεση που εξαπέλυσε ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, κατά του τότε προέδρου του Ισραήλ, Σιμόν Πέρες, στο διεθνές οικονομικό φόρουμ του Νταβός στις 29 Ιανουαρίου του 2009 με αφορμή την κατάσταση στην Γάζα.
Ήταν η πρώτη εκδήλωση του φιλο-αραβικού χαρτιού που η Τουρκία καλείτο να παίξει για ακόμα μια φορά, ύστερα από την Κρίση του Σουέζ το 1956.
Όπως το 1958 η Άγκυρα εισέπραξε, δια χειρός Ισραήλ, τα διπλωματικά οφέλη που επεδίωκε στο Κυπριακό, εκτιμάται ότι το ίδιο ακριβώς θα προσπαθήσει να επιτύχει το 2019 ή τους αμέσως προσεχείς μήνες, εφόσον ο ρους των γεγονότων το επιτρέψει.
Τώρα, λοιπόν, αυτό που απομένει να αποδειχθεί είναι κατά πόσον γερές είναι οι βάσεις της τριμερούς περιφερειακής συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου τι ακριβώς σήμαιναν οι καθ’ όλα καθησυχαστικές δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, στην Αθήνα, παραμονές της αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων από την Βόρειο Συρία.

Δρ. Γαβριήλ Χαρίτος (Διδάκτωρ διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και μεταδιδακτορικός ερευνητής του Ινστιτούτου Μπεν-Γκουριόν, στο Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν του Ισραήλ.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top