Δημήτρης ΜηλάκαςΟι εκδοχές που προβάλλονται για την κλιμάκωση της έντασης στα ελληνοτουρκικά είναι σε γενικές γραμμές δύο:
♦ Η μία, την οποία υιοθετεί η κυβέρνηση (και γενικότερα το πολιτικό σύστημα θα λέγαμε), είναι ότι η τουρκική επιθετικότητα οφείλεται σε συγκυριακά αίτια που έχουν να κάνουν με τις πολιτικές επιδιώξεις του Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας του.
♦ Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι οι τουρκικές επιδιώξεις είναι πάγιες, αναλλοίωτες από το 1973 μέχρι σήμερα και διατυπώνονται με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση, ανάλογα με τη συγκυρία. Μια σύντομη ματιά στην Ιστορία (από το 1973 και έπειτα) είναι αρκετή για να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει επαναληφθεί επακριβώς στο παρελθόν.
Στην τρέχουσα σημερινή επικαιρότητα βρίσκονται οι τουρκικές επικίνδυνες ενέργειες στη θάλασσα (εμβολισμός, πυρά σε σκάφη της ελληνικής ακτοφυλακής στην περιοχή των Ιμίων), η κράτηση δύο Ελλήνων στρατιωτικών που συνελήφθησαν στον Έβρο, οι απειλές για γεωτρήσεις σε τμήματα θάλασσας ελληνικών συμφερόντων στα Δωδεκάνησα.
Μαζί με όλα αυτά, οι καθημερινές τοποθετήσεις του προέδρου Ερντογάν και άλλων Τούρκων αξιωματούχων (συμπεριλαμβανομένου και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης), καθώς και οι απαντήσεις από την ελληνική πλευρά (Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μαξίμου, υπουργός Άμυνας) παγιώνουν ένα κλίμα έντασης, το οποίο δημιουργεί εύλογη ανησυχία.
Η ανησυχία προκύπτει από το ότι όσα συμβαίνουν δεν είναι πρωτοφανή, όσο κι αν η μνήμη του ελληνικού πολιτικού συστήματος εμφανίζεται εξαιρετικά ασθενής. Δεν είναι, λοιπόν, κάποια μύγα που τσίμπησε τον «τρελό» Ερντογάν. Είναι η εκτίμηση του τουρκικού κράτους ότι σήμερα έχει την ευκαιρία να προχωρήσει ένα ακόμη μικρό ή μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση που έχει χαράξει από το 1973.
Αφορμή, από το 1973, για την εκδήλωση των τουρκικών αμφισβητήσεων στο Αιγαίο υπήρξε το πετρέλαιο, οι ενδείξεις ή η μυθολογία για την ύπαρξή του. Πέρα απ’ αυτό, ωστόσο, το ενδιαφέρον είναι ότι οι τουρκικές κινήσεις, οι οποίες οδήγησαν βήμα προς βήμα στο γκριζάρισμα ολόκληρου του Αιγαίου, πραγματοποιούνται σε προσεκτικά επιλεγμένες στιγμές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ελληνική αστάθεια ή αδυναμία.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η εμφάνιση των τουρκικών διεκδικήσεων δυτικά της Λέσβου εμφανίστηκαν κατά τη φάση της εσωτερικής διάλυσης της χούντας των συνταγματαρχών που κυβερνούσαν τότε την Ελλάδα και λίγο πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου (Χάρτης 1).
Ο δεύτερος γύρος της σαφέστατης αποτύπωσης των τουρκικών διεκδικήσεων εμφανίζεται δύο μόλις ημέρες πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (Χάρτες 2 και 3).Τα κέρδη που αποκόμισε από τότε η Τουρκία εμφανίζονται στον Χάρτη 4, όπου διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα απώλεσε το δικαίωμα να ερευνήσει για πετρέλαιο ακόμη και 2-3 μίλια έξω από τα χωρικά της ύδατα.
Τα περιστατικά εντάσεων στα ελληνοτουρκικά, τα οποία ζούμε σήμερα, έχουν με κάποιες παραλλαγές επαναληφθεί και αξίζει να θυμηθούμε δύο από αυτά. Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, θα πρέπει να μην ξεχνάμε την κατάσταση που έχουν δημιουργήσει στο Αιγαίο τέτοιου είδους περιστατικά...
Η σύρραξη στον Έβρο
Στις 19 Δεκεμβρίου 1986, ώρα 11.00, μια τριμελής ελληνική περίπολος βρέθηκε απέναντι από μια διμελή τουρκική. Εξοικειωμένοι οι άνδρες των δύο περιπόλων στην οπτική επαφή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην ανταλλαγή χαιρετισμών και τσιγάρων, σταμάτησαν να ξεκουραστούν εκατέρωθεν της κοίτης.
Ο Έλληνας στρατιώτης Ζήσης Καραγώγος, άοπλος, κινήθηκε προς την πλευρά των δύο Τούρκων συναδέλφων του για να δεχθεί αναίτια και ανεξήγητα μέχρι σήμερα πυρά από τον έναν απ’ αυτούς. Αιφνιδιασμένοι, οι άλλοι δύο Έλληνες συνάδελφοι άρχισαν να ανταποδίδουν τα πυρά, με αποτέλεσμα μια χαμηλής έντασης ανταλλαγή πυροβολισμών να διεξάγεται για μισή περίπου ώρα πάνω από το κορμί του βαρύτατα τραυματισμένου Καραγώγου.
Σύντομα έφτασαν ενισχύσεις για την ελληνική πλευρά από το φυλάκιο και το τάγμα προκαλύψεως. Ταυτόχρονα στον τόπο του επεισοδίου έφτασαν και ενισχύσεις για την τουρκική πλευρά. Οι τουρκικές δυνάμεις αναγκάστηκαν από τα ελληνικά πυρά να υποχωρήσουν. Ο βαρύτατα τραυματισμένος Καραγώγος διακομίστηκε στο ΚΙΧΝΕ Αλεξανδρούπολης, όπου εξέπνευσε έχοντας δεχθεί πέντε σφαίρες.
Μια ελληνική δύναμη παρέμεινε στο σημείο της σύγκρουσης και το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν σχεδόν δύο ώρες μετά την έναρξή του. Ωστόσο στις 3 μετά το μεσημέρι της ίδιας μέρας τουρκική ενισχυμένη διμοιρία περίπου 50 ανδρών διέβη με σχεδίες τον Έβρο και σε σχηματισμό μάχης κινήθηκε, εντός του τουρκικού εδάφους, προς το σημείο της σύγκρουσης.
Για επιτήρηση του σημείου είχαν παραμείνει από ελληνικής πλευράς ένας δόκιμος έφεδρος αξιωματικός και τρεις κληρωτοί οπλίτες που έλαβαν θέσεις μάχης όταν αντελήφθησαν την προσέγγιση των Τούρκων. Η υπόλοιπη ελληνική δύναμη, 20 περίπου ανδρών, ήταν ανεπτυγμένη σε απόσταση 200 μέτρων επί του αναχώματος που περνούσε και ο παραποτάμιος δρόμος.
Πλησιάζοντας την ελληνοτουρκική μεθόριο, στην αποξηραμένη κοίτη, οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να βάλλουν με καταιγιστικά πυρά εναντίον των τεσσάρων Ελλήνων, που από καλυμμένες θέσεις ανταπέδωσαν. Η σφοδρή ανταλλαγή διήρκεσε περίπου δέκα λεπτά και οι τέσσερις Έλληνες στρατιωτικοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο ανάχωμα για να ενωθούν με την υπόλοιπη δύναμη, η οποία αδυνατούσε να επέμβει από τον φόβο της προσβολής των προωθημένων δικών μας ανδρών.
Ταυτόχρονα όμως υποχώρησαν και οι τουρκικές δυνάμεις έχοντας υποστεί βαρύτατες απώλειες. Σύμφωνα με εξακριβωμένα στοιχεία, στην ανταλλαγή πυροβολισμών σκοτώθηκαν ένας ανθυπολοχαγός και τέσσερις στρατιώτες, ενώ τραυματίστηκαν πάνω από δέκα συνάδελφοί τους.
Βολές κατά αντιτορπιλικού
Το πρόσφατο επεισόδιο στο Φαρμακονήσι με τις βολές τουρκικού περιπολικού σκάφους σε ελληνικό πλοίο του Λιμενικού δεν είναι το μόνο τέτοιου είδους περιστατικό. Το... μακρινό 1983 τουρκικά πλοία εκτελούσαν πυρά στο βορειοανατολικό Αιγαίο και στον Κόλπο Ξηρού. Η κατάσταση και τότε στα ελληνοτουρκικά ήταν τεταμένη και το ΓΕΝ είχε στείλει το «θηρίο» αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» για στενή παρακολούθηση των κινήσεων των τουρκικών πλοίων.
Σ’ εκείνο το περιστατικό τουρκικά πολεμικά πλοία έριξαν προειδοποιητικές βολές προς το αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» όταν το πολεμικό πλοίο επιχείρησε να πλησιάσει την περιοχή της άσκησης. Τα βλήματα των τουρκικών πλοίων έσκασαν σε κάποια απόσταση από το «Πάνθηρ». Ήταν, όπως λένε οι γνωρίζοντες, θέμα τύχης (ή αστοχίας) το ότι τα τουρκικά πυρά έπεσαν στη θάλασσα.
Συμπέρασμα: Τα όσα αναφέρονται σε αυτό το δισέλιδο, όσο κι αν μοιάζουν με τα σημερινά τρέχοντα, συνέβησαν μέχρι το 1987. Όλη αυτή η ένταση εκτονώθηκε στις 31.1.1996 με την κρίση των Ιμίων και ό,τι σε διπλωματικό επίπεδο την ακολούθησε. Το ανησυχητικό ερώτημα είναι: Πότε και με ποιον τρόπο θα εκτονωθεί η σημερινή συσσώρευση έντασης;
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου