Άγγελος Συρίγος
Για μία ακόμα φορά, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη όχι απλώς με τις χρόνιες τουρκικές επεκτατικές πιέσεις, αλλά με ένα ολοένα και περισσότερο ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον, το οποίο εγκυμονεί κινδύνους, αλλά ενδεχομένως και μία δεύτερη ευκαιρία. Το 1912-13, απελευθερώθηκαν και ενσωματώθηκαν η Μακεδονία, η Ήπειρος και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, γεγονός που προσέδωσε στην Ελλάδα ξεχωριστή γεωπολιτική σημασία. Η επακολουθήσασα Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 επιβεβαίωσε και κατοχύρωσε την πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί στα πεδία των μαχών.
Τα επόμενα ογδόντα χρόνια δύο ήσαν οι ισχυρές χώρες των Βαλκανίων: η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία. Η χώρα μας ήλεγχε το θαλάσσιο μέτωπο. Η Γιουγκοσλαβία ήταν ο άλλος ισχυρός παίκτης και λόγω μεγέθους και λόγω του γεγονότος ότι ήλεγχε την καρδιά των Βαλκανίων. Ακόμη και η «διανομή» της επιρροής στην περιοχή μας από τον Τσώρτσιλ και τον Στάλιν στη Γιάλτα το 1945 δεν άγγιξε αυτή την ισορροπία.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1989-90 σήμανε την αφετηρία γεωπολιτικών αλλαγών. Το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε προς Ανατολάς και αντιμετώπισε τα Βαλκάνια σαν ζωτικό χώρο ασφάλειας. Μέσα από τις γνωστά γεγονότα της δεκαετίας του 1990, η Γιουγκοσλαβία κατακερματίσθηκε σε κράτη μειωμένης κυριαρχίας και σε de facto προτεκτοράτα.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μετέτρεψε εκ των πραγμάτων την Ελλάδα στην ισχυρότερη χώρα της Χερσονήσου. Το γεωπολιτικό κέντρο βάρους είχε μετατοπιστεί προς Νότο. Η πρόσδεση στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, η εθνική ομοιογένεια, η ευστάθεια και η στρατηγική θέση κατέστησαν την Ελλάδα στα μάτια της Δύσης ηγέτιδα δύναμη των Βαλκανίων.
Η εν λόγω αναβάθμιση δεν ήταν επιλογή των ΗΠΑ ή της ΕΕ. Ούτε επιλογή του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Προέκυψε ως συνέπεια ανακατατάξεων που δρομολογήθηκαν από άλλους. Αυτός είναι που η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες ανέθεταν ρητορικά στην Αθήνα ηγετικό ρόλο στα Βαλκάνια, αλλά ουσιαστικά την θεωρούσαν μέρος του προβλήματος. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε ανοικτά ζητήματα και με τα Σκόπια και με την Αλβανία.
Απόκλιση συμφερόντων
Η ειδοποιός διαφορά του σήμερα με τις προηγούμενες δεκαετίες είναι το οριακό σημείο, στο οποίο έχουν φθάσει οι σχέσεις της Δύσης με την Τουρκία του Ερντογάν. Είναι παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε πρόβλεψη για το πώς θα καταλήξει αυτή η πρωτοφανής διελκυστίνδα στις αμερικανοτουρκικές, αλλά και στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Είναι προφανές πως ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Ευρωπαίοι θέλουν να χάσουν την Τουρκία. Γι’ αυτό και εξαντλούν όλα περιθώρια να βρουν ένα συμβιβασμό, ο οποίος θα κρατήσει τη γειτονική χώρα στο δυτικό σύστημα ασφαλείας. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα γεγονότα δείχνουν πως αυτό δεν είναι εύκολο. Η επιθετική ρητορική του Ερντογάν αντανακλά αφ’ ενός τη βαθιά δυσπιστία του για τις προθέσεις των Αμερικανών, αφ’ ετέρου την στρατηγικού χαρακτήρα απόκλιση συμφερόντων.
Η Αθήνα καλώς πράττει που δεν αναμιγνύεται σ’ αυτή τη διελκυστίνδα, αφ’ ενός επειδή η κατάληξη είναι ακόμα αβέβαιη, αφ’ ετέρου επειδή δεν μπορεί να την επηρεάσει. Αυτό, ωστόσο, δεν την εμποδίζει να δείξει εμπράκτως στη Δύση πως μπορεί να στηριχθεί στην Ελλάδα. Το μήλο των Εσπερίδων σε αυτή τη φάση είναι η βάση της Σούδας, λόγω της γεωγραφικής θέσεώς της. Ένα γεωγραφικό πλεονέκτημα αποτελεί σταθερή αξία.
Εάν, όμως, δεν θέλουμε επανάληψη της ιστορίας της δήθεν ισχυρής Ελλάδος στα Βαλκάνια κατά τη δεκαετία του 1990, θα πρέπει οι όποιες συζητήσεις να συνοδεύονται και από την πολιτική μας βούληση να μας αντιμετωπίσουν ως τον γεωπολιτικό ζωτικό παίκτη της περιοχής. Θα πρέπει να δείξουμε ότι έχουμε τη δυνατότητα και το εθνικό σθένος να στηρίξουμε ενεργά την πολιτική και οικονομική σταθερότητα σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.Το θετικό είναι ότι παρ’ όλους τους εσωτερικούς πολιτικούς κλυδωνισμούς των τελευταίων ετών, ο προσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι σταθερός. Η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία δεν τον επηρέασε.
Πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου