ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΦΙΔΑ
Υπάρχουν και χειρότερα… θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς, βλέποντας τις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας να πηγαίνουν όντως από το κακό στο χειρότερο τα τελευταία δύο χρόνια.
Μιλώντας προ μηνών στην εφημερίδα Εθνος, ο Αμερικανός καθηγητής του Πανεπιστημίου Columbia, Ντέιβιντ Φίλιπς, είχε δηλώσει εμφατικά ότι «οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι στο πιο χαμηλό σημείο που έχουν βρεθεί ποτέ μετά την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους».
Σε ανάλογο πνεύμα, ο Αμερικανός πτέραρχος εν αποστρατεία και πρώην διοικητής των Δυνάμεων των ΗΠΑ στην Ευρώπη (EUCOM), Τσαρλς Γουόλντ, είχε διαμηνύσει, επίσης μιλώντας στο Εθνος, ότι οι ΗΠΑ μπορούν «πρακτικά» να κάνουν και «χωρίς την Τουρκία» στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πίσω στο παρόν, αν και ήδη επιβαρυμένες, οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας συνεχίζουν να επιδεινώνονται, υποχωρώντας σε νέα ιστορικά χαμηλά, με το μέλλον πλέον να διαγράφεται αβέβαιο, όχι μόνο στον άξονα Ουάσιγκτον-Άγκυρας, αλλά και ευρύτερα στον άξονα Τουρκίας-ΝΑΤΟ-ΕΕ, ενώ ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Moody’s μόλις υποβάθμισε την τουρκική οικονομία.
Τα αγκάθια στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας εν έτει 2018, πολλά και δυσεπίλυτα. Η αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S400 από την Άγκυρα, η διαμόρφωση ενός κοινού μετώπου Τουρκίας-Ρωσίας-Ιράν στη Συρία, αλλά και η εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα στην κυπριακή ΑΟΖ και το Αιγαίο είναι κάποια από τα ζητήματα που προκαλούν επί του παρόντος έντονο προβληματισμό στην αμερικανική πλευρά.
Διόλου τυχαία, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιλέγουν να ενισχύσουν σημαντικά τη στρατιωτική παρουσία τους στη Μεσόγειο σε συντονισμό μάλιστα και με το Ισραήλ, ενώ κάνουν «ηχηρό» πέρασμα και από τη Μαύρη Θάλασσα, «περικυκλώνοντας» έτσι την Τουρκία και μπαίνοντας σφήνα στον άξονα Άγκυρας-Μόσχας.
Τα αμερικανικά αντιτορπιλικά USS Carney (DDG-64) και USS Ross (DDG-71) βρέθηκαν προσφάτως ταυτόχρονα στη Μαύρη Θάλασσα, να πραγματοποιούν σειρά στρατιωτικών γυμνασίων σε συντονισμό και με δυνάμεις της Βουλγαρίας, ενώ μόλις χθες ξεκίνησε επίσης στη Μαύρη Θάλασσα (με την προοπτική να ολοκληρωθεί στις 15 Μαρτίου) και η άσκηση «Spring Storm 2018» με τη συμμετοχή δυνάμεων των ΗΠΑ και της Ρουμανίας.
Παράλληλα, το διάστημα από τις 4 έως και τις 15 Μαρτίου, ΗΠΑ και Τελ Αβίβ πραγματοποιούν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις (υπό την κωδική ονομασία «Juniper Cobra») στα ανοιχτά του Ισραήλ, με τη συμμετοχή του αμερικανικού αεροπλανοφόρου-ελικοπτεροφόρου «USS Iwo Jima» και σχεδόν 5.000 ανδρών (2.500 Αμερικανών και περίπου 2.000 Ισραηλινών), ενώ αμερικανοϊσραηλινά γυμνάσια αναμένεται να συνεχιστούν στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή νοτίως της Κύπρου έως και τα τέλη Μαρτίου.
Ενδεικτική των μηνυμάτων που πλέον στέλνει η αμερικανική πλευρά, είναι και η κίνηση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ, να «διαφημίσει» μέσω Twitter τον πρόσφατο απόπλου του υπερσύγχρονου αμερικανικού πολεμικού πλοίου «USNS Carson City» από τη ναυτική βάση της Σούδας ως κίνηση που συμβάλει στη διαφύλαξη «της ασφάλειας και της σταθερότητας» στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.
Επισήμως, οι κινήσεις των Αμερικανών δεν σχετίζονται με τις τρέχουσες εξελίξεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ, εξελίξεις στις οποίες πρωταγωνιστεί άλλωστε και ο αμερικανικός πετρελαϊκός κολοσσός της ExxonMobil.
Δύο ερευνητικά πλοία, τα «Ocean Investigator» και «Med Surveyor», αναμένεται να φτάσουν από μέρα σε μέρα στο οικόπεδο 10 της κυπριακής ΑΟΖ, με αποστολή να προετοιμάσουν το έδαφος για τις γεωτρήσεις που είναι προγραμματισμένο να πραγματοποιήσει εκεί η Exxon τον ερχόμενο Οκτώβριο. Η ενισχυμένη αμερικανική στρατιωτική παρουσία στέλνει σαφή μηνύματα προς την τουρκική πλευρά, διαμορφώνοντας συνθήκες αποτροπής ή ακόμη και αναχαίτισης της όποιας επαπειλούμενης προκλητικής τουρκικής κίνησης στα κυπριακά νερά.
Σε επίπεδο πολιτικών παρεμβάσεων άλλωστε, οι Αμερικανοί έχουν καταστήσει σαφές ότι «αναγνωρίζουν το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να αξιοποιήσει τους πόρους στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της», όπως επανέλαβε χθες εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, υπογραμμίζοντας, παράλληλα, με νόημα ότι οι ΗΠΑ «αποθαρρύνουν κάθε ενέργεια ή ρητορική που αυξάνει τις εντάσεις στην περιοχή».
Αλλά και εντός των ΗΠΑ, πληθαίνουν πλέον οι φωνές που καλούν την Ουάσιγκτον να σκληρύνει τη στάση της απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν.
Υπενθυμίζεται ότι μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο, το αμερικανικό Κογκρέσο «μπλόκαρε» την προγραμματισμένη πώληση αμερικανικών όπλων αξίας 1,2 εκατ. δολ. στη φρουρά του Ερντογάν. Στο ίδιο πλαίσιο, Αμερικανοί πολιτικοί εμφανίζονται εδώ και μήνες να θέλουν να «μπλοκάρουν» και την προγραμματισμένη παράδοση στην Τουρκία δεκάδων αμερικανικών αεροσκαφών τύπου F-35 (στο πρόγραμμα κατασκευής των οποίων, ωστόσο, συμμετέχει ως συμπαραγωγός χώρα και η Τουρκία). Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα έχουν τεθεί προς συζήτηση στις τάξεις του αμερικανικού κογκρέσου και θέματα όπως είναι το ενδεχόμενο επιβολής αμερικανικών κυρώσεων στην Τουρκία, αλλά και η αναζήτηση άλλων εναλλακτικών συμμαχιών για την Ουάσιγκτον στην ευρύτερη τουρκική γειτονιά.
Γράφοντας προ ημερών στο περιοδικό «the Weekly Standard», ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Άγκυρα, Έρικ Έντελμαν, κάλεσε την Ουάσιγκτον να «σκληρύνει» τη στάση της απέναντι στον Ερντογάν.
Σε ανάλογο πνεύμα, και ο έγκυρος Αμερικανός αναλυτής Νταγκ Μπάντοου, πρώην σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν, έσπευσε μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «The National Interest» να στείλει το μήνυμα ότι «η Αμερική και η Τουρκία πλέον δεν είναι σύμμαχοι».
Προσπάθεια επαναπροσέγγισης
Περιβόητος διεθνώς για τις εμπρηστικές δημόσιες παρεμβάσεις του, ο σύμβουλος του προέδρου Ερντογάν, Γιγίτ Μπουλούτ, μπορεί να έσπευσε με δηλώσεις του στην τουρκική τηλεόραση να αποκηρύξει τον 6ο στόλο των ΗΠΑ ως «ανίκανο» να νικήσει την Τουρκία στη Μεσόγειο.
Κρίνοντας ωστόσο από τις αναλύσεις στον τουρκικό Τύπο (ακόμη και τον φιλοκυβερνητικό), καθίσταται σαφές ότι η Άγκυρα κατά βάθος ανησυχεί και μάλιστα έντονα για την πορεία των σχέσεών της με τις ΗΠΑ, ενδεχομένως επειδή γνωρίζει καλά (αν και δεν το παραδέχεται ανοιχτά) ότι έχει πολλά να χωρίσει και με τη Ρωσία.
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν μιας επιδιωκόμενης αμερικανοτουρκικής επαναπροσέγγισης, Τούρκοι αξιωματούχοι βρίσκονται από χθες στην Ουάσιγκτον για επαφές με την αμερικανική πλευρά. Στόχος τους, να μπορέσουν να βρουν κοινό έδαφος με τις ΗΠΑ σε όλα εκείνα τα ζητήματα που χωρίζουν ως αγκάθια τις δύο πλευρές (S400, Κουρδικό, Γκιουλέν), εν όψει και της επίσκεψης που πρόκειται να πραγματοποιήσει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στις 19 Μαρτίου στην Ουάσιγκτον.
Ετοιµάζουν εισβολή και στο Βόρειο Ιράκ
Μιλώντας χθες σε δημοσιογράφους, κατά την πτήση του από τη Γερμανία στην Αυστρία, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου έκανε γνωστό ότι η Άγκυρα σκοπεύει να εισβάλει στρατιωτικά και στο βόρειο Ιράκ ενάντια στους Κούρδους, με την ανοχή της Βαγδάτης, προς το Μάιο, όταν θα έχει ολοκληρώσει την εισβολή της στην Αφρίν της βορειοδυτικής Συρίας. Ο Τούρκος αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Χουλουσί Ακάρ, βρέθηκε μάλιστα στη Βαγδάτη στις αρχές Μαρτίου για επαφές με τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της χώρας. «Ακόμη και αν η επιχείρηση στην Αφρίν δεν έχει ολοκληρωθεί, έχουμε τη δυνατότητα να φέρουμε σε πέρας και στις δύο επιχειρήσεις ταυτόχρονα», δήλωσε ο Τσαβούσογλου.
Περίπου την ίδια ώρα ωστόσο χθες, ο οίκος Moody’s έστειλε το δικό του μήνυμα προς την Άγκυρα αλλά και διεθνώς, υποβαθμίζοντας κατά μία μονάδα την τουρκική οικονομία. Ο οίκος Moody’s επικαλέστηκε, μάλιστα, ως βασική αιτία για την υποβάθμιση την αυξημένη πιθανότητα ενός «σοκ» λόγω των πολιτικών που επιλέγει να ακολουθεί ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν εντός αλλά και εκτός των τουρκικών συνόρων.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου