Στις αρχές του περασμένου Μαΐου με μια αψυχολόγητη φαινομενικά κίνηση, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ, Φεριντούν Σινιρλίογλου κατέθεσε επιστολή του Ηνωμένα Έθνη και κοντολογίς κατήγγειλε την ενέργεια της κυπριακής κυβέρνησης να παραχωρήσει άδεια για έρευνες και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο οικόπεδο 6 της κυπριακής ΑΟΖ. Χαρακτήρισε στην επιστολή του την κυπριακή ενέργεια προκλητική, υποστηρίζοντας ότι μέρος του οικοπέδου βρίσκεται εντός των ορίων της τουρκική υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Σινιρλίογλου για να δώσει δήθεν νομική υπόσταση στα λεγόμενα του, επισήμαινε στην επιστολή του, πως η χώρα του έχει δικαιώματα και συμφέροντα δυτικά του μεσημβρινού 32º16’18″Ε, στα όρια δηλαδή των χωρικών υδάτων της Κύπρου και ως εκ τούτου θα προστατεύσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της προβαίνοντας στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να μην πραγματοποιηθούν μη εξουσιοδοτημένες έρευνες υδρογονανθράκων και εξόρυξη στην δική της υφαλοκρηπίδα από ξένες εταιρίες.
Με απλά λόγια η Τουρκία η προσπαθεί για άλλη μια φορά να δημιουργήσει ψευδείς εντυπώσεις στην διεθνή πολιτική σκηνή υποστηρίζοντας ότι η υφαλοκρηπίδα της ανατολικής Μεσογείου διαμοιράζεται μεταξύ της Τουρκίας και της Αιγύπτου, το οποίο σημαίνει ότι αυτομάτως η Ελλάδα και η Κύπρο περιορίζονται στην υφαλοκρηπίδα που συμπίπτει με τα όρια των χωρικών υδάτων των ελληνικών νησιών και της Κύπρου. Με μια επιφανειακή τοποθέτηση το όλο ζήτημα μπορεί να αξιολογηθεί ως άλλη μια φωτοβολίδα της Τουρκίας σε μια προσπάθεια να τονώσει η τουρκική κυβέρνηση το εθνικό συναίσθημα της τουρκική κοινωνία που είναι διχασμένη μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Όμως, ο ψύχραιμος παρατηρητής θα δει πίσω από τα προφανή και θα αντιληφθεί ότι η τουρκική ενέργεια δεν ήταν απλά μια κίνηση εντυπωσιασμού.
“ΣΥΝΕΠΗΣ ” ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές του όχι και τόσο μακρινού 2012 η Άγκυρα είχε εκδώσει χάρτη παραχωρήσεων σύμφωνα με τον οποίο το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος έχει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Συγκεκριμένα, από τα 13 θαλάσσια οικόπεδα που έχει δημιουργήσει η Κύπρος διεκδικεί εξ ολοκλήρου αυτά που βρίσκονται απέναντι από την κατεχόμενη περιοχή (δηλαδή τα Οικόπεδα 1, 2 , 3, 08, 09, 13, καθώς και το μισό σχεδόν 12, φροντίζοντας όμως να μην συμπεριλαμβάνεται το κοίτασμα «Αφροδίτη», που βρίσκεται στο Οικόπεδο 12 και οποίο ουσιαστικά εφάπτεται με την Ισραηλινή ΑΟΖ και σήμερα οι εταιρίες που έχουν αναλάβει την διαχείριση (Noble, Shell, Delek), πλέον μαζί με την Εταιρεία Υδρογονανθράκων Κύπρου (ΕΥΚ) βρίσκονται στο στάδιο των συμφωνιών για την πώληση του φυσικού αερίου.
Μπορεί λοιπόν κάποιος πολύ εύκολα να αντιληφθεί γιατί υπήρξε αυτή η άμεση αντίδραση της κυβέρνησης του Ερντογάν σε ότι αφορά το Οικόπεδο 6 και φυσικά για το τι ακριβώς εάν η Κύπρος αποφασίσει για παράδειγμα να προσφέρει τα Οικόπεδα 04, 05, 06 και 07, σε ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και Γερμανία για παράδειγμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ενεργειακοί κολοσσοί, όπως η αμερικανική ExxonMobil, η γαλλική Total, η βρετανική BP, η ιταλική ENI, η ολλανδική Shell και η καταρινή QP, ήδη δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΓΚΥΛΩΣΕΙΣ
Οι Ισραηλινοί έχουν διαμηνύσει πολλάκις στο παρελθόν προς την ελληνική (ελλαδική και κυπριακή) πλευρά ότι αρκεί μια δήλωση ανακήρυξης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) για να ακολουθήσει αυτόματα η αναγνώριση. Στο σημείο αυτό εισερχόμαστε στον πυρήνα της ελληνικής αδράνειας με την αποφυγή ανακήρυξης της δικής της ΑΟΖ σε μια προφανή επιλογή με σκοπό να μην προκληθεί η Τουρκία.
ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΠΕΔΩΝ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Η Ελλάδα, εν αντιθέσει με την Κύπρο, έχει χάσει τουλάχιστον τα χρόνια της οικονομικής της κρίσης, τα οποία θα μπορούσαν να μετριαστούν εάν και εφόσον προχωρούσε σε κατάλληλα βήματα για την εμπέδωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στις θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου. Φαίνεται όμως πως είτε φοβόμαστε τη λέξη ΑΟΖ, είτε πιστεύουμε πως είναι «μόδα που θα περάσει», διότι ως προς την εξόρυξη του φυσικού αερίου δεν είναι απαραίτητη, τουλάχιστον όχι σε πρώτη φάση, η ανακήρυξη ΑΟΖ. Διότι, η αποδεκτή διεθνώς μέχρι σήμερα μεθοδολογία που έχει καθιερωθεί ως διεθνής πρακτική είναι αυτή της σταδιακής προκήρυξης οικοπέδων από τις μη αμφισβητούμενες περιοχές προς περιοχές οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πρόβλημα. Στην ουσία η συγκεκριμένη πρακτική αναγκάζει την άλλη πλευρά να αποδεχθεί μία συγκεκριμένη πραγματικότητα και να διαπραγματευτεί.
Εάν δεχτούμε πως η χώρα μας ακολουθεί το ανάλογο σκεπτικό, δηλαδή να ξεκινήσουμε από περιοχές που δεν δημιουργούν διακρατικές περιπλοκές, ας τους ενημερώσουμε πως εάν ξεκινήσουμε τις γεωτρήσεις από την ξηρά, στην Ήπειρο δηλαδή, αφήνοντας σε δεύτερο χρόνο τον χώρο της ανατολικής μεσογείου πολύ απλά δεν πρόκειται να προλάβουμε να φτάσουμε ούτε μέχρι τον Σαρωνικό, αφού οι λοιποί ενδιαφερόμενοι δεν πρόκειται να μας περιμένουν.
“ΣΥΝΕΠΗΣ ” ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές του όχι και τόσο μακρινού 2012 η Άγκυρα είχε εκδώσει χάρτη παραχωρήσεων σύμφωνα με τον οποίο το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος έχει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Συγκεκριμένα, από τα 13 θαλάσσια οικόπεδα που έχει δημιουργήσει η Κύπρος διεκδικεί εξ ολοκλήρου αυτά που βρίσκονται απέναντι από την κατεχόμενη περιοχή (δηλαδή τα Οικόπεδα 1, 2 , 3, 08, 09, 13, καθώς και το μισό σχεδόν 12, φροντίζοντας όμως να μην συμπεριλαμβάνεται το κοίτασμα «Αφροδίτη», που βρίσκεται στο Οικόπεδο 12 και οποίο ουσιαστικά εφάπτεται με την Ισραηλινή ΑΟΖ και σήμερα οι εταιρίες που έχουν αναλάβει την διαχείριση (Noble, Shell, Delek), πλέον μαζί με την Εταιρεία Υδρογονανθράκων Κύπρου (ΕΥΚ) βρίσκονται στο στάδιο των συμφωνιών για την πώληση του φυσικού αερίου.
Η επίσημη «δικαιολογία» δε για τη μη απαίτηση του «Αφροδίτη» ήταν πως βρίσκεται κάτω από τη μέση γραμμή Τουρκίας-Αιγύπτου, άρα θα μπορούσε να διεκδικηθεί από το Κάιρο. Φυσικά είναι προφανές ότι η Τουρκία δεν θέλει να σπάσει τα «αυγά» σε ότι αφορά το Ισραήλ. Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η Άγκυρα και τότε και τώρα δεν φαίνεται να διεκδικεί τα Οικόπεδα 10, 11 τα οποία και αυτά βρίσκονται όπως αφήνει να εννοηθεί υπό αιγυπτιακό έλεγχο. Αναφορικά δε με τα δυτικά της Κύπρου οικόπεδα, τα 04, 05, 06, και 07, στις τότε διεκδικήσεις της ήταν μερικώς απαιτητά, αλλά ειδικά το 04, το οποίο συνορεύει με την Ελληνική ΑΟΖ, εμπίπτει σε μια άλλη προσπάθεια της Τουρκίας που σκοπό έχει να αποκόψει την ΑΟΖ της Ελλάδας από αυτή της Κύπρου στο σημείο του Καστελόριζου. Ουσιαστικά το διαχρονικό σκεπτικό της Τουρκίας εστιάζεται στο ότι επιχειρεί να εξαφανίσει, στην κυριολεξία, την Κύπρο από την Ανατολική Μεσόγειο και να συμπεριφερθεί στην περιοχή σαν να υπήρχε μόνο αυτή και η Αίγυπτος.
Μπορεί λοιπόν κάποιος πολύ εύκολα να αντιληφθεί γιατί υπήρξε αυτή η άμεση αντίδραση της κυβέρνησης του Ερντογάν σε ότι αφορά το Οικόπεδο 6 και φυσικά για το τι ακριβώς εάν η Κύπρος αποφασίσει για παράδειγμα να προσφέρει τα Οικόπεδα 04, 05, 06 και 07, σε ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και Γερμανία για παράδειγμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ενεργειακοί κολοσσοί, όπως η αμερικανική ExxonMobil, η γαλλική Total, η βρετανική BP, η ιταλική ENI, η ολλανδική Shell και η καταρινή QP, ήδη δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΓΚΥΛΩΣΕΙΣ
Οι Ισραηλινοί έχουν διαμηνύσει πολλάκις στο παρελθόν προς την ελληνική (ελλαδική και κυπριακή) πλευρά ότι αρκεί μια δήλωση ανακήρυξης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) για να ακολουθήσει αυτόματα η αναγνώριση. Στο σημείο αυτό εισερχόμαστε στον πυρήνα της ελληνικής αδράνειας με την αποφυγή ανακήρυξης της δικής της ΑΟΖ σε μια προφανή επιλογή με σκοπό να μην προκληθεί η Τουρκία.
Επί της ουσίας πρόκειται για κλασική περίπτωση πολιτικής κατευνασμού (policy of appeasement) απέναντι σε μια δύναμη η οποία είναι υπέρτερη σε απόλυτα μεγέθη. Και μόνο η αδικαιολόγητη φοβία με την οποία αντιμετωπίζει η πολιτική ηγεσία την Τουρκία, αρκεί για να στοιχειοθετήσει την απουσία οράματος στην ελληνική εξωτερική πολιτική και την αδυναμία σύλληψης του συνολικότερου γεωστρατηγικού παιγνίου, το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη και μας αφορά. Η ανακήρυξη Ελληνικής ΑΟΖ θα επιτρέψει την ενοποίηση των θαλασσίων τμημάτων Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας, κάτι το οποίο θα δημιουργήσει έναν «ενεργειακό» –και όχι μόνο– στρατηγικής σημασίας και εμβέλειας διάδρομο, ο οποίος θα πρέπει να είναι ασφαλής για την προώθηση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου στις δυτικές αγορές.
Στο σημείο ακριβώς αυτό έρχεται η σύνδεση με την υπόθεση του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο θα καλλιεργήσει γόνιμο έδαφος για την Ελλάδα σε ότι αφορά νέους συμμάχους, αρκεί βέβαια η Ελλάδα να μην βρίσκεται σε διαφορά «φάσης» από τα δρώμενα. Είναι αυτονόητο ότι οι μελλοντικοί εταίροι σε ότι αφορά τα ελληνικά κοιτάσματα στην περιοχή θα είναι προετοιμασμένοι να διαθέσουν ό,τι απαιτηθεί με σκοπό την αμυντική του θωράκιση, άρα, εμμέσως, τη θωράκιση και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η κατάσταση αυτή ανοίγει το δρόμο για την ανάπτυξη ενός νέου είδους Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, πιο διεθνοποιημένου, ενδεχομένως και υπό τη στρατιωτική εγγύηση του ΝΑΤΟ.
Ποια είναι όμως η ελληνική θέση και στάση: τα ευχολόγια περί ειρηνικής διευθέτησης του Κυπριακού, επανένωσης της νήσου και άλλα παραπλήσια. Κανένας αναπροσανατολισμός της ελληνικής πλευράς ώστε να ξεκινήσει να συζητάει σε άλλη βάση τα τεκταινόμενα. Το μήνυμα που εισπράττουν οι ενδιαφερόμενοι είναι μια απόλυτη άρνηση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό σκέλος. Αντί να κινηθεί η χώρα στην κατεύθυνση αξιοποίησης της ευκαιρίας, η πολιτική ελίτ δείχνει υπνωτισμένη, όντας εντελώς απορροφημένη από την οικονομική κρίση η οποία έχει οδηγήσει στην απαξίωσή της στην ελληνική κοινωνία, με αποτέλεσμα η χώρα αντί να επιχειρεί να διαμορφώσει τις εξελίξεις να άγεται και να φέρεται αναλόγως των διαθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντί να χαραχτεί στρατηγική η οποία να επιχειρήσει να αξιοποιήσει τα μελλοντικά έσοδα σε μια προσπάθεια κατευνασμού των διεθνών αγορών και αποτροπής της εκτόξευσης προσβλητικών για την ελληνική κυριαρχία χαρακτηρισμών, το μόνο που καταγράφεται είναι αδράνεια.
Η κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική πλευρά φέρεται να έχει προκαλέσει προβληματισμό στο επιτελείο του Τράμπ, διότι είναι φυσικό ότι οι υπερατλαντικοί μας σύμμαχοι να δυσκολεύονται να πιστέψουν πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να μην αντιλαμβάνεται τη στρατηγική ευκαιρία που της έχει παρουσιαστεί. Εμμέσως, η ανακήρυξη ΑΟΖ θα ισοδυναμούσε με τη διευθέτηση του προβλήματος –λόγω της στάσης της Τουρκίας– του Καστελόριζου, το οποίο αποτελεί μια εξαιρετικά κρίσιμη «κουκίδα στο χάρτη», η οποία εξασφαλίζει τη συνέχεια στον υπό δημιουργία στρατηγικό-ενεργειακό διάδρομο (stategic corridor) Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας, άρα η ελληνική πλευρά μπορεί βάσιμα να προσδοκά σε συμμάχους για την αποτροπή ενδεχόμενης τουρκικής παρεκτροπής.
Οι διάφορες αρτηριοσκληρωτικές ακαμψίες του ελληνικού συστήματος, οι οποίες δημιουργούν ένα χαοτικό, για την ώρα, επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά και τα φοβικά σύνδρομα σε πολιτικό επίπεδο δείχνουν να κρατάνε ακόμα τη χώρα πίσω, δείχνουν να προσπαθούν να μειώσουν τις δυνατότητες, μόνο έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η εμμονή για γεώτρηση μόνο στην Ήπειρο και στο Ιόνιο, τη στιγμή που η Ανατολική Μεσόγειος μας καλεί.
Σε κάθε περίπτωση, σαφώς και είναι μια θετικότατη εξέλιξη το γεγονός της έρευνας υδρογονανθράκων στη Δυτική Ελλάδα, παρ’ όλο που είναι μια δύσκολη γεωλογικά περιοχή. Σημειώνεται ότι τα δικαιώματα για έρευνες στις περιοχές της Πρέβεζας και της Άρτας έχουν πάρει τα ΕΛΠΕ ενώ για την Αιτωλοακαρνανία και τα Ιωάννινα η Energean Oil & Gas. Για τα Ιωάννινα η πρώτη ερευνητική γεώτρηση προγραμματίζεται για το 2020, ενώ μέσα στο 2018 αναμένονται οι πρώτες έρευνες στον πατραϊκό κόλπο. Επίσης σε ότι αφορά το οικόπεδο δυτικά της Κέρκυρας έχει ήδη υπάρξει μια αρχική συμφωνία με το ελληνικό Δημόσιο και την κοινοπραξία Total – Εdison – ΕΛΠΕ για σύμβαση μίσθωσης των δικαιωμάτων έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Σε ότι αφορά την κοινοπραξία, ο γαλλικός όμιλος Total έχει το 50% και από 25% η ιταλογαλλιική Edison και τα Ελληνικά Πετρέλαια. Ορισμένοι έλληνες επιστήμονες και ξένοι κάνουν λόγο και για τεράστιες ποσότητες υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, νοτίως της Κρήτης, στον κόλπο της Μεσσηνίας και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά όλα αυτά θα πρέπει να αποδειχθούν και αυτό θέλει εκτός από σχεδιασμό και γρήγορες ενέργειες, κυρίως χρόνο για να αποδώσει.
Στο σημείο ακριβώς αυτό έρχεται η σύνδεση με την υπόθεση του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο θα καλλιεργήσει γόνιμο έδαφος για την Ελλάδα σε ότι αφορά νέους συμμάχους, αρκεί βέβαια η Ελλάδα να μην βρίσκεται σε διαφορά «φάσης» από τα δρώμενα. Είναι αυτονόητο ότι οι μελλοντικοί εταίροι σε ότι αφορά τα ελληνικά κοιτάσματα στην περιοχή θα είναι προετοιμασμένοι να διαθέσουν ό,τι απαιτηθεί με σκοπό την αμυντική του θωράκιση, άρα, εμμέσως, τη θωράκιση και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η κατάσταση αυτή ανοίγει το δρόμο για την ανάπτυξη ενός νέου είδους Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, πιο διεθνοποιημένου, ενδεχομένως και υπό τη στρατιωτική εγγύηση του ΝΑΤΟ.
Ποια είναι όμως η ελληνική θέση και στάση: τα ευχολόγια περί ειρηνικής διευθέτησης του Κυπριακού, επανένωσης της νήσου και άλλα παραπλήσια. Κανένας αναπροσανατολισμός της ελληνικής πλευράς ώστε να ξεκινήσει να συζητάει σε άλλη βάση τα τεκταινόμενα. Το μήνυμα που εισπράττουν οι ενδιαφερόμενοι είναι μια απόλυτη άρνηση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό σκέλος. Αντί να κινηθεί η χώρα στην κατεύθυνση αξιοποίησης της ευκαιρίας, η πολιτική ελίτ δείχνει υπνωτισμένη, όντας εντελώς απορροφημένη από την οικονομική κρίση η οποία έχει οδηγήσει στην απαξίωσή της στην ελληνική κοινωνία, με αποτέλεσμα η χώρα αντί να επιχειρεί να διαμορφώσει τις εξελίξεις να άγεται και να φέρεται αναλόγως των διαθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντί να χαραχτεί στρατηγική η οποία να επιχειρήσει να αξιοποιήσει τα μελλοντικά έσοδα σε μια προσπάθεια κατευνασμού των διεθνών αγορών και αποτροπής της εκτόξευσης προσβλητικών για την ελληνική κυριαρχία χαρακτηρισμών, το μόνο που καταγράφεται είναι αδράνεια.
Η κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική πλευρά φέρεται να έχει προκαλέσει προβληματισμό στο επιτελείο του Τράμπ, διότι είναι φυσικό ότι οι υπερατλαντικοί μας σύμμαχοι να δυσκολεύονται να πιστέψουν πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να μην αντιλαμβάνεται τη στρατηγική ευκαιρία που της έχει παρουσιαστεί. Εμμέσως, η ανακήρυξη ΑΟΖ θα ισοδυναμούσε με τη διευθέτηση του προβλήματος –λόγω της στάσης της Τουρκίας– του Καστελόριζου, το οποίο αποτελεί μια εξαιρετικά κρίσιμη «κουκίδα στο χάρτη», η οποία εξασφαλίζει τη συνέχεια στον υπό δημιουργία στρατηγικό-ενεργειακό διάδρομο (stategic corridor) Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας, άρα η ελληνική πλευρά μπορεί βάσιμα να προσδοκά σε συμμάχους για την αποτροπή ενδεχόμενης τουρκικής παρεκτροπής.
Οι διάφορες αρτηριοσκληρωτικές ακαμψίες του ελληνικού συστήματος, οι οποίες δημιουργούν ένα χαοτικό, για την ώρα, επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά και τα φοβικά σύνδρομα σε πολιτικό επίπεδο δείχνουν να κρατάνε ακόμα τη χώρα πίσω, δείχνουν να προσπαθούν να μειώσουν τις δυνατότητες, μόνο έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η εμμονή για γεώτρηση μόνο στην Ήπειρο και στο Ιόνιο, τη στιγμή που η Ανατολική Μεσόγειος μας καλεί.
Σε κάθε περίπτωση, σαφώς και είναι μια θετικότατη εξέλιξη το γεγονός της έρευνας υδρογονανθράκων στη Δυτική Ελλάδα, παρ’ όλο που είναι μια δύσκολη γεωλογικά περιοχή. Σημειώνεται ότι τα δικαιώματα για έρευνες στις περιοχές της Πρέβεζας και της Άρτας έχουν πάρει τα ΕΛΠΕ ενώ για την Αιτωλοακαρνανία και τα Ιωάννινα η Energean Oil & Gas. Για τα Ιωάννινα η πρώτη ερευνητική γεώτρηση προγραμματίζεται για το 2020, ενώ μέσα στο 2018 αναμένονται οι πρώτες έρευνες στον πατραϊκό κόλπο. Επίσης σε ότι αφορά το οικόπεδο δυτικά της Κέρκυρας έχει ήδη υπάρξει μια αρχική συμφωνία με το ελληνικό Δημόσιο και την κοινοπραξία Total – Εdison – ΕΛΠΕ για σύμβαση μίσθωσης των δικαιωμάτων έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Σε ότι αφορά την κοινοπραξία, ο γαλλικός όμιλος Total έχει το 50% και από 25% η ιταλογαλλιική Edison και τα Ελληνικά Πετρέλαια. Ορισμένοι έλληνες επιστήμονες και ξένοι κάνουν λόγο και για τεράστιες ποσότητες υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, νοτίως της Κρήτης, στον κόλπο της Μεσσηνίας και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά όλα αυτά θα πρέπει να αποδειχθούν και αυτό θέλει εκτός από σχεδιασμό και γρήγορες ενέργειες, κυρίως χρόνο για να αποδώσει.
ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΠΕΔΩΝ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Η Ελλάδα, εν αντιθέσει με την Κύπρο, έχει χάσει τουλάχιστον τα χρόνια της οικονομικής της κρίσης, τα οποία θα μπορούσαν να μετριαστούν εάν και εφόσον προχωρούσε σε κατάλληλα βήματα για την εμπέδωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στις θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου. Φαίνεται όμως πως είτε φοβόμαστε τη λέξη ΑΟΖ, είτε πιστεύουμε πως είναι «μόδα που θα περάσει», διότι ως προς την εξόρυξη του φυσικού αερίου δεν είναι απαραίτητη, τουλάχιστον όχι σε πρώτη φάση, η ανακήρυξη ΑΟΖ. Διότι, η αποδεκτή διεθνώς μέχρι σήμερα μεθοδολογία που έχει καθιερωθεί ως διεθνής πρακτική είναι αυτή της σταδιακής προκήρυξης οικοπέδων από τις μη αμφισβητούμενες περιοχές προς περιοχές οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πρόβλημα. Στην ουσία η συγκεκριμένη πρακτική αναγκάζει την άλλη πλευρά να αποδεχθεί μία συγκεκριμένη πραγματικότητα και να διαπραγματευτεί.
Εάν δεχτούμε πως η χώρα μας ακολουθεί το ανάλογο σκεπτικό, δηλαδή να ξεκινήσουμε από περιοχές που δεν δημιουργούν διακρατικές περιπλοκές, ας τους ενημερώσουμε πως εάν ξεκινήσουμε τις γεωτρήσεις από την ξηρά, στην Ήπειρο δηλαδή, αφήνοντας σε δεύτερο χρόνο τον χώρο της ανατολικής μεσογείου πολύ απλά δεν πρόκειται να προλάβουμε να φτάσουμε ούτε μέχρι τον Σαρωνικό, αφού οι λοιποί ενδιαφερόμενοι δεν πρόκειται να μας περιμένουν.
Και για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, ο επαγγελματισμός της Τουρκίας σε τέτοια θέματα καταδεικνύει και τη σιγουριά της πως με τους μαξιμαλιστικούς χάρτες που εκδίδει και τις απαιτήσεις που εγείρει θα μπορέσει σίγουρα να πάρει κομμάτια φιλέτων, τα οποία εάν εμείς κάναμε αυτό που έπρεπε δεν επιχειρούσε ποτέ τόσο εξόφθαλμες προκλητικές ενέργειες. Παράλληλα, οι ιθύνοντες θα πρέπει να καταλάβουν ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την προβολή και αξιοποίηση των τριμερών συνεργασιών της Ελλάδας και της Κύπρου με την Αίγυπτο και με το Ισραήλ καθώς και ότι πέραν της ένταξής της στο ενεργειακό σκηνικό, η Ελλάδα θα μπορούσε να διαδραματίσει και άλλο ρόλο. Πολύ απλά την στρατιωτική συνεργασία με την Αίγυπτο, στη διασφάλιση της ελεύθερης διέλευσης πλοίων από τη Διώρυγα του Σουέζ.
Με απλά λόγια είναι αρκετοί οι τρόποι που η Ελλάδα μπορεί να καταστεί απαραίτητη στην περιοχή. Νομίζουμε ότι πλέον είναι ώριμες οι συνθήκες, η Ελλάδα έστω και καθυστερημένα να ακολουθήσει το παράδειγμα της Κύπρου, της Αιγύπτου και του Ισραήλ, και να εκμεταλλευτεί με αυτοσυγκράτηση, σύνεση και χωρίς εξάρσεις μεγαλείου και λεκτικές επικοινωνιακές μικροπολιτικές, τον ορυκτό πλούτο της.
Δημοσίευση σχολίου