Το ιστορικό ενός παρ' ολίγον πραξικοπήματος ξετυλίγει ο Economist. Τι έγινε τη νύχτα της Παρασκευής και ποιο ήταν το κλειδί για την ανατροπή μιας στρατιωτικής εξέγερσης που φάνηκε να επιτυγχάνει τους στόχους της. Το ιστορικό, η άνοδος της επιρροής του στρατού και τι μέλλει γενέσθαι.
Όλα ξεκίνησαν το βράδυ της Παρασκευής. Στρατιωτικά οχήματα κατέλαβαν τις δυο γέφυρες του Βοσπόρου. Ελικόπτερα και μαχητικά αεροσκάφη σηκώθηκαν στον αέρα. Σύντομα μάθαμε και τις ειδήσεις, οικείες σε παλιότερες γενιές Τούρκων αλλά ξεχασμένες από τις τελευταίες γενιές: Ο στρατός είχε ξεκινήσει πραξικόπημα.
Όπως ανέφερε ο στρατός σε σχετικό ανακοινωθέν: «Για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, του νόμου δικαίου και της δημόσιας τάξης, ο τουρκικός στρατός ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της χώρας».
Μετά από κάποιες ώρες ωστόσο, ο έλεγχος που διακήρυξαν απείχε μακράν από το να θεωρείται πλήρης και φάνηκαν να χάνουν το παιχνίδι.
Εν μέσω αναφορών για μάχες, εκρήξεις στο κοινοβούλιο, διαδηλωτών που είχαν κατέβει στο δρόμο – ακόμη και μιας είδησης για μαχητικό αεροσκάφος που κατέρριψε ελικόπτερο με στασιαστές- κατέστη σαφές ότι ο στρατός είχε αποτύχει να αναλάβουν ομαλά τον έλεγχο της χώρας – κάτι που είναι και το κλειδί για την επιτυχία ενός πραξικοπήματος.
Σταδιακά διάφοροι νυν και πρώην διοικητές του στρατού, καθώς και όλες οι μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας αποκήρυξαν την ανατροπή της Δημοκρατίας.
Οι ηγέτες της δύσης – με πρωτοστατούντες τον Μπάρακ Ομπάμα και την Αγκελα Μέρκελ- εξέδωσαν ανακοινώσεις υπέρ του εκλεγμένου αλλά προβληματικού Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αν και το πραξικόπημα φάνηκε καλά οργωμένο στην αρχή, οι στασιαστές φάνηκαν να εκπροσωπούν μόνο μια μειονότητα των στρατιωτικών της χώρας. Οι δυνάμεις που είχαν καταλάβει το αεροδρόμιο διαλύθηκαν, με τον επικεφαλής τους να δηλώνει ότι δεν στηρίζει το πραξικόπημα.
Εως τις πρώτες πρωινές ώρες η δημόσια τηλεόραση, που είχε μεταδώσει την ανακοίνωση των πραξικοπηματιών, είχε επιστρέψει στα χέρια της κυβέρνησης, Με τις μάχες στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ στρατού και αστυνομίας να μαίνονται, ο Ερντογάν έκανε μια θριαμβευτική επιστροφή στην πόλη και εμφανίστηκε στην τηλεόραση για να ανακοινώσει ότι οι υπεύθυνοι για την απόπειρα πραξικοπήματος θα πλήρωναν «βαρύ τίμημα».
Το πραξικόπημα είχε εξελιχθεί με τον πρόεδρο της χώρας να βρίσκεται σε διακοπές. Στην αρχή, ο μόνος τρόπος που ο κ. Ερντογάν μπορούσε να απευθυνθεί στους πολίτες ήταν μέσω ενός ιδιωτικού καναλιού που μετέδωσε μήνυμα μέσω κινητού τηλεφώνου, χρησιμοποιώντας το FaceTime.
Με τον παρουσιαστή να κρατά το κινητό τηλέφωνο, ο κ. Ερντογάν κατήγγειλε την εξέγερση «μιας μικρής ομάδας μέσα στα στρατεύματα» και κάλεσε τους πολίτες να βγουν στους δρόμους. Κατηγόρησε για το πραξικόπημα το κίνημα Γκιουλέν, μια ισλαμιστική οργάνωση που κάποτε ήταν σύμμαχος αλλά πλέον θανάσιμος εχθρός. Ο πρόσφατα διορισθείς πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ προειδοποίησε ότι οι δυνάμεις ασφαλείας που παρέμειναν πιστές στην κυβέρνηση, θα χρησιμοποιούσαν «βία κατά της βίας».
Οι οπαδοί του Ερντογάν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ηγέτη τους και ξεχύθηκαν σε πλατείες σε διάφορες πόλεις καθώς και στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης. Στα τζαμιά της πόλης, οι μουεζίνηδες κάλεσαν τον κόσμο να διαμαρτυρηθεί για το δημοψήφισμα ενώ ένα μεγάλο πλήθος υποστηρικτών του Ερντογάν διαδήλωσαν στον μεγαλύτερο εμπορικό δρόμο της πόλης, φωνάζοντας «ο Αλλάχ είναι μεγάλος». Ταυτόχρονα, δεκάδες πολίτες στήθηκαν σε ουρές στα ΑΤΜ για να αποσύρουν χρήματα.
Υπήρξε αιματοκύλισμα. Η τηλεόραση έδειξε ένα ελικόπτερο να ανοίγει πυρ κατά πολιτών. Σε ένα ακόμη περιστατικό, οι διαδηλωτές κουβαλούσαν πτώματα καθώς ο στρατός άνοιξε πυρ κατά ανθρώπων που επιχείρησαν να διαδηλώσουν στη γέφυρα του Βοσπόρου. Εκρήξεις ακούστηκαν στο κοινοβούλιο. Το τουρκικό πρακτορείο Anadolu ανέφερε ότι ελικόπτερα και μαχητικά είχαν πλήξει το αρχηγείο της αστυνομίας, σκοτώνοντας τουλάχιστον 17 ανθρώπους. Πυροβολισμοί και εκρήξεις ακούγονταν σε διάφορες περιοχές της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ερντογάν και οι υποστηρικτές του κατηγόρησαν τους οπαδούς του Γκιουλέν ότι ενορχήστρωσαν τόσο τις διαδηλώσεις όσο και τις δωροδοκίες.
Καθώς ο πόλεμος στη Συρία «διαχεόταν» στην Τουρκία η χώρα έγινε στόχος τρομοκρατικών επιθέσεων. Στην τελευταία από αυτές, τρεις τζιχαντιστές σκότωσαν 45 άτομα στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα η μακροχρόνια σύγκρουση με Κούρδους παραστρατιωτικούς αναθερμάνθηκε.
Ακόμα και εν μέσω τέτοιων εντάσεων, λίγοι Τούρκοι μπορούσαν να φανταστούν ότι ήταν πιθανό να πραγματοποιηθεί ένα πραξικόπημα, όπως αυτό που είχε επιβληθεί στη χώρα τη δεκαετία του '60.
Το κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν, που βρίσκεται στην εξουσία από το 2002, ελέγχει περίπου το μισό κοινοβούλιο.
Στις αρχές του 2000 ο στρατός είχε ταλανιστεί από συλλήψεις και δίκες υψηλόβαθμων στρατιωτικών με κατηγορίες συνωμοσίες που θεωρήθηκε ότι είχαν ενορχηστρωθεί από τους Γκιουλενιστές με τη βοήθεια του Ερντογάν.
Τελευταία καθώς ο Ερντογάν έβαλε πλώρη για υιοθέτηση πιο κοσμικής γραμμής, προχώρησε στην απελευθέρωση στρατηγών, ενώ ανοικοδόμησε τις σχέσεις του με το στράτευμα.
Ενδεχομένως οι νέες εχθροπραξίες στις κουρδικές περιοχές έδωσαν την εντύπωση στους στρατιωτικούς ότι θα μπορούσαν να ανακτήσουν την επιρροή τους στον τρόπο διακυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος θα έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις για την Δημοκρατία στην Τουρκία. Εάν τα καταφέρει ο κ. Ερντογάν (σ.σ. όπως φαίνεται να συμβαίνει τελικά), θα αναδυθεί ισχυρότερος και πιο αποφασισμένος από ποτέ να πλήξει τους εγχώριους αντιπάλους του. Η χρόνια επιδίωξή του να δώσει στον εαυτό του περισσότερες πολιτικές εξουσίες αλλάζοντας το Σύνταγμα ώστε να δημιουργήσει προεδρία με εκτελεστικές αρμοδιότητες θα ενισχυθεί.
Εάν ανατρεπόταν τελικά, οι πραξικοπηματίες θα συναντούσαν την έντονη αντίσταση όχι μόνο από τους υποστηρικτές του Ερντογάν αλλά και από τους Τούρκους που είναι πεπεισμένοι ότι το μόνο χειρότερο από την ολοένα και πιο απολυταρχική διακυβέρνηση είναι η ανάληψη της διακυβέρνησης από το στρατό.
πηγή Όπως ανέφερε ο στρατός σε σχετικό ανακοινωθέν: «Για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, του νόμου δικαίου και της δημόσιας τάξης, ο τουρκικός στρατός ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της χώρας».
Μετά από κάποιες ώρες ωστόσο, ο έλεγχος που διακήρυξαν απείχε μακράν από το να θεωρείται πλήρης και φάνηκαν να χάνουν το παιχνίδι.
Εν μέσω αναφορών για μάχες, εκρήξεις στο κοινοβούλιο, διαδηλωτών που είχαν κατέβει στο δρόμο – ακόμη και μιας είδησης για μαχητικό αεροσκάφος που κατέρριψε ελικόπτερο με στασιαστές- κατέστη σαφές ότι ο στρατός είχε αποτύχει να αναλάβουν ομαλά τον έλεγχο της χώρας – κάτι που είναι και το κλειδί για την επιτυχία ενός πραξικοπήματος.
Σταδιακά διάφοροι νυν και πρώην διοικητές του στρατού, καθώς και όλες οι μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας αποκήρυξαν την ανατροπή της Δημοκρατίας.
Οι ηγέτες της δύσης – με πρωτοστατούντες τον Μπάρακ Ομπάμα και την Αγκελα Μέρκελ- εξέδωσαν ανακοινώσεις υπέρ του εκλεγμένου αλλά προβληματικού Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αν και το πραξικόπημα φάνηκε καλά οργωμένο στην αρχή, οι στασιαστές φάνηκαν να εκπροσωπούν μόνο μια μειονότητα των στρατιωτικών της χώρας. Οι δυνάμεις που είχαν καταλάβει το αεροδρόμιο διαλύθηκαν, με τον επικεφαλής τους να δηλώνει ότι δεν στηρίζει το πραξικόπημα.
Εως τις πρώτες πρωινές ώρες η δημόσια τηλεόραση, που είχε μεταδώσει την ανακοίνωση των πραξικοπηματιών, είχε επιστρέψει στα χέρια της κυβέρνησης, Με τις μάχες στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ στρατού και αστυνομίας να μαίνονται, ο Ερντογάν έκανε μια θριαμβευτική επιστροφή στην πόλη και εμφανίστηκε στην τηλεόραση για να ανακοινώσει ότι οι υπεύθυνοι για την απόπειρα πραξικοπήματος θα πλήρωναν «βαρύ τίμημα».
Το πραξικόπημα είχε εξελιχθεί με τον πρόεδρο της χώρας να βρίσκεται σε διακοπές. Στην αρχή, ο μόνος τρόπος που ο κ. Ερντογάν μπορούσε να απευθυνθεί στους πολίτες ήταν μέσω ενός ιδιωτικού καναλιού που μετέδωσε μήνυμα μέσω κινητού τηλεφώνου, χρησιμοποιώντας το FaceTime.
Με τον παρουσιαστή να κρατά το κινητό τηλέφωνο, ο κ. Ερντογάν κατήγγειλε την εξέγερση «μιας μικρής ομάδας μέσα στα στρατεύματα» και κάλεσε τους πολίτες να βγουν στους δρόμους. Κατηγόρησε για το πραξικόπημα το κίνημα Γκιουλέν, μια ισλαμιστική οργάνωση που κάποτε ήταν σύμμαχος αλλά πλέον θανάσιμος εχθρός. Ο πρόσφατα διορισθείς πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ προειδοποίησε ότι οι δυνάμεις ασφαλείας που παρέμειναν πιστές στην κυβέρνηση, θα χρησιμοποιούσαν «βία κατά της βίας».
Οι οπαδοί του Ερντογάν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ηγέτη τους και ξεχύθηκαν σε πλατείες σε διάφορες πόλεις καθώς και στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης. Στα τζαμιά της πόλης, οι μουεζίνηδες κάλεσαν τον κόσμο να διαμαρτυρηθεί για το δημοψήφισμα ενώ ένα μεγάλο πλήθος υποστηρικτών του Ερντογάν διαδήλωσαν στον μεγαλύτερο εμπορικό δρόμο της πόλης, φωνάζοντας «ο Αλλάχ είναι μεγάλος». Ταυτόχρονα, δεκάδες πολίτες στήθηκαν σε ουρές στα ΑΤΜ για να αποσύρουν χρήματα.
Υπήρξε αιματοκύλισμα. Η τηλεόραση έδειξε ένα ελικόπτερο να ανοίγει πυρ κατά πολιτών. Σε ένα ακόμη περιστατικό, οι διαδηλωτές κουβαλούσαν πτώματα καθώς ο στρατός άνοιξε πυρ κατά ανθρώπων που επιχείρησαν να διαδηλώσουν στη γέφυρα του Βοσπόρου. Εκρήξεις ακούστηκαν στο κοινοβούλιο. Το τουρκικό πρακτορείο Anadolu ανέφερε ότι ελικόπτερα και μαχητικά είχαν πλήξει το αρχηγείο της αστυνομίας, σκοτώνοντας τουλάχιστον 17 ανθρώπους. Πυροβολισμοί και εκρήξεις ακούγονταν σε διάφορες περιοχές της Κωνσταντινούπολης.
Πώς φτάσαμε εκεί
Oι πολιτικές και κοινωνικές διαφορές στην Τουρκία εντείνονται από το 2013, όταν η χώρα ταρακουνήθηκε από αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και σκάνδαλα διαφθοράς, τα οποία κόστισαν τις θέσεις τους σε τρεις υπουργούς.Ο Ερντογάν και οι υποστηρικτές του κατηγόρησαν τους οπαδούς του Γκιουλέν ότι ενορχήστρωσαν τόσο τις διαδηλώσεις όσο και τις δωροδοκίες.
Καθώς ο πόλεμος στη Συρία «διαχεόταν» στην Τουρκία η χώρα έγινε στόχος τρομοκρατικών επιθέσεων. Στην τελευταία από αυτές, τρεις τζιχαντιστές σκότωσαν 45 άτομα στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα η μακροχρόνια σύγκρουση με Κούρδους παραστρατιωτικούς αναθερμάνθηκε.
Ακόμα και εν μέσω τέτοιων εντάσεων, λίγοι Τούρκοι μπορούσαν να φανταστούν ότι ήταν πιθανό να πραγματοποιηθεί ένα πραξικόπημα, όπως αυτό που είχε επιβληθεί στη χώρα τη δεκαετία του '60.
Το κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν, που βρίσκεται στην εξουσία από το 2002, ελέγχει περίπου το μισό κοινοβούλιο.
Στις αρχές του 2000 ο στρατός είχε ταλανιστεί από συλλήψεις και δίκες υψηλόβαθμων στρατιωτικών με κατηγορίες συνωμοσίες που θεωρήθηκε ότι είχαν ενορχηστρωθεί από τους Γκιουλενιστές με τη βοήθεια του Ερντογάν.
Τελευταία καθώς ο Ερντογάν έβαλε πλώρη για υιοθέτηση πιο κοσμικής γραμμής, προχώρησε στην απελευθέρωση στρατηγών, ενώ ανοικοδόμησε τις σχέσεις του με το στράτευμα.
Ενδεχομένως οι νέες εχθροπραξίες στις κουρδικές περιοχές έδωσαν την εντύπωση στους στρατιωτικούς ότι θα μπορούσαν να ανακτήσουν την επιρροή τους στον τρόπο διακυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος θα έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις για την Δημοκρατία στην Τουρκία. Εάν τα καταφέρει ο κ. Ερντογάν (σ.σ. όπως φαίνεται να συμβαίνει τελικά), θα αναδυθεί ισχυρότερος και πιο αποφασισμένος από ποτέ να πλήξει τους εγχώριους αντιπάλους του. Η χρόνια επιδίωξή του να δώσει στον εαυτό του περισσότερες πολιτικές εξουσίες αλλάζοντας το Σύνταγμα ώστε να δημιουργήσει προεδρία με εκτελεστικές αρμοδιότητες θα ενισχυθεί.
Εάν ανατρεπόταν τελικά, οι πραξικοπηματίες θα συναντούσαν την έντονη αντίσταση όχι μόνο από τους υποστηρικτές του Ερντογάν αλλά και από τους Τούρκους που είναι πεπεισμένοι ότι το μόνο χειρότερο από την ολοένα και πιο απολυταρχική διακυβέρνηση είναι η ανάληψη της διακυβέρνησης από το στρατό.
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου