Η Ελλάδα ευρίσκεται στο επίκεντρο της σύγκρουσης των Η.Π.Α. με τη Γερμανία, αντικείμενο της οποίας είναι η ηγεμονία της ηπείρου μας, ενώ καιροφυλακτούν η Ρωσία και η Κίνα – οπότε η κρίση θα διαρκέσει πολλά χρόνια ακόμη.
«Η Γερμανία συνηθίζει να κερδίζει όλες τις μάχες, χάνοντας τελικά τον πόλεμο.Με βάση όλα όσα συμβαίνουν λοιπόν, φαίνεται πως η ιστορία επαναλαμβάνεται – αν και με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, επειδή οι οικονομικοί πόλεμοι, στους οποίους οι Η.Π.Α. είναι αναμφίβολα εξαιρετικά ισχυρές, ακολουθούν διαφορετικούς κανόνες»
Βασίλης Βιλιάρδος
Ανάλυση
Η χώρα που δεν επιθυμεί τη δραστηριοποίηση του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη είναι αναμφίβολα η Γερμανία – έχοντας χρηματοδοτήσει την Πορτογαλία, έτσι ώστε να το εξοφλήσει, καθώς επίσης την Ιρλανδία. Υπενθυμίζουμε πως η ΕΚΤ επέτρεψε στην κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας την εκτύπωση 40 δις € περίπου, τα οποία θα αποπληρωθούν μετά το 2040 – ως αντάλλαγμα για την ανάληψη των χρεών των τραπεζών, εκ μέρους του κράτους.
Εν τούτοις, στην περίπτωση της Ελλάδας, επιμένει πως είναι απαραίτητη η συμμετοχή του ΔΝΤ – ενώ η ίδια η Ελλάδα, προηγουμένως μέσω του κ. Σαμαρά (ο οποίος ανετράπη λίγο αργότερα) και πρόσφατα από τη σημερινή κυβέρνηση (που μάλλον δεν θα ολοκληρώσει τη θητεία της), τάσσεται επίσης εναντίον του ΔΝΤ.
Το παράδοξο στην προκειμένη περίπτωση είναι πως το ΔΝΤ είναι το μόνο που έχει αφενός μεν παραδεχθεί επανειλημμένα τα λάθη του, στο θέμα του χειρισμού της ελληνικής κρίσης (ανάλυση), αφετέρου τοποθετείται υπέρ της διαγραφής μέρους του δημοσίου χρέους – όταν την ίδια στιγμή η Γερμανία είναι αντίθετη.
Εύλογα λοιπόν υποθέτει κανείς πως και η σημερινή κυβέρνηση παίζει το παιχνίδι της Γερμανίας, η οποία επίσημα τάσσεται υπέρ του ΔΝΤ, ενώ στην πραγματικότητα θέλει να το διώξει από την Ευρωζώνη – έτσι ώστε να παραμείνει ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Ευρώπης, ανακτώντας σταδιακά την ανεξαρτησία της από τις Η.Π.Α.
Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται επίσης στο θέμα της ΤΤΙΡ (ανάλυση), μέσω της οποίας η υπερδύναμη προωθεί τη δημιουργία του οικονομικού ΝΑΤΟ, με απώτερο στόχο να διασφαλίσει την κυριαρχία της στην Ευρώπη – παράλληλα να εμποδίσει τυχόν συνεργασία της Γερμανίας με τη Ρωσία στην περιοχή της Ευρασίας, η οποία θα μετέτρεπε αυτόματα τις Η.Π.Α. σε μία περιφερειακή πλέον δύναμη.
Και σε αυτήν την περίπτωση η Γερμανία τάσσεται επίσημα υπέρ της υπογραφής της συμφωνίας, ενώ ταυτόχρονα κάνει ότι μπορεί για να μη δρομολογηθεί – με έμμεσους τρόπους φυσικά (διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, ψηφίσματα κλπ.), όπως συμβαίνει με την Ελλάδα, όπου χρησιμοποιεί ως «εργαλείο» τις εκάστοτε κυβερνήσεις της.
Φαίνεται δε πως ο σημερινός πρωθυπουργός, παρά το ότι γνωρίζει την παγίδα, στην οποία οδηγήθηκε ο κ. Σαμαράς (υπόσχεση της Γερμανίας για την αναδιάρθρωση του χρέους, η οποία δεν τηρήθηκε), κάνει το ίδιο λάθος – γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την κυβέρνηση του, ενώ ήδη προωθείται ο διάδοχος του (άρθρο).
Περαιτέρω, επιθυμούμε να τονίσουμε ξανά πως δεν τοποθετούμαστε ποτέ εναντίον της Γερμανίας, αφού κάνει απλά τη δουλειά της όσο καλύτερα μπορεί και όπως η ίδια νομίζει – σε αντίθεση με τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες ανέκαθεν φοβόνταν να λειτουργήσουν ως η πολιτική ηγεσία ενός ανεξάρτητου κράτους (χωρίς αυτό να σημαίνει πως τις θεωρούμε ενδοτικές).
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η Ελλάδα, το δικό της παρόν και το μέλλον της – τα οποία δυστυχώς δεν υπηρετούνται σωστά, αφού όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις της «άγονται και φέρονται» από ξένες δυνάμεις. Ο σημερινός μοχλός πίεσης τους δε είναι το δημόσιο χρέος, το οποίο διογκώθηκε σκόπιμα – με την επιβολή του εκ προμελέτης εγκλήματος των μνημονίων που, μεταξύ άλλων, μείωσε το ΑΕΠ πάνω από 60 δις €, οπότε επιδείνωσε ραγδαία τη σχέση του με το χρέος.
Μέσω της υπερχρέωσης λοιπόν γίνεται προσπάθεια μετατροπής της χώρας μας σε άβουλη αποικία – αφού προηγουμένως υπεξαιρεθούν έντεχνα η δημόσια περιουσία της, τα ενεργειακά της αποθέματα αξίας άνω των 4,8 τρις € (άρθρο), μεγάλο μέρος της ιδιωτικής περιουσίας και των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης ολόκληρος ο χρηματοπιστωτικός της τομέας.
Με δεδομένη δε τη γεωπολιτική σπουδαιότητα της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας, τόσο ως ενεργειακού κόμβου για την τροφοδοσία της Ευρώπης, όσο και σε σχέση με τις ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή (Τουρκία, Αραβία, Ισραήλ, Β. Αφρική), είναι λογική η τοποθέτηση της στο στόχαστρο – ενώ, εκτός από τη λεηλασία της, προωθείται παράλληλα η μετατροπή της σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία μέσω της εγκατάστασης εποίκων, έτσι ώστε να ελέγχεται πολύ πιο εύκολα από τις δυνάμεις κατοχής.
Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμη την υπενθύμιση ενός παλαιότερου σεναρίου μας, αναμορφωμένου, το οποίο αφορά τις Η.Π.Α., την Ευρώπη, τη Γερμανία και την πατρίδα μας – έτσι ώστε να κατανοήσουμε ορισμένες σημαντικές πτυχές της όλης διαδικασίας, ακόμη και αν είναι υποθετικές.
ΣΕΝΑΡΙΟ
ΣΕΝΑΡΙΟ
Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι Η.Π.Α., με τη βοήθεια των μυστικών υπηρεσιών τους, δημιουργούν μία οργάνωση, η οποία προβλέπει (α) αφενός μεν την εκμετάλλευση της τεράστιας αγοράς της Ευρώπης σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, (β) αφετέρου τη διάλυση της, σε τυχόν εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης – ενώ διευκολύνουν το γερμανικό οικονομικό θαύμα, λόγω της θέσης της Γερμανίας, καθώς επίσης των γεωπολιτικών «υπηρεσιών» της, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου.
Την βοηθούν λοιπόν το 1953 (επίσημη χρεοκοπία της) να επιτύχει τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των χρεών της, την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των υπολοίπων με ιδανικές συνθήκες (χαμηλό επιτόκιο, δόσεις ίσες με το 4% των εξαγωγών της), την επαναβιομηχανοποίηση της (σχέδιο Μάρσαλ), καθώς επίσης τη μη πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες – με την επιφύλαξη της «επαναδιαπραγμάτευσης» των αποζημιώσεων, στην περίπτωση μίας ενδεχόμενης ένωσης της με την Ανατολική πλευρά της (κάτι που τελικά απέφυγε η Γερμανία το 1990).
Φυσικά η ναζιστική της ηγεσία είχε φροντίσει ήδη να φυγαδεύσει τα κλεμμένα στο εξωτερικό (χρυσό, έργα τέχνης κλπ.), έχοντας μεταξύ άλλων προειδοποιήσει τους μεγάλους βιομηχάνους της από το 1944, έτσι ώστε να επενδύσουν τα χρήματα τους σε άλλες χώρες – με στόχο αργότερα, όταν η Γερμανία θα απελευθερωνόταν, ενώ θα δημιουργούνταν οι κατάλληλες συνθήκες, να τα μεταφέρουν ξανά στην πατρίδα τους.
Προς το τέλος τώρα του 1970 εμφανίζεται στην Ελλάδα ένας εκπαιδευμένος στις Η.Π.Α. χαρισματικός πολιτικός ηγέτης, ο οποίος διαφθείρει ένα σχετικά μεγάλο μέρος του πληθυσμού – εθίζοντας το στην άμετρη κατανάλωση, στην ιδιοτελή ψήφο, στον αμετροεπή συνδικαλισμό, στα χρέη και στην εύκολη ζωή. Αυξάνει τους μισθούς χωρίς κανένα κριτήριο παραγωγικότητας, διογκώνει τις κρατικές δαπάνες, καθώς επίσης τα ελλείμματα και διορίζει μία στρατιά ανεπαρκών δημοσίων υπαλλήλων – οι οποίοι στελεχώνουν μία «λεγεώνα», πιστή στις εντολές του αρχηγού της.
Τα έμπιστα μέλη της «λεγεώνας» τοποθετούνται σε καίριες θέσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν στο κόμμα εξουσίας τη συνεχή επανεκλογή του – με την αδιαφανή χρηματοδότηση του να στηρίζεται στην υπόγεια διαπλοκή, καθώς επίσης στη διαφθορά. Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας εξακοντίζεται στα ύψη, από μηδενική σχεδόν αφετηρία (γράφημα) – στο 100% του ΑΕΠ της δηλαδή, όπου παρέμεινε ουσιαστικά έως το 2007.
.
.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως μέχρι την τελευταία (2010), οι χρεοκοπίες της Ελλάδας ήταν το αποτέλεσμα των συνεχών «πολέμων» για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της – ενώ καμία χώρα δεν είχε εξευτελίσει ποτέ τους Πολίτες της, οι οποίοι ζούσαν πάντοτε μέσα στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων τους.
Την ίδια εποχή (δεκαετία του ’80), τα παιδιά του Σικάγου (νεοφιλελεύθερη σχολή), παίρνουν τα ηνία της πολιτικής στις Η.Π.Α., ιδιωτικοποιώντας σχεδόν όλες τις κερδοφόρες κρατικές δραστηριότητες. Στις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη, στις οποίες δραστηριοποιείται επεκτατικά η υπερδύναμη, τοποθετούνται κατά προτίμηση σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, με τη συμμετοχή εκπαιδευμένων στις Η.Π.Α. οικονομολόγων – επειδή αυτές μπορούν να εφαρμόζουν ευκολότερα τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, έχοντας μεταξύ άλλων τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων.
Αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η τότε Δυτική Γερμανία υποχρεώνεται από τη Γαλλία να συμμετέχει στη μελλοντική δημιουργία της Ευρωζώνης, στο κοινό νόμισμα καλύτερα (ευρώ) – ως αντάλλαγμα ουσιαστικά για την ένωση της με την Α. Γερμανία. Οι Γάλλοι κυρίως θεώρησαν ότι, το κοινό νόμισμα θα αποτελούσε ισχυρή προστασία τους απέναντι στις ανέκαθεν επεκτατικές τάσεις της Γερμανίας – ενώ υπέφεραν κατά κανόνα από το ισχυρό νόμισμα (μάρκο) της γείτονας χώρας.
Οι Βρετανοί είχαν βέβαια αντίθετη άποψη, ανέστειλαν τη σύνδεση της λίρας με την ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα (ecu), όταν δέχθηκαν την επίθεση στη στερλίνα από τον G. Soros και δεν συμμετείχαν στο ευρώ – αφενός μεν επειδή δεν εμπιστεύονταν τη Γερμανία, αφετέρου λόγω του ότι θεωρούσαν πως επρόκειτο για ένα θνησιγενές νόμισμα.
Από την άλλη πλευρά οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν ότι, μέσω της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν καλύτερα την πανάκριβη «προσάρτηση» της ανατολικής τους πλευράς – εάν υιοθετούσαν την πολιτική του μερκαντιλισμού, με τη βοήθεια κυρίως του μισθολογικού dumping. Δρομολογούν λοιπόν λίγο πριν το ξεκίνημα της Ευρωζώνης την «ατζέντα 2010», μέσω της οποίας επιβαρύνουν ουσιαστικά τους εταίρους τους με το κόστος της ένωσης τους – ενώ, μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, εφαρμόζουν νέες μεθόδους.
Τέλος η Ελλάδα, αρχές του 2000, πριν ακόμη καταφέρει δηλαδή να γίνει ισότιμο μέλος της Ευρωζώνης, αναζητάει λύσεις για την παραποίηση κάποιων λογιστικών στοιχείων της – τα οποία θα μείωναν το δημόσιο χρέος της, με τη βοήθεια της δημιουργικής λογιστικής.
Η Ελληνίδα υπεύθυνος της Goldman Sachs στο Λονδίνο, διαπιστώνοντας έκπληκτη τις τεράστιες αδυναμίες της στατιστικής υπηρεσίας της Ευρωζώνης, καθώς επίσης όλων των υπολοίπων ελεγκτικών μηχανισμών της ΕΕ, δημιουργεί ένα προϊόν (swap), το οποίο επιτρέπει την απόκρυψη ενός μέρους των χρεών της Ελλάδας – μία εξαιρετικά κερδοφόρα τοποθέτηση για τον εργοδότη της, αφού μεταφέρονται χρέη στο μέλλον, με πολύ υψηλά επιτόκια.
.
.
Ειδικότερα η Γερμανία, έχοντας ανέκαθεν στόχο να ηγηθεί στην Ευρωζώνη, μέσω της οικονομικής υποδούλωσης των εταίρων της, άμεσα της περιφέρειας και έμμεσα του κέντρου, αποφάσισε όπως αναφέραμε τη «συγκράτηση» των μισθών των εργαζομένων της – κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση των πραγματικών αμοιβών στη βιομηχανία της χώρας κατά 14% από το χρόνο εισόδου της στην Ευρωζώνη, οπότε την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της.
Έτσι, σε συνδυασμό με την έντονα επεκτατική πολιτική της μέσω των μεγάλων επιχειρήσεων της (με τη βοήθεια της διαφθοράς των ξένων κυβερνήσεων), κατόρθωσε να καταλάβει την πρώτη θέση στην Ευρώπη – καθώς επίσης στις εξαγωγές παγκοσμίως (την τρίτη στις πωλήσεις πολεμικού εξοπλισμού).
Αντίθετα, οι Η.Π.Α. προσπάθησαν ατυχώς να μεγεθύνουν το ΑΕΠ τους εσωτερικά, μέσω της καταναλωτικής επέκτασης των αμερικανικών νοικοκυριών, στα οποία προσέφεραν τη δυνατότητα (ακόμη και στα πολύ χαμηλά εισοδηματικά στρώματα) να χρεωθούν και να κερδοσκοπήσουν – με τη βοήθεια των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού, της αυξημένης ποσότητας χρήματος και της αγοράς κατοικιών (ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης κλπ.).
Εκείνη ακριβώς την εποχή, η Βραζιλία ανακοίνωσε ότι, δεν χρειάζεται πλέον τη στήριξη του ΔΝΤ, λόγω της θετικής οικονομικής της ανάπτυξης – σαν αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών των ενεργειακών και λοιπών πρώτων υλών παγκοσμίως (η χώρα διαθέτει τεράστιες πλουτοπαραγωγικές πηγές). Ο υπουργός οικονομικών του μεγαλύτερου κράτους της Λατινικής Αμερικής είπε τότε τα εξής:
«Το καταστατικό του ΔΝΤ προβλέπει τη στήριξη, με στόχο την καταπολέμηση των κρίσεων του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς επίσης του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Η συγκεκριμένη βοήθεια δεν είναι πλέον αναγκαία για τη Βραζιλία».
Στη συνέχεια (Απρίλιος του 2006), διενεργήθηκε το καθιερωμένο ανοιξιάτικο συμβούλιο της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον (τα κτίρια τους συνορεύουν με το Λευκό Οίκο και συνδέονται μεταξύ τους). Οι δύο διεθνείς «οργανισμοί» βίωναν τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία τους – όπου στην περίπτωση του ΔΝΤ, η κρίση ήταν πολύ πιο εμφανής.
Το «Ταμείο» δεν είχε καταφέρει ακόμη να ξεπεράσει τα προβλήματα που του είχαν δημιουργηθεί, μετά τον καταστροφικό χειρισμό της ασιατικής κρίσης (1997) εκ μέρους του. “Τότε, το ΔΝΤ έχασε ολοσχερώς τη νομιμοποίηση του”, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του κέντρου παγκόσμιας ανάπτυξης.
Ειδικότερα, από την ασιατική κρίση και μετά, οι βασικοί «πελάτες» του ΔΝΤ, όπως η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες, η Κίνα και η Ινδία, φοβόντουσαν να ζητήσουν νέα δάνεια, διατηρώντας ακόμη νωπή στις μνήμες τους την καταστροφή του παρελθόντος – τα οδυνηρά επακόλουθα δηλαδή των τρομακτικών προγραμμάτων απελευθέρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών τους, τα οποία είχαν αποδεχθεί, μετά από «υπόδειξη» του ΔΝΤ, πολλές ασιατικές χώρες (ανάλυση).
Επί πλέον αυτών, είχε προστεθεί μία εντυπωσιακή «κίνηση» αρκετών κρατών της Λατινικής Αμερικής, υπό την ηγεσία της Βραζιλίας και της Αργεντινής, με στόχο την ολοσχερή αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ. Τελικός στόχος τους ήταν η ολική απεξάρτηση τους από το Ταμείο, το οποίο ήταν εξαιρετικά μισητό σε ολόκληρη την περιοχή.
Ουσιαστικά λοιπόν επρόκειτο για ένα καθαρό «μποϊκοτάρισμα» του ΔΝΤ – για ένα «εμπάργκο» καλύτερα, εκ μέρους μερικών εκ των μεγαλύτερων «πελατών» του. Το γεγονός αυτό είχε οδηγήσει το ΔΝΤ σε μία έντονη κρίση «προϋπολογισμού», αφού η λειτουργία του, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, χρηματοδοτούταν όλο και περισσότερο από τις πληρωμές των χρεών των «πελατών» του. Το ΔΝΤ υπολόγιζε ότι, οι εισπράξεις του (τόκοι και χρηματοπιστωτικά έξοδα), θα μειωνόταν από 3,19 δις $ το 2005, στα 1,39 δις $ το 2006 – ενώ μέχρι το 2009 θα περιορίζονταν άλλο τόσο, εάν δεν λάβαινε έγκαιρα τα μέτρα του.
Η Παγκόσμια Τράπεζα τώρα ήταν επίσης σε δυσχερή οικονομική θέση – αν και δεν κατηγορούταν, όπως το ΔΝΤ, για την αποτυχία στην Ασία ή για «μεθοδεύσεις», ανάλογες με αυτές του Ταμείου. Όμως οι συνολικές εισπράξεις της, από τόκους και χρηματοπιστωτικά έσοδα, είχαν περιορισθεί ανησυχητικά – από 8,1 δις $ το 2001, στα 4,4 δις $ το 2004. Επίσης, τα έσοδα της από επενδύσεις ήταν μειωμένα – από 1,5 δις $ το 2001, στα 304 εκ. $ το 2004.
Η Κίνα, η Ινδονησία, το Μεξικό, η Βραζιλία και πολλές άλλες «ανεπτυγμένες αναπτυσσόμενες» χώρες, αναζητούσαν ήδη νέους χρηματοδότες. Η ανάγκη λοιπόν των δύο «εργαλείων» του Bretton Woods να ενεργοποιηθούν στις ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες, μετά την εκδίωξη τους από τις αναπτυσσόμενες, ήταν επιτακτική – λόγω της οικονομικής «δυσπραγίας», στην οποία βρέθηκαν οι δύο αυτοί οργανισμοί το 2005.
Έτσι φτάσαμε στο Σεπτέμβρη του 2008, όπου καταγράφηκε η χρεοκοπία της Lehman Brothers, η οποία θεωρήθηκε από πολλούς σαν το μεγαλύτερο λάθος του αιώνα – ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της κυβέρνησης των Η.Π.Α., μετά την αδυναμία τους να «προσαρτήσουν» τη Ρωσία, όταν χρεοκόπησε (άρθρο). Ήταν όμως σφάλμα ή απλά μία πανέξυπνη στρατηγική κίνηση στην παγκόσμια σκακιέρα; Το «πάτημα του κόκκινου πλήκτρου» ίσως, με το οποίο ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση;
Η τράπεζα θα μπορούσε να είχε διασωθεί μόλις με 10 δις $. Εν τούτοις, η αμερικανική κυβέρνηση δεν συμφώνησε – κάτι που έχει θεωρηθεί σαν το αποτέλεσμα της έχθρας του τότε Υπουργού Οικονομικών και πρώην διευθυντή της Goldman Sachs, με το γενικό διευθυντή της Lehman. Δεν μοιάζουν όμως όλα αυτά αλήθεια με κινήσεις «αντιπερισπασμού» των αντιπάλων; Κυρίως των Ευρωπαίων (Γερμανία), οι οποίοι έχασαν δισεκατομμύρια από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α.;
Ενδεχομένως λοιπόν να ήταν μόνο «προπέτασμα καπνού» για τις χώρες που ζημιώθηκαν (εξαπατήθηκαν) από τη Lehman και τις Η.Π.Α. – οι οποίες πιθανότατα «διέσπειραν» ηθελημένα το πρόβλημα τους παγκοσμίως, με απώτερο ίσως στόχο να το επιλύσουν, επιβαρύνοντας ισομερώς όλους τους υπόλοιπους «συμμάχους» τους.
Ας σημειωθεί εδώ ότι, στις Η.Π.Α. η Lehman δεν διέθετε κανενός είδους προϊόντα σε ιδιώτες. Ήταν η πλέον διεθνής όλων των αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών, αφού το 50% των συνολικών δραστηριοτήτων της ήταν εκτός Η.Π.Α. – οπότε η χρεοκοπία της δεν αποτελούσε πρόβλημα για τη χώρα.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία θεώρησε τότε πως δέχθηκε πολεμική επίθεση με οικονομικά όπλα, παρομοιάζοντας την με την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Οικονομικού Πολέμου – ενώ στα τέλη του 2008 είχε εκλεγεί στην προεδρία της Αμερικής ο B. Obama, ο οποίος συνετέλεσε τα μέγιστα στον «εφησυχασμό» των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Επίσης της κοινής γνώμης, μετά τις τεράστιες απώλειες από τη μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών που υπέστησαν – όπου οι περισσότεροι θεώρησαν πως επιλέχθηκε με κριτήριο την καταγωγή του, έτσι ώστε να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» (με την έννοια πως τυχόν αντιδράσεις των Ευρωπαίων συμμάχων της υπερδύναμης θα θεωρούνταν ρατσιστικές).
Ουσιαστικά δε το 2009 πραγματοποιήθηκε η «άλωση» της Ανατολικής Ευρώπης από το ΔΝΤ (Ουγγαρία, Ουκρανία, Ρουμανία, Λετονία κλπ.), το οποίο ανέλαβε τη μία μετά την άλλη χώρα «υπό την προστασία» του – κάτι που δεν θα είχε συμβεί, εάν δεν είχε προηγηθεί η χρεοκοπία της Lehman Brothers και η χρηματοπιστωτική κρίση που προκάλεσε.
Έτσι διευκολύνθηκε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, η περικύκλωση της Ρωσίας, καθώς επίσης οι μετέπειτα προσπάθειες να απομακρυνθεί η Ουκρανία από την επιρροή της ρωσικής κυβέρνησης (ανάλυση).
πηγήΗ προετοιμασία της Γερμανίας και των Η.Π.Α.
Ευρισκόμαστε ακριβώς στην εποχή (Μάρτιος 2005), όπου φαίνεται πλέον καθαρά ότι, η πολιτική χαμηλών επιτοκίων της Fed δεν έχει μειώσει σημαντικά την ανεργία που προκάλεσε η κατάρρευση των εταιρειών διαδικτύου – ενώ οδεύει προς το τέλος της η μείωση του κόστους της ώρας εργασίας στις Η.Π.Α. (ανταγωνιστικότητα), με τη Γερμανία (γαλάζια καμπύλη) να παίρνει τη σκυτάλη..
.
Ειδικότερα η Γερμανία, έχοντας ανέκαθεν στόχο να ηγηθεί στην Ευρωζώνη, μέσω της οικονομικής υποδούλωσης των εταίρων της, άμεσα της περιφέρειας και έμμεσα του κέντρου, αποφάσισε όπως αναφέραμε τη «συγκράτηση» των μισθών των εργαζομένων της – κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση των πραγματικών αμοιβών στη βιομηχανία της χώρας κατά 14% από το χρόνο εισόδου της στην Ευρωζώνη, οπότε την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της.
Έτσι, σε συνδυασμό με την έντονα επεκτατική πολιτική της μέσω των μεγάλων επιχειρήσεων της (με τη βοήθεια της διαφθοράς των ξένων κυβερνήσεων), κατόρθωσε να καταλάβει την πρώτη θέση στην Ευρώπη – καθώς επίσης στις εξαγωγές παγκοσμίως (την τρίτη στις πωλήσεις πολεμικού εξοπλισμού).
Αντίθετα, οι Η.Π.Α. προσπάθησαν ατυχώς να μεγεθύνουν το ΑΕΠ τους εσωτερικά, μέσω της καταναλωτικής επέκτασης των αμερικανικών νοικοκυριών, στα οποία προσέφεραν τη δυνατότητα (ακόμη και στα πολύ χαμηλά εισοδηματικά στρώματα) να χρεωθούν και να κερδοσκοπήσουν – με τη βοήθεια των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού, της αυξημένης ποσότητας χρήματος και της αγοράς κατοικιών (ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης κλπ.).
Εκείνη ακριβώς την εποχή, η Βραζιλία ανακοίνωσε ότι, δεν χρειάζεται πλέον τη στήριξη του ΔΝΤ, λόγω της θετικής οικονομικής της ανάπτυξης – σαν αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών των ενεργειακών και λοιπών πρώτων υλών παγκοσμίως (η χώρα διαθέτει τεράστιες πλουτοπαραγωγικές πηγές). Ο υπουργός οικονομικών του μεγαλύτερου κράτους της Λατινικής Αμερικής είπε τότε τα εξής:
«Το καταστατικό του ΔΝΤ προβλέπει τη στήριξη, με στόχο την καταπολέμηση των κρίσεων του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς επίσης του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Η συγκεκριμένη βοήθεια δεν είναι πλέον αναγκαία για τη Βραζιλία».
Στη συνέχεια (Απρίλιος του 2006), διενεργήθηκε το καθιερωμένο ανοιξιάτικο συμβούλιο της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον (τα κτίρια τους συνορεύουν με το Λευκό Οίκο και συνδέονται μεταξύ τους). Οι δύο διεθνείς «οργανισμοί» βίωναν τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία τους – όπου στην περίπτωση του ΔΝΤ, η κρίση ήταν πολύ πιο εμφανής.
Το «Ταμείο» δεν είχε καταφέρει ακόμη να ξεπεράσει τα προβλήματα που του είχαν δημιουργηθεί, μετά τον καταστροφικό χειρισμό της ασιατικής κρίσης (1997) εκ μέρους του. “Τότε, το ΔΝΤ έχασε ολοσχερώς τη νομιμοποίηση του”, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του κέντρου παγκόσμιας ανάπτυξης.
Ειδικότερα, από την ασιατική κρίση και μετά, οι βασικοί «πελάτες» του ΔΝΤ, όπως η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες, η Κίνα και η Ινδία, φοβόντουσαν να ζητήσουν νέα δάνεια, διατηρώντας ακόμη νωπή στις μνήμες τους την καταστροφή του παρελθόντος – τα οδυνηρά επακόλουθα δηλαδή των τρομακτικών προγραμμάτων απελευθέρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών τους, τα οποία είχαν αποδεχθεί, μετά από «υπόδειξη» του ΔΝΤ, πολλές ασιατικές χώρες (ανάλυση).
Επί πλέον αυτών, είχε προστεθεί μία εντυπωσιακή «κίνηση» αρκετών κρατών της Λατινικής Αμερικής, υπό την ηγεσία της Βραζιλίας και της Αργεντινής, με στόχο την ολοσχερή αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ. Τελικός στόχος τους ήταν η ολική απεξάρτηση τους από το Ταμείο, το οποίο ήταν εξαιρετικά μισητό σε ολόκληρη την περιοχή.
Ουσιαστικά λοιπόν επρόκειτο για ένα καθαρό «μποϊκοτάρισμα» του ΔΝΤ – για ένα «εμπάργκο» καλύτερα, εκ μέρους μερικών εκ των μεγαλύτερων «πελατών» του. Το γεγονός αυτό είχε οδηγήσει το ΔΝΤ σε μία έντονη κρίση «προϋπολογισμού», αφού η λειτουργία του, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, χρηματοδοτούταν όλο και περισσότερο από τις πληρωμές των χρεών των «πελατών» του. Το ΔΝΤ υπολόγιζε ότι, οι εισπράξεις του (τόκοι και χρηματοπιστωτικά έξοδα), θα μειωνόταν από 3,19 δις $ το 2005, στα 1,39 δις $ το 2006 – ενώ μέχρι το 2009 θα περιορίζονταν άλλο τόσο, εάν δεν λάβαινε έγκαιρα τα μέτρα του.
Η Παγκόσμια Τράπεζα τώρα ήταν επίσης σε δυσχερή οικονομική θέση – αν και δεν κατηγορούταν, όπως το ΔΝΤ, για την αποτυχία στην Ασία ή για «μεθοδεύσεις», ανάλογες με αυτές του Ταμείου. Όμως οι συνολικές εισπράξεις της, από τόκους και χρηματοπιστωτικά έσοδα, είχαν περιορισθεί ανησυχητικά – από 8,1 δις $ το 2001, στα 4,4 δις $ το 2004. Επίσης, τα έσοδα της από επενδύσεις ήταν μειωμένα – από 1,5 δις $ το 2001, στα 304 εκ. $ το 2004.
Η Κίνα, η Ινδονησία, το Μεξικό, η Βραζιλία και πολλές άλλες «ανεπτυγμένες αναπτυσσόμενες» χώρες, αναζητούσαν ήδη νέους χρηματοδότες. Η ανάγκη λοιπόν των δύο «εργαλείων» του Bretton Woods να ενεργοποιηθούν στις ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες, μετά την εκδίωξη τους από τις αναπτυσσόμενες, ήταν επιτακτική – λόγω της οικονομικής «δυσπραγίας», στην οποία βρέθηκαν οι δύο αυτοί οργανισμοί το 2005.
Έτσι φτάσαμε στο Σεπτέμβρη του 2008, όπου καταγράφηκε η χρεοκοπία της Lehman Brothers, η οποία θεωρήθηκε από πολλούς σαν το μεγαλύτερο λάθος του αιώνα – ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της κυβέρνησης των Η.Π.Α., μετά την αδυναμία τους να «προσαρτήσουν» τη Ρωσία, όταν χρεοκόπησε (άρθρο). Ήταν όμως σφάλμα ή απλά μία πανέξυπνη στρατηγική κίνηση στην παγκόσμια σκακιέρα; Το «πάτημα του κόκκινου πλήκτρου» ίσως, με το οποίο ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση;
Η τράπεζα θα μπορούσε να είχε διασωθεί μόλις με 10 δις $. Εν τούτοις, η αμερικανική κυβέρνηση δεν συμφώνησε – κάτι που έχει θεωρηθεί σαν το αποτέλεσμα της έχθρας του τότε Υπουργού Οικονομικών και πρώην διευθυντή της Goldman Sachs, με το γενικό διευθυντή της Lehman. Δεν μοιάζουν όμως όλα αυτά αλήθεια με κινήσεις «αντιπερισπασμού» των αντιπάλων; Κυρίως των Ευρωπαίων (Γερμανία), οι οποίοι έχασαν δισεκατομμύρια από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α.;
Ενδεχομένως λοιπόν να ήταν μόνο «προπέτασμα καπνού» για τις χώρες που ζημιώθηκαν (εξαπατήθηκαν) από τη Lehman και τις Η.Π.Α. – οι οποίες πιθανότατα «διέσπειραν» ηθελημένα το πρόβλημα τους παγκοσμίως, με απώτερο ίσως στόχο να το επιλύσουν, επιβαρύνοντας ισομερώς όλους τους υπόλοιπους «συμμάχους» τους.
Ας σημειωθεί εδώ ότι, στις Η.Π.Α. η Lehman δεν διέθετε κανενός είδους προϊόντα σε ιδιώτες. Ήταν η πλέον διεθνής όλων των αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών, αφού το 50% των συνολικών δραστηριοτήτων της ήταν εκτός Η.Π.Α. – οπότε η χρεοκοπία της δεν αποτελούσε πρόβλημα για τη χώρα.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία θεώρησε τότε πως δέχθηκε πολεμική επίθεση με οικονομικά όπλα, παρομοιάζοντας την με την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Οικονομικού Πολέμου – ενώ στα τέλη του 2008 είχε εκλεγεί στην προεδρία της Αμερικής ο B. Obama, ο οποίος συνετέλεσε τα μέγιστα στον «εφησυχασμό» των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Επίσης της κοινής γνώμης, μετά τις τεράστιες απώλειες από τη μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών που υπέστησαν – όπου οι περισσότεροι θεώρησαν πως επιλέχθηκε με κριτήριο την καταγωγή του, έτσι ώστε να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» (με την έννοια πως τυχόν αντιδράσεις των Ευρωπαίων συμμάχων της υπερδύναμης θα θεωρούνταν ρατσιστικές).
Ουσιαστικά δε το 2009 πραγματοποιήθηκε η «άλωση» της Ανατολικής Ευρώπης από το ΔΝΤ (Ουγγαρία, Ουκρανία, Ρουμανία, Λετονία κλπ.), το οποίο ανέλαβε τη μία μετά την άλλη χώρα «υπό την προστασία» του – κάτι που δεν θα είχε συμβεί, εάν δεν είχε προηγηθεί η χρεοκοπία της Lehman Brothers και η χρηματοπιστωτική κρίση που προκάλεσε.
Έτσι διευκολύνθηκε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, η περικύκλωση της Ρωσίας, καθώς επίσης οι μετέπειτα προσπάθειες να απομακρυνθεί η Ουκρανία από την επιρροή της ρωσικής κυβέρνησης (ανάλυση).
Δημοσίευση σχολίου