Η επιδεικτική προβολή του σημερινού προέδρου της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, σαν ο δεύτερος Μωάμεθ ο Πορθητής, γίνεται και για προεκλογικούς λόγους αλλά και για να τονιστεί για άλλη μια φορά αυτό το μεγάλο σύμβολο του νεοοθωμανισμού. Αλλά ποια ήταν η πραγματική ταυτότητα αυτού του ιστορικού προσώπου με πολλές αντιφάσεις και πολλά ερωτηματικά ;
Στις 19 Δεκεμβρίου 1996, το εβδομαδιαίο περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας στην Τουρκία, «Ακτουέλ», είχε κυκλοφορήσει με τον εξής εντυπωσιακό τίτλο : «Ο Πορθητής ήταν Χριστιανός ;» και από κάτω είχε τον υπότιτλο: «Οι ιστορικοί δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να λύσουν αυτό το μυστήριο, 500 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Φατίχ». Για το ίδιο θέμα ήταν και το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Sabah, στις 23 Ιανουαρίου του 2011, με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο, «Fatih Sultan Mehmed Hıristiyan mıydı ?», δηλαδή, « Ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο Φατίχ ήταν Χριστιανός ;». Άλλη μια επίσημη αμφισβήτηση για την πραγματική ταυτότητα του Μεχμέτ του Πορθητή.
Ο Μωάμεθ είχε γεννηθεί, μεγαλώσει και ανατραφεί, σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε το ελληνικό πνεύμα μαζί με ένα ιδιαίτερο μυστικιστικό ισλαμισμό, καθαρά ανορθόδοξο, παράλληλα με τις ελληνοορθόδοξες μυστηριακές καταβολές της Μικράς Ασίας. Λέγεται ότι λάτρευε την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μελετούσε ότι είχε σχέση με τον μεγάλη στρατηλάτη. Οι σύμβουλοι που τον περιστοίχιζαν, από την πρώτη περίοδο της ανόδου του στην εξουσία της νέας αυτοκρατορίας, ήταν οι περισσότεροι Έλληνες, ή εξισλαμισμένοι Έλληνες.
Ο σύγχρονος του ιστορικός, ο Κατακουζηνός Θεόδωρος Σπαντουνής, αυτόπτης μάρτυρας, αναφέρει ότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μωάμεθ είχε εγκαταστήσει στα προσωπικά του διαμερίσματα ένα ολόκληρο χριστιανικό εικονοστάσι με κανδήλια και κεριά. Παράλληλα είχε παραγγείλει στον Ιταλό ζωγράφο Τζεντίλε Μπελίνι, να κάνει το πορτρέτο του, κάτι όπου ήταν τελείως αντίθετο στις ισλαμικές πεποιθήσεις περί απαγόρευσης απεικονίσεως προσώπων και παράλληλα και το πιο εντυπωσιακό, να κάνει και το πορτρέτο της Παναγιάς με τον Χριστό στην αγκαλιά της . Σε όλα αυτά κατά τον Κατακουζηνό, συνέβαλε ότι την παιδική του ηλικία ο Μωάμεθ την πέρασε απομονωμένος με την μητέρα του στην Μαγνησία, ανατρεφόμενος αποκλειστικά με χριστιανικό ορθόδοξο τρόπο. Είναι γνωστό πως η μητέρα του Μωάμεθ είχε παντρευτεί τον σουλτάνο Μουράτ και εκείνη την εποχή μια γυναίκα που παντρεύονταν αλλόθρησκο διατηρούσε την θρησκεία της.
Την ίδια περίοδο ένα άλλος βυζαντινός λόγιος, ο γνωστός φιλόσοφος, Γεώργιος ο Τραπεζούντιος, που είχε επηρεαστεί από αυτή την στάση του Μωάμεθ, είχε πάρει το θάρρος και του έστειλε κάποιες επιστολές τονίζοντας πως δεν υπάρχουν σημαντικές διάφορες μεταξύ του Ισλάμ και της Ορθοδοξίας, ενώ προέτρεπε τον Μωάμεθ να ενοποιήσει τις δυο θρησκείες και να γίνει ο κήρυκας της κοινής θρησκείας. Ο Τραπεζούντιος ήξερε ότι απευθύνονταν σε ένα Αλεβίτη κρυπτοχριστιανό και όχι σε ένα στερεότυπο Σουνίτη Μουσουλμάνο, γι” αυτό και έγραψε αυτές τις επιστολές .
Πιο ενδιαφέρουσα είναι η άποψη για τον Μωάμεθ τον πορθητή, του Βρετανού μελετητή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Lord Kinros, όπως αναγράφεται στο έργο του «Οθωμανική Αυτοκρατορία». Αναφέρει λοιπόν ο έγκυρος Βρετανός ιστορικός τα εξής : «Ο Αυτοκράτορας έδειχνε να έχει αρκετά καλές διαθέσεις έναντι των Ελλήνων της Πόλης οι οποίοι αντιπροσώπευαν την μεγαλύτερη, πλουσιότερη και πιο καλλιεργημένη μη μουσουλμανική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Μπορεί ακόμα να είχε και ελληνικό αίμα στις φλέβες του από την Χριστιανή μητέρα του. Έδειχνε ιδιαίτερη εκτίμηση για την μητριά του, κατά το ήμισυ Σέρβα και το άλλο ήμισυ Ελληνίδα, χήρα του Μουράτ, την αρχόντισσα Μάρα, ( η οποία σημειωτέον είχε θεωρηθεί μετά τον θάνατο του συζύγου της σαν πιθανή νύφη για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο)».
Αλλά το πιο ενδιαφέρων είναι ο τάφος του Μωάμεθ του Πορθητή που σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ίδιων των Τούρκων βρίσκεται όχι στον ομώνυμο τουρμπέ που είναι έξω από το Φατίχ Τζαμί που κτίστηκε από τον ίδιο, αλλά στα θεμέλια του βυζαντινού ναού των Αγίων Αποστόλων και στις υπόγειες στοές όπου κρύβεται και το μεγάλο μυστικό του. Ο πρώτος που μίλησε αποκαλυπτικά για το θέμα αυτό το ήταν ένας μεγάλος Τούρκος πολιτικός και ποιητής, Γιαχία Κεμάλ Μπεγιατλί και το γεγονός αυτό αναφέρει ο Τούρκος συγγραφέας, Ρεσάτ Εκρέμ Κότσού στο βιβλίο του, «Οθωμανοί ηγεμόνες»,. Η απαγορευμένη αυτή μαρτυρία είναι άκρως αποκαλυπτική για την πραγματική θρησκευτική ταυτότητα του μεγάλου Φατίχ των Οθωμανών, του Μωάμεθ του Πορθητή.
Γράφει λοιπόν το βιβλίο : «Την εποχή του Αμπντούλ Χαμίτ του Β!, στις αρχές του εικοστού αιώνα, είχε σπάσει ένας μεγάλος αγωγός νερού στη συνοικία του μεγάλου τεμένους του Προθητού, το Φατίχ. Το Φατίχ είχε οικοδομηθεί μεταξύ των ετών 1463 και 1470, πάνω στα ερείπια της κατεδαφισμένη από τους Οθωμανούς εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την οποία βρίσκονται θαμμένοι πολλοί βυζαντινοί βασιλείς. Στην εκκλησία αυτή ο Γεννάδιος είχε εγκαταστήσει το Πατριαρχείο κατόπιν άδειας του Μωάμεθ μετά την άλωση. Το 1454 ο Πατριάρχης εγκατέλειψε οικιοθελώς την εκκλησία, επειδή μέσα σε αυτή είχε βρεθεί το πτώμα ενός Τούρκου και φοβήθηκε μήπως κατηγορηθούν οι Έλληνες για το έγκλημα. Την κατασκευή του τζαμιού είχε αναλάβει ο Έλληνας αρχιτέκτονας, Χριστόδουλος, που φρόντισε όμως να διατηρήσει τα θεμέλια της κατεδαφισμένης εκκλησίας. Κατά την επισκευή όμως του χαλασμένου αγωγού, ο Αμπντούλ Χαμίτ έδωσε εντολή να ανοιχτεί ο τάφος του Μωάμεθ για να διαπιστωθούν τυχόν ζημιές και να επισκευαστούν. Ο τάφος λοιπόν ανοίχτηκε και σε βάθος τριών μέτρων βρέθηκε μια σιδερένια καταπακτή από όπου μια πέτρινη σκάλα οδηγούσε στην υπόγεια αίθουσα της βυζαντινής εκκλησίας. Εκεί βρέθηκε ο μαρμάρινος τάφος που βρίσκονταν το ταριχευμένο πτώμα του Μωάμεθ, ολόιδιο με το πορτρέτο που είχε φιλοτεχνήσει ο Ιταλός ζωγράφος Μπελίνι, πέντε μήνες πριν από τον θάνατο του Πορθητή. Το γεγονός αυτό και μόνο για πολλούς αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο Μωάμεθ θέλησε να ταφεί σαν χριστιανός και βυζαντινός βασιλιάς, εν μέσω των άλλων βυζαντινών αυτοκρατόρων».
Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, που για λόγους πολιτικούς την εποχή εκείνη είχε εγκαταλείψει το μπεκτασισμό, (δηλαδή το αιρετικό Ισλάμ), τον οποίο ακολουθούσε και ασπάστηκε τον σουνιτισμό, δηλαδή το ορθόδοξο Ισλάμ, κυριεύτηκε από πανικό και έδωσε εντολή να σφραγιστεί αμέσως ο τάφος του Μωάμεθ. Τα παραπάνω συνέβησαν πριν από το 1908 και έκτοτε ο τάφος του Μωάμεθ δεν ξανάνοιξε. Γι” αυτό και σήμερα είναι αδύνατο να αποδειχτεί αυτή η μαρτυρία του Μπεγιατλί. Αποτελεί όμως μαρτυρία επιφανούς Τούρκου, η οποία δεν εξυπηρετεί κάποιες σκοπιμότητες και δεν είχε λόγους να παρουσιάζει τον Μωάμεθ Χριστιανό. Σήμερα το μέρος εκείνο είναι απαγορευμένο και δεν επιτρέπεται σε κανένα, είτε αρχαιολόγο είτε θρησκευτικό αρχηγό να το πλησιάσει, επιτείνοντας έτσι το μυστήριο για τους βυζαντινούς βασιλικούς τάφους αλλά και για τους τάφους των σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Είναι γεγονός ότι παρόμοιες με αυτήν μαρτυρίες έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς στην Τουρκία, αλλά χωρίς να τις δοθεί για ευνόητους λόγους μεγάλη έκταση. Η κατάρρευση ενός ταμπού, που αφορά την θρησκεία του μεγάλου Φατίχ, του Μωάμεθ του Πορθητή, του ιδρυτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας του επίσημου προστάτη του σουνιτικού Ισλάμ και το σύμβολο του νεοοθωμανισμού, θα ήταν ένα γερό χτύπημα για τα ίδια τα θεμέλια της σύγχρονης Τουρκίας, αλλά το κυριότερο θα ήταν μια αρχή για μια αλυσίδα καταρρεύσεων πολλών μύθων πάνω στους οποίους είναι κτισμένο το οικοδόμημα της σύγχρονης, «ισχυρής», Τουρκίας.
Η εσωτερική συνείδηση, η πραγματική θρησκευτική καταβολή ακόμα και η φυλετική καταγωγή των σημερινών Τούρκων, θα ήταν ένα επόμενο ισχυρό ταμπού που θα κατάρρεε και θα διέλυε όλες τις επίσημες ιστορικές κοσμοθεωρίες του τουρκικού καθεστώτος. Αλλά το κυριότερο, θα δημιουργούσε την μεγαλύτερη κρίση ταυτότητας των σημερινών Τούρκων, για τους οποίους όταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ επισκέφτηκε το 1997 για πρώτη φορά το Τουρκμενιστάν, που υποτίθεται πως είναι η φυσική κοιτίδα των Τούρκων, ο τότε πρόεδρος του Τουρκμενιστάν, Σαπαρμουράτ Τουρκμένμπασί, του είπε με χαιρέκακο ύφος… «Εσείς όταν φύγατε από την κεντρική Ασία ήσασταν σαν και μας, σήμερα όμως δεν μας μοιάζετε καθόλου».
Νίκος Χειλαδάκης
Δημοσίευση σχολίου