Του Χρήστου Φωτεινού
Το τελευταίο διάστημα, οι διεθνείς αγορές έχουν έρθει αντιμέτωπες με μία πληθώρα γεγονότων που προκαλούν έντονο προβληματισμό. Φυσικά, θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τη μακρά λίστα με τις εστίες οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας, η λίστα όμως αυτή θα κατέληγε να είναι παρωχημένη, καθώς οι εξελίξεις τρέχουν με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Παρά λοιπόν τα όσα πολλοί μπορεί να πιστεύουν, το ζητούμενο δεν είναι τόσο το να είμαστε μπροστά από τις εξελίξεις, όπως είθισται να λέμε, όσο το να τις κατανοούμε και τελικά να μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που διαμορφώνονται από αυτές.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την αγορά πετρελαίου, όπου από το δεύτερο μισό του περασμένου έτους διήλθαμε την περίοδο της αποκλιμάκωσης των τιμών, η οποία ειδικά μετά τη συνεδρίαση του OPEC τον Νοέμβριο μετασχηματίστηκε σε ένα εξαιρετικά δυναμικό πτωτικό ράλι των τιμών τόσο της ποικιλίας Brent όσο και της West Texas Intermediate. Οι λόγοι είναι σίγουρα γνωστοί, παρά ταύτα, προς διευκόλυνση της περαιτέρω ανάλυσής μας, θα ήταν χρήσιμο να ανακεφαλαιώσουμε τους βασικούς πυλώνες που οδήγησαν τις τιμές στα χαμηλά επίπεδα 6 ετών.
Ουσιαστικά λοιπόν, η σημαίνουσα πτώση των τιμών ήταν το αποτέλεσμα του «αναγκαίου πολέμου», όπως είχε χαρακτηριστεί από Σαουδάραβες αξιωματούχους, για το μερίδιο αγοράς ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις υπό την Σαουδαραβική ηγεσία χώρες που απαρτίζουν τον OPEC. Από τη μία πλευρά η παραγωγή στις ΗΠΑ παραμένει σε υψηλά 30 και πλέον ετών, οδηγούμενη κυρίως από την εξόρυξη στις πηγές σχιστολιθικού στη Β. Ντακότα και το Τέξας, και από την άλλη τον OPEC να μένει προσηλωμένος στον ημερήσιο στόχο παραγωγής των 30 εκατ. βαρελιών.
Με δεδομένη όμως την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία δεν έχει διέλθει ακόμη από τη στενωπό της ύφεσης, η ανεμική ζήτηση για ενέργεια υπολείπεται κατά πολύ της παραγωγής ρεκόρ, διαμορφώνοντας έτσι μία υπερβάλλουσα προσφορά (είναι χαρακτηριστικό πως σε κάθε εβδομαδιαία ανακοίνωση των Αμερικανικών Αποθεμάτων Πετρελαίου, το εκάστοτε νούμερο αποτελεί νέο ιστορικό ρεκόρ καθώς η παραγωγή αποθηκεύεται ελλείψει ζήτησης για κατανάλωση), η οποία με τη σειρά της συμπίεσε τις τιμές του μαύρου χρυσού.
Η παραπάνω ανάλυση ήταν ένα δεδομένο και ακριβώς επειδή τα αντίπαλα μέρη είχαν παγιωθεί στα χαρακώματα και δεν έδειχναν σημάδια υπαναχώρησης, είναι αλήθεια πως παρουσιάστηκαν ενδείξεις κερδοσκοπίας από πλευράς των διεθνών αγορών, οι οποίες δίχως να έχει μεταβληθεί κάποια από τις παραμέτρους τις θεμελιώδους ανάλυσης, ανέκοψαν την πτωτική τάση και πίεσαν τις τιμές ανοδικά χωρίς όμως ιδιαίτερη δυναμική. Ωστόσο, η ανακοπή της πτωτικής τάσης λόγω της εμφανούς κερδοσκοπίας έδειχνε να είναι μονάχα προσωρινή και αργά ή γρήγορα οι πωλητές θα υπερίσχυαν και πάλι έναντι των αγοραστών. Οι εξελίξεις όμως πρόλαβαν τις αγορές και ανέτρεψαν την πραγμάτωση του αναμενόμενου σεναρίου.
Μεσούσης της εβδομάδας λοιπόν, μία στρατιωτική επέμβαση στην Υεμένη, μία φτωχή χώρα της Αραβικής χερσονήσου η οποία συνεισφέρει λιγότερο από το 0.2% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και εξάγει περίπου 1,4 εκατ. βαρέλια με κύριο αποδέκτη την Κίνα, ήρθε να αλλάξει προς ώρας τα δεδομένα. Τη στρατιωτική επέμβαση που έλαβε χώρα με τη μορφή αεροπορικών επιδρομών, πραγματοποίησε ένας συνασπισμός κρατών (Κουβέιτ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κατάρ, Μπαχρέιν) υπό την ηγεσία του σουνιτικού βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας, στοχεύοντας περιοχές κυρίως στην πρωτεύουσα Σαναά, τις οποίες ήλεγχαν οι αντάρτες Χούτι. Η επέμβαση χαίρει της στήριξης 5 ακόμη κρατών (Μαρόκο, Αίγυπτος, Ιορδανία, Σουδάν και Πακιστάν), τα οποία δηλώνουν πρόθυμα να συμμετάσχουν ακόμη και σε χερσαίες επιχειρήσεις στο έδαφος της Υεμένης, ένα σενάριο το οποίο δεν φαίνεται να μπορεί ακόμη να αποκλειστεί, επιτείνοντας έτσι την αβεβαιότητα που ούτως ή άλλως έχει προκύψει ως αποτέλεσμα αυτού του γεωπολιτικού γεγονότος.
Ο άμεσος αντίκτυπος της στρατιωτικής επέμβασης στις τιμές του πετρελαίου ήταν μία απότομη άνοδος κατά 5% τόσο στο Brent όσο και στο WTI και η εδραίωση τους σε επίπεδα πέριξ των $58 και $50 ανά βαρέλι αντιστοίχως, αγνοώντας την θεμελιώδη υπερβάλλουσα προσφορά την οποία αναλύσαμε νωρίτερα. Τι προκάλεσε όμως την ίδια την επέμβαση και γιατί οι αγορές παρουσιάζονται ανήσυχες; Υπάρχει η πιθανότητα αυτή η γεωπολιτική εξέλιξη να αλλάξει τον ρουν την πτωτικής τάσης, που είχε έως τώρα παγιωθεί;
Ουσιαστικά ο περιφερειακός συσχετισμός δυνάμεων αναδεικνύει τη σουνιτική Σαουδική Αραβία ως την ηγέτιδα δύναμη της περιοχής, στη σφαίρα επιρροής της οποίας θα έπρεπε να εντάσσεται και η γειτνιάζουσα Υεμένη. Η ισχυροποίηση όμως του κινήματος των Χούτι, μίας θρησκευτικής κοινότητας Ζαϊντιτών που υπάγονται στο Σιιτικό Ισλάμ, με την στήριξη του επίσης Σιιτικού Ιράν αλλά και των εγχώριων δυνάμεων που στήριζαν τον απερχόμενο πρόεδρο Σάλεχ, είχε αναγκάσει ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο τον νόμιμο πρόεδρο Αμπντ Ράμπο Μανσούρ Χάντι να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα Σαναά και να καταφύγει στο Άντεν, την οποία πόλη βομβάρδισαν οι αντάρτες ενώ στις αρχές τις εβδομάδας την απειλούσαν με κατάληψη και μέσω της χερσαίας προέλασής τους. Τα τελευταία γεγονότα έδωσαν αποτέλεσαν αφορμή για την επέμβαση της Σαουδικής Αραβία και των συμμάχων της, προκειμένου να αποτρέψουν την εδραίωση των Σιιτών και την κατ’ επέκταση μεταφορά της Υεμένης στη σφαίρα επιρροής του Ιράν, το οποίο ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του τα μέτωπα της Συρίας και του Ιράκ.
Από τη στιγμή λοιπόν που η Σαουδική Αραβία διαισθάνθηκε πως απειλείται η κυριαρχική της θέση στην περιφέρεια, όφειλε να απαντήσει στην πρόκληση και να προσθέσει ένα ακόμη επεισόδιο στην θρησκευτική σύγκρουση Σιιτών-Σουνιτών η οποία όμως έχει και οικονομικές προεκτάσεις και επιπτώσεις. Η στάση της Σ. Αραβίας για τη διατήρηση του υπάρχοντος status quo ως προς την υπάρχουσα ισορροπία ισχύος φαντάζει λογική, αξιοσημείωτη όμως είναι η στάση που τηρεί το κατά τα άλλα κοσμικό Αιγυπτιακό καθεστώς Al Sisi το οποίο δεν φαίνεται να παίρνει μέρος στη σεκταρική αντιπαράθεση αλλά σίγουρα ανησυχεί για τα οικονομικά συμφέροντα του, ειδικά ως προς τις διελεύσεις από τη διώρυγα του Σουέζ, που διακυβεύονται από μία πιθανή κλιμάκωση της έντασης. Αυτό ακριβώς το στοιχείο αβεβαιότητας που ενυπάρχει στην πιθανότητα κλιμάκωσης της έντασης είναι που ανησυχεί και στης παγκόσμιες αγορές, καθώς η γεωγραφική θέση της Υεμένης είναι κομβικής σημασίας για τις παγκόσμιες μεταφορές πετρελαίου(βρίσκεται στο Bab el-Mandeb chokepoint μαζί με την Ερυθραία και το Τζιμπουτί).
Στο παρελθόν, αποσταθεροποιητικοί παράγοντες που προέρχονταν από τη συγκεκριμένη περιοχή, όπως η πειρατεία, είχαν καταδείξει τις επιδράσεις στην αγορά πετρελαίου και εν γένει τη γεωστρατηγική σημαντικότητα της ίδιας της Υεμένης. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα χρειαστεί να αναμένουμε τις επόμενες εξελίξεις οι οποίες θα μπορούσαν πράγματι να αντιστρέψουν άρδην τα δεδομένα στην αγορά πετρελαίου, ωθώντας τις τιμές ανοδικά.
Δημοσίευση σχολίου