Συμπεράσματα και προτάσεις για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας και της Κύπρου, με βάση τα νέα δεδομένα
Του Δαμιανού Βασιλειάδη
Εκπαιδευτικού, συγγραφέα
Πρωταρχικά θα πρέπει να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας και να στήσουμε εικόνισμα στον Αχμέτ Νταβούτογλου, ως μέντορα και αρχιτέκτονα της στρατηγικής του Ταγίπ Ερντογάν, που οδήγησε αναπότρεπτα στο «αγεφύρωτο» χάσμα, όπως φαίνεται, ανάμεσα στην Τουρκία και το Ισραήλ και αποτελεί με την έννοια αυτή, όπως είπαμε, το Βατερλώ του Στρατηγικού βάθους του Νταβούτογλου.
Στον βαθμό που η αντιπαλότητα ανάμεσα στις προαναφερόμενες χώρες μεγαλώνει, στον ίδιο βαθμό αυξάνουν για την Ελλάδα και την Κύπρο οι δυνατότητες να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως λέγεται, αυτής της νέας και πρόσφορης διεθνούς συγκυρίας, η οποία παίρνει και θα πάρει στο μέλλον μόνιμα χαρακτηριστικά, εφόσον και το επαναλαμβάνω αυτό κατά κόρον, για να μην υπάρχει παρεξήγηση και παρερμηνεία, παραμένει και αυξάνει το χάσμα και η εχθρότητα των δύο πρώην στενών συμμάχων, που ειρήσθω εν παρόδω, εργάζονταν ενάντια στα ελληνικά συμφέροντα.
Μήπως τα πράγματα έχουν αντιστραφεί τελείως; Είναι ένα ερώτημα που έχει μεγάλη αξία για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας να εξεταστεί σε βάθος.
Ποια είναι όμως αυτά τα πλεονεκτήματα που μας επιβάλουν την πλήρη ανασκευή όλης της εξωτερικής πολιτικής που προηγήθηκε και τη διαμόρφωση ενός στρατηγικού βάθους εξωτερικής πολιτικής, κατ’ αντιστοιχία προς το στρατηγικό βάθος του Νταβούτογλου; Αυτό είναι το ερώτημα και σ’ αυτό θα καταθέσουμε τα συμπεράσματα και της προτάσεις μας.
Πρόκειται βασικά για διατύπωση και όχι επαναδιατύπωση μιας στρατηγικής εξωτερικής πολιτικής που δεν έχει καμία σχέση με ό,τι προηγήθηκε και θεωρήθηκε ελληνική και κυπριακή εξωτερική πολιτική, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούσε σε εθνική και γενικότερη καταστροφή.
Ξεκινούμε από τα κριτήρια. Τρία είναι τα κριτήρια που καθορίζουν τα συμφέροντα ενός κράτους, για να διαφυλάξουν την εθνική του ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά του δικαιώματα:
1. Το φρόνημα ενός Λαού (το ηθικό του).
2. Η απαραίτητη αποτρεπτική δύναμη.
3. Οι συμμαχίες.
Θα ξεκινήσουμε αναλύοντας με τη σειρά τη σημασία των ανωτέρω τριών σημείων1.
1. Το φρόνημα του λαού
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου πολύ σωστά και σοφά διατύπωσε την άποψη για τη σημασία του φρονήματος ενός Λαού, την οποία σημειώσαμε σε άλλο κεφάλαιο, αλλά την επαναφέρουμε, γιατί έχει καθοριστική σημασία για την ύπαρξη και προκοπή ενός λαού. Είπε:
«Κοινωνίες με ριζικά αποδυναμωμένη και φθαρμένη εθνική συνείδηση, δεν έχουν πεδίο στρατηγικής λογικής, θέτουν σε κίνδυνο την ιστορική τους ύπαρξη, περιθωριοποιούνται στη διεθνή σκακιέρα»2.
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι αυτό ακριβώς που τονίζει ο Νταβούτογλου. Οι κυβερνώντες και όχι μόνο, από την μεταπολίτευση και δώθε, προσπάθησαν συνειδητά, μέσω του καταναλωτικού προτύπου και της καταστροφής όλων των πνευματικών και ηθικών αξιών του ελληνικού πολιτισμού, να φθείρουν και αποδυναμώσουν το εθνικό του φρόνιμα και τον κάνουν εύκολη λεία της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης, η οποία με τη σειρά της μας οδήγησε στην παρακμιακή κατάσταση που βιώνουμε σήμερα σ’ όλα τα επίπεδα και σ’ όλους τους τομείς. Βασικά κατέστρεψαν το πολιτιστικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίζεται στο σύνολό της η ύπαρξη, η συνοχή και η δυναμική μιας κοινωνίας και ενός έθνους. Αν αυτό το φρόνημα δεν υπήρχε τώρα θα ήμασταν ακόμη υπόδουλοι στους Πέρσες και πιθανόν να μην υπήρχε Ευρώπη. Και αν τότε έφερναν το επιχείρημα, όπως τονίζουν πολλοί ψοφοδεείς ραγιάδες ότι, επειδή είμαστε φτωχοί δεν μπορούμε να αμυνθούμε, αλλά να υποταχθούμε στην μοίρα μας, τώρα δεν θα υπήρχαμε. Όλοι αυτοί οι εθνομηδενιστικοί κύκλοι που καλλιεργούν την ηττοπάθεια στον Έλληνα πολίτη είναι εξωνημένα όργανα της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης, απ’ οποιανδήποτε πολιτική παράταξη κι αν προέρχονται.
Από τον πατέρα της ιστορίας Ηρόδοτο γνωρίζουμε ότι ο Ξέρξης, όταν εξεστράτευσε εναντίον της Ελλάδας, ζήτησε τη γνώμη του Δημάρατου, εξόριστου βασιλιά από την Σπάρτη, στην αυλή του Ξέρξη. Τον ρώτησε λοιπόν, αν «οι Έλληνες θα αντισταθούν καθ θα τολμήσουν να σηκώσουν χέρι εναντίον μου». Οπότε του απαντάει ο Δημάρατος με τα εξής λόγια: «Η Ελλάς με την φτώχεια είναι ανέκαθεν αχώριστοι σύντροφοι, αλλά με αυτήν συνδυάζει την αρετή, δημιούργημα της ευφυΐας των Ελλήνων κα της αυστηρής πειθαρχίας. Και με την αρετή αυτή η Ελλάς αποφεύγει και την φτώχεια και την υποδούλωση». Η αρετή βασικά συμπυκνώνει αυτό που εκφράζει το φρόνημα ενός Λαού, ως συστήματος υψηλών πνευματικών και ηθικών αξιών, που οι εθνομηδενιστικές δυνάμεις από δεξιά και αριστερά, θέλουν να καταστρέψουν. Δεν είναι συνεπώς πρωταρχικά η οικονομική κρίση αιτία των δυνών, αλλά η απαξίωση και ο αφανισμός του φρονήματος του Λαού, που με την σειρά του είναι γέννημα της ποιότητας του πολιτισμού του.
Ο Ερατοσθένης Καψωμένος πολύ σωστά προσδιορίζει τη σημασία του ελληνικού πολιτισμού, ως στρατηγικού όπλου πολιτισμικής υπεροχής. Κάτι ανάλογο με αυτό που διακήρυττε ο Γκράμσι με την ιδεολογική - πολιτισμική ηγεμονία. Λέει σχετικά:
«Εμείς οι Έλληνες θα πρέπει να καταστήσουμε τον πολιτισμό μας «στρατηγικό άξονα της ελληνικής πολιτικής, εσωτερικής και διεθνούς», γιατί όπως εξηγεί «ο πολιτισμός αντιπροσωπεύει τη συνολική αντίληψη που έχει μια κοινωνία για τον άνθρωπο, τη φύση και τον κόσμο. Είναι λοιπόν ένα σύστημα συστημάτων, που περιλαμβάνει και ιεραρχεί όλες τις εκφράσεις της υλικής και πνευματικής ζωής του λαού»3.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Λαοκράτης Βάσσης, ο οποίος σε μια μελέτη του ανέπτυξε το θέμα του πολιτισμού. Παρεμβαίνοντας στην πολιτική συγκυρία, τονίζει σ’ ένα σημείο, με σημασία για συγκεκριμένους αποδέκτες:
«Η Αριστερά πρέπει να θέσει επί τάπητος το πολιτιστικό πρόβλημά μας, ως το κεντρικό υπαρξιακό πρόβλημά μας, σ’ αυτό το ύπουλο γύρισμα των καιρών. Και να το θέσει σωστά, ως αληθινή πολιτική και πολιτισμική πρωτοπορία, με ταυτόχρονα ανοιχτά μέτωπα και εναντίον των διακινητών της εθνικιστικής κουλτούρας, που καπηλεύονται τα πατριωτικά αισθήματα του κόσμου και εναντίον των διακινητών της αποεθνοποιητικής υποκουλτούρας, που καπηλεύονται τ’ αντιεθνικιστικά αισθήματά τους»4.
Η διαφθορά που διάβρωσε τα πάντα και δημιούργησε όλη αυτή την κρίση, που φυσικά δεν είναι πρωταρχικά οικονομική ή πολιτική, αλλά κυρίως πολιτισμική, οφείλεται ακριβώς στην καταστρατήγηση και τον ευτελισμό του ελληνικού πολιτισμού και την αντικατάστασή του με την καταναλωτική αποχαύνωση και αποκτήνωση. Τα αποτελέσματα τα ζούμε όλοι μας πλέον στο πετσί μας, όπως λέει ο λαός.
Ο ανώνυμος Έλλην της Ελληνικής Νομαρχίας στα γραφόμενά του το 1806 είχε επισημάνει την διαλυτική δύναμη της διαφθοράς και τα ολέθρια αποτελέσματά για το μέλλον μιας πολιτείας με τρόπο προφητικό. Καλό και χρήσιμο είναι να διδασκόμεθα από την ιστορική μας εμπειρία:
"Το πρώτον θανατηφόρον σύμπτωμα, μιας ελευθέρας πολιτείας, όπου πλησιάζει εις το τέλος της, ήτοι εις την δουλείαν, από την οποίαν δυσκόλως ημπορεί να ξανάβγη, είναι η διαφθορά των ηθών, αφού ο καιρός και η πολυτέλεια αδυνατίσουν την ενέργειαν των νόμων, τότε αρχίζει το μέγα κτίριον να τρέμη και η Πολιτεία βαδίζει προς θάνατον"5.
Η σημερινή κρίση όλου του πολιτειακού οικοδομήματος που λέγεται ελληνικό κράτος το επιβεβαιώνει περίτρανα.
Το πρώτιστο καθήκον λοιπόν είναι να καλλιεργηθεί και σφυρηλατηθεί πάλι το εθνικό φρόνημα του Έλληνα ως πρώτιστο καθήκον της ελληνικής πολιτείας, σύμφωνα και με τη ρήση του Περικλή στον επιτάφιο: «Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον»6. Στο εδάφιο αυτό ο Περικλής δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά το φρόνημα, που είναι προϋπόθεση για την ελευθερία, που με τη σειρά της είναι προϋπόθεση για την ευδαιμονία (ευτυχία).
Αυτοί που μας οδήγησαν στη σημερινή κακοδαιμονία (ανθρωπιστική κρίση γενικά), είναι αυτοί που μας αφαίρεσαν την ελευθερία (είμαστε υπό κατοχή), και κατάφεραν να μας αφαιρέσουν την ελευθερία, γιατί μας συνέτριψαν το φρόνημα.
Για το λόγο αυτό το πρώτο και βασικό μέλημα είναι η εκ βάθρων αναμόρφωση της παιδείας με απομάκρυνση όλων εκείνων των πνευματικών ανθρώπων στα εκπαιδευτικά και πνευματικά ιδρύματα, όπως Υπουργείο Παιδείας (αφαίρεσαν σκόπιμα το «εθνικής), ΕΛΙΑΜΕΠ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο κ.λπ, που στόχος τους είναι να μεταβάλουν την ελληνική νεολαία βορά της καταναλωτικής αγοράς, προς δόξαν της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης.
2. Ισχυρή αποτρεπτική δύναμη
Πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν χρειαζόμαστε αμυντική θωράκιση και συνεπώς δεν χρειάζεται να ξοδεύουμε χρήματα για εξοπλισμούς, αντί να τα αξιοποιούμε σε επενδύσεις στην παιδεία, την υγεία, την πρόνοια κ.λπ. Ασφαλώς όλοι αυτοί έχουν δίκαιο, αν ζούσαμε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, με γείτονες των οποίων οι κυβερνήσεις τρέφουν φιλικά αισθήματα απέναντί μας, είναι ειρηνόφιλοι, δεν διακατέχονται από αλυτρωτικές και επεκτατικές διαθέσεις και βλέψεις και εν πάση περιπτώσει τους διακατέχει ένας ακατάσχετος διεθνισμός, που απαλείφει αυτομάτως όλα τα προβλήματα από την γειτονιά μας. Έχουν δίκαιο ακόμη, όταν αναφέρονται σε μίζες και κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος για στρατιωτικές επενδύσεις που τροφοδοτούν τη διαφθορά και τη ρεμούλα.
Οι ανωτέρω όμως μάλλον έχουν σύγχυση εν κρανίω και δεν μπορούν να αντιληφθούν για πολλούς και διάφορους λόγους, κυρίως λανθασμένης ιδεολογίας ότι η πραγματικότητα, στην περιοχή μας τουλάχιστον, είναι τελείως διαφορετική απ’ αυτή που φαντασιώνονται. Δεν αντιλαμβάνονται κοντά στην ιδεολογική τους τύφλα ότι δεν ζούμε μετέωρο στο κενό. Δεν είμαστε π.χ. Λουξεμβούργο. Άλλο λοιπόν είναι το θέμα της μίζας και της ρεμούλας για τα απαραίτητα εξοπλιστικά προγράμματα και άλλο ένα απαραίτητο τουλάχιστον μίνιμουμ και ορθολογικό πρόγραμμα αποτρεπτικής ικανότητας της πατρίδας μας.
Οι γείτονές μας εξοπλίζονται ως αστακοί. Εμείς δεν μπορούμε να το παίζουμε ειρηνοποιοί, εάν δεν θέλουμε να διακινδυνεύουμε την εθνική μας ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Τα φληναφήματα περί «φιλικής συνεργασίας ανάμεσα στους λαούς και οι διακηρύξεις διεθνιστικής αλληλεγγύης» θα είχαν πραγματικό νόημα, αν εξέλειψε ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας από πολίτική των γειτόνων μας. Αν οι γείτονές μας ακολουθούσαν διεθνιστική πολιτική και όχι καθαρά εθνικιστική. Όμως αυτό δεν ισχύει, απ’ ότι επιβεβαιώνει η πραγματικότητα. Πρέπει συνεπώς να υπάρχει οπωσδήποτε μια ικανή, ανάλογα με τις ανάγκες, αποτρεπτική δύναμη, έως ότου δημιουργηθούν ή δημιουργήσουμε εμείς τις συνθήκες μιας διεθνιστικής ειρηνικής συμβίωσης των λαών. Θα ήταν παράφρων, όποιος θέλει να καταργήσει τα σύνορα μονομερώς, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις και από τους γείτονες να τα καταργήσουν. Όσο ισχύει ο υπερεθνικισμός των γειτόνων με τις επεκτατικές τους βλέψεις η στοιχειώδης άμυνα και ασφάλεια του έθνους - κράτους που λέγεται Ελλάδα είναι απαραίτητος. Αλλιώς κανένας κοινωνικός αγώνας δεν είναι εφικτός.
Πάλι θα ανατρέξω στη σοφία του Θουκυδίδη, που σ’ ένα σημείο της ιστορικής του αφήγησης, γράφει χαρακτηριστικά και παραδειγματικά, ως χρυσή εντολή: «Οι φρόνιμοι, όταν δεν τους αδικεί κανείς, μένουν βέβαια, ήσυχοι, αλλά οι γενναίοι, όταν αδικούνται, πολεμούν και όταν ο πόλεμος τους ευνοήσει, κάνουν πάλι ειρήνη»7. Είναι φυσικό ότι πόλεμος δεν γίνεται χωρίς όπλα.
3. Συμμαχίες
Τόσο το φρόνημα, όσο και η αποτρεπτική ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων, είναι σημαντικοί παράγοντες για να διασφαλίσουν την εσωτερική ειρήνη, το αίσθημα ασφάλειας που έχει ανάγκη ένας Λαός, αλλά τελικά κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες δεν επαρκεί. Όταν οι κίνδυνοι προέρχονται από πολλές πλευρές και από γείτονες κυρίως από ανατολικά, με βουλημικές, επεκτατικές διαθέσεις και διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, προβάλλοντας κάθε φορά την απειλή πολέμου (βλ. casus belli) και παραβιάζοντας βάναυσα και αυθαίρετα τους διεθνείς κανόνες και το διεθνές δίκαιο, όπως συμβαίνει τώρα με την ΑΟΖ της Κύπρου, τότε τα πράγματα τόσο για την εσωτερική όσο και την εξωτερική ειρήνη και σταθερότητα γίνονται επικίνδυνα.
Ένας τέτοιος γείτονας απέδειξε επανειλημμένα ότι είναι απρόβλεπτος και επικίνδυνος. Γιατί επιπλέον διαπράττει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, παραβιάζοντας βάναυσα τους διεθνείς κανόνες και τις διεθνείς συνθήκες, όπως είναι ο εποικισμός των κατεχόμενων περιοχών της Κύπρου, η εθνοκάθαρση με τους 200 χιλιάδες πρόσφυγες και δεν διστάζει να ποδοπατεί ασύστολα τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στις περιπτώσεις αυτές και παρόμοιες περιπτώσεις είναι απαραίτητο να ανατρέχει ένα κράτος σε αναζήτηση συμμάχου ή συμμάχων. Παράδειγμα αποτελεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είναι και το μοναδικό στη νεώτερη ιστορία.
Για όσους εκφράζουν αμφιβολίες για μια ισομερή και ισότιμη συμμαχία με το Ισραήλ, καλό είναι να έχουν ως παράδειγμα την πολιτική συμμαχιών του Βενιζέλου και όχι μόνο. Κάτι ανάλογο έπραξε με τους Γερμανούς και ο Λένιν, καθώς και ο Μάο Τσε Τουνγκ με τον Τσανγκ Κάι Σεκ.
Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα. Απλώς αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό που αναφέρει ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός και κοινωνιολόγος Παναγιώτης Κονδύλης:. «Όταν ο μόνος Έλληνας πολιτικός ολκής, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ζητούσε να συνταχθεί η Ελλάδα με κάθε θυσία, ακόμη και με αντίτιμο τον εμφύλιο πόλεμο, στο πλευρό των Δυτικών Δυνάμεων, το έκανε γιατί διέβλεπε ότι η χώρα μόνον ως τοποτηρητής τους μετά τη νίκη τους θα ήταν σε θέση να πραγματώσει τα μείζονα εθνικά της όνειρα. Και δεν δίστασε να μετατρέψει τον ελληνικό στρατό ακόμη και σε μισθοφόρους των Αγγλογάλλων (π.χ. Ουκρανία) προκειμένου να πάρει ως αντάλλαγμα την Ελλάδα των δύο Ηπείρων και πέντε θαλασσών. Τέτοιες αποφάσεις δεν τις υπαγόρευε η εθελοδουλία, αλλά η πολιτική ιδιοφυΐα και το πολιτικό μεγαλείο. το ένστικτο του μεγάλου παίκτη στο μεγάλο παιχνίδι της πολιτικής»8.
Παρ’ όλα τα λάθη του Ελευθερίου Βενιζέλου, έχω την πεποίθηση ότι μπορούμε να συνταχθούμε ανεπιφύλαχτα με την κριτική τοποθέτηση του Παναγιώτη Κονδύλη.
Στην περίπτωση της Ελλάδας ο μόνος δυνητικός σύμμαχος στην περιοχή σε αυτή τη συγκυρία είναι καλώς ή κακώς το Ισραήλ. Και αυτό όχι με δική μας πρωτοβουλία, αλλά γιατί, όπως είμαστε βέβαιοι, μας το επιβάλουν σ’ αυτή τη συγκυρία οι ΗΠΑ, δηλαδή το εβραϊκό λόμπι, για δικούς του απολύτως λόγους και για τα δικά του συμφέροντα, που όμως εξυπηρετούν συγκυριακά πιθανόν (είναι προς εξακρίβωση) και τα δικά μας, εφόσον τα αξιοποιήσουμε, φυσικά πάνω σε μια ισότιμη βάση, με την αρχή της αμοιβαιότητας και όρους εθνικής ανεξαρτησίας.
Την τελευταία προϋπόθεση δεν πρέπει να την αγνοούμε ή να την παρερμηνεύουμε αυθαίρετα ή τέλος να διαστρεβλώνουμε σκόπιμα, αν θέλουμε να μιλάμε πραγματικά για επωφελή συμμαχία.
Υπάρχει δηλαδή αναπάντεχα, όπως φαίνεται, ταύτιση συμφερόντων, ενώ εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια το Ισραήλ υποστήριζε πάντοτε και χωρίς εξαίρεση την Τουρκία.
Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά απ’ ότι φαίνεται, όταν, όπως προαναφέραμε, ήρθε στην εξουσία το κόμμα Εθνικής Σωτηρίας και Δικαιοσύνης του Ταγίπ Ερντογάν και διατυπώθηκε ως δόγμα εξωτερικής πολιτικής το Στρατηγικό βάθος του Αχμέτ Νταβούτογλου, για την αναβίωση σε μοντέρνες βάσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως Νέο - Οθωμανισμός. Η υλοποίηση αυτού του στρατηγικού σχεδίου (δόγματος) προϋπέθετε την οριστική και παντελή ρήξη με το Ισραήλ, που θεωρήθηκε η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση από την Τουρκία, για τον εναγκαλισμό με τον τρόπο αυτόν των μουσουλμανικών χωρών - κρατών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βέβαια υπάρχουν και οι ΗΠΑ και τα διάφορα συμφέροντα που υπηρετεί η εξωτερική πολιτική της, που καμιά φορά έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εβραϊκού λόμπι.
Και επειδή, όπως αναλύσαμε απέναντι σ’ έναν πάνοπλο και επιθετικό αντίπαλο, κάθε συμμαχία που προασπίζει τα εθνικά μας δίκαια, είναι ευπρόσδεκτη, με βάση πάντοτε «το αμοιβαίο συμφέρον και ενδιαφέρον», χωρίς να παραβλάπτονται μάλιστα τα συμφέροντα των Παλαιστινίων, μια τέτοια συμμαχία ισχυροποιεί και θωρακίζει μαζί με τους άλλους παράγοντες, την Ελλάδα και αποτρέπει τον αντίπαλο από απονενοημένες και τυχοδιωκτικές ενέργειες, που θα έθεταν σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη, σταθερότητα και ασφάλεια της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής και τελικά θα μπορούσε να βλάψει και τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
Θεωρούμε λοιπόν ότι η αμυντική συμμαχία με το Ισραήλ αποτελεί πιθανόν «μάνα εξ ουρανού», γιατί το Ισραήλ, είναι αναμφίβολα η πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην περιοχή και επιπλέον διαθέτει, εφόσον χρειαστεί, την κάλυψη της Αμερικής10.
Θα πρέπει όμως να υπάρχει ένας χρυσούς κανόνας, όπως τον διατύπωσε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο αξιόλογο και επίκαιρο βιβλίο του, Θεωρία του πολέμου.
«Η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λιανά: οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμιά συμμαχία και καμιά προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης»11.
1 Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη, Ελληνισμός. εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα, Χειμώνας 2012 -13. Στο βιβλίο μου αυτό αναλύω όλο το πλέγμα των εθνικών θεμάτων και της σωστής αντιμετώπισής τους από μέρους της Ελλάδας.
2 Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας, εκδ. «Ποιότητα», Αθήνα 2010, σ. 57. Πολύ σημαντικές είναι και οι απόψεις που εκφράζει ο Βασίλειος Μαρκεζίνης στα εθνικά μας θέματα που σχετίζονται και με την Τουρκία, που αξίζει να τα μελετήσει κανείς. Βλ. για το λόγο αυτό: Βασίλειος Μαρκεζίνης, Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα, εκδ. «Λιβάνης», Αθήνα 2010, σ. 279.,και Η Ελλάδα των Κρίσεων, ένα προσωπικό δοκίμιο, εκδ. «Λιβάνης», Αθήνα 2011.
3 Ερατοσθένης. Καψωμένος, συνέντευξη στην εφημ. "Αντιφωνητής", με θέμα: "Σχέση πολιτικής και πολιτισμού", 1.3.2010.
4 Λαοκράτης Βάσσης, Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. «Ταξιδευτής», Αθήνα 2004, σ. 129-130.
5 Βλ. την έκδοση της "Νομαρχίας" από τους "Αφούς Τολίδη", Αθήνα, 1982, σελ. 89.
6 Θουκυδίδου, Ιστορία Β' (43-43)
7 Θουκυδίδου, Ιστορία Α΄ 120.
8 Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του πολέμου, ό.π., σ. 391.
9 Ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες που μας αφορούν άμεσα περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου, που αποτελεί πια το Ευαγγέλιο της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Το θεωρήσαμε ευτύχημα για την Ελλάδα και το χαρακτηρίσαμε ως το Βατερλώ του Αχμέτ Νταβούτογλου, για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε.
10 Αυτή η συμμαχία βέβαια, όπως τονίσαμε, πρέπει να είναι αμοιβαία και όχι ανισοβαρής υπέρ του Ισραήλ. Δυστυχώς οι ενδοτικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν μας προσφέρουν τα εχέγγυα για μια τέτοια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Μόνο μια πραγματικά πατριωτική κυβέρνηση θα μπορούσε στο έπακρο να αξιοποιήσει μια τέτοια συγκυρία.
11 Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του πολέμου, εκδ. «Θεμέλιο», β. έκδ. , Αθήνα 1998, σ. 409.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου