Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου
Πολλές φορές θέλησα να δείξω πως η ελληνική πολιτική σκηνή κινείται μεταξύ ανίκανων, φοβικών, αμοραλιστών πολιτικάντηδων, έτοιμων να εμφανίζονται σε κάθε διεθνή κρίση βασιλικότεροι του βασιλέως (: της λεγόμενης δυτικής συμμαχίας), δογματιστών κάθε είδους και πονηρών καιροσκόπων, που παίζοντας συνήθως σε διπλό ταμπλό επιχειρούν να επωφεληθούν από διεθνείς κρίσεις για να «τα αρπάξουν», εκμεταλλευμένοι την συνακόλουθη εμπορική κρίση, μέσω πειρατικών, παραοικονομικών και λαθραίων ενεργειών και μηχανισμών.
Είναι φυσιολογικό με αυτή την κουλτούρα του πολιτικού μας συστήματος και της μεγαλο-επιχειρηματικής του ελίτ, να είσαι τελικά ως κράτος και ανοιχτή οικονομία, ανίκανος να διαπραγματευτείς το εθνικό συμφέρον στην συγκυρία μιας διεθνούς κρίσης και επιμέρους συμφέροντα κοινωνικών ομάδων που πλήττονται ιδιαίτερα από την μορφή της διεθνούς κρίσης, όπως είναι αυτή τη στιγμή έλληνες αγρότες και μερικοί ακόμη του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα της οικονομίας μας, από το ρωσικό εμπάργκο προς την ΕΕ.
Η θέση και στάση της ελληνικής κυβέρνησης (συνασπισμού, παρακαλώ, κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς) στο ζήτημα είναι αναμφίβολα και κυριολεκτικώς αξιολύπητη ή αξιοθρήνητη, αν όχι απολύτως γελοία! Δυστυχώς χαμηλού πολιτικού επιπέδου είναι και οι αντιδράσεις από την πλευρά της αριστερής αντιπολίτευσης και αχαρακτήριστη, ως συνήθως, εκείνη του ακροδεξιού, αντιδυτικού εθνικισμού που προσβλέπει στη ρωσική αρκούδα για να καταπιεί τούρκους και δυτικούς και να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη για να την παραδώσει στο «ανάδελφο», αλλά ομόθρησκο έθνος των ελλήνων!
Πίσω από όλη αυτή την τραγική φαιδρότητα που χαρακτηρίζει την κουλτούρα του πολιτικού μας συστήματος σε ο, τι αφορά στην εξωτερική και εμπορική πολιτική της Ελλάδας, βρίσκεται η εθελοδουλική και καιροσκοπική στάση κεντροδεξιών και κεντροαριστερών υπό την σύγχρονη αφήγηση «δεν διαπραγματεύεσαι με τους δανειστές – συμμάχους σου» και μία απολύτως παράλογη αφήγηση μερίδας της αριστεράς, που κατά την αντιπαράθεση ολιγαρχικών καπιταλιστικών συμφερόντων παίρνει πάντα θέση υπέρ «πρώην συντρόφων» ρώσων ή άλλων «αντιδυτικών» ολιγαρχών, οι οποίοι σήμερα αποκαλούνται «κύριοι», σε αντίθεση με τους δυτικούς ολιγάρχες που δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι κύριοι! Υπάρχουν ασφαλώς και οι ακροδεξιοί που σε ο, τι αφορά στην πολιτική αφηγηματική πραγματικότητα, δεν είναι καθόλου αμελητέοι, οι οποίοι δεν θεωρούν απλώς την Ελλάδα υποχρεωμένη να είναι η πιστή σύζυγος της ρωσικής αυτοκρατορίας, αλλά κάτι περισσότερο: σύζυγος και πόρνη ταυτόχρονα για να δικαιωθούν οι νεοπροφήτες τους οποίους δοξάζουν οι (παρα)έμποροι της ορθοδοξίας και του πατριωτισμού!
Κρίμα! Διότι αυτή ακριβώς την περίοδο το ελληνικό πολιτικό σύστημα θα έπρεπε μέσα από την μακρόχρονη οικονομική κρίση στην οποία έχει σπρώξει την χώρα και το τεράστιο Κοινωνικό Ζήτημα που έχει προκαλέσει, να επιδείξει στοιχειώδη σοβαρότητα και να αναθεωρήσει παραδοσιακές και τετριμμένες αντιλήψεις και δογματισμούς, που καθιστούν την χώρα ένα «καλαμπούρι» στο πλαίσιο των διεθνών πολιτικών, που κανείς δεν υπολογίζει πλέον.
Τι σημαίνει, όμως, σοβαρότητα; Πάνω απ’ όλα πολιτικός πραγματισμός δια του οποίου θα έπρεπε από την μια να γίνεται αντιληπτό ότι ποτέ άλλοτε μετά την κρίση του 1974 η Ελλάδα δεν είχε την ανάγκη τόσο πολύ να αναπτύξει μία πολυδιάστατη διαπραγματευτική ικανότητα και ταυτότητα, ενώ από την άλλη, ότι σε καμία άλλη συγκυρία, από αυτό το χρονικό ορόσημο και εντεύθεν, το εθνικό συμφέρον δεν απαιτούσε περισσότερο την ανάπτυξη μιας πολυσύνθετης, πλουραλιστικής, ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής αρχών, απόλυτα προσανατολισμένης στην ειρηνική και στην ήπια επίλυση διεθνών κρίσεων.
Είναι τραγωδία εθνικών διαστάσεων να μην αποτελεί κοινή αντίληψη στο πολιτικό σύστημα της χώρας ότι ζούμε στην εποχή των διαπραγματεύσεων, εντός ενός αναρχοποιούμενου παγκόσμιου συστήματος ηγεμονίας. Η κρίση που προκαλεί η επέλαση του χρηματοκαπιταλισμού στο εμπόριο και στην παραγωγή μεταβάλει με ταχύτατο ρυθμό το ούτως ή άλλως ρευστό μεταδιπολικό στάτους στις διεθνείς πολιτικές και στην διεθνή οικονομία. Στην πραγματικότητα την τελευταία πενταετία όλα βρίσκονται υπό αναδιαπραγμάτευση στον κόσμο, αλλά το υπερβατικό καθεστώς κυριαρχίας στην Ελλάδα πορεύεται με το «δεν διαπραγματεύεσαι με τους δανειστές σου», «δεν μπορείς να χαράξεις σχετικά αυτόνομη εξωτερική και εμπορική πολιτική δίχως την έγκριση των δανειστών σου» και το ακόμη υπερβατικότερο στην εποχή μας «η Ελλάδα ανήκει στην Δύση». Ποια «Δύση» και ποια «Ανατολή» στον σημερινό κόσμο της εντατικής παγκοσμιοποίησης, φουκαρά πολιτικάντη!
Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση πράγματι επέβαλε μία νέα τάξη πραγμάτων με την έννοια πως μεταβάλλονται ριζικά οι έννοιες και οι πολιτικές αφηγήσεις που ορίζουν πράγματα, σχέσεις, υποκείμενα του διεθνούς δικαίου και πραγματικότητες. Η νέα τάξη πραγμάτων, ωστόσο, δεν αποτελεί πακτωμένο καθεστώς ηγεμονίας, αλλά τάση μεταβολής της παγκόσμιας ηγεμονίας στην βάση της νεοφιλελεύθερης αφήγησης και της προσβολής της νεωτερικότητας και των αρχών και ιδεολογιών της βιομηχανικής επανάστασης. Κατά το μεταβατικό αυτό στάδιο, ευτυχής για το εθνικό συμφέρον θα πρέπει να θεωρείται η χώρα που διαθέτει πολιτική ελίτ με υψηλή κουλτούρα διαπραγμάτευσης. Και αυτό ασχέτως του μεγέθους της. Δείτε, για παράδειγμα, τι έχουν πετύχει οι δανοί διαπραγματευόμενοι στο πλαίσιο της ΕΕ, ακόμη και οι ισπανοί και ιρλανδοί στην σημερινή συγκυρία της οικονομικής κρίσης της ευρωζώνης, ή, αν θέλετε, για να χρησιμοποιήσω ένα «κοντινό» παράδειγμα, τις επιτυχίες της Τουρκίας, για να μην αναφερθώ στην Κίνα, την Βραζιλία, την Ινδία και πολλούς άλλους μεγάλους και μικρούς, ακόμα και στην πτωχευμένη και λοιδορούμενη από μάλλον ηλιθίους έλληνες πολιτικούς, Αργεντινή!
Η ίδια η σχέση «ελληνική κρίση» - «κρίση στην σχέση Ρωσίας-Δύσης» είναι αυτή που θα έπρεπε να αφυπνίσει το πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα, την ελληνική διανόηση και τα υπάρχοντα προοδευτικά κινήματα προς μία ριζική μεταβολή της κουλτούρας και πολιτικής πρακτικής στην εξωτερική, ενεργειακή και εμπορική μας πολιτική, με έμφαση στην διαπραγμάτευση χωρίς δογματισμούς, αφορισμούς και καιροσκοπισμούς. Ο έντιμος διαπραγματευτής που νομιμοποιείται πολιτικά μέσω αρχών και ιδεών, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καιροσκόπος. Αυτό το τελευταίο για όσους σαχλαμαρίζουν από την πλευρά της αριστεράς, αγνοώντας, παραγνωρίζοντας, ή παραποιώντας την διαπραγματευτική και διπλωματική ιστορία κατά την άνθιση και επέκταση της λενινιστικής επανάστασης. Οι ρώσοι, αγαπητοί φίλοι, αριστεροί και δεξιοί φιλορώσοι, είναι μάστορες στην διαπραγμάτευση και έχουν μάθει να σέβονται αποκλειστικά αντιπάλους που ξέρουν να διαπραγματεύονται. Γι’ αυτό ακριβώς περιφρονούν τους έλληνες πολιτικούς, όπως αντίστοιχα διασκεδάζουν με τον δικό σας άκριτο και δουλικό φιλορωσισμό!
Ως προς το πρακτικό, πολιτικό σκέλος μίλησα εγκαίρως, δηλώνοντας ευθαρσώς πως ήταν εσφαλμένη η στάση της ελληνικής κυβέρνησης που έσπευσε να νομιμοποιήσει τις πραξικοπηματικές ενέργειες ανατροπής του προηγούμενου καθεστώτος της Ουκρανίας και τραγική επιλογή η επίσκεψη Βενιζέλου στο Κίεβο κατά την χρονική στιγμή και υπό τις συνθήκες που πραγματοποιήθηκε, το διάστημα μάλιστα που η Ελλάδα είχε την προεδρία στην ΕΕ. Εξήγησα πως η ουκρανική κρίση είναι μια υπόθεση σύγκρουσης ολιγαρχών και των πατρώνων τους, που ως πηγή έχει την λανθάνουσα κρίση της τελευταίας πενταετίας στον μηχανισμό του παγκοσμιοποιημένου χρηματοκαπιταλισμού. Ισχυρίστηκα πως η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης συμπεριλαμβάνει ασφαλώς την Ουκρανία, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να επισυμβεί δίχως την αυτοδιάλυση της σημερινής ΕΕ και του ΝΑΤΟ και την ενσωμάτωση καταρχήν της Ρωσίας (και στη συνέχεια όλων των άλλων «πολικών» δυνάμεων) σε ένα εντελώς διαφορετικό, κοινό σύστημα ασφαλείας – γεγονός που προϋποθέτει επίσης την αυτοδιάλυση του ΟΗΕ και την δημιουργία ενός παγκόσμιου θεσμού διατήρησης της ειρήνης, ικανού να αντιμετωπίζει και παγκόσμιες, περιφερειακές ή τοπικές οικονομικές και οικολογικές κρίσεις στην βάση της Χάρτας των Ανθρώπινων, Κοινωνικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων και των βιο-οικονομικών κανόνων που αφορούν στο φυσικό περιβάλλον. Σε κάθε περίπτωση και πριν συμβούν όλα αυτά, η σταθερότητα στην Ουκρανία θα έπρεπε να διασφαλιστεί δια ενός προγράμματος εκδημοκρατισμού και βαθειάς παραγωγικής ανασυγκρότησης με την συνεργασία της ΕΕ και της ρωσικής ηγεσίας.
Ο πραξικοπηματικός τρόπος ανατροπής της ρωσικής επικυριαρχίας στις ουκρανικές πολιτικές από μεγαλοπαράγοντες και θεσμούς της ΕΕ ήταν επόμενο να προκαλέσει κρίση μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, η κλιμάκωση της οποίας έφερε τον εμπορικό πόλεμο Ρωσίας-Δύσης, ο οποίος θα κλιμακωθεί σε σημείο πρόκλησης επικίνδυνων καταστάσεων για την ειρήνη στην περιοχή της Ευρώπης και της Ευρασίας, εάν δεν δρομολογηθεί αυτή την στιγμή μία διαδικασία με την μορφή μιας Διεθνούς Συνόδου για το ουκρανικό που ουσιαστικά θα επιλύει στο πλαίσιο ήπιων πολιτικών, τις διαφορές που έχουν συσσωρευτεί μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ από την μία πλευρά και Ρωσίας από την άλλη και οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα προβοκατσιών και ανεξέλεγκτων από τις κυβερνήσεις της Γερμανίας, των ΗΠΑ, αλλά και του ίδιου του Πούτιν, ενεργειών. Αν υπάρξει ολιγωρία σε μία τέτοια διαπραγμάτευση υψηλού επιπέδου και επιτραπεί σε πραξικοπηματίες και προβοκάτορες να κινήσουν την ιστορία στην ουκρανική κρίση, θα σημαίνει ότι ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται σε παρόμοια φάση με εκείνη που οδήγησε στον απρόβλεπτο από όλους, Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ότι οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ρωσίας βρίσκονται παγιδευμένες στην κρίση του χρηματοκαπιταλισμού και έχουν μεταβληθεί σε όργανα εκείνων που δια μίας μεγάλης εμπορικής κρίσης επιχειρούν να καλύψουν την τεράστια χρηματοπιστωτική φούσκα που έχουν προκαλέσει και που ασφαλώς δεν μπορούν να καλύψουν με τις πολιτικές του αντιπληθωρισμού και της λιτότητας.
Και έτσι να έχουν τα πράγματα, η Ελλάδα αντί να ταυτίζεται με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο πολιτικής ισχύος ολιγαρχικών οικονομικών συμφερόντων, θα έπρεπε να αποστασιοποιηθεί απολύτως από την δυτική και την ρωσική αφήγηση της ουκρανικής κρίσης και αυτό στο πλαίσιο της ΕΕ θα μπορούσε να το πράξει ακόμη καλύτερα επικαλούμενη ακριβώς την ελληνική κρίση, ενώ θα έπρεπε με εντιμότητα να αναπτύξει μία μορφή εμπορικής διπλωματίας προς την ρωσική κυβέρνηση, σχετικά ανεξάρτητη από την ΕΕ, όπως ήδη προσανατολίζονται να κάνουν πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η ίδια η Γερμανία. Προφανώς αυτό θα συνεπαγόταν και μία ελαστικοποίηση των οικονομικών κυρώσεων που έχουν αποφασιστεί από την ΕΕ εναντίον της Ρωσίας σε ο, τι αφορά στην Ελλάδα… Και αυτό πρακτικά είναι απολύτως εφικτό, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ανάγκη να δηλώνεται από ελληνικής πλευράς. Μία τέτοια πολιτική διαπραγμάτευσης από την πλευρά της Ελλάδας θα είχε ένα τεράστιο νομικό οπλοστάσιο για να αναπτυχθεί, εάν υπήρχε πολιτική βούληση και στοιχειώδης σοβαρότητα.
Ας πάψουν οι γελοιότητες! Δεν προαπαιτείται η έξοδος της Ελλάδας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ για να συνεχίσει να έχει ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις συνεργασίας με την Ρωσία! Ούτε η ένταξή μας στους δυτικούς θεσμούς απαγορεύει την ανάπτυξη ιδιαίτερων διπλωματικών σχέσεων με την Μόσχα και ιδιαίτερων οικονομικών σχέσεων σε διακρατικό επίπεδο. Ο μόνος στην πραγματικότητα παράγων που εμποδίζει την ανάπτυξη μιας πλουραλιστικής ειρηνικής διπλωματίας από την Ελλάδα είναι η διεθνής πατρωνία του πολιτικού της συστήματος και ο εκτός τόπου και χρόνου δογματισμός μέχρι ηλιθιότητας μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος σκόπιμα και με το αζημίωτο προβοκάρεται από ΜΜΕ που εξυπηρετούν αναμφίβολα ολιγαρχικά συμφέροντα είτε δυτικά, είτε ρωσικά.
Καλό είναι επίσης να πάψουν και γελοιότητες σαν και αυτήν της επιστολής Γλέζου προς Πούτιν, την οποία ειλικρινά, αναγνώστη μου, δεν θα άντεχα ούτε καν να σχολιάσω εξαιτίας της κατάπτυστης πολιτικής κουλτούρας που την διατρέχει και η οποία – θέλω να πιστεύω – πως δεν υιοθετείται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μια ηθικιστική προσέγγιση που έρχεται να υποστηρίξει την αυτοκρατορική και ασφαλώς ανακόλουθη ως προς το ζήτημα της περίφημης ιδέας περί «αυτοδιάθεσης των λαών», εξωτερική πολιτική του καθεστώτος Πούτιν. Φτάνοντας στο σημείο, προφανώς δίχως να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς νομιμοποιεί πολιτικά με αυτό, να ισχυρίζεται για να κολακεύσει προδήλως τον «Σύντροφε, τότε, κύριε, σήμερα», Βλαντιμίρ Πούτιν: «Τώρα, που η Ουκρανία βρίσκεται έρμαιο στα χέρια φασιστικών φατριών, υπερασπιστήκαμε και πάλι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών»! Ιδού άλλη μια επικίνδυνη μορφή έλλειψης σοβαρότητας από μία προσωπικότητα την οποία δυστυχώς έκανε «σημαία» του ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, φαντάζομαι, να καταλαβαίνει πως τα παιχνίδια με την νομικά και πολιτικά αμφιλεγόμενη έννοια της αυτοδιάθεσης των λαών, εκτός από την ειρήνη, δεν υπηρετούν και το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας, έτσι όπως το εννοεί η σύγχρονη αριστερά στον τόπο μας.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου