Του Σταύρου Καλεντερίδη
Στη διεθνή πολιτική σκηνή και τις διεθνείς σχέσεις υπάρχει μια δύναμη που κάθε μικρός και μεγάλος παίκτης, διπλωμάτης, πολιτικός και επιχειρηματίας είναι αναγκασμένος να σέβεται ή έστω να υπολογίζει. Πρόκειται για τη «διεθνή κοινή γνώμη», η οποία στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης στην επικοινωνία, τις μεταφορές και τις τεχνολογίες, απολαμβάνει τη δυνατότερη πιθανή επιρροή και ισχύ της. Αυτό αποδεικνύουν άλλωστε και οι συνεχείς προσπάθειες ελέγχου της κοινής γνώμης από διάφορα μέσα και κέντρα, από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς, κτλ.
Παρακολουθώντας λοιπόν τις πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα τα γεγονότα στην Παλαιστίνη, το Ιράκ και τη Συρία, η διεθνής κοινή γνώμη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ηθικό δίλημμα: από τη μία βρίσκονται οι ισλαμιστές τρομοκράτες, η βία και ο σκοταδισμός της αλ-Κάιντα και του Ισλαμικού Χαλιφάτου. Στον αντίποδα βρίσκονται οι «πολιτισμένες» πολιτικές ηγεσίες του Ισραήλ και των φιλοδυτικών δικτατόρων (Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος, κτλ). Εδώ παρατηρείται ένα αδιέξοδο δίλημμα μιας και η διεθνής κοινή γνώμη δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει ούτε την άκρατη βία και τρομοκρατία από τη μία, αλλά ούτε και την εκμετάλλευση και την ασυδοσία από την άλλη. Απότοκος του εν λόγω αδιεξόδου είναι ο συχνός διχασμός της διεθνούς κοινής γνώμης για τα ζητήματα της περιοχής. Η μια άποψη προσπαθεί να επικρατήσει της άλλης, ενώ χιλιάδες εκατομμύρια δολάρια ξοδεύονται σε εκστρατείες ενημέρωσης και υποστήριξης των δύο πλευρών. Το δίλημμα αυτό άλλωστε παρατηρείται και στη χώρα μας όπου η ελληνική κοινή γνώμη φαίνεται πολλές φορές αδύναμη να διαλέξει ανάμεσα σε τρομοκράτη και δικτάτορα.
Αυτό όμως που δεν προβάλλεται σχεδόν πουθενά είναι πως το όλο δίλημμα είναι στην πραγματικότητα πλαστό. Οι δύο αυτές πλευρές και εικόνες της καθημαγμένης Μ. Ανατολής δεν είναι ούτε οι μόνες, ενώ σίγουρα δεν είναι και οι καλύτερες δυνατές για την περιοχή. Επιπλέον, το κίβδηλο αυτό δίλημμα δεν έχει δημιουργηθεί από τους απλούς κατοίκους της Μ. Ανατολής (οι οποίοι άλλωστε το απεχθάνονται καθώς καθίστανται θύματα αυτού), αλλά είναι ένα αποκλειστικό προϊόν της εξωτερικής πολιτικής και βούλησης της «Δύσης». Η Δύση είναι αυτή που από το τέλος του Β’Παγκοσμίου και ύστερα ενθρόνισε τους ανά την περιοχή ανελεύθερους μονάρχες (Ιορδανία, Σ. Αραβία, Ιράκ, κτλ.). Η Δύση είναι επίσης αυτή που αποφάσισε να εγκαθιδρύσει νέα Ισραηλινή ηγεσία στην Παλαιστινιακή επικράτεια, την οποία και υπερασπίζεται μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα, η Δύση είναι αυτή που χρηματοδότησε και εξόπλισε τις τρομοκρατικές Σουνιτικές οργανώσεις (Ταλιμπάν, φύλαρχοι της Λιβύης, κτλ). Ακόμα και το νεοσυσταθέν Ισλαμικό Χαλιφάτο δημιουργήθηκε με χρήματα των φιλοδυτικών μοναρχών της περιοχής (Σ. Αραβία, Κατάρ, κτλ.) και τη σιωπηλή συμπεφωνημένη άδεια της Δύσης, η οποία επιδιώκει μέσω των αργυραμοιβών - τρομοκρατών, να περιορίσει τη Σιιτική - Ιρανική απειλή.
Προφανώς, όταν προβάλλονται δύο επιλογές, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί και οι δύο από τη Δύση, ό,τι και να υποστηρίξεις, υποστηρίζεις εν τέλει τη δυτική πολιτική. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ελέγχεται η διεθνής κοινή γνώμη. Επιπλέον, οι δύο δυτικογενείς πιθανές όψεις της περιοχής, δεν παρέχουν ούτε πραγματική δυνατότητα επιλογής , ούτε εκφράζουν κάποια διαφορετική πολιτική ή αντίληψη. Συνεπώς, το επίπλαστο αυτό δίλημμα, και οι διαστρεβλώσεις που προκαλεί, είναι κάτι το οποίο η ιστορία οφείλει να χρεώσει στη Δύση.
Καταλήγοντας, η Δύση θα μπορούσε πράγματι να παρουσιάσει εναλλακτικές και θετικές επιλογές για την περιοχή και τους κατοίκους της οι οποίοι χειμάζονται ασταμάτητα για δεκαετίες. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί με την υποστήριξη πραγματικά δημοκρατικών ηγεσιών και πολιτευμάτων στη Μ. Ανατολή. Ένας τέτοιος «τρίτος δρόμος» με την πλήρη και ειλικρινή υποστήριξη της Δύσης, θα διέλυε το φτιαχτό ηθικό δίλημμα, θα αφαιρούσε το επιχείρημα της «αντίστασης στον κατακτητή» των ακραίων ισλαμιστών, ενώ θα διέλυε ταυτόχρονα την όποια νομιμοποίηση για αυταρχισμό και ασυδοσία απολαμβάνουν οι δικτάτορες επικαλούμενοι ζητήματα εθνικής ασφάλειας και τρομοκρατίας. Εύλογα λοιπόν, τα αίτια των μεσανατολικών προβλημάτων και οι όποιες δυνατότητες αλλαγής δεν θα πρέπει να αναζητούνται στους απλούς κατοίκους, αλλά στις προς δυσμάς συμμαχίες και χώρες.
Ο Σταύρος Καλεντερίδης είναι Πολιτικός επιστήμονας, Διεθνολόγος - επικοινωνιολόγος
πηγή
Δημοσίευση σχολίου