Γράφει ο Άρης Χατζηστεφάνου
Επίπεδα διαφθοράς που παραπέμπουν σε χώρες του τρίτου κόσμου και εναγκαλισμό της πολιτικής από επιχειρηματικά συμφέροντα, σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο στην ευρωπαϊκή ιστορία, φέρνουν στο φως πρόσφατες έρευνες κορυφαίων ιδρυμάτων που πραγματοποιήθηκαν λίγες εβδομάδες πριν από τις πρόσφατες ευρωεκλογές.
Τα τελευταία στοιχεία περιγράφουν μια τρομακτική κατάσταση, όπου χιλιάδες εκπρόσωποι πολυεθνικών δαπανούν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για να επηρεάσουν τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων ακόμη και στο ανώτατο θεσμικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για πρώτη φορά μάλιστα οργανώσεις όπως η Διεθνής Διαφάνεια στρέφουν τα πυρά τους και προς το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το οποίο κατηγορούν ευθέως ότι συμμετέχει στο μηχανισμό συγκάλυψης της διαφθοράς αρνούμενο να συνεργαστεί με ανεξάρτητους παρατηρητές.
Όπως προέκυψε από τη σχετική συζήτηση των τελευταίων εβδομάδων, το ευρωκοινοβούλιο επιχειρεί το τελευταίο διάστημα να εξασφαλίσει ότι οι έλεγχοι θα πραγματοποιούνται από όργανα της ΕΕ και όχι από τρίτους παρατηρητές – στη λογική Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει και ο Γιάννης ελέγχει και το λογαριασμό.
Τα τελευταία στοιχεία περιγράφουν μια τρομακτική κατάσταση, όπου χιλιάδες εκπρόσωποι πολυεθνικών δαπανούν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για να επηρεάσουν τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων ακόμη και στο ανώτατο θεσμικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για πρώτη φορά μάλιστα οργανώσεις όπως η Διεθνής Διαφάνεια στρέφουν τα πυρά τους και προς το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το οποίο κατηγορούν ευθέως ότι συμμετέχει στο μηχανισμό συγκάλυψης της διαφθοράς αρνούμενο να συνεργαστεί με ανεξάρτητους παρατηρητές.
Όπως προέκυψε από τη σχετική συζήτηση των τελευταίων εβδομάδων, το ευρωκοινοβούλιο επιχειρεί το τελευταίο διάστημα να εξασφαλίσει ότι οι έλεγχοι θα πραγματοποιούνται από όργανα της ΕΕ και όχι από τρίτους παρατηρητές – στη λογική Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει και ο Γιάννης ελέγχει και το λογαριασμό.
Ουσιαστικά οι Ευρωπαίοι κομισάριοι και το ευρωκοινοβούλιο επιθυμούν να ελέγχονται μόνο από όργανα όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, η οποία στο παρελθόν έχει κατηγορηθεί ότι οργάνωσε την επιχείρηση συγκάλυψης τεράστιων σκανδάλων στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του πρώην επιτρόπου Υγείας Τζον Ντάλι, ο οποίος φέρεται να μεσολάβησε σε υπόθεση δωροδοκίας ύψους 80 εκατομμυρίων ευρώ για λογαριασμό του λόμπι της καπνοβιομηχανίας. Την υπόθεση ανέλαβε τότε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, που κατηγορήθηκε ότι έκανε ότι περνούσε από ο χέρι της ώστε να μην υπάρξουν συνέπειες για τους υπεύθυνους αξιωματούχους της ΕΕ.
Όπως επισημαίνει στην έκθεσή της η Διεθνής Διαφάνεια, στον πυρήνα της διαφθοράς των οργάνων της ΕΕ βρίσκεται πλέον η λεγόμενη διαδικασία του τριαλόγου (trialogue – λογοπαίγνιο με το διάλογο στον οποίο συμμετέχουν τρία μέρη). Πρόκειται για τις άτυπες επαφές που έχουν, κεκλεισμένων των θυρών, εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, της Κομισιόν και του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου στις οποίες προετοιμάζουν τη συζήτηση για όλες τις αποφάσεις της ΕΕ με το πρόσχημα ότι πρέπει αν εξοικονομήσουν χρόνο από τις επίσημες συνόδους.
Στην πραγματικότητα ο «τριάλογος» έχει μετατραπεί στην βασική κερκόπορτα μέσω της οποίας τα λόμπι των μεγαλύτερων επιχειρήσεων ασκούν πιέσεις στους Ευρωπαίους αξιωματούχους σε κρίσιμα θέματα όπως ο έλεγχος των εκπομπών καυσαερίων ή η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με χρήματα των φορολογούμενων. Πρόκειται ουσιαστικά για εκείνα τα θέματα, που αν συζητούνταν ανοιχτά, όπως προβλέπουν οι κανονισμοί της ένωσης, θα προκαλούνταν πανευρωπαϊκή κατακραυγή.
Από την πλευρά της η οργάνωση Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών (CEO) αποκάλυψε πρόσφατα ότι μόνο ο χρηματοπιστωτικός τομέας απασχολεί 1.700 λομπίστες οι οποίοι έχουν στη διάθεσή τους 120 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο για να «εξαγοράσουν» τη συνείδηση της ΕΕ – δηλαδή τριάντα φορές περισσότερα χρήματα από τον προϋπολογισμό όλων των συνδικάτων, των ΜΚΟ και των ομάδων προστασίας καταναλωτών που ασχολούνται με τη λειτουργία της ΕΕ.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε κάθε υπάλληλο της ευρωπαϊκής ένωσης, που ασχολείται με ζητήματα τραπεζών, αντιστοιχούν τέσσερις εκπρόσωποι λόμπι οι οποίοι επιχειρούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις του, πάντα σε βάρος των Ευρωπαίων φορολογούμενων. Χωρίς αυτή τη συνεχή πίεση είναι αμφίβολο εάν οι τράπεζες θα είχαν καταφέρει να μετατρέψουν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 σε δημοσιονομική αναγκάζοντας όλες τις κυβερνήσεις της ΕΕ να «διασώσουν» τα τραπεζικά ιδρύματα στέλνοντας εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες στη φτώχεια, την εξαθλίωση και πολλές φορές στο θάνατο.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως, όπως προκύπτει από τις έρευνες του CEO, δεν είναι οι έξωθεν πιέσεις που δέχονται οι υπάλληλοι και τα ανώτερα στελέχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά η σταδιακή διάβρωση αυτών των μηχανισμών από το εσωτερικό. Σχεδόν οχτώ στους δέκα εμπειρογνώμονες, που προσλαμβάνονται από θεσμικά όργανα της ΕΕ για να προσφέρουν τις τεχνοκρατικές τους γνώσεις συνδέονται άμεσα με τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τις περισσότερες φορές δηλαδή είναι στελέχη τραπεζών τα οποία στην καλύτερη περίπτωση παίρνουν μια σύντομη άδεια άνευ αποδοχών και ύστερα επιστρέφουν στις θέσεις τους.
Στο παρελθόν μέλη του CEO είχαν αναφερθεί ακόμη και σε στελέχη ελληνικών τραπεζών όπως η Εθνική και η Eurobank τα οποία βρέθηκαν σε θέσεις συμβούλων όχι μόνο στο πρωθυπουργικό γραφείο αλλά και στο περίφημο Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο IIF, το υπερ-λόμπι των τραπεζών το οποίο παρεμβαίνει άμεσα στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων της ΕΕ. Στο παρελθόν οι κάμερες είχαν συλλάβει αρκετές φορές τον επικεφαλής του IIF Τσαρλς Νταλάρα να εισέρχεται στο κτίριο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη σύνοδος υπουργών – και μάλιστα για θέματα που αφορούσαν την Ελλάδα.
Το πρόβλημα του ελέγχου της ΕΕ από τα λόμπι των μεγαλύτερων πολυεθνικών φαίνεται να έχει ξεπεράσει τα τελευταία χρόνια ακόμη και τις ΗΠΑ, όπου τουλάχιστον ο ρόλος των ομάδων άσκησης πίεσης είναι θεσμοθετημένος και θεωρητικά καταγράφεται από αρμόδιες υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα ζουν και εργάζονται στις Βρυξέλλες τουλάχιστον 15.000 «λομπίστες», οι οποίοι συναντώνται εν κρυπτό με Ευρωπαίους αξιωματούχους και καθορίζουν ακόμη και τις μικρότερες λεπτομέρειες της ευρωπαϊκής πολιτικής, χωρίς ποτέ κανένας να γνωρίζει τις συζητιέται πίσω από τις κλειστές πόρτες. Οι φήμες για χρηματισμό ευρωβουλευτών και άλλων αξιωματούχων είναι το καθημερινό θέμα συζήτησης στους διαδρόμους των Βρυξελλών χωρίς κανένας όμως να γνωρίζει ή να θέλει να μάθει το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από μερικά χρόνια η βρετανική εφημερίδα Sunday Times χρειάστηκε μόλις μερικές ημέρες για να ξεσκεπάσει μια τέτοια περίπτωση στέλνοντας δημοσιογράφους της να προσποιηθούν ότι προέρχονται από κάποιο λόμπι και θέλουν να εξαγοράσουν κάποιο ευρωβουλευτή. Μέσα σε λίγες ημέρες είχαν εντοπίσει το πρώτο τους θύμα στο πρόσωπο του Αυστριακού Ερνστ Στράσε, ο οποίος δέχθηκε μπροστά σε κρυφή κάμερα να λάβει 100.000 ευρώ σαν αμοιβή για να προωθήσει συγκεκριμένες τροπολογίες. Ο Στράσε καταδικάστηκε τον Ιανουάριο του 2013 σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης αφήνοντας όλους να αναρωτιούνται πόσοι δεκάδες οι εκατοντάδες άλλοι ευρωβουλευτές είναι ελεύθεροι απλώς επειδή δεν έτυχε να χτυπήσουν τη δική τους πόρτα οι δημοσιογράφοι των Sunday Times.
H κατάσταση αυτή, αν και με μεγάλη καθυστέρηση, αντικατοπτρίζεται πλέον και στην εικόνα που σχηματίζουν οι ευρωπαίοι πολίτες για την ΕΕ. Η εμπιστοσύνη των πολιτών στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έπεσε κάτω από το 30%, από το 57% που βρισκόταν την Άνοιξη του 2007, πριν ξεσπάσει δηλαδή η χρηματοπιστωτική κρίση.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου