Ο Πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος Νικόλας Παπαδόπουλος, έστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την οποία κάνει …φύλλο και φτερό τo σχέδιο της κοινής δήλωσης του κ. Αναστασιάδη και του κατοχικού ηγέτη, Ερογλου. Η επιστολή αναφέρει τα εξής:
Λευκωσία, 6 Φεβρουαρίου 2014
Α.Ε. Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Κύριο Νίκο Αναστασιάδη
Προεδρικό Μέγαρο
Λευκωσία
Κύριε Πρόεδρε,
Η υιοθέτηση Κοινής Δήλωσης των ηγετών των δύο Κοινοτήτων με το περιεχόμενο που μας έχει γνωστοποιηθεί συνιστά, κατά την άποψή μας, μια πολύ δυσμενή εξέλιξη και πλήττει σοβαρά τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Κυπριακού Ελληνισμού.
Πιστεύουμε επίσης ότι η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση θα δυσκολέψει τις διαπραγματεύσεις αντί να τις διευκολύνει και είτε θα απομακρύνει την επίτευξη συμφωνίας για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού, είτε θα οδηγήσει σε μια κακή λύση.
Σε προηγούμενες συναντήσεις μας και ιδιαίτερα στην τελευταία, που έγινε χθες, 5 Φεβρουαρίου 2014, σας εξήγησα τους λόγους για τους οποίους θεωρούμε προβληματική και ζημιογόνα για τα συμφέροντα και τα δίκαιά μας αυτή την Κοινή Δήλωση, η οποία θα ενσωματωθεί στον κατάλογο των συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου και, ως η τελευταία χρονικά, θα κατισχύει των παλαιοτέρων.
Θα συνοψίσω πιο κάτω τους κύριους λόγους για τους οποίους το Δημοκρατικό Κόμμα θεωρεί κακό και ασύμφορό το περιεχόμενό της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης:
Κατ’ αρχήν, η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση καταπιάνεται ουσιαστικά με μόνο μια πτυχή της επιδιωκόμενης λύσης και συγκεκριμένα με το «Κεφάλαιο της Διακυβέρνησης». Οι άλλες πτυχές αγνοούνται ως να μην υπάρχουν. Η αναφορά ότι «όλα τα άλυτα θέματα του πυρήνα [του Κυπριακού] είναι στο τραπέζι…» δίνει στην άλλη πλευρά το δικαίωμα της ερμηνείας ως προς το κατά πόσο ένα θέμα είναι όντως προς συζήτηση, ή αν όντως καταλέγεται στα «άλυτα» θέματα ή, ακόμη, αν όντως είναι ένα θέμα το οποίο αφορά τον πυρήνα του Κυπριακού. Έτσι, για παράδειγμα, η άλλη πλευρά θα μπορεί απλώς να αναφέρεται στο Σχέδιο Αννάν ή στο γνωστό «Έγγραφο Ντάουνερ» με τις συγκλίσεις και αποκλίσεις στις διαπραγματεύσεις της προηγούμενης πενταετίας και να αρνείται να συζητήσει ένα θέμα που μας ενδιαφέρει, αναφέροντας απλώς ότι το θέμα δεν είναι άλυτο, επικαλούμενο έτσι την πρόνοια της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης ότι μόνο τα «άλυτα θέματα» θα συζητηθούν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της τουρκικής τακτικής είναι η στάση της στο μείζων για την πλευρά μας θέμα των εποίκων.
Υπενθυμίζουμε ότι το Κεφάλαιο της Διακυβέρνησης είναι εκείνο στο οποίο η Τουρκική πλευρά προσδοκά να λάβει από εμάς χωρίς να έχει να δώσει κάτι καθώς θεωρεί ότι τα έχει όλα, αλλά της λείπει το κράτος. Γνωρίζει πολύ καλά ότι η αποσχιστική οντότητα την οποία ανακήρυξε και οργάνωσε στα κατεχόμενα θα παραμείνει αποσχιστική και διεθνώς παράνομη, αφού έτσι τη θεωρούν και έτσι τη χαρακτηρίζουν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Γνωρίζει επίσης ότι ο δήθεν τουρκοκυπριακός «λαός» δεν είναι παρά μια κοινότητα η οποία δεν έχει δικαίωμα χωριστής αυτοδιάθεσης και ότι, κατά συνέπεια, δεν έχει δικαίωμα να έχει δικό του κράτος. Η Τουρκική πλευρά επιζητεί από τη δική μας πλευρά την αναγνώριση των «Τουρκοκυπρίων» σαν λαού και της αποσχιστικής οντότητας την οποία συντηρεί η Τουρκία σαν «κράτους». Η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση, δίνει στους Τουρκοκύπριους τη δυνατότητα, από τώρα και ανεξαρτήτως της έκβασης των διαπραγματεύσεων, να ισχυρίζονται ότι η Ελληνοκυπριακή και Ελληνική πλευρά έχουν αποδεχθεί ότι οι Τουρκοκύπριοι έχουν όλα τα δικαιώματα ενός λαού περιλαμβανομένου και του δικαιώματος να έχουν κράτος. Αυτό το επιτυγχάνουν με μια σειρά αλληλο-ενισχυομένων προνοιών:
Η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση αποδέχεται ότι η κυριαρχία «εκπηγάζει εξ ίσου από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους»
Αναφέρει ότι η λύση θα εγκριθεί σε δημοψηφίσματα στα οποία θα ψηφίσουν χωριστά οι «Τουρκοκύπριοι» και οι «Ελληνοκύπριοι».
Αναφέρει επίσης ότι οι «Τουρκοκύπριοι» και οι «Ελληνοκύπριοι» θα έχουν το δικό τους «συνιστών κράτος» και θα έχουν τη δική τους ιθαγένεια, έστω κι αν χαρακτηρίζεται «εσωτερική».
Επιπλέον, συμφωνείται με τη συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση ότι το κατάλοιπο εξουσίας θα ανήκει στα «συνιστώντα κράτη» (χωρίς να έχει συμφωνηθεί τι απομένει για τη δήθεν Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση.
Όλα τα πιο πάνω και πολλά άλλα που περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση συνιστούν ένα ποιοτικό άλμα της τουρκικής πλευράς προς ικανοποίηση των διαχρονικών χωριστικών και επικυριαρχικών απαιτήσεών της σε βάρος της Ελληνοκυπριακής πλευράς, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε βάρος των προσπαθειών για την αποκατάσταση της ενότητας του Κυπριακού κράτους.
Είναι αντιληπτό ότι όλες οι υποχωρήσεις της πλευράς μας στη συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση έγιναν για να κερδηθούν τα τρία «ενιαία», δηλαδή η ενιαία διεθνής προσωπικότητα, η ενιαία κυριαρχία και η ενιαία ιθαγένεια. Οι υποχωρήσεις όμως που έγιναν για να υπάρχει ονομαστική αναφορά στις τρεις πιο πάνω αρχές εξουδετερώνουν τις ίδιες τις αρχές. Πιο συγκεκριμένα:
Η «ενιαία διεθνής προσωπικότητα», που ούτως ή άλλως είναι χαρακτηριστικό και της συνομοσπονδίας, υπονομεύεται από το καθεστώς που αναγνωρίζεται και τις εξουσίες που δίνονται στα «συνιστώντα κράτη».
Η «ενιαία κυριαρχία» περιγράφεται ως η κυριαρχία εκείνη «την οποία απολαμβάνουν όλα τα Κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με τον Χάρτη». Αυτή η κυριαρχία δεν είναι παρά η λεγόμενη «εξωτερική κυριαρχία» που είναι το άλλο όνομα της «ανεξαρτησίας» των κρατών που απολαμβάνουν, το ένα έναντι του άλλου, την «κυρίαρχη ισότητα» του Χάρτη. Δεν πρόκειται για την «ενιαία κυριαρχία» την οποία επιζητούμε στην Κύπρο και η οποία αναφέρεται στην εσωτερική αδιάσπαστη ενότητα και κυριαρχία του Κυπριακού κράτους, η οποία προέρχεται από το λαό του και ασκείται για το λαό. Εξάλλου, για να μην δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για την πραγματική έννοια του όρου «ενιαία κυριαρχία» στη συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση, το κείμενο αναφέρει ότι «εκπηγάζει εξ ίσου από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους». Όμως, η κυριαρχία, ως νομική έννοια, είναι εξ ορισμού ενιαία και επομένως δεν νοείται διαίρεση της χωρίς να καταργείται το ενιαίο της. Μέσω της συγκεκριμένης «Κοινής Δήλωσης» η πλευρά μας συμφωνεί ότι διαιρείται, αφού στο κείμενο αναφέρεται ότι αυτή προέρχεται, και μάλιστα εξ ίσου, από δυο οντότητες, τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, οι οποίες αποκτούν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Άρα, οι Τουρκοκύπριοι θα ισχυριστούν ότι αποκτούν το δικαίωμα να αποσκιρτήσουν στο μέλλον ή ακόμη και να χρησιμοποιήσουν την παρούσα Κοινή Δήλωση στις αποσχιστικές επιδιώξεις τους, ακόμα και άμεσα, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αποδώσουν τη λύση που επιδιώκουν.
Ούτε η «ενιαία ιθαγένεια» διασφαλίζεται στο κείμενο της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης αφού, αμέσως μετά την αναγνώριση της αρχής, αναγνωρίζεται ότι και τα «συνιστώντα κράτη» θα έχουν για τους πολίτες τους ξεχωριστή από την «ομοσπονδιακή» ιθαγένεια, έστω και αν θα θεωρείται ότι αυτή η ιθαγένεια θα έχει «εσωτερικό καθεστώς». Ας σημειωθεί ότι, αν αυτό συνδυαστεί με την πρόνοια για το σεβασμό της «διακριτής ταυτότητας και ακεραιότητας» των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ως οντοτήτων, μπορεί κανείς εύκολα να προβλέψει ότι η Τουρκική πλευρά θα εμμείνει, επικαλούμενη αυτές τις διατάξεις, σε εθνοτική ομοιογένεια των δυο «συνιστώντων κρατών». Δηλαδή, σε νομιμοποίηση της εθνοκάθαρσης που συντελέστηκε με την εισβολή και την κατοχή.
Σημειώνω επίσης πως ούτε η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας βγαίνει αλώβητη από την υιοθέτηση της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης. Όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα, αυτή που μένει αλώβητη είναι η Τουρκική θέση πως η «ενωμένη Κύπρος» θα είναι το αποτέλεσμα της ένωσης δυο προϋπαρχόντων κρατών υπό μια στέγη, κάτι που παραπέμπει σαφώς σε «παρθενογένεση» και όχι σε μετεξέλιξη.
Κύριε Πρόεδρε,
Υποστήριξα τις προσπάθειες σας να προσέλθουμε στις διαπραγματεύσεις μόνο εφόσον ξεκαθαρίσει η βάση. Θεωρούσα και θεωρώ αυτονόητο όμως, ότι όλοι εννοούσαμε η βάση αυτή να είναι μια καλή βάση. Η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση δεν διαθέτει αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό. Αντίθετα, συρράβοντας σκόρπιες διατάξεις του Σχεδίου Αννάν, διέπεται από τη φιλοσοφία του και αναπαράγει τις βασικές παραμέτρους του, στον τομέα κυρίως της Διακυβέρνησης. Ο κυπριακός Ελληνισμός, όμως, έχει αποφανθεί οριστικά και τελεσίδικα επί του Σχεδίου Αννάν και ουδείς νομιμοποιείται να αγνοήσει αυτό το γεγονός. Αυτό άλλωστε περιλαμβάνεται ρητά στην Προγραμματική Συμφωνία σας με το Δημοκρατικό Κόμμα πριν από τις τελευταίες Προεδρικές Εκλογές.
Πιστεύω επίσης πως η υιοθέτηση και ανακοίνωση αυτής της Κοινής Δήλωσης, σε αυτή την χρονική συγκυρία, θα δημιουργήσει μια εν πολλοίς τεχνητή ευφορία ότι περίπου το Κυπριακό βρίσκεται στην τελική ευθεία λύσης του. Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει το ελάχιστον σε επιβράδυνση και το χειρότερο σε αναστολή, αν όχι ανατροπή, των σχεδιασμών για την ανάπτυξη των υδρογονανθράκων μας, αφού οι ήδη επενδυτές και οι επίδοξοι επενδυτές θα αισθάνονται πλέον ανασφάλεια να συνεχίσουν τις επενδυτικές, ερευνητικές και αναπτυξιακές δραστηριότητες και σχεδιασμούς τους καθώς δεν θα γνωρίζουν από ποιους και που θα λαμβάνονται οι αποφάσεις που θα τους αφορούν.
Εν κατακλείδι, και χωρίς να έχουμε απαριθμήσει παρά μόνο αυτά που θεωρούμε τα πλέον αρνητικά στοιχεία της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης, το Δημοκρατικό Κόμμα εισηγείται και προτείνει να μην την αποδεχθείτε.
Όχι τόσο γιατί μια τέτοια αποδοχή ακυρώνει την Προγραμματική Συμφωνία σας με το Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά γιατί με το συγκεκριμένο κείμενο η Τουρκική πλευρά πετυχαίνει τις περισσότερες από τις διαχρονικές επιδιώξεις της και μάλιστα πριν καν αρχίσουν διαπραγματεύσεις.
Αυτή δε η αποδοχή, ακυρώνει και τη δική σας πρόταση την οποία υποβάλατε στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, με την επιστολή σας ημερομηνίας 2 Ιανουαρίου 2014 για «υιοθέτηση μιας ουσιαστικής, απλής και σημαντικά μικρότερης κοινής δήλωσης», χωρίς μάλιστα να έχει μεσολαβήσει κάτι από τότε και χωρίς να έχουμε οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Θα συμφωνείτε και εσείς ότι η μόνη νεότερη εξέλιξη είναι η εντατικοποίηση των τουρκικών προκλήσεων και ενεργειών στην ΑΟΖ της χώρας μας
Κύριε Πρόεδρε,
Υπάρχει ακόμα χρόνος και περιθώριο αποτροπής μιας εξαιρετικά αρνητικής εξέλιξης.
Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν μπορεί να συμφωνήσει με την αποδοχή της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης.
Η εγκατάλειψη της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης θα είναι αμελητέα μπροστά στα ανεξίτηλα σημάδια που θα αφήσει ενδεχόμενη αποδοχή της στο παρόν και το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Κυπριακού Ελληνισμού.
Με εκτίμηση
Νικόλας Παπαδόπουλος
Πρόεδρος Δημοκρατικού Κόμματος
πηγή
Δημοσίευση σχολίου