GuidePedia

0

Παναγιώτης Ήφαιστος www.ifestosedu.gr, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς

60 ΧΡΟΝΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ-30 ΧΡΟΝΙΑ Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗΠανεπιστήμιο Πειραιώς – Ελληνική Βουλή 29-3-2012
Αμφιθέατρο Ιδρύματος Ευγενίδου, Λ. Συγγρού 387, Π. Φάληρο
Οι πυκνές και αναγκαστικά σύντομες επισημάνσεις μου θα περιστραφούν γύρω από 4 αλληλένδετους άξονες:
• Το Γερμανικό ζήτημα.
• Τις οντολογικές προϋποθέσεις της ΕΕ.
• Την εγγενή πλην εύθραυστη αντί-ηγεμονική φύση της ΕΕ.
• Τις αποφάσεις μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, ιδιαίτερα όσον αφορά τα νομισματικά δεσμά


Ποιος είναι ο ρόλος και ποια η θέση του Γερμανικού κράτους στο κέντρο της Ευρώπης. Γερμανικού κράτους το οποίο όταν είναι οικονομικά αδύναμο η Ευρώπη είναι ρακένδυτη και όταν είναι πολύ ισχυρό έχουμε αστάθεια και πόλεμο. «Δεν με αφήνουν να κοιμηθώ οι εφιάλτες των αντι-γερμανικών συσπειρώσεων», συνήθιζε να λέει Καγκελάριος Μπίσμαρκ.
Η Γερμανία επιδίωξε πολλές φορές την ηγεμονία αλλά ποτέ δεν κατάφερε να ηγεμονεύσει επί της Ευρώπης. Είτε είχαμε πόλεμο και ήττα της Γερμανίας είτε η σταθερότητα της Γηραιάς Ηπείρου εξαρτάτο τόσο από μια σειρά στρατηγικές, οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις όσο και από την κατανόηση εκ μέρους του Βερολίνου των ιστορικών στρατηγικών καταναγκασμών της εξωτερικής του πολιτικής.
Η στρατηγική αποφυγής δημιουργίας αντί-γερμανικών αξόνων με το να υιοθετεί μια στρατηγική χαμηλών τόνων είναι βασικά η μόνη επιλογή της Γερμανίας. Ακόμη και η παραμικρή γερμανική ηγεμονική παράσταση προκαλεί διλήμματα ασφαλείας που σταδιακά συγκροτούν τις προϋποθέσεις αστάθειας. Παρά το γεγονός πως στις ανθρώπινες καταστάσεις και ιδιαίτερα στην διεθνή πολιτική κανείς ποτέ δεν πρέπει να λέει ποτέ, πολλοί εκτιμούν ότι η Γερμανία ποτέ δεν θα μπορέσει να ηγεμονεύσει επί της Ευρώπης.
Μπορούμε να αντιληφτούμε πως φθάσαμε στην συγκαιρινή κρίση αν κατανοήσουμε την θέση του Γερμανικού ζητήματος στην σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία και αν γίνει κατανοητό ότι η νομισματική ένωση όπως αποφασίστηκε το 1992 ως τρόπος ελέγχου της Γερμανίας ήταν μια αναποτελεσματική προσέγγιση αλλά και ένα άλμα στο κενό. Όσον δε αφορά τις συναρτημένες με αυτό σκέψεις για οικονομική και πολιτική ένωση ενός πλέον αποδεδειγμένα διαφοροποιημένου εθνοκρατοκεντρικού ευρωπαϊκού χώρου ήταν και συνεχίζει να είναι ένα πολύ επικίνδυνο σχέδιο.
Η πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέχρι το Μάαστριχτ μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια προσεκτική θεμελίωση μιας «Ευρώπης των Πατρίδων». Μετά το 1945, βέβαια, ο ουτοπισμός ποτέ δεν έλειψε. Όμως, από το 1985 μέχρι το 1992 εντάθηκαν οι ουτοπικές φωνές για ολοκλήρωση της κοινής αγοράς με αποφάσεις που συνεπάγονταν μια νομισματική και οικονομική ένωση. Αυτό το κλίμα εντάθηκε λόγω μεγάλων ανακατατάξεων στην φάση μετάβασης από τον Ψυχρό Πόλεμο στην μεταψυχροπολεμική εποχή.
Έτσι, εξήντα ακριβώς χρόνια μετά την έναρξη του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου που εν πολλοίς οφειλόταν στην ουτοπική πολιτική σκέψη, ο ουτοπισμός υπερίσχυσε και πάλιν αρχές της δεκαετίας του 1990. Αν ζούσε ο Edward H Carr, ίσως θα έγραφε ένα νέο αριστούργημα, το: The sixty year crisis. The consequences of lack in strategic and political thinking in European interstate relations. (Το βιβλίο του Carr The Twenty Year Crisis (μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποιότητα: Η Εικοσαετής κρίση) θεωρείται ότι είναι το εμβληματικό κείμενο που θεμελίωσε την επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων. Είναι ένα κλασικό έργο που τεκμηριώνει, μεταξύ πολλών άλλων, το πόσο επικίνδυνος είναι ο ουτοπισμός στις διεθνείς σχέσεις και τον κλασικό χαρακτήρα των ηγεμονικών διεθνιστικών μεταμφιέσεων).

Εδώ και αιώνες το γερμανικό ζήτημα συναρτάται με τα πεδία της οικονομίας, της διπλωματίας, της στρατηγικής, των δημογραφικών δεικτών και με πιο σταθερά διαχρονικά γεωπολιτικά κριτήρια της Ευρωπαϊκής πολιτικής.
Μετά το 1945 δεν υπάρχει ευρωπαϊκός και ευρωατλαντικός θεσμός ο οποίος να μην είχε αποφασιστεί, πρωτίστως και κυρίως, σε αναφορά με το γερμανικό ζήτημα. Επιγραμματικά υπενθυμίζω τα Σύμφωνα, τα σχέδια και τις ιδέες από το 1945 μέχρι και το 1955. Οι κυρίαρχες αξιώσεις κυμαίνονταν από ιδέες για διάλυση του σύγχρονου γερμανικού κράτους και την δημιουργία εκατοντάδων μικρών κρατιδίων μέχρι και την από-βιομηχανοποίηση, την αγροτικοποίησή και αποστρατικοποίηση του κράτους που δημιούργησε ο Μπίσμαρκ ένα αιώνα πριν.
To 1955, λίγο πριν δημιουργηθεί η Ομόσπονδη Γερμανία, είχαμε το Σοβιετικό Σχέδιο για ολική επανένωση και ουδετεροποίηση του νέου κράτους. Κάτι ήξεραν οι Σοβιετικοί και κάτι ξέρουν οι Ρώσοι σήμερα τι σημαίνει για την κατανομή ισχύος, θέσης και ρόλων, η ύπαρξη ενός ενωμένου και ισχυρού Γερμανικού κράτους στο κέντρο της Ευρώπης. Σημαίνει, βασικά, κατάλυση του ιστορικού συνασπισμού των ναυτικών δυνάμεων και άνοιγμα της βεντάλιας των στρατηγικών παιγνίων που ευνοούν τις ηπειρωτικές δυνάμεις.
Το 1955, το νέο γερμανικό κράτος αποτελούμενο από τα τρία μόνο κατεχόμενα κομμάτια, υποχρεώθηκε να δεχθεί μια σειρά δεσμεύσεων τα οποία λίγο πολύ επαναλήφθηκαν το 1994 και ισχύουν και σήμερα. Ο πολιτικοστρατηγικός σκοπός είναι ρητός και συχνά διακηρυγμένος: Ο στρατηγικός έλεγχος της Γερμανίας σε όλα τα νοητά πολιτικοοικονομικά και πολιτικοστρατηγικά πεδία, για «να υπάρχει μια Γερμανία της Ευρώπης και όχι μια Ευρώπη της Γερμανίας».
Το 1955 η Ομοσπονδιακή Γερμανία εντάχθηκε σε όλους τους ευρωπαϊκούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς. Η ΔΕΕ αποστολή είχε να ελέγχει τους γερμανικούς εξοπλισμούς. Η Βόννη υποχρεώθηκε επίσης να μην διαθέτει ανεξάρτητο γερμανικό στρατιωτικό επιτελείο και δεσμεύτηκε συνταγματικά να μην αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Υπέστη επιπλέον τον σφικτό εναγκαλισμό της Γαλλίας με την Συνθήκη του 1963, και με πιο πολιτικό τρόπο κατά την διάρκεια του μεταπολέμου υποχρεώθηκε να κρατάει χαμηλό προφίλ στην διπλωματία. Συχνά Γάλλοι ηγέτες δηλώνουν ότι ένας από τους σκοπούς που εξυπηρετούνται με την κατοχή πυρηνικών όπλων είναι η «ψυχολογική εξισορρόπηση της Γερμανίας».
Μερικές διατυπώσεις συνοψίζουν γλαφυρά το γερμανικό ζήτημα. Για παράδειγμα, όταν την δεκαετία του 1980 συζητούσαν το ζήτημα της αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας, και αφού το λογικό συμπέρασμα ήταν ότι το άλογο που θα μπορούσε να τραβήξει το άρμα μιας ευρωπαϊκής συμμαχίας ήταν η Γερμανία, ο τότε πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου ιδιοφυώς αποτύπωσε το ανυπέρβλητο δίλημμα: «Το ζήτημα είναι πως για να συμβεί αυτό η Γερμανία πρέπει να είναι τόσο δυνατή που να την φοβάται η Σοβιετική Ένωση αλλά και τόσο αδύναμη ούτως ώστε να μην την φοβάται το Λουξεμβούργο».
Η πιο πολυσυζητημένη φράση στις ευρωστρατηγικές συζητήσεις, δικαίως, είναι του Josef Joffe. Υπενθυμίζοντας το γερμανικό ζήτημα και τα υποβόσκοντα διλήμματα ασφαλείας στην Γηραιά Ήπειρο, υπογράμμισε ακόμη πιο ξεκάθαρα το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής στρατηγικής αρχιτεκτονικής άμυνας και ασφάλειας. Όπως έγραψε «η Αμερική με την παρουσία της στην Ευρώπη σώζει τους Ευρωπαίους από τους εαυτούς τους». Ερχόμαστε λοιπόν στην μεταψυχροπολεμική εποχή οπότε και βλέπουμε ότι ο Joffe επιβεβαιώθηκε και πάλιν. Κατά την μετάβαση στην μεταψυχροπολεμική εποχή παρατηρήθηκαν τα εξής:
Πρώτον, είχαμε την εντονότερη εκδήλωση διλημμάτων ασφαλείας μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και η Ευρώπη διέτρεξε τον κίνδυνο μεγάλης αστάθειας ή ακόμη και πολεμικής σύγκρουσης.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ κράτησαν συγκρατημένη στάση μέχρι το τέλος του 1991 αναμένοντας τις αποφάσεις των Ευρωπαίων πλην παράλληλα πλασάροντας την διαιώνιση της Ατλαντικής Συμμαχίας ως τον εγγυητή της σταθερότητας, με τον όρο, όμως, των εκτός περιοχής δράσεων, οι οποίες μέχρι και σήμερα εξυπηρετούν τον αμερικανικό επεμβατικό σχεδιασμό. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε η υφυπουργός εξωτερικών Κοντολέσα Ράις που χειριζόταν την κρίση στην Ουάσιγκτον οι ΗΠΑ κράτησαν αποστάσεις μέχρι την στιγμή που ο Μιτεράν έχοντας πλέον συμφωνήσει την ΟΝΕ με τον Κολ δήλωσε ότι η επανένωση θέτει μεγάλα προβλήματα που θα αντιμετωπίζονται όπως θα επέρχονται.
Τρίτον, οι σπασμωδικές και νευρικές Βρετανικές, Γαλλικές και άλλες κινήσεις οδήγησαν μεν στην επανένωση και σε νέες Συνθήκες πλην το Γερμανικό ζήτημα δεν έκλεισε αλλά άνοιξε. Αυτά που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια δεν είναι παρά η αρχή ενός μεγάλου ζητήματος που το 1992 μπήκε σε μια νέα αφετηρία.
Τέταρτον, οι Γάλλοι, πάλεψαν για να εκπληρώσουν, τουλάχιστον, την επί δεκαετίες αξίωσή τους για επιβολή κάποιου είδους ευρωπαϊκού νομισματικού ελέγχου επί της Κεντρικής Γερμανικής Τράπεζας. Οι Γερμανοί τραπεζίτες ήταν μεν ανεξάρτητοι πλην λειτουργούσαν με εθνικούς γερμανικούς όρους και όχι κάποιας πολιτικής ανθρωπολογίας ενός ανύπαρκτου ευρωπαϊκού έθνους.
Ο νομισματικός έλεγχος, ήλπιζαν οι Γάλλοι, θα επόπτευε τις Γερμανικές οικονομικές αποφάσεις. Μάταια, βέβαια, όπως ομολόγησε ο Ντελόρ το 1996, καθότι αυτό που μετράει δεν είναι μόνο οι νομισματικές αποφάσεις αλλά και η οικονομική ισχύς ενός κράτους που προκαλεί άνισο και αθέμιτο ανταγωνισμό και αθέμιτα πλεονάσματα. Στις διακρατικές σχέσεις αυτό που προστατεύει τα λιγότερο ισχυρά κράτη και τα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης που συναρτώνται με τις κοινωνικές ισορροπίες είναι τα οικονομικά σύνορα. Η ΕΕ ως σχέδιο συνεργασίας κρατών δεν μπορεί να υπάρχει αν καταστεί μέσο συντριβής των λιγότερο ισχυρών, δεσποτείας του ισχυρότερου και κυριαρχίας μιας τεχνόσφαιρας στερούμενης πολιτικής νομιμοποίησης.
Πάντως αυτά συζητήθηκαν εκτενώς στην Γαλλία το 1993 όταν έγινε το δημοψήφισμα για την Συνθήκη του Μάαστριχτ που υπερψηφίστηκε με μισή ποσοστιαία μονάδα, οι αντίπαλοί της ορθά, όπως αποδεικνύεται, δήλωναν ότι η Γαλλία με την ΟΝΕ «προσπαθεί να δέσει ένα γίγαντα με κλωστές». Αυτό που ζούμε τώρα, ακριβώς, είναι το σπάσιμο αυτών των κλωστών. Τώρα, στο πνευματικό πεδίο, αρκεί η γλαφυρή αναφορά του Mauriac που εξέφραζε πολλούς όταν έγραψε: «Αγαπώ τόσο πολύ τους γερμανούς που θέλω να είναι δύο», δηλαδή διαιρεμένοι μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.

Ο σκοπός ελέγχου της Γερμανίας δεν μπορούσε να επιτευχθεί με νομισματική ενοποίηση. Ούτε η οικονομική ή πολιτική ένωση με κατάλυση των εθνοκρατών είναι εφικτή. Σε ένα διαφοροποιημένο εθνοκρατοκεντρικό χώρο οι νομισματικές αποφάσεις δεν υπόθεση των τεχνοκρατών που χαίρομαι καθότι χθες οι συνάδελφοι Χατζηεμμανουήλ και Κότιος το υπογράμμισαν.
Επηρεάζει τα μακροοικονομικά μεγέθη, τις κοινωνικές ισορροπίες εντός των κρατών, την διαχείριση των χρηματοοικονομικών ροών ενδοκρατικά, ευρωπαϊκά και διεθνώς, τα επιτόκια, τις ξένες επενδύσεις, βασικά τα πάντα. Είναι Υψηλή Πολιτική par excellence.
Απλή λογική οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι τα λιγότερο ανταγωνιστικά κράτη θα βυθίζονταν και ναυαγοσώστες δεν θα υπήρχαν. Αν βέβαια ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας τότε σε τι διαφέρει το Κοινοτικό σύστημα από το υπόλοιπο διακρατικό σύστημα! Προς τι να καλούμε για πολιτική ένωση; Αν αυτό είναι εφικτό με μια δήλωση γιατί να μην ενωθεί ο πλανήτης αύριο;
Τώρα, εδώ υπάρχει ένα μυστήριο! Γιατί το 2001 η Ελλάδα πριν είναι έτοιμη θεσμικά, οικονομικά, αναπτυξιακά και ανταγωνιστικά, πήδηξε μέσα σε αυτό τον τρικυμισμένο ωκεανό; Είπαμε, η ζωή των ανθρώπων και η πορεία των κρατών είναι ένα ταξίδι, μια οδύσσεια. Ο Οδυσσέας όμως εισήλθε στην σπηλιά των Κυκλώπων επειδή δεν γνώριζε. Το ίδιο και εμείς νομίζω πράξαμε με την ΟΝΕ. Δεν ξέραμε ότι είναι οι συμπληγάδες των στρατηγικών ανταγωνισμών Γαλλίας-Γερμανίας και ότι δεν ήταν ένας χλοερός τόπος γεμάτος αλληλεγγύη;
Πολλές ευθύνες εντοπίζονται στα πεδία των διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών και του κατασκευαστικού ιδεολογικού και δογματικού κανονιστικού λόγου που κυριαρχεί στις πολιτικές επιστήμης στην Ευρώπη. Του κανονιστικού ιδεολογικού λόγου όπως είπε χθες ο Κοντογιώργης που εμφανίζεται ως επιστήμη. Το ιδεαλιστικό κατασκευαστικό «ΘΑ» στην διεθνή πολιτική, πολλοί ιστορικοί θα πουν, αποδεικνύεται ότι ήταν πάντοτε τα δύο πρώτα ψηφία της λέξης «Θάνατος». Ο Πλάτωνας βέβαια από εκεί υψηλά συχνά μας ατενίζει και μειδιά σαρδόνια για τα πλατωνίζοντα ιδεαλιστικά καμώματά μας.
Εδώ, παρενθετικά μια λέξη για τους Γερμανούς. Κράτος είναι και μάλιστα πολύ φυσιολογικό που λογικά λειτουργώντας αξιώνει θέση και ρόλο που συνάδει με την εθνοκρατική του ισχύ. Μελετώντας τη περίοδο 1945-1990 είναι πράγματι να θαυμάσει κανείς την επιτυχή ισορροπία που επιτύγχαναν σημαντικοί Γερμανοί ηγέτες όπως οι Αντενάουερ, Μπράντ, Σμιτ και Κολ. Εν μέσω της δίνης που προκαλούσαν οι εναλλαγές ύφεσης και έντασης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, πέτυχαν να επιβιώσει η Γερμανία, και, ευκαιρίας δοθείσης, να ενωθεί ξανά. Διόλου τυχαία, συχνά ακούγαμε τον Καγκελάριο Κολ να θυμίζει την ρήση του Μπίσμαρκ ότι δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί οι εφιάλτες των αντί-γερμανικών συσπειρώσεων». Τα τελευταία χρόνια τέτοια λόγια δεν ακούγονται πια συχνά στην Γερμανία. Και αυτό είναι μια σημαντική αλλαγή.

Τώρα, μερικές λέξεις για την κυριαρχία παμπάλαιων προμαρξιστικών δογμάτων του αρχαϊκού δογματικού φιλελευθερισμού που θεωρούσε την αναγωγή του πολιτικού και στρατηγικού αστερισμού στον οικονομικό αστερισμό ως γραμμική υπόθεση. Η οικονομία και οι ιδεολογικά εμπνευσμένοι θεσμοί, συνεχίζουν να πιστεύουν μερικοί, είναι ανεξάρτητοι διαμορφωτικοί παράγοντες που λειτουργούν απρόσκοπτα ως κινητήρια δύναμη ανθρωπολογικής και πολιτικής εξομοίωσης και ολοκλήρωσης που οδηγεί σε ένα λίγο πολύ ενιαίο πλανήτη. Οι άνθρωποι σύμφωνα με αυτή την λογική πειθαρχούν στους θεσμούς και διαμορφώνονται. Η πολιτική πάει περίπατο.
Παραμερίζοντας απροβλημάτιστα τα στρατηγικά ζητήματα σχετικού συμφέροντος και άνισης ανάπτυξης, αναμίχθηκαν δογματικά και συγκεχυμένα η οικονομία, το κράτος και η πολιτική. Πολλοί πείστηκαν ότι οι οικονομικές διαδράσεις είναι επαρκής προϋπόθεση αποδυνάμωσης ή και κατάργησης της πολιτικής και τρόπος μαγικής εξαφάνισης των διακρατικών στρατηγικών προβλημάτων. Πολλοί πίστεψαν ότι γραμμικά και απρόσκοπτα οι θεσμοί, το αόρατο οικονομικό χέρι και οι χαρούμενες αισθητικές σχέσεις θα συγκροτούσαν μια ευρωπαϊκή υπερεθνική πολιτική ανθρωπολογία που στην συνέχεια, όπως έγραψε ο Amitai Etzioni δεν θα είχε νόημα να υπάρχει μόνο στην Ευρώπη. Το εγχείρημα της ολοκλήρωσης, υποστήριξε, να επεκταθεί πλανητικά.
Βέβαια, όπως και άλλοι εισηγητές επισήμαναν χθες, συνέτειναν και άλλα γεγονότα τα οποία εξώθησαν τους πάντες προς τον ανορθολογισμό. Το 1985 εν μέσω πιέσεων για τον κορεσμό της διαδικασίας ολοκλήρωσης και των 300 κανονισμών ολοκλήρωσης της Ενιαίας Αγοράς που ολοκληρώθηκαν το 1992, απροβλημάτιστα ουκ ολίγοι αξίωναν αφόρητα μια πορεία προς οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση.
Δεν κυριάρχησε το θεμελιώδες ερώτημα για το πώς θα μπορούσε να πορευτεί η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αν δεν συνεκτιμήσει πλήρως το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή υπερεθνική ανθρωπολογία είναι μηδέν. Υπερεθνικοί θεσμοί υπάρχουν. Υπερεθνικοί άνθρωποι, όμως, δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν. Και δεν κατασκευάζονται με την ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων όπως παρωχημένες λειτουργιστικές αντιλήψεις υποστήριζαν. Όμως, μηδέν πολιτική ανθρωπολογία, σημαίνει μηδέν ανθρωπολογικές προϋποθέσεις υιοθέτησης αμιγών υπερεθνικών θεσμών. Σημαίνει μηδενική δυνατότητα άσκησης λαϊκής κυριαρχίας σε υπερεθνικό επίπεδο. Σημαίνει μηδενική δημοκρατία, σημαίνει ανυπαρξία πολιτικοοικονομικού ορθολογισμού και κατά συνέπεια επιτάσσει μηδενικές ανεξάρτητες υπερεθνικές αρμοδιότητες. Οτιδήποτε το αντίθετο συμβολίζει μηδενική πολιτική σκέψη.
Όριο ο ουρανός, βέβαια, για αρμοδιότητες των υπερεθνικών θεσμών ως εντολοδόχων των εντολέων διακυβερνητικών θεσμών. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, πολιτικός ορθολογισμός σημαίνει ομόφωνες αποφάσεις στο διακυβερνητικό επίπεδο και ενδυνάμωση της δημοκρατίας στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους.

Όπως πολλοί πλέον παραδέχονται πλην πολύ αργοπορημένα, η ΟΝΕ ήταν το κύκνειο άσμα μιας παρωχημένης και πολιτικοστρατηγικά ελλειμματικής οικονομικίστικης αντίληψης για τον άνθρωπο, το κράτος και το διεθνές σύστημα. Πέραν του ότι πραγματολογικά δεν έχει κανένα ιστορικό έρεισμα, αγνοεί ή παρακάμπτει το γεγονός ότι το σύγχρονο διεθνές σύστημα είναι όλως ιδιαιτέρως εθνοκρατικά και ανθρωπολογικά διαφοροποιημένο.
Πέραν αυτού, θυμίζω ότι στο πεδίο της θεωρίας ολοκλήρωσης. Ήδη από το 1966, αυτή η συζήτηση τελείωσε με τις γνωστές παραδοχές του Ernst Haas στην διαμάχη του με τον Stanley Hoffman. Είχε ήδη γίνει φανερό ότι λειτουργική ολοκλήρωση ναι μεν συγκρότησε ένα σύστημα συναλλαγών, θεσμών και κοινών πολιτικών που διαχειρίζονταν υπερεθνικοί θεσμοί κατ’ εντολή των κρατών μελών, αλλά δεν αναίρεσε και αντίθετα ενίσχυσε την θεμελιώδη εθνοκρατική διαφοροποίηση της Ευρώπης.
Αυτή ίσως είναι και η ουσία των πάντων. Μετά τον Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου του 1966 η θεμελίωση της ΕΕ σε εθνοκρατοκεντρική βάση ήταν μια συνειδητή από όλους και συμπεφωνημένη στάση. Συγκεκριμένα, ο ομόφωνος και σε κάθε περίπτωση συναινετικός χαρακτήρας των αποφάσεων που συγκρότησε τις πολιτικές, τις λειτουργίες, την φυσιογνωμία και τις εγγενείς ιδιότητες της ΕΕ προκάλεσε τα εξής:
α) Οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις δημοκρατικής συγκρότησης βρίσκονται εκεί όπου η πίστη και η νομιμοφροσύνη των πολιτών νομιμοποιεί το Πολιτικό γεγονός, δηλαδή εθνοκρατικά.
β) Η λαϊκή κυριαρχία μπορεί να ασκηθεί μόνο στο εθνοκρατικό επίπεδο.
γ) Οι υπερεθνικοί θεσμοί μπορούν να είναι μόνο εντολοδόχοι. Λογικά, αποστολή τους μπορεί να είναι μόνο να δρουν ως καταλύτες προτάσεων και ομόφωνων κοινοτικών αποφάσεων που συναρτούν ανταλλακτικά τα εθνικά συμφέροντα. Σωστά νοούμενη αυτή είναι η κοινοτική μέθοδος.
δ) Τα εθνοκράτη είναι εντολείς. Αυτό εξάλλου καταμαρτυρείται από την σταδιακή ενίσχυση των διακυβερνητικών θεσμών όπως το Συμβούλιο αρχηγών κρατών, το coreper, τα Συμβούλια Υπουργών και τις Διακυβερνητικές Διασκέψεις.
ε) Δεν είναι τυχαίο ότι ζητήματα διπλωματίας, άμυνας και ασφάλειας που αφορούν τον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας ποτέ δεν είχαν υπερεθνικά χαρακτηριστικά
στ) Η δημοκρατία στην Ευρώπη εξαρτάται από τον βαθμό που οι αποφάσεις των συνελεύσεων των μελών είναι συναινετικές ή και ομόφωνες.
Αυτά μόνο είναι συμβατά με την εθνοκρατική οντολογία των έξη τελευταίων δεκαετιών. Τα υπόλοιπα είναι ουτοπία, ίσως και θανατηφόρα.


Χθες και σήμερα άκουσα πολλές εισηγήσεις που αναφέρθηκαν σε ορθολογικές επιλογές σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο. Σωστά νοούμενες αυτές οι θεωρήσεις εμπίπτουν απολύτως στο πεδίο που μόλις σκιαγραφήθηκε. Όροι και έννοιες όπως «λογική», «ορθός λόγος», «ορθώς διανοείσθαι», «λελογισμένως διανοείσθαι», «ορθολογισμός» «ανορθολογισμός» κτλ, αν και το μεταγενέστερο ύστερο περιεχόμενό τους ροκανίστηκε και στρεβλώθηκε από αναρίθμητα θεωρήματα και διακλαδώθηκαν σε πολλαπλάσια ιδεολογήματα διαφορετικού περιεχομένου, πολιτικά ανάγονται στην (πολιτικά) πολύ αναπτυγμένη κλασική εποχή.
Τότε όπως και σήμερα οι πολιτικοί όροι και έννοιες για να μην είναι μεταφυσικοί απαιτείται να διαθέτουν κοινωνική αναφορά. Πολιτική αναφορά με οντολογική υπόσταση ανθρωπολογικά περιεκτική. Οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις δεν κατασκευάζονται και μιας και δεν υπάρχει μια κοινωνική οντότητα αλλά πολλές, οι πολιτικοί όροι και έννοιες αποκτούν περιεκτικό περιεχόμενο αν ανταποκρίνονται στην αλήθεια μιας συγκεκριμένης κοινωνικής οντότητας και όχι όλων. Μονολεκτικά υπενθυμίζουμε τα ποικιλόμορφα διεθνιστικά ιδεολογικά δόγματα όλων των αποχρώσεων των τελευταίων τριών αιώνων τα οποία το κάθε ένα εξ αυτών υποστηρίζει πως υπάρχει δήθεν ένας μόνο «ορθολογισμός» ο οποίος είναι κοινός για όλους τους ανθρώπους όλου του πλανήτη.
Πέραν του γεγονότος ότι ποτέ δεν είχαμε ένα μόνο ορθολογισμό αλλά μια πανσπερμία πολλών «ορθών οικουμενικών λόγων», οι ίδιες οι κοινωνίες σε κάθε ένα ξεχωριστό εθνοκράτος υιοθετούν τον δικό τους πολιτικό ορθολογισμό. Απόδειξη: Η διαφοροποίηση καταγράφεται επακριβώς αν κανείς παρατηρήσει όλες τις συνταγματικές και ηθικοκανονιστικές δομές κάθε εθνοκράτους για να διαπιστώσει την κάθετη και οριζόντια διαφοροποίηση μεταξύ εθνοκρατών. Ούτε ενός εθνοκράτους οι κοσμοθεωρητικές και ηθικές δομές δεν είναι οι ίδιες με τις αντίστοιχες κάποιου άλλου. Κοντολογίς, οι άνθρωποι διεξάγοντας τον κοινό τους βίο στο εσωτερικό καθεμιάς ανεξάρτητης πολιτείας αποφασίσουν οι ίδιοι ποιος «ορθολογισμός» προσιδιάζει στις δικές τους ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.
Επειδή, ακριβώς, ο ορθολογισμός ως ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να είναι μόνο πολιτικά συναρτημένος και όχι ένας μεταφυσικός ορθολογισμός, οι ιδιότητες και οι αρμοδιότητες των υπερεθνικών δομών της ΕΕ μπορούν να προσδιοριστούν μόνο από τους ανεξάρτητα εθνοκράτη της Κοινότητας τα οποία ποτέ δεν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πολιτική τους κυριαρχία. Οι κοινοί υπερεθνικοί θεσμοί θα πρέπει να είναι συμβατοί με την υποκείμενη οντολογική εθνοκρατική διαφοροποίηση της ΕΕ.
Οι αιτιολογήσεις μια τέτοιας θέσης είναι πολλές και δεν αφορούν μόνο την ΕΕ αλλά κάθε άλλη διεθνή ρύθμιση στις διακρατικές σχέσεις. Για παράδειγμα, αν μια υπερεθνική διάταξη, για παράδειγμα οι διατάξεις ενεός διεθνούς θεσμού, δεν ανταποκρίνονται σε μια συμπεφωνημένη ταύτιση ή σύγκλιση εθνικών συμφερόντων, ο θεσμός αυτός θα ταλανίζεται από αντιφάσεις και αντιθέσεις. Αυτό επειδή για τα μέλη ενός έθνους ο «ορθολογισμός» των άλλων εθνών όπως απορρέει από μια άλλη πολιτική ανθρωπολογία ενδέχεται να είναι «ανορθολογισμός», και το αντίστροφο. Έτσι, στον ΟΗΕ, για παράδειγμα, συμφωνούν στην Υψηλή Αρχή της μη επέμβασης και της διακρατικής ισοτιμίας επειδή συνάδει με τα εθνικά συμφέροντα των μελών, αλλά για άλλους θα ήταν ορθολογικό και για κάποιους άλλους ανορθολογικό μια πιθανή διάταξη που θα όριζε ότι η θρησκεία διακρίνεται και διαχωρίζεται πλήρως από τους κρατικούς θεσμούς των μελών του ΟΗΕ. Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής πολλά κράτη της Ευρώπης υπέγραψαν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή την αντίστοιχη σύμβαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου αλλά αυτό αφορά συγκεκριμένες κοινά αποδεκτές διατάξεις που δεν αναιρούν την εθνική τους ανεξαρτησία και την πολιτική τους κυριαρχία. Κοντολογίς, συγκροτείται μια κοινή διακρατική δημόσια σφαίρα η οποία ανταποκρίνεται στην εθνοκρατική ανεξαρτησία και στην αξίωση όλων των κοινωνικών οντοτήτων για πολιτική κυριαρχία και εσωτερική πολιτική αυτοδιάθεση.
Ο κάθε ορθολογισμός, επίσης, ιδιαίτερα αν αναφέρεται σε εκλογικεύσεις της πολιτικής καθημερινότητας κάθε εθνοκράτους, απαιτείται να είναι συμβατός με τα κοσμοθεωρητικά του θεμέλια. Για να θυμηθούμε τον Κονδύλη, «συλλογικές θεμελιώδεις στάσεις και έσχατες λογικές που εκλογικεύουν πολιτικά και ιδεολογικά συλλογικές στάσεις απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο βρίσκονται οι ίδιες πέραν κάθε λογικής αιτιολόγησης: Μονάχα η εκλογίκευση της θεμελιώδους στάσης ή απόφασης μπορεί να πραγματοποιηθεί με «λογική» συνέπεια όχι η ίδια η θεμελιώδης στάση: στα έσχατα ερωτήματα η απάντηση δίνεται με αξιωματικές αποφάνσεις. Υπάρχουν τόσες μορφές λογικής συνέπειας όσες και οι θεμελιώδεις στάσεις. Μολονότι τα τυπικά λογικά μέσα παραμένουν τα ίδια, ωστόσο υπηρετούν κάθε φορά την εκλογίκευση θεμελιωδών αποφάσεων με διαφορετικό περιεχόμενο».
Τουτέστιν, κάθε εθνοκρατική ανθρωπολογία παράγει τις δικές της πολιτικές εκλογικεύσεις και συγκροτεί τις δικές της συμβατές με αυτές πολιτικές δομές. Όσο και αν προκαλεί τα αισθήματα κάθε πλατωνίζουσας ιδεαλιστικής ύπαρξης που κινείται πάνω στο εκκρεμές των διεθνιστικών παραδοχών, η σκέψη και μόνο ότι ένα οντολογικά διαφοροποιημένο διακρατικό σύστημα μπορεί να διακυβερνηθεί εξισωτικά ως και να ήταν ανθρωπολογικά εξομοιωμένο, δεν είναι μόνο ουτοπική αλλά και επικίνδυνη για την σταθερότητα μεταξύ εθνικά ανεξάρτητων κρατών. Η ιστορία το καταμαρτυρεί καθημερινά τους τελευταίους αιώνες.
Μια υπερεθνική θεσμική δομή με οικονομικές προεκτάσεις, κατά συνέπεια, δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη την εθνοκρατική διαφοροποίηση και οι κοινοί (υπερεθνικοί) θεσμοί να αντιστοιχούν σε συγκλίσεις συμφερόντων που συγκροτούν μια συναινετικά θεμελιωμένη διακρατική σφαίρα. Οι δε θεσμοί μιας διακρατικά συμπεφωνημένης υπερεθνικής δομής να είναι εντολοδόχοι αυτής της δημόσιας σφαίρας. Έτσι, μόνο η υπερεθνική δημόσια σφαίρα της ΕΕ μπορεί να είναι συμβατή με την διαφοροποιημένη εθνοκρατοκεντρική πολιτική δομή της Ευρώπης. Τώρα, αυτά είναι αμιγείς αξιολογικά ελεύθερες περιγραφικές και ερμηνευτικές επισημάνσεις. Αν κανείς τις αμφισβητεί δεν έχει παρά να μελετήσει την πορεία της ΟΝΕ από το 1992 μέχρι το 2012 και ιδιαίτερα από το 2008 μέχρι το 2012. Μπορεί επίσης να ανατρέξει στην Σοβιετική εμπειρία για να διαπιστώσει ότι όλες οι περιπτώσεις υπερίσχυσης διεθνιστικών παραδοχών με ιδεολογικά πρόσημα είναι μορφικά πανομοιότυπες. Ο καθείς βέβαια είναι ελεύθερος να μην μιλά γήινα και να επιλέγει να μιλά εξωγήινα φτάνει να μην προκαλεί ανθρώπινες κακουχίες και θανάτους.

Οι τελευταίες επισημάνσεις μας φέρνουν σε δύο ακόμη θεμελιώδη ζητήματα. Συγκεκριμένα, στα κτισμένα πλην εύθραυστα αντι-ηγεμονικά ερείσματα της ΕΕ και στις συναρτημένες με αυτά κοσμοθεωρητικές παραδοχές του Κοινοτικού εγχειρήματος. Το κυριότερο πολιτικοπνευματικό έρεισμα της εθνοκρατοκεντρικά δομημένης ΕΕ είναι η αντί-ηγεμονική της φύση που σφυρηλατήθηκε επί έξη δεκαετίες. Αν η ΕΕ δεν αποκτούσε αυτά τα εγγενή χαρακτηριστικά θα είχε από καιρό διαλυθεί.
Ο αντί-ηγεμονισμός είναι η κοσμοθεωρία της ΕΕ και η δύναμη που την κρατά όρθια τις τελευταίες δεκαετίες. Γι’ αυτό και η αναβίωση γερμανικών ηγεμονικών αντιλήψεων που δεν ελέγχονται είναι άκρως προβληματική εξέλιξη. Η επιβίωσή της ΕΕ είναι αντιστρόφως ανάλογη επίπλαστων θεσμών, ανορθολογικών οικονομικών πολιτικών και ηγεμονικών συμπεριφορών. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο εθνοκρατοκεντρικό κόσμο η σταθερότητα και η ειρήνη δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι υπόθεση αλτρουισμού ή κάποιας αγαθής ανθρώπινης πρόθεσης. Συναρτάται με τη φύση κάθε διακρατικού συστήματος κάθε εποχής: Σταθερότητα έχουμε μόνο όταν διασφαλίζεται ισορροπία ισχύος και συμφερόντων και η δυνατότητα γρήγορων αντί-ηγεμονικών συσπειρώσεων.
Για να συνδέσω αυτή την θέση με την συντρέχουσα κρίση, η εγγενής αντι-ηγεμονική κοσμοθεωρία της ΕΕ θα διασωζόταν και θα αποτελούσε τρόπο διεξόδου αν οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας με ταχύτητα και συγκροτώντας ένα αξιόπιστο πολιτικό λόγο ευρωπαϊκών προδιαγραφών συμβατό με την ευρωπαϊκή νομιμότητα και τα βαθύτερα συμφέροντα διατήρησης των μεταπολεμικών ισορροπιών στην Ευρώπη, συνάσπιζε αντί-ηγεμονικά όχι μόνο πολλά ευρωπαϊκά κράτη αλλά και πολλούς πολιτικοστρατηγικά σκεπτόμενους Γερμανούς. Τα ευρωπαϊκά κράτη και οι κοινωνίες τους συμπεριλαμβανομένων των γερμανών έχουν πολλά να χάσουν αν αναβιώσουν ανεξέλεγκτες ηγεμονικές συμπεριφορές.

Συνοψίζω λοιπόν για να τονίσω ότι όταν τερματίστηκε ο Ψυχρός Πόλεμος και άρχισαν διαδοχικές διευρύνσεις, ενώ οι στρατηγικές δομές άλλαζαν με καταιγιστικούς ρυθμούς, η μέριμνα όλων λογικά έπρεπε να είναι όχι άλματα τεχνοκρατικής εμβάθυνσης αλλά πολύ μικρά βήματα ή και βήματα σημειωτόν επί τόπου για να διατηρηθεί η συμβατότητα της οικονομικής σφαίρας με τις σφαίρες της πολιτικής, της στρατηγικής και της προαναφερθείσης υπαρκτής μεν πλην εύθραυστης κοινής αντί-ηγεμονικής υφής του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Το ζήτημα που ετίθετο το 1990 δεν ήταν η Ευρώπη να τρέξει πριν μπορέσει να περπατήσει αλλά πατώντας πάνω σε στέρεα πολιτική και στρατηγική σκέψη να διασφαλίσει τα κεκτημένα. Δηλαδή, με σκεπτικό την εθνοκρατοκεντρική φύση της ΕΕ να κατοχυρωθεί το acquis communatauire με θεσμικοπολιτικές αναδιατάξεις που θα καθιστούσαν το νομικό και θεσμικό εποικοδόμημα συμβατό με την υποκείμενη εθνοκρατικά διαφοροποιημένη οντολογία. Αν κανείς ψάχνει για πολιτική δράση αυτό είναι το πεδίο.
Αντί αυτού, το 1992 δημιουργήθηκε μια νομισματική τεχνοκρατική σφαίρα αποκομμένη από τα εθνικά κοινωνικοπολιτικά συστήματα. Ενός κακού μύρια έπονται. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες διαδοχικές και άκρως ανορθολογικές αποφάσεις αντιστρέφουν τους όρους εντολέα – εντολοδόχου σε όλα τα ενδοκρατικά και διακρατικά επίπεδα συμπαρασύροντας τις εθνικές πολιτικές στην μια ανορθολογική απόφαση μετά την άλλη. Αν αυτά δεν είναι πολιτικός ανορθολογισμός τότε τι είναι;
Η δε εικόνα τεχνοκρατών που κηρύττουν ένα ξύλινο λόγο στερούμενο κάθε πολιτικής και στρατηγικής σκέψης δεν είναι μόνο αντί-αισθητικός αλλά στρατηγικά και πολιτικά και άκρως επικίνδυνος.
Υστερόγραφο.
Στην προφορική συζήτηση που ακολούθησε τις εισηγήσεις των μελών του πάνελ έγιναν ενδιαφέρουσες ερωτήσεις. Στέκομαι μόνο σε τρεις.
Πρώτον, όσον αφορά την σταθερότητα στην Ευρώπη, δεν μπορεί να υπάρξει αντίρρηση ότι από το 1945 μέχρι το 1990 ο στρατηγικός σταθεροποιητής ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ήδη στην εισήγηση έγινε συνοπτική αναφορά στην σχετική σημαίνουσα ανάλυση του Josef Joffe.
Δεύτερον, σε αναφορά και σε σχετική ανάλυση της εισήγησης του συναδέλφου Αθανάσιου Πλατιά η Γερμανία, υποστηρίχθηκε ότι η εξέλιξη της Γερμανικής στρατηγικής θα εξαρτηθεί από τον μελλοντικό πλανητικό συσχετισμό ισχύος. Λογικό είναι, όσο ανέρχεται οικονομικά και δυναμώνει πολιτικά να επιδιώξει αν οι περιστάσεις την υποχρεώσουν λόγω απειλών που προέρχονται από πυρηνικά κράτη, να οδηγηθεί στην απόκτηση πυρηνικών όπλων. Σχετικά είναι και τα άρθρα του Kenneth Waltz την δεκαετία του 1990 που προκάλεσαν μεγάλη συζήτηση.
Τρίτον, σε αναφορά με την θέση των συναδέλφων Κουσκουβέλη και Αρβανιτόπουλου για την ΟΝΕ, τονίστηκε ότι το ζήτημα της συμμετοχής στην νομισματική (και όχι οικονομική και πολιτική) ένωση, θέτει επί τάπητος ζητήματα ορθολογικής συμπεριφοράς εκ μέρους της Ελλάδας. Συγκεκριμένα.
α) Εισήλθε απροετοίμαστη και οπωσδήποτε πριν είναι θεσμικά και αναπτυξιακά έτοιμη να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό (δες και σχετική ανάλυση πχ στην διεύθυνση http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4077306 και http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4112419, και σε πολλά βιβλία που αναφέρονται πιο κάτω).
β) Επειδή ακριβώς, πολλοί θεωρούσαν την ένταξη στην ΟΝΕ ως ιδεολογικά επιβεβλημένη, δεν έθεσε ασφαλιστικές δικλείδες ως όρο συμμετοχής.
γ) Η Ελλάδα δεν πρόταξε όρους βελτίωσης των μηχανισμών όπως για παράδειγμα έγκαιρη προειδοποίηση που θα ενεργοποιεί συλλογικές διαβουλεύσεις και αποφάσεις. Τι εμπόδιζε κάτι τέτοιο; Πως τέλος πάντων βλέπουν μερικοί την συμμετοχή την ΕΕ; Ως στάση μαθητή προς δάσκαλο ή ως στάση ισότιμου και ανεξάρτητου κράτους, Χωρίς μια τέτοια στάση ανεξάρτητου κράτους δεν υπάρχει ορθολογισμός και δεν υπάρχουν σωστές αποφάσεις (εθνικές και κοινοτικές).
δ) Η Ελλάδα πριν την ένταξη δεν έθεσε ζήτημα αλληλεγγύης αν αντιμετωπιστούν προβλήματα ανταγωνιστικότητας, αναπτυξιακών προγραμμάτων για εξίσωση των όρων παραγωγής και συνδρομής στο πεδίο του θεσμικού εξυγχρονισμού.
ε) Η Ελλάδα δεν έθεσε ζήτημα κοινής διαχείρισης προκλήσεων όπως οι επιθέσεις των διεθνικών χρηματοοικονομικών δρώντων και κοινής διαπραγματευτικής στάσης έναντι τρίτων.
στ) Δεν τέθηκε ζήτημα έκτακτης ανάγκης, δηλαδή ύστατης και υπέρτατης δικαιοδοσίας αν υπάρξουν προβλήματα.
Και πολλά άλλα τα οποία θα μπορούσαν να ειπωθούν.

Κατά συνέπεια, το ζήτημα που τίθεται δεν ήταν μεταξύ συμμετοχής ή όχι σε ένα διεθνές εγχείρημα αλλά ζήτημα σοβαρότητας τόσο του κράτους όσο και της ΕΕ. Ένα κυρίαρχο κράτος και ισότιμο μέλος της ΕΕ δεν διστάζει και δεν κωλύεται να συμπεριφέρεται με ορθολογιστικό τρόπο και δεν έχει αναστολές να θέσει όρους και προϋποθέσεις συμμετοχής. Το τι είναι ορθό εξάλλου κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Σωστή προεργασία και σωστοί όροι συμμετοχής ήταν προϋπόθεση ένταξης στην ΕΕ. Λάθος ήταν να προσχωρήσει η Ελλάδα ως και να ήταν κράτος-ζητιάνος, κάτι που εκ των υστέρων οδήγησε στο να γίνει ζητιάνος και κράτος αναξιοπρεπές και υποτιμημένο. Μια συνολική εκτίμηση, πάντως, σχετίζεται με αυτό που ειπώθηκε στην κυρίως εισήγηση, ότι δηλαδή οι διεθνείς και ευρωπαϊκές σπουδές δεν φάνηκαν αντάξιες της αποστολής τους με το να δημιουργήσουν ένα κλίμα γνώσης και σύνεσης όσον αφορά την διπλωματία της Ελλάδας και τους όρους συμμετοχής στην ΕΕ. Όσον αφορά την διπλωματία νομίζω ότι ο συνάδελφος Κουσκουβέλης ήταν πολύ διαφωτιστικός.
Τέλος, όσον αφορά το πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποδείχθηκε ότι στη διεθνή πολιτική η ιδεολογία και ο ουτοπισμός είναι θανατηφόρα δηλητήρια. 

πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top