«Βάστα Ρόμμελ!», λέγανε στην Κατοχή οι μαυραγορίτες, ελπίζοντας σε παράταση των επιχειρήσεων στο μέτωπο της βόρειας Αφρικής, που καθιστούσε αδύνατο τον εφοδιασμό της Ελλάδας.
H οικονομική, μεταξύ άλλων, καταστροφή που συνόδευσε την προηγούμενη έλευση των Γερμανών στην Ελλάδα είχε σαν αποτέλεσμα μια πρωτοφανή αναδιανομή του πλούτου, με νέα τζάκια και περιουσίες να εμφανίζονται, με αντίτιμο λίγα τρόφιμα. Οι σύγχρονοι μαυραγορίτες είναι πιο εκλεπτυσμένοι. Δεν κρύβουν λάδι και όσπρια σε σκοτεινά υπόγεια, αλλά παίρνουν τη θέση τους, ως «κανονικοί» επιχειρηματίες, στους δρόμους και τις πλατείες. Άλλωστε, σε μία κοινωνία πλήρως αποδιαρθρωμένη, το θράσος και η κυνικότητα περισσεύει. Έτσι, εκεί που παλαιότερα τα ενεχυροδανειστήρια ήταν τελείως περιθωριακά και στεγάζονταν σε μικρά μαγαζιά, χωμένα σε σοκάκια και πολυκατοικίες, τώρα καταλαμβάνουν τους κεντρικούς δρόμους, με μεγάλες βιτρίνες και «λαμπερές» διαφημίσεις.
Είναι χαρακτηριστική μια περίπτωση συνταξιούχου από το Ηράκλειο Κρήτης, που έλαβε κάποια (διαδικτυακή) δημοσιότητα. Ο άνθρωπος αυτός κατέληξε σε ενεχυροδανειστήριο, αφού αδυνατούσε να πληρώσει το χαράτσι της ΔΕΗ. Για τους βαφτιστικούς σταυρούς των δύο παιδιών του, τη βέρα της γυναίκας του, ένα δαχτυλίδι και το ρολόι τσέπης του παππού του, ο τοκογλύφος του πρόσφερε 220 ευρώ. Τελικώς, ο συνταξιούχος έφυγε χωρίς να υποκύψει και προτίμησε να αφήσει το χαράτσι απλήρωτο. Όπως είπε: «Δεν τα άφησα στον σαράφη γιατί, μέσα στο σκοτεινό μαγαζί του, συνειδητοποίησα πώς αν το έκανα θα έδινα τη δυνατότητα στους εγκληματίες Έλληνες πολιτικούς, που μας οδήγησαν εδώ, να μου κλέψουν εκτός από την αξιοπρέπειά μου και τις αναμνήσεις μου. Όχι δεν θα μου τα πάρουν κι αυτά. Ας με αφήσουν χωρίς ρεύμα. Δεν θα μου πάρουν και τις αναμνήσεις μιας ζωής, όχι για 220 ευρώ, αλλά ούτε για όλα τα ευρώ του κόσμου».
Για κάποιους η κρίση είναι μια ευκαιρία να ανακαλύψουν τις αξίες εκείνες που χάσαμε τα χρόνια της Μεταπολίτευσης και του εκπασοκισμού της κοινωνίας. Τις αξίες της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης: τόσο απαραίτητες σήμερα, ώστε να μπορέσουμε να αντισταθούμε στον κοινωνικό κανιβαλισμό που μας ετοιμάζουν, τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων» στον οποίο προσπαθούν να βυθίσουν την χώρα μας. Για κάποιους άλλους, βέβαια, η κρίση είναι μια ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τον ανθρώπινο πόνο, την απελπισία και την εξαθλίωση ώστε να πλουτίσουν. Μόλις δύο χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, έχουν ήδη ανοίξει σε όλη την Ελλάδα τρεις χιλιάδες καταστήματα «αγοράς χρυσού». Ίσως είναι ο μόνος κλάδος υπηρεσιών που ανθεί, τη στιγμή που τα «λουκέτα» και τα «κανόνια» παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας (είναι ο πρώτος κλάδος που επωφελήθηκε από... το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων). Η απάντηση στη διαρκή εξάπλωση των παράσιτων αυτών δεν μπορεί να είναι παρά μία και μοναδική: η ίδια η κοινωνία θα πρέπει να καταστήσει τα καταστήματα αυτά άχρηστα. Να τους γυρίσει την πλάτη και να αναζητήσει στην πλούσια παράδοσή της τα μέσα και τους θεσμούς που θα αντικαταστήσουν τις άθλιες «υπηρεσίες» των μαυραγοριτών (μέχρι στιγμής, βέβαια, δεν έχουν λείψει και άλλου τύπου «δυναμικές παρεμβάσεις» σε αρκετά τέτοια καταστήματα). Οι μαυραγορίτες, από την πλευρά τους, έχοντας επιλέξει να συνδέσουν την επαγγελματική τους πορεία με την εκμετάλλευση των συμπολιτών τους, δεν μπορεί παρά να ελπίζουν σε παράταση της κρίσης και της εξαθλίωσης. Όπως και οι προκάτοχοί τους, δεν μπορεί παρά να αναφωνούν: «βάστα Μέρκελ!»
πηγή
Δημοσίευση σχολίου