Η Αρμενία (και το συνδεόμενο με αυτήν Ναγκόρνο-Καραμπάχ) είναι μια ορεινή περίκλειστη χώρα, περιβαλλόμενη από εχθρούς. Ανατολικά συνορεύει με το Αζερμπαϊτζάν, με το οποίο βρέθηκε σε πόλεμο στη δεκαετία του 1990 και το οποίο την απειλεί. Νότια και νοτιοδυτικά με την Τουρκία, που έχει απειλήσει επανειλημμένως να επέμβει στην περιοχή, κάνοντας χρήση των προνοιών της συνθήκης του Καρς. Βόρεια βρίσκεται η Γεωργία, που, αν δεν είναι ανοιχτός εχθρός, φίλος πάντως δεν είναι. Η Γεωργία έχει εξαιρετικά εχθρικές σχέσεις με τη Ρωσία, κυριότερο σύμμαχο της Αρμενίας, που χρειάζεται όμως τον εναέριο χώρο της ή το έδαφoς της Γεωργίας για να τη συνδράμει. Στη στρατιωτική απειλή που αντιμετωπίζει εύκολα μπορεί να προστεθεί και ο ενεργειακός και άλλος αποκλεισμός, όπως συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Για τους λόγους αυτούς πληροφορήθηκαν με κατάπληξη στο Ερεβάν (όπως επίσης στη Μόσχα και την Τεχεράνη) ότι η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να συνάψει συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με το Αζερμπαϊτζάν, παρέχοντάς του μάλιστα, παρά την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε ως χώρα, γενναιόδωρη στρατιωτική βοήθεια, που μπορεί να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων!
Η έκπληξη ήταν ακόμα μεγαλύτερη, στο μέτρο που Αρμένιοι και Έλληνες της Μικράς Ασίας εσφάγησαν από τον ίδιο δυνάστη! Αλλά και το Αζερμπαϊτζάν διατηρεί στενότατες σχέσεις με την Άγκυρα και το «ψευδοκράτος» στην Κύπρο, με το οποίο οι σχέσεις του είναι οι καλύτερες που έχει οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο, μετά την ίδια την Τουρκία! Γιατί να ενισχύσει η Ελλάδα αυτήν τη χώρα; Οι κατάπληκτοι Αρμένιοι, σε μια προσπάθεια αποτροπής της συμφωνίας, προσέφυγαν στον έλληνα υπουργό Άμυνας Δημήτρη Αβραμόπουλο, όχι μόνο εκλιπαρώντας τον να μην προχωρήσει, αλλά και φτάνοντας στο σημείο να προσφέρουν εκείνοι δωρεάν στην Ελλάδα όσα τυχόν αντιαεροπορικά συστήματα δεν τους είναι απαραίτητα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, όμως, ο έλληνας υπουργός Άμυνας επιμένει στη συμφωνία. Ο λόγος είναι (δυστυχώς) απλός. Το ζητάει η ισραηλινή κυβέρνηση, στο πλαίσιο της στρατηγικής της για μια «ημισέληνο», μια ζώνη επιρροής που θα ξεκινάει από την Κύπρο και θα «κυκλώνει» την Τουρκία, συνιστώντας ταυτόχρονα και τον βόρειο διάδρομο μιας επίθεσης κατά του Ιράν. Εξ ου η εντατική στρατιωτική συνεργασία με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Γεωργία, μεταξύ άλλων. Και, όπως και σε όλα τα άλλα ζητήματα, στο λεξιλόγιο των ελλήνων πολιτικών απουσιάζει η λέξη «όχι». Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ρήξη της κυβέρνησης Νετανιάχου με την ομάδα του Ερντογάν (και όχι την Τουρκία γενικά, όπως νομίζουν οι παρ’ ημίν κουφιοκεφαλάκηδες, αγνοώντας μια κρισιμότατη διαφορά) μπορεί να συνιστά μια σπουδαία ευκαιρία για την Ελλάδα και την Κύπρο, υπό τον όρο όμως (που δεν εκπληρούται) ότι Αθήνα και Λευκωσία θα διέθεταν μια εθνική στρατηγική, θα είχαν δηλαδή κάποιες επιδιώξεις, πέραν του να λύσουν εις βάρος τους τις ελληνοτουρκικές διαφορές και να επαναφέρουν το σχέδιο Ανάν. Αλλιώς θα κάνουν τελικά τα «θελήματα» μιας χώρας που έχει εμπλακεί στα πιο επικίνδυνα παιχνίδια της υφηλίου, χωρίς η Ελλάδα ή η Κύπρος να κερδίζουν τίποτε άλλο από κινδύνους.
Όχι «νταβατζήδες»
Η χώρα μας, στην κατάσταση που βρίσκεται, χρειάζεται απελπιστικά συμμάχους σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, και στην Ιερουσαλήμ και στη Μόσχα και στην Ευρώπη και στην Αμερική και στον τρίτο κόσμο, παντού. Το μόνο που δεν χρειάζεται, το μόνο που την έχει καταστρέψει είναι οι «νταβατζήδες». Και μόνο τέτοιους μπορούν να βρουν οι έλληνες πολιτικοί, ικανοί μόνο για σχέσεις υποτέλειας. Ακόμη και την κατ’ αρχάς αξιοποιήσιμη ιδέα μιας ελληνοϊσραηλινής προσέγγισης θα καταστρέψουν με τον τρόπο που πολιτεύονται, μετατρέποντάς την από πηγή οφέλους σε πηγή κινδύνων και δεινών.
Παίρνουμε άλλωστε ως χώρα κάποιο αντάλλαγμα από όλα αυτά; Το Ισραήλ έχει, π.χ., πολύ μεγάλη επιρροή στην Αλβανία. Του ζητήσαμε να την ασκήσει, ώστε να κυρωθεί η συμφωνία για την ΑΟΖ ή να σταματήσει ο ελλιμενισμός τουρκικών υποβρυχίων; Όχι φυσικά. Η Αθήνα μόνο δίνει, δεν παίρνει, ούτε καν ζητάει, σε αυτό και σε όλα τα άλλα θέματα, όχι μόνο από το Ισραήλ, αλλά από τους πάντες! Ζητήσαμε σε αντάλλαγμα όχι μόνο της βοήθειας προς το Αζερμπαϊτζάν, αλλά και πολλών άλλων πολύ σημαντικών και παρακινδυνευμένων στρατιωτικών διευκολύνσεων που μας ζητάει να σταματήσει έστω η Ιερουσαλήμ να αναγνωρίζει τα Σκόπια ως Μακεδονία; Όχι βέβαια.
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή στην υπόθεση της Αρμενίας. Δεν χρειάζεται η Ελλάδα να κάνει αυτήν τη βρωμοδουλειά με το Αζερμπαϊτζάν. Κάνοντάς την η Αθήνα μπήγει βαθιά το μαχαίρι της δυσπιστίας στις σχέσεις με έναν λαό σύμμαχο, που η τραγική ιστορία μας μας ενώνει με ακατάλυτους δεσμούς.
Γιατί να το κάνουμε;
Τα ίδια έγιναν με τον Μιλόσεβιτς, που τον έριξε ο σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου, ο Άλεξ Ρόντος, βάζοντας ταυτόχρονα σφήνα στους Ρώσους και μετά βγήκε και διαφήμιζε τον ρόλο του, ώστε να μη μείνει τίποτα όρθιο στις ελληνοσερβικές και ελληνορωσικές σχέσεις. Μας έβαλαν εμάς να δώσουμε τον Οτσαλάν, για να μην υπάρξει ξανά εμπιστοσύνη μεταξύ Κούρδων και Ελλήνων. Και πάει λέγοντας, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το σύνολο σχεδόν των παράπλευρων σχέσεων που είχε η Ελλάδα μέχρι το 1996, σχέσεων που δεν αρέσουν βέβαια στους «φιλέλληνες» των Αθηνών, αλλά που μπορούσαν να αντισταθμίσουν κάπως την πίεση που δέχεται μονίμως η χώρα μας από τους υποτιθέμενους συμμάχους και εταίρους, περιλαμβανομένης της Τουρκίας. Ελπίζουμε ο κ. Σαμαράς να παρέμβει, σταματώντας αυτήν την ακατανόητη συμφωνία.
Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος
πηγή
Δημοσίευση σχολίου